«Υπάρχουν πολλά πράγματα κάτω από την επιφάνεια της ζωής, όλοι το ξέρουν αυτό. Πολλή κακία και απόγνωση και ενοχή, και τόση πολλή μοναξιά, ακόμη και εκεί που δε θα περίμενες στ’ αλήθεια να τη βρεις».
Αυτό είναι ένα βιβλίο υψηλών λογοτεχνικών απαιτήσεων, αλλά κάθε άλλο παρά δύσκολο. Η Μεριλίν Ρόμπινσον με μια υπέροχη πρόζα μας αφηγείται την ιστορία των ανδρών τριών γενεών σε ένα διάστημα που καλύπτει τον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο μέχρι και τον εικοστό αιώνα. Αυτή είναι μια ιστορία για πατέρες και γιους, που διαφέρουν πολύ ο ένας από τον άλλο, αλλά και που κουβαλούν μέσα τους όλα εκείνα τα στοιχεία, τα γονίδια ίσως, που τους ενώνουν. Ένας πολέμαρχος παππούς ιερέας, ένας ειρηνόφιλος επίσης ιερωμένος γιος, κι ένας εγγονός που στα εφτά του μόλις χρόνια είναι έτοιμος να μείνει ορφανός.
Την ιστορία την αφηγείται γραπτώς ο πατέρας στο γιο του. Τού μιλάει για τη ζωή του, για τον παππού, για την ανθρωπότητα, για τη θρησκεία. Προσπαθεί να τον διδάξει όσα περισσότερα μπορεί, να του μιλήσει όσο περισσότερο γίνεται προτού εγκαταλείψει τα εγκόσμια: «Μακάρι να μπορούσα να σου μεταβιβάσω μερικές από τις εικόνες που είναι αποτυπωμένες στο μυαλό μου, αφού είναι τόσο όμορφες ώστε μισώ την ιδέα ότι θα εξαφανιστούν μαζί μου». Παντρεμένος με μια γυναίκα πολύ νεώτερη από τον ίδιο, είχε αποκτήσει την απόλυτη ευτυχία – μια ευτυχία ωστόσο που δε θα κρατούσε και πολύ αφού η αρρώστια θα ερχόταν ξαφνικά και θα τον κατέβαλλε.
Ο πατέρας δάσκαλος λοιπόν. Ο γιος μαθητής. Ο παππούς; Η γυναίκα; Και οι δύο παίζουν ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο ρόλο. Ο πρώτος μας θυμίζει λίγο κάποιους από τους παπάδες αντάρτες του Καζαντζάκη, ένα φάντασμα από το παρελθόν που δε λέει να ξαποστάσει. Η δεύτερη μια σιωπηλή παρουσία που επιβάλλεται μόνο και μόνο με την ύπαρξή της. Ήρθε από το πουθενά, εισέβαλε στη ζωή του αφηγητή με βίαια γαλήνη και του ανέτρεψε τις βεβαιότητες, χαρίζοντάς του ταυτόχρονα περισσή αγάπη και ομορφιά.
Η αγάπη, η ιδέα της αγάπης, διατρέχει ολόκληρο το κείμενο, ο ετοιμοθάνατος προσπαθεί να μιλήσει για όλες τις εκφάνσεις της σ’ αυτόν του οποίου η ζωή μόλις αρχίζει: «Βλέπεις πόσο θεϊκό είναι το να αγαπάς το ότι κάποιος απλά και μόνο υπάρχει…», «Δεν υπάρχει δικαιοσύνη στην αγάπη, αλλά ούτε και μέτρο, δεν χρειάζεται, αφού σε κάθε περίσταση δεν αποτελεί παρά μια ματιά ή μια παραβολή μιας ολοκληρωτικά αδιανόητης πραγματικότητας. Δεν έχει κανένα νόημα αφού είναι αυτή που διαλύει ακατάπαυστα το προσωρινό».
Η αγάπη για την αγάπη, για τη φιλία και για την ειρήνη είναι οι παρακαταθήκες του ηλικιωμένου ιερέα: «Η επιθυμία του πολέμου φέρνει τις συνέπειες του πολέμου» λέει στο γιο του, με την ελπίδα ότι θ’ ακολουθήσει τ’ αχνάρια του.
Το κείμενο αναπόφευκτα ξεχειλίζει από νοσταλγία, αλλά είναι μια νοσταλγία γλυκιά, γαλήνια. Ο αφηγητής μοιάζει να είναι ευχαριστημένος από τη ζωή του, να ευχαριστεί το θεό για το πέρασμά του από τη γη, τα λόγια του ποτέ δε στάζουν πικρία. Αυτή είναι μια από εκείνες τις ιστορίες που λέγονται μια νύχτα του χειμώνα μπροστά από ένα τζάκι, παρέα μ’ ένα ποτήρι κόκκινο κρασί και πρόσωπα αγαπημένα. Η γραφή της Ρόμπινσον, πού και πού λιτή, σε πολλά σημεία λυρική, μας παρασύρει στους κόσμους της φαντασίας της, μας μιλά για τις πιο απλές αλήθειες χωρίς να γίνεται ποτέ βαρετή ή υπέρ του δέοντος διδακτική. Ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί.
No comments:
Post a Comment