Όπως και στα προηγούμενα βιβλία του εδώ ο Μισίμα μιλά για τη νιότη, τον έρωτα και την απώλεια. Μας ταξιδεύει στο χθες της πατρίδας του, την οποία περιγράφει μέσω του βασικού του ήρωα, του Κιγιοάκι, σα μια χώρα αχνοπράσινη, «χωρίς σχήμα αλλά γεμάτη πάθος και διάχυτη σαν πρωινή καταχνιά». Μια χώρα ωστόσο που φαίνεται να διασχίζει μια εποχή μεταιχμιακή. Ο κόσμος αλλάζει και μαζί του αλλάζει κι αυτή. Εκσυγχρονίζεται, δυτικοποιείται, αλλά και κρατάει πεισματικά σαν φυλακτά ιερά κάποιες από τις παραδόσεις της.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες μεγαλώνει ο Κιγιοάκι, ένας γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, που μάλλον δεν κάνει και μεγάλα όνειρα. Η ζωή του αναμένεται να διαγράψει μια καλά και από καιρό καθορισμένη πορεία: θα τελειώσει το σχολείο, θα σπουδάσει σε μια από τις αυτοκρατορικές σχολές, στην οποία φυσικά λόγω αξιώματος θα εισέλθει δίχως εξετάσεις, και θα γίνει ένας επίσημος αργόσχολος.
Τα ανύπαρκτα σχέδιά του θα έρθει ωστόσο να ανατρέψει ένας απρόσκλητος επισκέπτης, ο έρωτας. Ο τιμωρός έρωτας. Αυτός που θα τον γεμίσει με πείσμα και φθόνο, που θα του γκρεμίσει κάθε βεβαιότητα, που θα τον ανεβάσει στα ουράνια προτού τον καταποντίσει στα τάρταρα. Η Σατόκο, αυτή είναι που θα του κλέψει την καρδιά. Η Σατόκο, αυτή που από πάντοτε αγαπούσε, αφού μαζί μεγάλωσαν. Αν και είναι δύο χρόνια μεγαλύτερή του (17 εκείνος, 19 εκείνη) ή ίσως γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, την αντικρίζει σαν τη προσωποποίηση του έρωτα, μια γυναίκα ζωγραφιά, γεμάτη ζωή, αλλά που ωστόσο μοιάζει πού και πού να τον περιφρονεί. Νιώθει ότι πρέπει να την κατακτήσει. Το κάνει μοναδικό σκοπό στη ζωή του. Ωστόσο, δεν τολμά να κάνει την κίνησή του, μέχρι που είναι πια δηλαδή πολύ αργά: «Ο Κιγιοάκι έβρισκε παρηγοριά στην ψυχική γαλήνη που φέρνει η απώλεια. Κατά βάθος προτιμούσε πάντα να χάνει, παρά να βασανίζεται από το φόβο μιας ενδεχόμενης απώλειας». Ο αλλοπρόσαλλος αυτός νέος δίνει τη συγκατάθεσή του, ουσιαστικά προσυπογράφει την καταδίκη του έρωτά τους, όταν λέει στον πατέρα ότι δεν έχει καμία απολύτως αντίρρηση στο να παντρευτεί η Σατόκο κάποιον άλλο. Αλλά, μόλις το κάνει αμέσως το μετανιώνει. Και σπεύδει, αν και αρραβωνιασμένη επίσημα πια, να τη συναντήσει. Και τη συναντά ξανά και ξανά. Η οριστική της απώλειά που πλησιάζει απειλητικά, την κάνει δική του ολοκληρωτικά. Η σχέση αγάπης και μίσους, που μοιράζονταν μέχρι τότε, μεταμορφώνεται σε πάθος ασίγαστο, που αναπόφευκτα τους οδηγεί σε επικίνδυνα μονοπάτια. Το ξέρουν και οι δυο πολύ καλά ότι η ευδαιμονία τους δε θα διαρκέσει στο χρόνο, αλλά όπως λέει η Σατόκο: «Δοκίμασα την ύψιστη ευτυχία και δεν είμαι τόσο άπληστη ώστε να απαιτώ να συνεχιστεί επ’ άπειρον αυτό. Κάθε όνειρο τελειώνει κάποτε… Αν υπήρχε αιωνιότητα, για μένα θα ήταν αυτή η στιγμή».
«Από τη στιγμή που θα απομακρυνθούμε από ένα πράγμα, έστω και για λίγο, αυτό θα γίνει ιερό», αποφαίνεται κάπου ένας πρίγκιπας από το Σιάμ, που φιλοξενείται στο σπίτι του Κιγιοάκι, μαζί με κάποιον ξάδελφό του. Την πιο πάνω αλήθεια ο ήρωάς μας θα την αντιληφθεί με τον πιο σκληρό τρόπο.
Το μυθιστόρημα αυτό καταπιάνεται με το θέμα του δίχως όρια και πρέπει έρωτα. Ενός έρωτα μεταφυσικού, πάνω από του ανθρώπινα, καταπατητή όλων των κοινωνικών συμβάσεων. Ο Κιγιοάκι και η Σατόκο μοιάζουν να βρίσκονται στο μάτι ενός κυκλώνα που αναπόφευκτα θα τους ρουφήξει μέσα του και καθόλου δε θα τους προστατεύσει από το γύρω κυκεώνα. Οι υπόλοιποι πρωταγωνιστές, αν και παίζουν κάποιους σημαντικούς ρόλους σ’ αυτή την ιστορία, κρίνονται… πολύχρωμοι, πλην συμπληρωματικοί. Όταν η ακατάλυτη αγάπη κάθεται στη θέση του οδηγού, οι άλλοι, θέλοντας και μη, οφείλουν να την ακολουθήσουν.
Μια ιστορία τρυφερή και τραγική, με ένα τέλος αναμενόμενο αλλά και πάλι συνταρακτικό. Διαβάστε την.
No comments:
Post a Comment