Αγορά από το Book Depository
Αυτό είναι ένα από εκείνα τα βιβλία που καθηλώνουν με τρόπο σχεδόν μαγικό τον αναγνώστη. Όχι τόσο με το μύθο τους όσο με τη γραφή τους. Μια γραφή τρυφερή, σχεδόν νοσταλγική που συνομιλεί με τις ψυχές και τις σιωπές.
Αυτή είναι η ιστορία του Λορένζο, ενός δεκατετράχρονου παιδιού που δεν τα πάει και τόσο καλά με τον κόσμο γύρω του, το οποίο όμως προσπαθεί να μην το δείχνει. Κι αυτό κυρίως για χάρη της μάνας του, μιας γυναίκας της οποίας η αύρα για κάποιο λόγο του θυμίζει το Μαρόκο.
«Η ζωή είναι θλιβερή όταν απουσιάζει η αίσθηση του χιούμορ» μας λέει ο συγγραφέας, κι αυτό το στοιχείο ακριβώς είναι που λείπει από τη ζωή του Λορένζο. Ό,τι και να κάνει δεν μπορεί με τίποτα να νιώσει χαρούμενος, μια στάλα ευτυχισμένος. Ή για να το θέσουμε απλά, το μοναδικό πλάσμα, με εξαίρεση τη μάνα του, με το οποίο τα πάει καλά είναι ο εαυτός του.
Οι δικοί του δεν μπορούν να τον καταλάβουν και στεναχωριούνται γι’ αυτόν και ίσως ακριβώς για τούτο το λόγο αποφασίζει να εμπνευστεί για το δικό τους χατίρι ένα ταξίδι στα βουνά με τα δημοφιλή παιδιά της τάξης, το οποίο φυσικά και δεν πρόκειται να πραγματοποιήσει. Το σχέδιό του είναι απλό: Καθώς οι γονείς θα σκέφτονται ότι είναι μακριά και περνάει επιτέλους καλά με κάποιους άλλους ανθρώπους, αυτός θα κρύβεται στα μουλωχτά σ’ ένα ξεχασμένο υπόγειο του κτηρίου στο οποίο διαμένουν.
Στη αρχή τα πράγματα πάνε καλά. Εφοδιάζει το καταφύγιό του με ό,τι θα χρειαστεί στη διάρκεια μιας βδομάδας και αράζει εκεί, όπου ξοδεύει το χρόνο του παίζοντας ηλεκτρονικά παιχνίδια, βλέποντας τηλεόραση και αναλογιζόμενος τη ζωή του: «Γιατί έπρεπε να είμαι σαν όλους τους άλλους;», «Όταν ήμουνα μόνος ήμουν ευτυχισμένος, με τους άλλους έπρεπε πάντα να προσποιούμαι».
Τώρα, κλεισμένος καθώς είναι στο υπόγειό του, αποκομμένος από όλους τους ενήλικες, νιώθει λιγότερο ή περισσότερο ευτυχισμένος, ωστόσο η μοίρα είναι αποφασισμένη ν’ αρχίσει να παίζει μαζί του παράξενα παιχνίδια. Έτσι, εντελώς στα ξαφνικά, του στέλνει εκεί την Ολίβια, την ετεροθαλή του αδελφή, που έχει σοβαρό πρόβλημα σε ό,τι αφορά τη χρήση ναρκωτικών. Η τελευταία, από τη μια στιγμή στην άλλη, γκρεμίζει τον παράδεισό του, κι από ένα ελεύθερο παιδί τον μεταμορφώνει στον προσωπικό της υπηρέτη. Κάποιος πρέπει να τη βοηθήσει να ικανοποιήσει τις ανάγκες της, κι αν όχι αυτός, τότε ποιος;
Ο συγγραφέας παρατηρεί διακριτικά και καταγράφει τη δυναμική που αναπτύσσεται ανάμεσα στους δύο ήρωές του, μια δυναμική που ακροβατεί επικίνδυνα στο χείλος ενός αδιόρατου γκρεμού. Φαινομενικά ο ένας δεν αντέχει τον άλλο, αλλά είναι κάτι που τους ενώνει: αν μαθευτούν τα μυστικά τους έχουν και οι δύο πολλά να χάσουν. Έτσι συνάπτουν μια αναγκαία συμμαχία, η οποία θα τους βοηθήσει μ’ ένα υπόγειο σχεδόν τρόπο να συνειδητοποιήσουν κάποια πράγματα, να δουν τους εαυτούς τους όπως ακριβώς είναι. Η πτώση και για τους δυο τους δεν φαίνεται να είναι μακριά, αλλά ούτε και η ανόρθωση. Όπως γράφει η Ολίβια στον πατέρα της: «Πρέπει να μάθω να μη σε μισώ». Έτσι και ο Λορένζο πρέπει να μάθει να μη μισεί τη ζωή με τους άλλους.
Μια καλογραμμένη νουβέλα, που διαβάζεται σε μία καθισιά και έχει πολλά να πει στον αναγνώστη. Συστήνεται.
Αυτή είναι η ιστορία του Λορένζο, ενός δεκατετράχρονου παιδιού που δεν τα πάει και τόσο καλά με τον κόσμο γύρω του, το οποίο όμως προσπαθεί να μην το δείχνει. Κι αυτό κυρίως για χάρη της μάνας του, μιας γυναίκας της οποίας η αύρα για κάποιο λόγο του θυμίζει το Μαρόκο.
«Η ζωή είναι θλιβερή όταν απουσιάζει η αίσθηση του χιούμορ» μας λέει ο συγγραφέας, κι αυτό το στοιχείο ακριβώς είναι που λείπει από τη ζωή του Λορένζο. Ό,τι και να κάνει δεν μπορεί με τίποτα να νιώσει χαρούμενος, μια στάλα ευτυχισμένος. Ή για να το θέσουμε απλά, το μοναδικό πλάσμα, με εξαίρεση τη μάνα του, με το οποίο τα πάει καλά είναι ο εαυτός του.
Οι δικοί του δεν μπορούν να τον καταλάβουν και στεναχωριούνται γι’ αυτόν και ίσως ακριβώς για τούτο το λόγο αποφασίζει να εμπνευστεί για το δικό τους χατίρι ένα ταξίδι στα βουνά με τα δημοφιλή παιδιά της τάξης, το οποίο φυσικά και δεν πρόκειται να πραγματοποιήσει. Το σχέδιό του είναι απλό: Καθώς οι γονείς θα σκέφτονται ότι είναι μακριά και περνάει επιτέλους καλά με κάποιους άλλους ανθρώπους, αυτός θα κρύβεται στα μουλωχτά σ’ ένα ξεχασμένο υπόγειο του κτηρίου στο οποίο διαμένουν.
Στη αρχή τα πράγματα πάνε καλά. Εφοδιάζει το καταφύγιό του με ό,τι θα χρειαστεί στη διάρκεια μιας βδομάδας και αράζει εκεί, όπου ξοδεύει το χρόνο του παίζοντας ηλεκτρονικά παιχνίδια, βλέποντας τηλεόραση και αναλογιζόμενος τη ζωή του: «Γιατί έπρεπε να είμαι σαν όλους τους άλλους;», «Όταν ήμουνα μόνος ήμουν ευτυχισμένος, με τους άλλους έπρεπε πάντα να προσποιούμαι».
Τώρα, κλεισμένος καθώς είναι στο υπόγειό του, αποκομμένος από όλους τους ενήλικες, νιώθει λιγότερο ή περισσότερο ευτυχισμένος, ωστόσο η μοίρα είναι αποφασισμένη ν’ αρχίσει να παίζει μαζί του παράξενα παιχνίδια. Έτσι, εντελώς στα ξαφνικά, του στέλνει εκεί την Ολίβια, την ετεροθαλή του αδελφή, που έχει σοβαρό πρόβλημα σε ό,τι αφορά τη χρήση ναρκωτικών. Η τελευταία, από τη μια στιγμή στην άλλη, γκρεμίζει τον παράδεισό του, κι από ένα ελεύθερο παιδί τον μεταμορφώνει στον προσωπικό της υπηρέτη. Κάποιος πρέπει να τη βοηθήσει να ικανοποιήσει τις ανάγκες της, κι αν όχι αυτός, τότε ποιος;
Ο συγγραφέας παρατηρεί διακριτικά και καταγράφει τη δυναμική που αναπτύσσεται ανάμεσα στους δύο ήρωές του, μια δυναμική που ακροβατεί επικίνδυνα στο χείλος ενός αδιόρατου γκρεμού. Φαινομενικά ο ένας δεν αντέχει τον άλλο, αλλά είναι κάτι που τους ενώνει: αν μαθευτούν τα μυστικά τους έχουν και οι δύο πολλά να χάσουν. Έτσι συνάπτουν μια αναγκαία συμμαχία, η οποία θα τους βοηθήσει μ’ ένα υπόγειο σχεδόν τρόπο να συνειδητοποιήσουν κάποια πράγματα, να δουν τους εαυτούς τους όπως ακριβώς είναι. Η πτώση και για τους δυο τους δεν φαίνεται να είναι μακριά, αλλά ούτε και η ανόρθωση. Όπως γράφει η Ολίβια στον πατέρα της: «Πρέπει να μάθω να μη σε μισώ». Έτσι και ο Λορένζο πρέπει να μάθει να μη μισεί τη ζωή με τους άλλους.
Μια καλογραμμένη νουβέλα, που διαβάζεται σε μία καθισιά και έχει πολλά να πει στον αναγνώστη. Συστήνεται.
No comments:
Post a Comment