Το βιβλίο αυτό περιλαμβάνει μια νουβέλα και δύο διηγήματα του πρώτου ιάπωνα νομπελίστα συγγραφέα.
«Το σπίτι των κοιμισμένων κοριτσιών» είναι η ιστορία του Εγκούτσι, ενός ηλικιωμένου άντρα που επισκέπτεται τακτικά ένα ιδιόρρυθμο οίκο ανοχής, όπου κοιμάται με διάφορα νέα κορίτσια. Τι είναι που τον κάνει ιδιόρρυθμο; Καταρχήν, όσοι πηγαίνουν εκεί όντως κοιμούνται μοναχά με τα κορίτσια, ή μάλλον δίπλα τους. Το άγγιγμα επιτρέπεται, αλλά η ερωτική επαφή είναι απαγορευμένη. Στη διάρκεια της επίσκεψης τα ίδια τα κορίτσια είναι ναρκωμένα, ώστε να μην αναγνωρίζουν τον πελάτη τους, αποφεύγοντας έτσι δύσκολες καταστάσεις. Ο Εγκούτσι, καθώς πηγαίνει ξανά και ξανά εκεί, αρχίζει να θυμάται τα παλιά, όλα αυτά που έζησε, τις γυναίκες που ερωτεύτηκε στη νιότη του, τις απογοητεύσεις που ένιωσε. Τα κοιμισμένα κορίτσια ξυπνούν μέσα του κάποια συναισθήματα τρυφερότητας, αλλά φέρνουν στο φως και το μέσα του σκοτάδι, αφού κάθε τόσο του καρφώνεται στο μυαλό η ιδέα να σκοτώσει κάποιο από αυτά – το πιο όμορφο μάλιστα. Αυτή είναι μια ιστορία για τα γηρατειά: «Τον βάραινε η ασχήμια των γηρατειών. Σκεφτόταν ότι και για τον ίδιο δεν ήταν μακριά οι θλιβερές συνθήκες που έφερναν εδώ τους άλλους πελάτες», αλλά και ένα παρελθόν που πληγώνει τους ανθρώπους: «Στα εξήντα εφτά του ο Εγκούτσι είχε περάσει άσχημες νύχτες με γυναίκες. Πραγματικά ήταν άσχημες νύχτες, που του ήταν δύσκολο να τις ξεχάσει. Η ασχήμια τους δεν είχε σχέση με την εμφάνιση των γυναικών, αλλά με τις τραγωδίες τους, τις παραμορφωμένες ζωές τους». Τι ήταν αυτό που τον οδηγούσε τελικά στο «Σπίτι των κοιμισμένων κοριτσιών»; Ίσως, απλά, το γεγονός ότι «τον γοήτευε η ιδέα να κοιμηθεί έναν ύπνο που θύμιζε θάνατο, δίπλα σε μια κοπέλα που κοιμόταν τον ίδιο ύπνο».
Μια ιστορία σαν μπαλάντα, ύμνος στη γεροντική μελαγχολία.
«Το μπράτσο», που ακολουθεί, είναι μια ιστορία… κουφή. Ο πρωταγωνιστής είναι με μια γυναίκα. Λίγο προτού την αφήσει εκείνη βγάζει και του δίνει το μπράτσο της για να του κρατά συντροφιά. Εκείνος το πάει στο σπίτι του και πιάνει μαζί του την κουβέντα. Νιώθει ότι τον καταλαβαίνει απόλυτα, έτσι όπως κάθεται και του μιλά και τον ακούει. Πρώτη φορά νιώθει τόσο όμορφα στη ζωή του, τόσο καλά, που αποφασίζει να το κάνει δικό του, ώστε να μην καταντήσει σαν τη γυναίκα που συνάντησε λίγο πριν στο δρόμο και που γέννησε μέσα του σκέψεις παράξενες: «Οδηγεί χωρίς λόγο, οδηγεί μόνο για να οδηγεί. Και οδηγώντας θα χαθεί στην ομίχλη σαν να μην υπήρξε ποτέ».
Το «Περί ζώων και πουλιών» είναι η ιστορία ενός άντρα που είναι μάλλον μισάνθρωπος. Του αρέσει να ζει απομονωμένος στο σπίτι του παρέα με τα πουλιά και τα σκυλιά του. Ο θάνατος ωστόσο δύο φτερωτών του φίλων θα τον φέρουν πρόσωπο με πρόσωπο με της ζωής του την άχαρη πραγματικότητα. Θα αναλογιστεί το χθες και θα σκεφτεί το σήμερα και θ’ αντιληφθεί πόσο «φτωχός» είναι. Ευτυχώς δηλαδή που υπάρχει και η Τσικάκο, μια πρώην πόρνη και νυν χορεύτρια, το μοναδικό άτομο για το οποίο μπορεί να νιώσει κάποια τρυφερότητα. Αν δεν ήταν κι αυτή μάλλον θα είχε χάσει κάθε επαφή με τους ανθρώπους.
Οι ιστορίες που φιλοξενούνται σ’ αυτή τη συλλογή καταπιάνονται με το θέμα της σύγχρονης μοναχικής πραγματικότητας. Μας μιλούν για ανθρώπους πεσμένους, μόνους, παρατημένους, στα όρια της απόγνωσης. Για τους μελλοντικούς μας ίσως εαυτούς. Με γλώσσα λιτή, αλλά περιεκτική, ο Καβαμπάτα περιγράφει έναν κόσμο ξεκομμένο από την ανθρώπινη επαφή, φτωχό από αγάπη. Τον κόσμο στον οποίο ζούμε.
No comments:
Post a Comment