«Γι’ αυτόν, το μυθιστόρημα είναι μια βασίλισσα μέλισσα που πετάει προς τα πάνω, στα τυφλά, οικειοποιούμενη ό,τι συναντάει στην άνοδό της, δίχως οίκτο και τύψεις, γιατί έχει έρθει σ’ αυτόν τον κόσμο μόνο και μόνο γι’ αυτό το πέταγμα…»
Μ’ αυτή, την τελευταία σχεδόν πρόταση του μυθιστορήματος, ο συγγραφέας περιγράφει ένα από τους δύο βασικούς του ήρωες, τον Καμάργο, ένα πανίσχυρο διευθυντή εφημερίδας στην Αργεντινή, που σκέφτεται τον εαυτό του ακριβώς σαν τη βασίλισσα μέλισσα, έναν άρχοντα του κόσμου. Θύματα και υποτακτικοί του, οι υπάλληλοί του, οι δημοσιογράφοι, οι πολιτικοί και οι ιερείς της χώρας, η οικογένεια που τον παράτησε και την παράτησε, εν κατακλείδι όποιος διαφωνεί μαζί του ή όποιος βάζει στο στόχαστρό του. Προσωρινή εξαίρεση στον κανόνα αυτό αποτελεί η Ρέινα, μια δημοσιογράφος την οποία ερωτεύεται παράφορα και η οποία τολμά πού και πού να μην του συμπεριφέρεται σα να είναι θεός. Το βιβλίο αυτό είναι ουσιαστικά η ιστορία του Καμάργο και της Ρέινα, μια ιστορία που διαδραματίζεται στη διάρκεια της μεγάλης οικονομικής κρίσης στην Αργεντινή, που μοιάζει να είναι η αφανής και εμφανής τρίτη πρωταγωνίστρια. Για να το πούμε απλά: η ιστορία δύο ανθρώπων και μιας χώρας.
Ο Μαρτίνες στήνει ένα μυθιστόρημα που θυμίζει κωμωδία και τραγωδία την ίδια ώρα. Ο Καμάργο είναι ένας από τους πιο αντιπαθητικούς ήρωες που συναντήσαμε ποτέ στις γειτονιές της λογοτεχνίας, αλλά και κάποιος τον οποίο δεν μπορούμε παρά να αντιμετωπίζουμε πού και πού με συμπάθεια. Η ζωή του είναι το παρελθόν του, αυτό τον διαμόρφωσε, αυτό τον έκανε αυτός που είναι. Το παρελθόν και η μητέρα του. Η γυναίκα που τον παράτησε κι έφυγε, αφήνοντάς τον μόνο να μεγαλώσει με τον πατέρα του. Εκείνη που συνέχισε να αναζητά για χρόνια και χρόνια και που στοιχειώνει ακόμη τις μνήμες του. Αυτή που συναντά χωρίς καλά καλά να το καταλαβαίνει στο πρόσωπο της Ρέινα – μιας γυναίκας που βρίσκεται, «εδώ κι εκεί, στην αρχή του τέλους μου, με το κορμί μου στη χάση, σαν το φεγγάρι». Το παρουσιαστικό της, οι τρόποι της, το άγγιγμά της, όλα του θυμίζουν εκείνη, κι ας έχει τα μισά του χρόνια. Μαζί της νιώθει να ξανανιώνει, το αίμα να κυλά πιο γρήγορα στις φλέβες του, τη μόνιμα οργισμένη του ύπαρξη ν’ αποκτάει λίγη γαλήνη. Γαλήνη όμως την οποία σπεύδει να σκοτώσει: με τη σκληρότητά του, τις εμμονές και τη ζήλεια του. Με το χθες που δε λέει να τον εγκαταλείψει, αλλά και με τις ζώσες αναμνήσεις του που αργοπεθαίνουν, μέσα του, αλλά και στην κυριολεξία, σε μια ξένη χώρα. Ο Καμάργο είναι σκληρός, ο Καμάργο είναι ιδιοφυής, ο Καμάργο είναι αδίστακτος, ο Καμάργο είναι μόνος. Από τη στιγμή που τη χάνει είναι απόλυτα μόνος. Η Ρέινα -που είναι η μόνη που μπορεί και δαμάζει κάπως το μέσα του χτήνος- του χρωστάει πολλά, έτσι όταν τον εγκαταλείπει είναι αποφασισμένος να την κάνει να το πληρώσει ακριβά. Θα την τιμωρήσει, ελπίζοντας μέσα στην παράνοιά του ότι έτσι θα την ξανακερδίσει. Αλλά ο έρωτας δεν επιβάλλεται και σίγουρα η εκδίκηση δεν μπορεί να φέρει τη λύτρωση. Κάποιες φορές ο πιο αδύνατος κερδίζει το παιχνίδι. Ο Καμάργο δε μοιάζει να καταλαβαίνει πως: «Ό,τι χάνεται στη ζωή είναι επειδή θέλουμε να το χάσουμε ή επειδή τα πράγματα θέλουν να χαθούν και να αποκοπούν από εμάς».
Οι δύο ήρωες είναι απόλυτα τραγικοί, αδύναμοι ν’ αγκαλιάσουν την ευτυχία, σαν καθρέφτες της πολύπαθης χώρας τους. Ένα αξιόλογο ανάγνωσμα από κάποιο συγγραφέα που -επιτέλους και- ευτυχώς δε συγκρίνουν με τον πατριάρχη Μπόρχες.
No comments:
Post a Comment