Σ’ αυτό το μυθιστόρημα παρακολουθούμε ένα μακρύ και επίπονο ταξίδι σε «ένα τόπο που δεν επιστρέφει και δεν επανορθώνεται. Που ποτέ δεν θα γίνει όπως πριν».
Ο Κόρμακ ΜακΚάρθυ είναι ένα από τα πιο «καυτά» ονόματα της σύγχρονης αμερικάνικης λογοτεχνίας. Τα βιβλία του θα μπορούσαν να γραφτούν μονάχα στις ΗΠΑ, ή ίσως και στην Αργεντινή και την Αυστραλία. Μιλούν για τους απέραντους δρόμους, τις μεγάλες ερήμους και τα μοναχικά ταξίδια.
Ένα μοναχικό ταξίδι, πατέρα και γιου, περιγράφει και σ’ αυτές τις σελίδες. Τα γεγονότα διαδραματίζονται σ’ ένα μελλοντικό κόσμο, μετά από μια μεγάλη καταστροφή που δεν κατονομάζεται. Εδώ όλα είναι γκρίζα. Τα δέντρα, ο ουρανός, η θάλασσα, το χιόνι, ακόμη και οι ψυχές. («Εκεί που δεν μπορεί να ζήσει άνθρωπος ούτε θεός θα προκόψει ποτέ» διαβάζουμε κάπου). Οι άνθρωποι που έχουν παραμείνει ζωντανοί είναι λιγοστοί κι αυτοί χωρίζονται σε δύο ομάδες: τους καλούς και τους κακούς. Το μόνο που στη διάρκεια του ταξιδιού είναι δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς σε ποια από τις δύο κατηγορίες ανήκει ο πατέρας. Όταν μιλά με το γιο του μοιάζει να είναι καλός, όταν συναντάνε άλλους ανθρώπους στο δρόμο καχύποπτος και κακός. Ο πιο πιστός του φίλος είναι ένα περίστροφο, το οποίο δε θα διστάσει στιγμή να χρησιμοποιήσει. Ο μικρός μοιάζει να αγαπά τον πατέρα του, αλλά δεν το καταλαβαίνει. Γιατί πρέπει να είναι τόσο σκληρός; Γιατί δε δείχνει συμπόνια και στους άλλους; Και γιατί τον παρασέρνει μαζί του σ’ αυτό το ατελείωτο οδοιπορικό με προορισμό μια θάλασσα που ίσως να μη συναντήσουν ποτέ; Του λείπει κι η μάνα του. Αυτή που δεν τόλμησε να μείνει ζωντανή.
Ο άντρας και το αγόρι, οι δύο ανώνυμοι, θα συναντήσουν ένα σωρό κίνδυνους στο δρόμο τους, αλλά με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα καταφέρουν να επιβιώσουν. Η συνεχής κίνηση, αυτή θα τους κρατήσει ζωντανούς, θεωρεί ο άντρας. Ωστόσο σ’ ένα κόσμο όπου οι κανόνες έχουν πάψει εδώ και καιρό να ισχύουν, για τίποτα δεν μπορεί να είναι κανείς σίγουρος. Όλοι όσοι έχουν απομείνει σ’ αυτόν μοιάζουν να ζουν «σε ένα χρόνο δανεικό και ένα κόσμο δανεικό και με μάτια δανεικά για να τον κλαίνε».
Διαβάζοντας αυτό το βιβλίο ένιωθα σα να άκουα μια προφορική αφήγηση (το «Καμιά πατρίδα για τους μελλοθανάτους» το άκουσα αντί να το διαβάσω), αλλά και σα να παρακολουθούσα μια ταινία γυρισμένη από τον Τζιμ Τζαρμούς. Το βιβλίο όντως γυρίστηκε σε ταινία, αλλά από κάποιον άλλο. Όπως και νάχει, εκείνο που θέλω να πω είναι ότι ο ΜακΚάρθυ με τη γραφή του ζωντανεύει στη φαντασία μας ένα εφιαλτικό σκηνικό, που ίσως να μοιάζει λίγο με το μύθο του «τέλους των ημερών». Μέσα από τις λιτές περιγραφές του ταξιδεύουμε σ’ ένα μουντό, ανέλπιδο μέλλον, στα τοπία της στάχτης. Το θέμα αυτής της ιστορίας θα μπορούσε να αποτελεί παγίδα για κάθε συγγραφέα, αφού όταν ουσιαστικά περιγράφεις μια μονότονη πορεία στο πουθενά, δεν μπορεί, κάποτε θα πέσεις σε επαναλήψεις. Ωστόσο αυτός αποφεύγει το σκόπελο, κι αυτό ακριβώς είναι που κάνει το βιβλίο του να μοιάζει στα μάτια μας σαν πραγματικό επίτευγμα. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε το γεγονός ότι έχει τιμηθεί με το βραβείο Πούλιτζερ.
Για τους φίλους της καλής λογοτεχνίας και όχι μόνο.
No comments:
Post a Comment