Αγορά από το Book Depository
Το «Φυλακτό» περιγράφεται σαν μια ημι-παραισθησιακή νουβέλα, η οποία λίγο ή πολύ ασχολείται με τη μελαγχολία της Λατινικής Αμερικής – όχι σαν γεωγραφικού χώρου, αλλά ως ενός τεράστιου μέρους, του οποίου οι κάτοικοι υπέφεραν πολλά στο πέρασμα του χρόνου.
«Αυτή θα είναι μια ιστορία τρόμου», μας λέει στην αρχή του βιβλίου η Οξίλιο Λακουτούρ, μια ποιήτρια με καταγωγή από την Ουρουγουάη, που θεωρείται ωστόσο η μητέρα της μεξικανικής ποίησης. Αυτό που ακολουθεί ωστόσο δεν είναι μια ιστορία τρόμου, αλλά μια ιστορία για τα μεγάλα πάθη, τα μεγάλα λόγια, τις απογοητεύσεις και τα αναπόφευκτα λάθη.
Ο Μπολάνιο, μέσω της Οξίλιο, επιστρέφει σε γνώριμα συγγραφικά μονοπάτια: μας ταξιδεύει και πάλι στους δρόμους της ποίησης, μας συστήνει ξανά σε φανταστικά ή μη πρόσωπα που γνωρίσαμε στα άλλα βιβλία του, μας μιλά για τον πολιτισμό και για τους εκπροσώπους του, που άλλοτε λειτουργούν θετικά γι’ αυτόν και άλλοτε όχι. Και μας μιλά για την ιστορία. Ή μάλλον για ένα μεμονωμένο γεγονός στην ιστορία. Την εισβολή των τανκς στο Πανεπιστήμιο της πόλης του Μεξικού στις 18 Σεπτεμβρίου του 1968 – τη μέρα που όλα άλλαξαν και όλα παρέμειναν τα ίδια. Τη μέρα που η Οξίλιο, χωρίς καλά καλά να το καταλάβει, βρέθηκε στο επίκεντρο ενός κυκεώνα, που λίγο την άγγιξε, αλλά τη μετέτρεψε σε θρύλο.
Η Οξίλιο είναι μία από εκείνες τις ηρωίδες της λογοτεχνίας που παραμένουν βαθιά χαραγμένες στη μνήμη του αναγνώστη. Είναι μια γυναίκα σύμβολο, ένας φορέας αλλαγής. Κάποια που δεν θα γίνει ίσως ποτέ ευτυχισμένη, αλλά και η οποία ίσως δεν μπορεί να ζήσει χωρίς τη μελαγχολία της. Η λύπη της είναι μάλλον η δύναμή της: «Βάφτισα το δεξί μου πόδι θέληση και το αριστερό αναγκαιότητα», λέει. Και μ’ αυτά τα πόδια πορεύτηκε σ’ ένα κόσμο εύθραυστο, όπου όλα άλλαζαν μέρα με τη μέρα και όλα παρέμεναν τα ίδια. Ο πολιτισμός ήταν το πεδίο δράσης της, η πολιτική το υπόγειο πεδίο των μαχών της. Ήταν μια ιδεαλίστρια που ήθελε να αλλάξει τον κόσμο, τουλάχιστον τον κόσμο γύρω της, η οποία ωστόσο δεν έτρεφε ψευδαισθήσεις: «Οξίλιο Λακατούρ, πολίτη της Ουρουγουάης, Λατινοαμερικανή, ποιήτρια και ταξιδιώτισσα, αντιστάσου», διέταξε τον εαυτό της. Και αντιστάθηκε: γράφοντας ποίηση, στηρίζοντας τους νέους ποιητές, σεβόμενη τους παλιούς, ξεσκονίζοντας τα ράφια της λογοτεχνίας, αναγνωρίζοντας ότι: «Ο πολιτισμός πολλές φορές είναι, ή περιλαμβάνει, κάποιου είδους τρέλα». Ωστόσο: «Ένα μοναχά πράγμα με εμπόδισε από το να τρελαθώ: το ότι ποτέ δεν έχασα την αίσθηση του χιούμορ». Κι αν το χιούμορ την έσωσε από την τρέλα, η συγγραφή ήταν αυτή που την κράτησε ζωντανή: «Επειδή έγραφα, άντεξα». Άντεξε για να δει και να ζήσει πολλά και για να φτάσει στα δικά της συμπεράσματα για τη φάρσα του καθημερινού βίου: «Η κάθε μέρα είναι σαν μια παγωμένη διαφάνεια που διαρκεί μοναχά λίγα δευτερόλεπτα». Διόλου παράξενο λοιπόν που ξανά και ξανά η ζωή την οδηγούσε «σε άλλες ιστορίες». Ιστορίες συνηθισμένων ανθρώπων, ιστορίες μεγάλων δημιουργών: «Ω, πόσο αγαπώ την ελληνική λογοτεχνία, από τη Σαπφώ μέχρι και τον Γιώργο Σεφέρη». Ωστόσο η Οξίλιο αγαπούσε και την αγάπη, γι’ αυτό και έλεγε: «Τίποτα καλό δεν προκύπτει ποτέ από την αγάπη – αυτό που προκύπτει είναι πάντα κάτι καλύτερο».
Η ιστορία της Οξίλιο είναι πολλές ιστορίες μαζί: ιστορίες για τον έρωτα και για το θάνατο, για την ποίηση, για την επανάσταση και για την πολιτική, για τις μεγάλες φάρσες της περιπέτειας του ανθρώπου. Ένα ακόμη αξιόλογο λιθαράκι στο όλο και μεγαλύτερο λογοτεχνικό κανόνα ενός πραγματικά σπουδαίου συγγραφέα.
«Αυτή θα είναι μια ιστορία τρόμου», μας λέει στην αρχή του βιβλίου η Οξίλιο Λακουτούρ, μια ποιήτρια με καταγωγή από την Ουρουγουάη, που θεωρείται ωστόσο η μητέρα της μεξικανικής ποίησης. Αυτό που ακολουθεί ωστόσο δεν είναι μια ιστορία τρόμου, αλλά μια ιστορία για τα μεγάλα πάθη, τα μεγάλα λόγια, τις απογοητεύσεις και τα αναπόφευκτα λάθη.
Ο Μπολάνιο, μέσω της Οξίλιο, επιστρέφει σε γνώριμα συγγραφικά μονοπάτια: μας ταξιδεύει και πάλι στους δρόμους της ποίησης, μας συστήνει ξανά σε φανταστικά ή μη πρόσωπα που γνωρίσαμε στα άλλα βιβλία του, μας μιλά για τον πολιτισμό και για τους εκπροσώπους του, που άλλοτε λειτουργούν θετικά γι’ αυτόν και άλλοτε όχι. Και μας μιλά για την ιστορία. Ή μάλλον για ένα μεμονωμένο γεγονός στην ιστορία. Την εισβολή των τανκς στο Πανεπιστήμιο της πόλης του Μεξικού στις 18 Σεπτεμβρίου του 1968 – τη μέρα που όλα άλλαξαν και όλα παρέμειναν τα ίδια. Τη μέρα που η Οξίλιο, χωρίς καλά καλά να το καταλάβει, βρέθηκε στο επίκεντρο ενός κυκεώνα, που λίγο την άγγιξε, αλλά τη μετέτρεψε σε θρύλο.
Η Οξίλιο είναι μία από εκείνες τις ηρωίδες της λογοτεχνίας που παραμένουν βαθιά χαραγμένες στη μνήμη του αναγνώστη. Είναι μια γυναίκα σύμβολο, ένας φορέας αλλαγής. Κάποια που δεν θα γίνει ίσως ποτέ ευτυχισμένη, αλλά και η οποία ίσως δεν μπορεί να ζήσει χωρίς τη μελαγχολία της. Η λύπη της είναι μάλλον η δύναμή της: «Βάφτισα το δεξί μου πόδι θέληση και το αριστερό αναγκαιότητα», λέει. Και μ’ αυτά τα πόδια πορεύτηκε σ’ ένα κόσμο εύθραυστο, όπου όλα άλλαζαν μέρα με τη μέρα και όλα παρέμεναν τα ίδια. Ο πολιτισμός ήταν το πεδίο δράσης της, η πολιτική το υπόγειο πεδίο των μαχών της. Ήταν μια ιδεαλίστρια που ήθελε να αλλάξει τον κόσμο, τουλάχιστον τον κόσμο γύρω της, η οποία ωστόσο δεν έτρεφε ψευδαισθήσεις: «Οξίλιο Λακατούρ, πολίτη της Ουρουγουάης, Λατινοαμερικανή, ποιήτρια και ταξιδιώτισσα, αντιστάσου», διέταξε τον εαυτό της. Και αντιστάθηκε: γράφοντας ποίηση, στηρίζοντας τους νέους ποιητές, σεβόμενη τους παλιούς, ξεσκονίζοντας τα ράφια της λογοτεχνίας, αναγνωρίζοντας ότι: «Ο πολιτισμός πολλές φορές είναι, ή περιλαμβάνει, κάποιου είδους τρέλα». Ωστόσο: «Ένα μοναχά πράγμα με εμπόδισε από το να τρελαθώ: το ότι ποτέ δεν έχασα την αίσθηση του χιούμορ». Κι αν το χιούμορ την έσωσε από την τρέλα, η συγγραφή ήταν αυτή που την κράτησε ζωντανή: «Επειδή έγραφα, άντεξα». Άντεξε για να δει και να ζήσει πολλά και για να φτάσει στα δικά της συμπεράσματα για τη φάρσα του καθημερινού βίου: «Η κάθε μέρα είναι σαν μια παγωμένη διαφάνεια που διαρκεί μοναχά λίγα δευτερόλεπτα». Διόλου παράξενο λοιπόν που ξανά και ξανά η ζωή την οδηγούσε «σε άλλες ιστορίες». Ιστορίες συνηθισμένων ανθρώπων, ιστορίες μεγάλων δημιουργών: «Ω, πόσο αγαπώ την ελληνική λογοτεχνία, από τη Σαπφώ μέχρι και τον Γιώργο Σεφέρη». Ωστόσο η Οξίλιο αγαπούσε και την αγάπη, γι’ αυτό και έλεγε: «Τίποτα καλό δεν προκύπτει ποτέ από την αγάπη – αυτό που προκύπτει είναι πάντα κάτι καλύτερο».
Η ιστορία της Οξίλιο είναι πολλές ιστορίες μαζί: ιστορίες για τον έρωτα και για το θάνατο, για την ποίηση, για την επανάσταση και για την πολιτική, για τις μεγάλες φάρσες της περιπέτειας του ανθρώπου. Ένα ακόμη αξιόλογο λιθαράκι στο όλο και μεγαλύτερο λογοτεχνικό κανόνα ενός πραγματικά σπουδαίου συγγραφέα.
No comments:
Post a Comment