Friday, August 28, 2009

Victoria Hislop – The Island

 
Αγορά από το Book Depository

Πρώτη φορά συνάντησα σε τυπωμένο βιβλίο τόσα λάθη. Το περιβόητο «Νησί» της Βικτώριας Χίσλοπ θα έπρεπε να έχει δύο επιμελητές σε ό,τι αφορά την αγγλική του έκδοση: έναν για να εντοπίζει τα γενικά λάθη κι έναν για να διορθώνει εκείνα στα ελληνικά. Όσο κι αν μας αρέσει όταν κάποιοι ξένοι συγγραφείς ασχολούνται με την Ελλάδα, οφείλουμε να τους υποδεικνύουμε τα λάθη τους, για να γίνουν κι αυτοί καλύτεροι, αλλά και για να απολαμβάνουμε κι εμείς οι ίδιοι περισσότερο τα βιβλία τους. Συνήθως όταν διαβάζω ένα βιβλίο «τσακίζω» διάφορες σελίδες και τις μουντζουρώνω όταν εντοπίζω κάποιες ατάκες που μου αρέσουν. Σ’ αυτό το έκανα μόνο και μόνο για να σημειώσω τα λάθη. Και πάμε: Α) Σε ολόκληρο το βιβλίο ένας από τους βασικούς ήρωες είναι ο Γεωργίου. Το Γεωργίου αναφέρεται σαν όνομα και όχι σαν επίθετο, αφού το τελευταίο είναι Πετράκης. Β) Διαβάζοντας το κείμενο μαθαίνουμε ότι η Αγία Ελένη και ο Άγιος Κωνσταντίνος ήταν ανδρόγυνο. Γ) Με τη λήξη του πολέμου κάποιοι αντάρτες στην Κρήτη περπάτησαν εκατοντάδες μίλια για να βρεθούν με τις οικογένειές τους. Το μήκος της Κρήτης είναι μόλις 160 μίλια και κάτι. Δ) Μια μάνα στέλνει γράμμα στις κόρες της λίγο πριν ξεσπάσει ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος το οποίο κλείνει με φιλιά… της εποχής του ίντερνετ – δηλαδή ΧΧΧ. Ε) Κάπου διαβάζουμε: «Πρέπει να μείνεις εδώ», της είπε αποφασιστικά. «Γύρνα στο σπίτι και τελείωσε το γεύμα σου». Ε; Ζ) Αντιγράφω από τη σελίδα 181: «Ένα πρωινό του επόμενου καλοκαιριού, ο Λιδάκης είχε το ραδιόφωνο και έπαιζε στο μπαρ…», όταν άκουσε το εξής: «Σήμερα, 8 Μαΐου 1945, οι Γερμανοί παρέδωσαν τα όπλα…» Χάσαμε τις εποχές. Η) Σελίδα 204: «Η οικογένεια των Βανδουλάκηδων γνώριζε ότι η μητέρα της Άννας είχε πεθάνει λίγα χρόνια πριν…» Είχε πεθάνει μόλις τον προηγούμενο χρόνο. Θ) Σε πολλές περιπτώσεις η Παναγία αναφέρεται σαν η Αγία Μαρία, αφού προφανώς η συγγραφέας δε ρώτησε και δεν έμαθε. Ι) Εσείς γνωρίζετε κάποιο άνεμο με το όνομα ΣΟΚΟΡΟΣ; Κ) Σελίδα 446: I want to go to Athens or Thessalonika… No comment! Λανθασμένα αναφέρονται επίσης τα ονόματα διάφορων φαγητών, ενώ κάπου η συγγραφέας συγχύζει τον ελληνικό καφέ με τον στιγμιαίο αφού μια από τις ηρωίδες της τον ανακατεύει στο φλιτζάνι, προτού τον πιει και το ξαναγεμίσει… Αρκετά; Πάντως ο μεταφραστής του βιβλίου στα ελληνικά πρέπει να το καταδιασκέδασε.
Παρόλ’ αυτά το «Νησί» είναι ένα εξαιρετικό ανάγνωσμα, ή όπως το θέτει ο Observer: «Επιτέλους – ένα βιβλίο παραλίας με καρδιά». Όπως είναι ήδη σε όλους τους αναγνώστες γνωστό η ιστορία του καταπιάνεται με την αποικία των λεπρών στη Σπιναλόγκα της Κρήτης. Εκεί όπου φθάνει κάποια μέρα η Ελένη, δασκάλα μέχρι πρότινος στο χωριό Πλάκα που βρίσκεται απέναντι, με τη συνοδεία ενός μαθητή της που είναι επίσης λεπρός. Μέσα από την αφήγηση της συγγραφέως ταξιδεύουμε πίσω στο χρόνο και κάνουμε μια βουτιά στις ψυχές κάποιων ανθρώπων που στη ζωή τους πολύ πόνεσαν. Στοχεύοντας στις ευαίσθητες χορδές των αναγνωστών η Χίσλοπ φτιάχνει μερικούς αξιομνημόνευτους ήρωες που ξεχωρίζουν τόσο για την καρτερικότητά τους όσο και για το περίσσευμα καλοσύνης που διαθέτουν. Τέτοιοι είναι ο Γεωργίου κι η γυναίκα του Ελένη, που θα πεθάνει στην αποικία, αλλά και η κόρη τους η Μαρία, που είναι πάντα πρόθυμη να θυσιαστεί για τους άλλους. Δε λείπουν όμως και οι αρνητικοί χαρακτήρες, όπως η ιδιότροπη και εγωίστρια Άννα, αδελφή της Μαρίας και ο μποέμ Μανώλης, μια πικρόχολη γυναίκα στην αποικία και ο περήφανος άρχοντας Βανδουλάκης. Αυτοί είναι ωστόσο εκείνοι οι οποίοι δίνουν κάποιο ιδιαίτερο χρώμα στην ιστορία.
Η περίληψη με λόγια απλά: Μια νέα γυναίκα πηγαίνει στην Πλάκα στην Κρήτη για να ανακαλύψει το παρελθόν της. Την ιστορία αναλαμβάνει να της αφηγηθεί η καλύτερη φίλη της θείας της, η Φωτεινή, που έζησε τα πάντα από κοντά.
Ένα πολύ συγκινητικό βιβλίο που θα έπρεπε να κυκλοφορεί με ένα κουτί χαρτομάντιλα σα δώρο…

Wednesday, August 26, 2009

Τζιάννι Ριόττα - Ο πρίγκηπας των νεφών

Το είπαμε και το ξαναλέμε: οι ιταλοί συγγραφείς διαθέτουν το “χρυσό πενάκι” μια και καταφέρνουν πάντοτε μέσα από τα βιβλία τους να μας ταξιδέψουν, να μας χαρίσουν χαμόγελα, να μας συγκινήσουν. Ε, αυτά κάνει και ο Τζιάννι Ριόττα με το ανά χείρας βιβλίο. Μας μιλά για τις τεχνικές του πολέμου, για τους μεγάλους κατακτητές, για το φασισμό στην Ιταλία, αλλά και για τον έρωτα, για τον έρωτα που ανθίζει σα λουλούδι ακόμη και κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες, για τον έρωτα που βρίσκει ακόμη και μέσα στο θάνατο ζωή.
Ο συνταγματάρχης Κάρλο Τέρτσο, ένας θεωρητικός της πολεμικής τέχνης, αποσύρεται μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο στο Παλέρμο, όπου σκοπεύει να συγγράψει το έργο “Εγχειρίδιο στρατηγικής της ζωής”, έχοντας τη θερμή κι ολόψυχη συμπαράσταση της γοητευτικής νεαρής του συζύγου, της Έμμα. Εκεί το ζευγάρι θα γνωριστεί με ένα ονειροπόλο νεαρό, τον Σαλβατόρε, που αν και δηλώνει ποιητής εκπαιδεύεται από τον Κάρλο για να πετύχει στις εξετάσεις για εισαγωγή στην στρατιωτική ακαδημία. Ο Σαλβατόρε, κομμουνιστής εκ πεποιθήσεως, είναι ερωτευμένος με τη Φιόρε, μια κοπέλα από αριστοκρατική οικογένεια. Ο έρωτάς τους ανθίζει στο σπίτι του Κάρλο, υπό την ανοχή του ιδίου και τη γιομάτη αγάπη φροντίδα της Έμμα. Αλλά, οι ήρωές μας ζούνε σε ταραγμένους καιρούς, και κάποια μέρα θα αναγκαστούν να διαλέξουν ποιους δρόμους να ακολουθήσουν: της καρδιάς ή της λογικής;
Μια συναρπαστική ιστορία για τον έρωτα και το θάνατο, για τον πόλεμο και τα μεγάλα ιδανικά, για τα όνειρα που πολλές φορές βρίσκουν παράξενους δρόμους για να γίνουν πραγματικότητα. Διαβάστε το.
Από τις εκδόσεις Ωκεανίδα.

Από το αρχείο

Tuesday, August 25, 2009

Ντανιέλ Κάλβο Πλατερό - Η αλήθεια της Μήδειας

Σ’ ένα συναρπαστικό ταξίδι στο παρελθόν μας προσκαλεί η γαλλίδα Ντανιέλ Κάλβο Πλατερό, η οποία αναλαμβάνει να μας διηγηθεί ξανά απ’ τη δική της οπτική γωνία τη γνωστή ιστορία της Μήδειας.
Η συγγραφέας χάρη στον πλούτο των γνώσεών της, τις γλαφυρές περιγραφές και τη ρέουσα γλώσσα της καταφέρνει να καθηλώσει τον αναγνώστη, κρατώντας το ενδιαφέρον αμείωτο απ’ την πρώτη ως την τελευταία σελίδα.
Αλλά, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή:
Η νεαρή μάγισσα Μήδεια, πιστή ιέρεια της θεάς Εκάτης, κόρη του βασιλιά της Κολχίδας Αιήτη, ζει αμέριμνη στο παλάτι του πατέρα της και είναι αφοσιωμένη στη λατρεία της θεάς και στη διαφύλαξη του θησαυρού του βασιλείου, του περίφημου Χρυσόμαλλου Δέρατος.
Την πεποίθησή της ότι σε όλη της τη ζωή θα υπηρετεί τη Μεγάλη Θεά και θα είναι αφοσιωμένη κόρη του Αιήτη έρχεται να ανατρέψει η αποβίβαση στην Κόλχιδα του Ιάσονα και των συντρόφων του από τη θεσσαλική Ιωλκό, ο οποίος απροκάλυπτα δηλώνει ότι θέλει να πάρει το Χρυσόμαλλο Δέρας. Θαμπωμένη από την παρουσία του, λαβωμένη από τα βέλη του έρωτα, βοηθάει τον άγνωστο γοητευτικό άντρα να πάρει το Χρυσόμαλλο Δέρας και φεύγει μαζί του στην Ελλάδα.
Ύστερα από δέκα χρόνια ζωής κοντά στον Ιάσονα και αφού του χάρισε δυο γιους, μην μπορώντας να αντέξει την προδοσία του και την ένωσή του με την κόρη του βασιλιά της Κορίνθου Κρέοντα, μεταχειρίζεται και πάλι τις μαγικές της ικανότητες για να σκοτώσει την καινούρια αγαπημένη που της τον έκλεψε και στη συνέχεια και τα δυο παιδιά της, για να τα απαλλάξει από μια ζωή γεμάτη δυστυχία και πόνο. Αφού η ίδια μετά από τόσες θυσίες για το χατίρι του αγαπημένου της πληγώθηκε τόσο πολύ, φαίνεται ότι η παραμονή στη ζωή μόνο πόνο και εγκατάλειψη τους επιφυλάσσει. Είναι σίγουρη ότι ενεργεί με πλήρη διαύγεια πνεύματος και είναι μόνο για το καλό των παιδιών της που τα εμποδίζει να ζήσουν.
Καθώς ετοιμάζει το τελευταίο φονικό της σκέφτεται: “Να εννοήσεις την Αλήθεια, ν’ ανακαλύψεις την κρυμμένη κάτω από τα επιφαινόμενα πραγματικότητα, αυτό το χάρισμα μου δόθηκε. Τρομερό προνόμιο να έχεις απελευθερωθεί από κάθε αυταπάτη”.
Από τα Νέα Σύνορα-Λιβάνη.

Από το αρχείο

Monday, August 24, 2009

Kate Mosse – Sepulchre

 
 Αγορά από το Book Depository

Τα μυστικά και τα ψέματα, οι θεωρίες συνωμοσίας, τα ταξίδια στο χρόνο και τα φαντάσματα, είναι τα στοιχεία που δίνουν χρώμα και ζωή σ’ αυτό το βιβλίο.
Η Κέιτ Μος αναλαμβάνει για μια ακόμη φορά να μας ταξιδέψει μπρος και πίσω στο χρόνο και να μας μιλήσει για κάποιες ψυχές τις οποίες δένουν αόρατα νήματα, για κάποιες αλλόκοτες υπάρξεις που δεν μπορούν να βρουν αναπαμό μέχρι να ακουστεί η αλήθεια τους απ’ όλους, μέχρι να δικαιωθούν.
Στο νότο της Γαλλίας, σε μέρη που πρωτογνωρίσαμε στο προηγούμενό της μυθιστόρημα, το «Λαβύρινθο», διαδραματίζεται το μεγαλύτερο μέρος αυτής της ιστορίας, που λαμβάνει χώρα στο χθες και το σήμερα: στα τέλη του 19ου αιώνα και στο σωτήριον έτος 2007. Και τότε και τώρα τους βασικούς ρόλους κρατάνε δύο νέες δυναμικές, ρομαντικές και φαινομενικά άφοβες γυναίκες: Η Λεόνι και η Μέρεντιθ.
Όλα αρχίζουν όταν η τελευταία ταξιδεύει στη Γαλλία για τους σκοπούς μιας έρευνας επαγγελματικής και μιας δεύτερης προσωπικής. Η πρώτη έχει να κάνει με τη συγγραφή ενός βιβλίου για το συνθέτη Ντεμπισί, κι η δεύτερη με το οικογενειακό της δέντρο. Γνωρίζει ότι οι πρόγονοί της κατάγονταν από κάποιο μέρος στη νότιο Γαλλία, όπως μαρτυρούσε μια παλιά ξεθωριασμένη φωτογραφία, αλλά δεν ήξερε ακριβώς από πού και ποιοι ήταν αυτοί.
Η συγγραφέας, καταργώντας τα όρια του χρόνου, μας διηγείται δυο παράλληλες ιστορίες, που αν και μαντεύουμε πώς θα καταλήξουν, κρατάνε το ενδιαφέρον ζωντανό από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα. Το θέμα της βασικά δεν είναι και τόσο πρωτότυπο: η προαιώνια μάχη ανάμεσα στο καλό και το κακό, αλλά οι χαρακτήρες που δημιουργεί είναι αξιομνημόνευτοι, ειδικά ο κακός του χθες, ο Βίκτορ Κονστάντ, που θα μπορούσε άνετα να περάσει στο πάνθεον των πλέον μοχθηρών ηρώων στην ιστορία της λογοτεχνίας. Ουσιαστικά όλα αρχίζουν και τελειώνουν μ’ αυτόν, τον άνθρωπο χωρίς ψυχή, τον εκπρόσωπο του διαβόλου στη γη.
Η Μος χρησιμοποιώντας όλα τα υλικά του σύγχρονου θρίλερ, αλλά και των παλιών καλών παραμυθιών φτιάχνει ένα ογκώδες συναρπαστικό μυθιστόρημα, που μοιάζει με ιστορικό χωρίς να είναι. Οι αρχαίες δοξασίες, οι προκαταλήψεις, η μαγεία, η πίστη στο θεό και η έλλειψή της, η μουσική και η ζωγραφική, αλλά και ο έρωτας, είναι μερικά μονάχα από τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται. Και οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι όπως και στο «Λαβύρινθο» τα καταφέρνει πολύ καλά. Αλλά δε θα φτάναμε στο σημείο να τη συγκρίνουμε κιόλας με τον Νταν Μπράουν, όπως κάνει κάποιος σε μια κριτική που δημοσιεύεται στην αγγλική έκδοση του βιβλίου. Κι αυτό για δυο λόγους: α) Επειδή η Μος είναι καλύτερη συγγραφέας και, β) Γιατί, παρά τη σχετική συγγένεια στα θέματά τους, είναι πολύ διαφορετικοί γραφιάδες: ο Μπράουν γράφει ταινίες, η Μος τηλεοπτικές σειρές. Αλλά, θα το πω κι ας σηκωθεί κάγκελο η τρίχα των κριτικών, και οι δύο είναι πολύ καλοί σ’ αυτό που κάνουν.
Όπως και νάχει, η «Κρύπτη», που κυκλοφορεί ήδη στα ελληνικά από τις εκδόσεις Κέδρος, είναι ένα μεγάλο, καλογραμμένο μυθιστόρημα, που διαβάζεται ευχάριστα καλοκαίρι και χειμώνα, με ήλιο και βροχή.

Friday, August 21, 2009

Μαργαρίτα Καραπάνου – Ναι

Το «Ναι» είναι ένα από εκείνα τα κείμενα στα οποία επιστρέφω ξανά και ξανά, αφού με συναρπάζουν όχι μόνο σαν γραφή, αλλά σαν νόημα, σαν ουσία.
Αυτό ήταν το πρώτο βιβλίο της Μαργαρίτας Καραπάνου που έπεσε στα χέρια μου και διαβάζοντάς το, ίσως για πρώτη φορά στη ζωή μου, ένιωσα μια ελληνίδα συγγραφέα να με συγκλονίζει τόσο, να με ταρακουνά. Έχω μπροστά μου την παρουσίαση που έγραψα πριν δέκα σχεδόν χρόνια στην εφημερίδα με την οποία συνεργαζόμουν από όπου παραθέτω ένα απόσπασμα: «Ένα βιβλίο που κατατάσσεται χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία ανάμεσα στα πιο πρωτοποριακά έργα της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Ένα βιβλίο γραμμένο για να διαβαστεί από οποιοδήποτε, οπουδήποτε κι αν βρίσκεται. Ένα βιβλίο εκρηκτικό, τόσο στη σύλληψη όσο και στην εκτέλεσή του. Ένα βιβλίο πρόκληση…»
Υπερβολές; Ίσως ναι, ίσως και όχι. Καθώς το έχω για μια ακόμη φορά μπροστά μου τώρα, μια μικρή ζωή μετά, νιώθω τα ίδια αισθήματα δέους που ένιωσα όταν το πρωτοδιάβασα ή ακόμη και πιο ισχυρά. Κι αυτό επειδή δε διαθέτω πλέον την άγνοια για τη ζωή και το έργο της Καραπάνου που είχα τότε. Κι επειδή αυτό το βιβλίο είναι τόσο σκληρό, τόσο αληθινό και τόσο αυτοβιογραφικό, που δεν μπορώ παρά να υποκλιθώ μπροστά στο θάρρος της συγγραφέως του.
Το να καθίσεις μπροστά από μια γραφομηχανή ή ένα υπολογιστή και να γράψεις μια ιστορία δεν είναι εύκολο πράγμα. Το να καθίσεις όμως και να γράψεις υπό μορφή μυθιστορήματος ξανά και ξανά τη δική σου οδυνηρή ιστορία, με γλώσσα ωμή, δίχως καθόλου φκιασίδια, είναι κάτι πέρα από τα συνηθισμένα.
Το «Ναι» είναι ένα μυθιστόρημα που μοιάζει μέσα από τις λέξεις, τις προτάσεις, να αιμορραγεί. Το θέμα του είναι η κατάθλιψη και που αυτή μπορεί να οδηγήσει τα θύματά της. Βασική πρωταγωνίστρια είναι η Λώρα, μια νέα γυναίκα που όταν δε ζει μόνη με τα σκυλιά της στο σπίτι και δεν τηλεφωνεί στις γραμμές γνωριμιών μπαινοβγαίνει στην Κλινική. Σ’ εκείνη την Κλινική όπου φροντίζουν ανθρώπους σαν κι αυτή: που υποφέρουν, που έχουν τάσεις αυτοκτονίας, που συνηθίζουν -θέλοντας και μη- να φτάνουν στα άκρα, που δεν έχουν μια σταθερά στη ζωή τους: «Αλλάζω διάθεση συνέχεια. Μέσα σ’ ένα λεπτό είμαι πάνω, και μετά κάτω. Αυτό ονομάζεται μικτό. Εγώ το ονόμασα Mixed Grill»… «Σκέφτομαι ν’ αυτοκτονήσω. Αλλά τι θα γίνει με το πρόγραμμα; Αν αυτοκτονήσω ας πούμε επτά με οκτώ, τι θα κάνω οκτώ με εννιά;»
Το να προσεγγίζει κανείς θέματα σαν κι αυτό με χιούμορ δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Ωστόσο το χιούμορ είναι που αναδεικνύει πιότερο την τραγικότητα σ’ αυτή την ιστορία. Αυτό και τα διάφορα ευτράπελα που συμβαίνουν στην πρωταγωνίστριά του, που τυγχάνει συγγραφέας: «Μπερδεύω τις γκόμενες με το γράψιμο, άρχισα να γράφω πάνω στο βυζί μιας γκόμενας, έβαλε τις φωνές κι έφυγε τρέχοντας…»
Μέσα σ’ ένα συνεχές χάος μοιάζει να ζει η Λώρα, όπου το όνειρο και η πραγματικότητα πολλές φορές συγχέονται, όπου τα πιο παράδοξα δείχνουν αληθινά. Σαν σχοινοβάτης είναι, που ακροβατεί πάνω από την άβυσσο, ψάχνοντας κάτι το απροσδιόριστο: τη ψυχική γαλήνη ίσως, τον έρωτα, την απεξάρτηση απ’ το θάνατο; Συνοδοιπόροι της σ’ αυτό το ταξίδι, τα απίθανα σκυλιά της που τρώνε, πίνουν, καπνίζουν, συζητάνε, διαβάζουν φιλοσοφία, και ο Ice, ο μεγάλος της έρωτας, ο πρώην γιατρός της, που θα προσπαθήσει να τη σώσει από τον εαυτό της.
Ένα μικρό ταξίδι στη σκοτεινή πλευρά της σελήνης των ψυχών είναι το «Ναι». Ένα ταξίδι οδυνηρό και ευχάριστο. Μαχαιριά και χάδι μαζί. Και, δέκα χρόνια και έξη αναγνώσεις μετά, επιμένω: ένα από τα καλύτερα βιβλία της σύγχρονης ευρωπαϊκής λογοτεχνίας.
Από τις εκδόσεις Ωκεανίδα

Thursday, August 20, 2009

Harlan Coben – The Final Detail

 
Αγορά από το Book Depository

Είχα διαβάσει δυο-τρία βιβλία του Χάρλαν Κόμπεν πριν μερικά χρόνια και θυμάμαι, κάπως αόριστα, ότι μου άρεσαν. Έτσι αφού εξάντλησα τους Ντέιβιντ Μπαλτάτσι, Μάικλ Κόνελι και Τζέφρι Ντίβερ, και μια και βρίσκομαι στην Τσιανγκ Μάι όπου τα μεταχειρισμένα βιβλία μπορεί να τ’ αγοράσει κανείς με το τσουβάλι, είπα τώρα ν’ ασχοληθώ εκτεταμένα μ’ αυτό το συγγραφέα αστυνομικών μυθιστορημάτων. Και δεν απογοητεύτηκα.
Το The Final Detail είναι ένα από εκείνα τα βιβλία που διαβάζονται μονορούφι, τόσο επειδή δεν είναι και πολύ μεγάλο (344 σελίδες), όσο κι επειδή είναι γραμμένο με κινηματογραφικούς ρυθμούς και η δράση είναι ασταμάτητη.
Ο βασικός πρωταγωνιστής εδώ, ο Μάιρον Μπολιτάρ, κάπου θυμίζει τον ντετέκτιβ Μπος του Μάικλ Κόνελι, αφού και οι δύο μοιάζουν πρόθυμοι να χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο για να φτάσουν στην αλήθεια και ν’ αποδώσουν δικαιοσύνη. Αλλά οι ομοιότητες σταματάνε εδώ, καθώς ο Μπολιτάρ δεν είναι ντετέκτιβ, αλλά αθλητικός ατζέντης.
Στην ιστορία μας. Ο Μπολιτάρ γνωρίζει τυχαία μια γυναίκα και αποφασίζει στη στιγμή, παρατώντας τα όλα, να δραπετεύσει μαζί της σ’ ένα νησί των τροπικών, χωρίς να πει τίποτα, σε κανένα. Στη διάρκεια της απουσίας του όμως θα συμβούν κάποια συνταρακτικά γεγονότα, που θα τον γεμίσουν με ενοχές: Ένας φίλος και πελάτης του θα βρεθεί δολοφονημένος και σα βασική ύποπτη θα συλλάβουν τη συνέταιρό του, Εσπεράντζα, ενώ ο πατέρας του, ανήσυχος για την εξαφάνιση του γιου του, θα παρουσιάσει προβλήματα με την καρδία του.
Επιστρέφοντας στη Νέα Υόρκη ο Μάιρον, με τη βοήθεια του πλούσιου πολύ και αμφιλεγόμενου φίλου του Γουίν, θα επιδοθεί σ’ ένα αγώνα δρόμου για ν’ ανακαλύψει τον πραγματικό ένοχο, αφού είναι σίγουρος ότι η Εσπεράντζα δεν έχει καμία σχέση με τη δολοφονία. Όπως θα αποδειχτεί στην πορεία, τα μυστικά και τα ψέματα είναι τα κυρίαρχα στοιχεία σ’ αυτή την υπόθεση, που δεν άρχισε να ξετυλίγεται στο σήμερα, όπως νομίζει εκείνος, αλλά πολλά χρόνια πριν. Καθώς η ιστορία, ανατροπή μετά την ανατροπή θα προχωρεί, και ο Μάιρον θα παίζει καθημερινά παρτίδες σκάκι με το θάνατο, τα πράγματα θα γίνονται όλο και πιο περίπλοκα.
Πλούσιοι κληρονόμοι και μαφιόζοι, τραβεστί και γυναίκες παλαιστές, απεγνωσμένες χήρες και απατεωνίσκοι γιατροί, εκδικητές της κακιάς ώρας και εκβιαστές: όλοι αυτοί παρελαύνουν -άλλος πιο συχνά, άλλος πιο αραιά- μέσα από το κείμενο, χαρίζοντάς του ένα στακάτο ρυθμό, που κρατά μέχρι και το τέλος.
Ο συγγραφέας με αφορμή τη δολοφονία μας ξεναγεί στον «αγγελικό» κόσμο του επαγγελματικού αθλητισμού στις ΗΠΑ, όπου τα χτυπήματα κάτω από τη μέση μοιάζουν ν’ αποτελούν τον κανόνα, και όπου ο υπόκοσμος παίζει σημαίνοντα ρόλο στα τεκταινόμενα. Ένα καλογραμμένο θρίλερ με πολλά διαλείμματα χιούμορ, που του δίνουν μια νότα λίγο ανάλαφρη.

Wednesday, August 19, 2009

Wilbur Smith – Assegai


Αγορά από το Book Depository

Κάποτε θα συνέβαινε κι αυτό: θα συναντιόντουσαν δηλαδή οι δύο «ιστορικές» οικογένειες των μυθιστορημάτων του Γουίλμπουρ Σμιθ, οι Κόρτνις και οι Μπάλανταϊνς – εκτός κι αν έχει ήδη συμβεί και σαν γέρο-χούφταλο δεν το θυμάμαι.
Όπως και νάχει, το Assegai, το τελευταίο βιβλίο του συγγραφέα, που κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό, είναι μια ακόμη χορταστική περιπέτεια που μας μιλά για την Αφρική και τα πάθη της, για πολιτικούς, στρατιωτικούς και τυχοδιώκτες.
Η ιστορία αυτή τη φορά διαδραματίζεται στην Κένυα, πριν την έναρξη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Βασικός πρωταγωνιστής είναι ο Λίον Κόρτνι, ένας αξιωματικός του βρετανικού στρατού, που έπειτα από μία περιπέτεια -που λίγο έλειψε αρχικά να του στοιχίσει τη ζωή και μετά να τον στείλει στη φυλακή- και με τη μεσολάβηση του θείου του, πιάνει δουλειά σαν διοργανωτής σαφάρι για πλούσιους και διάσημους ευρωπαίους και αμερικανούς επισκέπτες. Η επιλογή της συγκεκριμένης θέσης δεν είναι καθόλου τυχαία, καθώς ο εν λόγω θείος, ο Πένροντ Μπάλανταϊν, είναι υψηλόβαθμο στέλεχος του στρατού, ειδικός στα θέματα κατασκοπείας, και θέλει τον ανιψιό του να γίνει τα μάτια και τ’ αυτιά του, καθώς ανάμεσα στους επισκέπτες του αναμένεται να είναι και κάποιοι γερμανοί, αξιωματούχοι και μη, που ίσως γνωρίζουν πολλά για τα σχέδια του Κάιζερ. Έτσι, καθώς τα σύννεφα του πολέμου αρχίζουν να πυκνώνουν πάνω από την Ευρώπη, ο Λίον καταφέρνει, ουσιαστικά χωρίς τη θέλησή του, να βρίσκεται στο επίκεντρο των γεγονότων, όπως αυτά διαδραματίζονται στη μαύρη ήπειρο.
Για μια ακόμη φορά, με αφορμή μια πραγματική ιστορία, ο Σμιθ μας ταξιδεύει με τρόπο μαγικό στην Αφρική, μας μιλά για τους ανθρώπους της, τις προλήψεις και τις παραδόσεις τους. Ταυτόχρονα υφαίνει μια ερωτική ιστορία, που μοιάζει στην αρχή να ασφυκτιά κάτω από ένα σωρό μυστικά και ψέματα, για να εξελιχθεί στη συνέχεια ραγδαία σ’ ένα φαινομενικά δίχως αύριο έρωτα. Και για μια ακόμη φορά μας προσφέρει μέσα από το μύθο του πλήθος γνώσεων, χωρίς να καταφέρνει ποτέ να γίνεται βαρετός. Έτσι μαθαίνουμε για τα πρώτα τζιπ που κατασκευάστηκαν στη Γερμανία, τα πρώτα πολεμικά αεροπλάνα, για την ιστορία της Νοτίου Αφρικής και τις διάφορες ανίερες συμμαχίες, που στηρίχτηκαν καθαρά στο συμφέρον.
Πόθοι, πάθη, προδοσίες, όνειρα που πραγματοποιούνται και καταστρέφονται, σκοτεινές προφητείες και φωτεινές προβλέψεις, αυτά είναι τα κυρίαρχα στοιχεία σ’ αυτό το βιβλίο. Εκείνοι ωστόσο που του δίνουν χρώμα, εκείνοι που το κάνουν λίγο πιο ανάλαφρο, είναι οι δύο Μασάι σύντροφοι του Λίον, οι Μανυόρο και Λοικότ, με το αστείρευτό τους χιούμορ και την αγάπη τους για την περιπέτεια και τη γη.
Με λίγα λόγια μια καλογραμμένη ιστορία που διαβάζεται γρήγορα και ευχάριστα. Ωστόσο κάτι μας λέει ότι με το επόμενό του βιβλίο ο Σμιθ θα επιστρέψει στην Αίγυπτο και το Μάγο Τάιτα, αφού οι περιπέτειες των αγαπημένων του οικογενειών, μετά απ’ αυτή τη συνάντηση, μοιάζουν να έχουν φτάσει πια στο τέλος τους.

Tuesday, August 18, 2009

John Banville – The Sea

 
 Αγορά από το Book Depository

Η ευτυχία του να γεννιέται κανείς ιρλανδός! Τι εννοώ; Ότι μόνο ένας ιρλανδός θα μπορούσε να γράψει ένα βιβλίο σαν κι αυτό και όχι μόνο να μπορέσει να το εκδώσει, αλλά να βραβευτεί κιόλας. Αν ήταν έλληνας, κι όχι ανάμεσα σ’ αυτούς που ό,τι κι αν βγάλουν πουλάει, με τίποτα δε θα έβρισκε εκδότη στα μέρη μας. Γιατί; Μα επειδή σχεδόν σ’ ολόκληρο το βιβλίο δε συμβαίνει τίποτα. Κι αυτό επειδή όλα έχουν συμβεί.
Το δυνατό σημείο του The Sea δεν είναι ο μύθος του, αλλά η γλώσσα του, και η τρυφερότητά του. Ο Μπάνβιλ, σαν ένας καλός παραμυθάς του παλιού καιρού, μας παίρνει από το χέρι και μας ταξιδεύει στους ήχους των λέξεων, στις ζωές των ανθρώπων, στις αναμνήσεις που τους στοιχειώνουν. Σαν θάλασσα, που τη μια είναι άγρια και φουρτουνιασμένη και την άλλη γαλήνια κι ακύμαντη, μοιάζει το κείμενο. Μια θάλασσα που ανήκει στο χθες και κλέβει ζωή απ’ το σήμερα.
Όλα αρχίζουν όταν ένας συγγραφέας βιογραφιών για καλλιτέχνες, μετά από το θάνατο της γυναίκας του, φτάνει σε μια μικρή παραλιακή πόλη, όπου είχε περάσει το πιο σημαντικό και το πλέον συνταρακτικό καλοκαίρι της ζωής του. Εκεί ήταν που γνώρισε για πρώτη φορά τον έρωτα και την απώλεια. Με αφορμή αυτό το ταξίδι ο συγγραφέας μας μιλά για όλα εκείνα τα μικρά και μεγάλα που χαράζουν τις ζωές μας. Για το απροσδόκητο που πάντα καραδοκεί: «Η κακοτυχία, οι αρρώστιες, οι πρόωροι θάνατοι, αυτά τα πράγματα χτυπούν τους καλούς ανθρώπους, τους ταπεινούς, το αλάτι της γης, όχι την Άννα, όχι εμένα».
Ο θάνατος της Άννας ήταν εκείνος που έβαλε μπρος τους μηχανισμούς της μνήμης και μια ανάγκη για εξιλέωση, από ένα παρελθόν που εξακολουθεί να τον κυνηγά, να τον πληγώνει: «Τι μικροσκοπικά σκεύη θλίψης είμαστε, καθώς αρμενίζουμε μέσα απ’ αυτή την αποπνιχτική σιωπή στο σκοτάδι του φθινοπώρου…»
Ταξιδεύοντας συνεχώς μπρος πίσω στο χρόνο, με ποιητικές εξάρσεις και στιγμές καθαρής αγωνίας, ο αφηγητής ξετυλίγει απαλά κι οδυνηρά το νήμα της ζωής του, φτάνοντας πού και πού σε πεισιθάνατα συμπεράσματα: «Ίσως όλη η ζωή να μην αποτελεί παρά μια μακρά προετοιμασία για τη φυγή μας απ’ αυτή».
Σαν ένα παραμύθι για τους μεγάλους είναι η «Θάλασσα». Ένα παραμύθι για την παιδική ηλικία, για όλα εκείνα που σημαδεύουν τις ζωές των ανθρώπων, για τα γηρατειά και το θάνατο.
Αυτό το κείμενο θα ήθελα πολύ να το διαβάσω και στα ελληνικά, αφού η γλώσσα του είναι τόσο πλούσια, τόσο όμορφη και ρέουσα, που μια σωστή απόδοση σίγουρα θα το απογείωνε. Εξάλλου σ’ αυτό παρεμβάλλονται και πολλές ελληνικές λέξεις, που του χαρίζουν λίγο ακόμη χρώμα. Εξαιρετικό.

Monday, August 17, 2009

Μαργαρίτα Καραπάνου – Rien ne va plus

…Ή το βιβλίο με τις τσακισμένες σελίδες. Τόσα πολλά κομμάτια μου «μίλησαν» σ’ αυτό το μυθιστόρημα που δεν είχα άλλη επιλογή από το να το πληγώσω, να το χαρακώσω, να το κάνω ολότελα δικό μου.
Για μια σχέση αγάπης και μίσους μας μιλά στο Rien ne va plus η Καραπάνου, μια σχέση εξάρτησης και απέχθειας, σχεδόν αρρωστημένη. Είναι η ιστορία της Λουίζας και του Αλκιβιάδη, δύο ανθρώπων που είναι καταδικασμένοι να τα κάνουν όλα σκόνη και θρύψαλα στη ζωή τους, να τα διαλύσουν όλα (δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι κάποια στιγμή η ηρωίδα-αφηγήτρια ομολογεί: «Μόνο στο γράψιμο έχω ωριμάσει. Στη ζωή, τα κάνω θάλασσα»). Και είναι μια ιστορία για τις απλές αλήθειες του καθενός, γι’ αυτά που τον γεμίζουν και τον πληγώνουν.
Το γάμο των πιο πάνω θα τον περιγράφαμε σαν ένα ατυχές γεγονός, αφού ο καθένας σ’ αυτή τη σχέση θ’ ακολουθούσε τη δική του ατζέντα. Εκείνος θα έκανε ό,τι του άρεσε, θα της επέβαλλε κανόνες, κι εκείνη θα υποχωρούσε και θα επαναστατούσε, θα σιωπούσε και θα βροντούσε. Ήταν ένα κάθαρμα και ίσως τον αγαπούσε ακριβώς γι’ αυτό.
Το πώς θα κατέληγε η σχέση τους φάνηκε απ’ την αρχή, όταν την πρώτη νύχτα του γάμου τους ο Αλκιβιάδης την οδηγεί σ’ ένα γκέι μπαρ, τα ρίχνει σ’ ένα αγόρι, το οποίο στη συνέχεια τους ακολουθεί στο σπίτι και κάνει έρωτα μαζί του μπρος στα μάτια της. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό το μελανό στοιχείο στη σχέση τους, ήταν και το ότι ζούσαν μαζί μονάχα τα σαββατοκύριακα, έπειτα από δική του απαίτηση. Ήταν και η απόλυτη αδυναμία του να αγαπήσει κάποιον ή κάτι:
- Μ’ αγαπάς; Τον ρώτησα.
- Όσο τίποτα άλλο στον κόσμο.
- Μα εσύ δεν αγαπάς τίποτα.
- Γι’ αυτό σε αγαπώ.
Πώς να λειτουργήσει μια τέτοια σχέση λοιπόν; Απλά δεν μπορεί, ωστόσο: «Τον Αλκιβιάδη, δεν τον κατάλαβα ποτέ, μέχρι το τέλος. Ούτε το τέλος κατάλαβα. Αλλά τον λάτρευα. Έμοιαζα με το σκυλί που το πάνε επίσκεψη στον κτηνίατρο, και που λατρεύει και φοβάται συγχρόνως το γιατρό του». Τώρα εξηγούνται όλα.
Η Καραπάνου ταξιδεύοντάς μας μπρος πίσω στο χρόνο με μαεστρία περισσή μας μιλάει για, εκείνο που αποκαλεί ο ποιητής, τον πόνο των ανθρώπων και των πραγμάτων, για την ικανότητά μας να πληγώνουμε τους άλλους. Και μέσω της Λουίζας, όπως θα αποκάλυπτε αργότερα στο «Μήπως;», θέλησε να μοιραστεί μαζί μας ένα ακόμη κομμάτι απ’ τη δική της ιστορία. Μια ιστορία με πολλές πτώσεις, λίγες χαρές, μεγάλες λύπες και το αναπόφευκτο άγγιγμα του θανάτου. Γράφει ακόμη για το πόσο σκληρός μπορεί να είναι ο φτερωτός θεός: «Ο έρωτας είναι σατανικός: αναιρεί συνέχεια ό,τι υπόσχεται, και υπόσχεται συνέχεια ό,τι σκοπεύει να αναιρέσει στο μέλλον».
Η Λουίζα της θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε γυναίκα. Οποιαδήποτε γυναίκα που αγάπησε τυφλά, με πάθος, για να δει μετά τα όνειρά της να γκρεμίζονται με πάταγο. Κι ο Αλκιβιάδης θα μπορούσε να είναι ο οποιοσδήποτε άντρας, κάποιος που ξέρει πάντα να επιβάλλεται, αλλά όταν κάποτε δεν περάσει το δικό του παραιτείται απ’ τη ζωή και φτάνει μέχρι τα άκρα. Η αιώνια πάλη ανάμεσα στα δύο φύλλα καλά κρατεί ακόμη, και όσο διαρκεί, βιβλία σαν κι αυτό θα φαντάζουν πάντα οδυνηρά επίκαιρα, επώδυνα αληθινά.

Thursday, August 13, 2009

Σόνια Μηλιώνη - Δήθεν από έρωτα

Το βιβλίο αυτό με την πρώτη ματιά μου θύμισε ένα παλιό αγαπημένο μου, το “Ανοιχτό παράθυρο” της Ίρμης Μητροπούλου. Όταν το διάβασα αντιλήφθηκα ότι πρόκειται για ένα εντελώς “διαφορετικό”, αλλά και “συγγενικό” με το τελευταίο, βιβλίο.
Η Μηλιώνη είναι 21 μόλις χρόνων και φοιτήτρια της Νομικής στην Αθήνα, οπόταν λίγο πολύ μας μιλά για τη δική της γενιά και τους προβληματισμούς της. Για τη γενιά της δεκαετίας του ’90 που ξεφεύγει πια απ’ τη μιζέρια των παλιών και τολμά να δει τη ζωή με αισιοδοξία. Για τη γενιά που ξέρει να απολαμβάνει την ελευθερία της, αλλά που - όπως και οι παλαιότεροι - δεν ξέρει να αποφεύγει τα λάθη!
“Δήθεν… από έρωτα πετάς στο κενό όλα σου τα όνειρα. Δήθεν… από έρωτα αφήνεσαι κι εσύ στο ίδιο κενό. Δήθεν από την απουσία του έρωτα αλλάζεις τις προτεραιότητές σου, κάνεις μια “αλλαγή πλεύσης”, διεκδικείς την ψυχή σου. Δήθεν… από ανάγκη για έρωτα χαρίζεσαι σε ό,τι μοιάζει να σε ζεσταίνει - έστω και για λίγο - από τα μποφόρ της μοναξιάς σου… Μάλλον θα το πρόσεξες! Όλα τα ‘δήθεν’ είναι φτιαγμένα από έρωτα”.
Η συγγραφέας δε χαρίζεται σε τίποτα και σε κανένα, ούτε και στον εαυτό της, αλλά αν και στο κείμενο υποβόσκει κάποια οργή δε λείπει και η τρυφερότητα. Διαβάζοντας κανείς τους τίτλους των κεφαλαίων του βιβλίου θα καταλάβει τι εννοώ, αφού μέσα από αυτούς παρελαύνουν τα πιο τρυφερά ελληνικά τραγούδια: “Να με προσέ-χεις”, “Το φιλαράκι”, “Πριν το τέλος”, “Γέλα πουλί μου” και άλλα.
“Το να πιστεύεις ότι όλα έχουν πάρει το δρόμο τους, το να επαναπαύεσαι σε μια σιγουριά, το να νιώθεις τη σταθερότητα έστω και για μία μοναδική στιγμή είναι η μεγαλύτερη ψευδαίσθηση. Η μεγαλύτερη ειρωνεία, η τραγικότερη. Δεν υπάρχει ευτυχία συνεχόμενη. Μόνο μια τάση για ευτυχία που παραμένει ισοβίως τάση”.
Στο βιβλίο της Μηλιώνη συναντάμε μια νεανική ψυχή που φαίνεται να έζησε πολλά, να πληγώθηκε πολύ, αλλά που δεν το έβαλε κάτω. Που αντιλαμβάνεται ότι η ζωή είναι ό,τι την κάνουμε, και που είναι αποφασισμένη να ζήσει αυτή τη ζωή όσο καλύτερα μπορεί. Όπως λέει κι η ίδια: “Ποτέ μη φοβηθείς να νιώσεις! Το αντίθετο της ζωής, να το θυμάσαι, δεν είναι ο θάνατος! Είναι η ερημιά των αισθημάτων”.
Εμείς θα σας λέγαμε: Γνωρίστε αυτή την ψυχή, αφουγκραστείτε τις αγωνίες και τις λαχτάρες της.
Κυκλοφορεί από τα Νέα Σύνορα - Λιβάνη.

Από το Αρχείο

Tuesday, August 11, 2009

Μαργαρίτα Καραπάνου – Ο υπνοβάτης

«Ο υπνοβάτης» είναι ένα από εκείνα τα ξεχωριστά βιβλία που όσα χρόνια κι αν περάσουν παραμένουν καρφωμένα στη μνήμη σου, που δε σε αφήνουν ποτέ. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα σκληρό, βίαιο, πού και πού αποκρουστικό, το οποίο μιλάει για ένα νησί και την αποικία των ξένων καλλιτεχνών εκεί. Ένα νησί που βουλιάζει στην αμαρτία, κάτι για το οποίο φυσικά φταίνε αποκλειστικά οι τελευταίοι και καθόλου οι κάτοικοί του.
Η Καραπάνου φτιάχνει ένα πολύχρωμο μωσαϊκό χαρακτήρων, που δύσκολα πολύ θα μπορούσαμε να συναντήσουμε σε κάποιο άλλο βιβλίο: καταραμένοι καλλιτέχνες, ομοφυλόφιλοι, μια συγγραφέας που δεν μπορεί να γράψει, ένας μπάτσος-Χριστός-φονιάς, μια νησιώτισσα που αρέσκεται στο να διηγείται τρομακτικές ιστορίες και άλλοι πολλοί είναι οι αντι-ήρωες που συναντάμε εδώ. Τι είναι εκείνο που τους ενώνει; Η απέραντη μοναξιά: «Ήταν Φεβρουάριος, έβρεχε, σε λίγο έπρεπε να πάνε στα άδεια σπίτια τους, να περπατήσουν στους άδειους και σκοτεινούς δρόμους του νησιού, να μπούνε στα υγρά κρεβάτια τους, ν’ αποφύγουνε τα όνειρα. Ο καθένας ευχότανε με το δικό του τρόπο κάτι να συμβεί».
Βασικοί πρωταγωνιστές είναι ο Μανώλης και η Λούκα: ο μπάτσος κι η συγγραφέας. Γύρω απ’ αυτούς μοιάζει να περιστρέφεται ο κόσμος όλος. Η Λούκα είναι η μόνη απ’ όλο το συρφετό των καλλιτεχνών που συμπαθεί ο Μανώλης – κι ας όλοι εκείνοι τον συμπαθούν ιδιαίτερα. Είναι διαφορετική αυτή, το ξέρει, το νιώθει, γι’ αυτό και την ερωτεύεται.
Ωστόσο σε μια τέτοια κοινωνία -τη φθοράς, της παρακμής- τα πράγματα δε θα μπορούσαν να λειτουργήσουν γι’ αυτούς τους δυο. Όχι δεν είναι οι διαφορές που τους χωρίζουν, είναι τα γεγονότα. Είναι το αίμα που ρέει άφθονο γύρω τους. Είναι οι προσωπικές τους ανασφάλειες κι ανησυχίες. Είναι ο τρόμος που φωλιάζει μέσα τους: «Ο Μανώλης αγάπησε τη Λούκα ξαφνικά, μόλις την είδε να μπαίνει στο γραφείο του. Όταν τον κοίταξε μ’ αυτό το χαρούμενο βλέμμα και το θλιμμένο πρόσωπο, τον διαπέρασε μια βοή σαν να ετοιμαζότανε σεισμός στα έγκατα της γης. Η αγάπη ξεπήδησε από μέσα του με τέτοια ορμή, που δεν μπορούσε να βρει το στόχο της, σαν μια δίνη επικίνδυνη και τυφλή χτύπαγε τους τοίχους, σάρωνε γύρω της τα πάντα, ώσπου επιτέλους να βρει τη Λούκα και να ορμήσει επάνω της… Μέσα σ’ ένα δευτερόλεπτο μπήκε στον κόσμο του έρωτα και της αταξίας. Φοβήθηκε…»
Ο Μανώλης είναι ένας αβανταδόρικος χαρακτήρας: μοναχικός που απολαμβάνει τη συντροφιά, αγράμματος μα σπουδαγμένος, ήπιος αλλά όταν δεν είναι κανείς γύρω βλοσυρός, ευλογία και κατάρα μαζί, είναι ένας απ’ αυτούς τους ήρωες που μόνο μια πολύ ξεχωριστή πένα θα μπορούσε να δημιουργήσει. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι αυτός είναι που εμπνέει τους πάντες γύρω του: τη Λούκα να γράψει το βιβλίο της, τον γλύπτη να φτιάξει το έργο του, το ζωγράφο που φτιάχνει πάντα πίνακες μοναχά με κορμιά να τους δώσει για πρώτη φορά ένα πρόσωπο, το δικό του.
Η Καραπάνου δε γράφει για να σοκάρει, απλά γράφει, και στον «Υπνοβάτη» θ’ αναγνωρίσουμε και πάλι καμουφλαρισμένα πολλά γεγονότα απ’ τη ζωή της, μέσα απ’ αυτόν θα μας μιλήσει για μια ακόμη φορά για τα προσωπικά της δράματα -«Είχες θλίψη» τη διόρθωσε τρυφερά ο Μανώλης. «Μην λες ποτέ κατάθλιψη, είναι μια λέξη φτωχή που σημαίνει έλλειψη του πόνου»- θα μας πει, μέσω κάποιου άλλου ότι: «…αυτό ήταν η κόλαση. Νάχεις αιωνίως μπροστά σου την ίδια ομορφιά, και το μάτι σου να μη μπορεί ποτέ να ξεκουραστεί πάνω σε κάτι το άσχημο, το αδιάφορο».
Ένα εξαιρετικό από κάθε άποψη μυθιστόρημα.

Monday, August 10, 2009

Παντελής Καλιότσος - Τον αιώνα που ξύπνησε ο πηλός

“Εξαιρετικό”. Μ’ αυτή τη λέξη και μόνο θα μπορούσαμε να περιγράψουμε τον “Αιώνα που ξύπνησε ο πηλός” του Παντελή Καλιότσου.
Το μυθιστόρημα αυτό ανήκει σε εκείνο το είδος που ονομάζουμε “λογοτεχνία του δρόμου”, αν και ο συγκεκριμένος όρος δεν το εκφράζει πλήρως. Είναι μια ιστορία καλογραμμένη που μιλά για δύο ταξίδια: ένα διαρκείας εσωτερικό, και ένα εξωτερικό που μοιράζεται σε διαφόρες φάσεις. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρόκειται για μια νέα εκδοχή της ιστορίας του Δον Κιχώτη, το μόνο που εδώ τον ήρωα το λένε Χριστόφορο Νικηφόρο, και τον πιστό του φίλο και ακόλουθο Οδυσσέα και όχι Σάντσο Πάντσα.
Ο Χριστόφορος είναι ένας σύγχρονος Δον Κιχώτης με προορισμό τον εαυτό του. Δεν προσπαθεί να σώσει τον κόσμο, αλλά ούτε και να τον κάνει καλύτερο. Δεν κυνηγά τους ουτοπικούς ανεμόμυλους. Εκείνο που προσπαθεί να κάνει είναι να γνωρίσει τους άλλους, και μέσα από τους άλλους τον εαυτό του. Διασχίζει σωματικά την Ευρώπη, αλλά το μεγάλο ταξίδι πραγματοποιείται στ’ αλήθεια μέσα του. Μαθαίνει να βλέπει τον κόσμο με τρόπο διαφορετικό, πιο αληθινό. Δεν έχει ψευδαισθήσεις αν και δείχνει να τις αγαπάει. Μερικές φορές χάνει την αίσθηση του χρόνου και άλλες ζει έντονα την κάθε στιγμή. Κάποτε φτάνει και στο σημείο να ταξιδεύσει από μια χώρα σε κάποια άλλη, μόνο και μόνο επειδή του το ζήτησε κάποιος γνωστός του… Οι γύρω του, με εξαίρεση τον καλό του Οδυσσέα τον θεωρούν τρελό.
Ο Παντελής Καλιότσος φτιάχνει με περισσή μαεστρία ένα εξωπραγματικό, μα πολύ αληθινό ήρωα, με τον οποίο ο αναγνώστης “συνδέεται” από την πρώτη στιγμή, και ο οποίος τον ταξιδεύει στα όνειρα, τους φόβους και τις ενοχές του. Ο συγγραφέας μοιάζει να μας κλείνει συνομωτικά το μάτι και να μας προκαλεί να ανακαλύψουμε τον Χριστόφορο, που ο καθένας από εμάς κρύβει μέσα του.
Το βιβλίο αυτό ξεχειλίζει από λυρισμό και ευαισθησία καθώς περιγράφει τις περιπέτειες κάποιου άνθρωπου, που αν και φαινομενικά βασανίζεται δε χάνει την αγάπη του για τη ζωή. Κάποιου που δεν έπαψε ποτέ να ρωτά γιατί! Κάποιου που γελά και κλαίει σα μικρό παιδί. Κάποιου στον οποίο θα θέλαμε να μοιάσουμε!
Από τις εκδόσεις Πατάκη

Από το αρχείο

Sunday, August 9, 2009

Μαρλένα Πολιτοπούλου - Ο κύριος Μάριος μετάνιωσε αργά

Πρόκειται για ένα είδος βιβλίου που δε γνωρίζει και μεγάλη επιτυχία στην ελληνική αγορά: ένα αστυνομικό μυθιστόρημα. Οι έλληνες αναγνώστες δεν έχουν ακόμη αγαπήσει αυτό το είδος λογοτεχνίας, αν και τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια ανοδική τάση στην κυκλοφορία τίτλων.
“Παράξενο τούτο το ταξίδι στο νησί των ανέμων. Μήπως επειδή κρύβει μια δύσκολη και παράξενη ερωτική ιστορία που εξελίσσεται σε δράμα κι έτσι περνάει τα σύνορα του έρωτα για να φτάσει σ’ αυτά της αστυνομίας και της δικαιοσύνης;”.
Στο νησί των ανέμων, λοιπόν, διαδραματίζονται τα γεγονότα αυτής της ιστο-ρίας. Στη βρύση ενός χωριού του νησιού εντοπίζεται νεκρός κάποιος κύριος Μάριος, δολοφονημένος με κάποιο αιχμηρό αντικείμενο. Μια και στο χωριό συχνάζουν διάφο-ροι επώνυμοι - καλλιτέχνες, συγγραφείς, εκδότες -, οι οποίοι ετοιμάζονται να το εγκα-ταλείψουν για να επιστρέψουν στην Αθήνα, η διελεύκανση της μυστηριώδους δολο-φονίας πρέπει να γίνει σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, μια και δεν μπορούν να κρατούν όλο εκείνο τον κόσμο εκεί για πολύ. Έτσι σπεύδει στο νησί ο αστυνόμος Γιατζόγλου, που με τη βοήθεια του φίλου του Παύλου Γ. θα προσπαθήσει να λύσει το μυστήριο και να συλλάβει τους ενόχους. Το μόνο που η ιστορία αυτή είναι πιο πολύ-πλοκη απ’ ό,τι αρχικά φαίνεται. Όλοι φαίνονται να έχουν κάτι να κρύψουν, και έτσι όλοι είναι ύποπτοι για τη δολοφονία. Τα πράγματα περιπλέκονται ακόμη περισσότερο όταν βρίσκεται δολοφονημένος και ένας από τους μόνιμους κατοίκους του νησιού…
Ο Παύλος Γ. είναι εκείνος που θα δώσει τελικά τη λύση στο μυστήριο, χάρη στην οξυδέρκεια και την παρατηρητικότητά του. Ίσως ο ένοχος να μην είναι εκείνος που νομίζει ο αναγνώστης, αλλά κάποιο άτομο υπεράνω υποψίας…
Η Πολιτοπούλου έχει γράψει μια ενδιαφέρουσα ιστορία, που κεντρίζει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, κρατώντας το αμείωτο μέχρι το τέλος. Ίσως να μη φτάνει στα λογοτεχνικά ύψη των σπεσαλίστων του είδους, αλλά σαν πρώτη απόπειρα είναι σίγουρα αξιόλογη. Περιμένουμε με ανυπομονησία τη συνέχεια.
Από τις εκδόσεις Νέα Σύνορα - Λιβάνη.

Από το αρχείο

Saturday, August 8, 2009

Βαγγέλης Ραπτόπουλος - Η απίστευτη ιστορία της Πάπισσας Ιωάννας

Ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος μας προσκαλεί σε μια συναρπαστική βόλτα στο παρελθόν με σκοπό να μάθουμε για τις ημέρες και τα έργα της Πάπισσας Ιωάννας, μιας μοναχής που κρύβοντας το φύλο της καταφέρνει να γίνει ο αντιπρόσωπος του Θεού επί της γης.
Τα γεγονότα που μας αφηγείται ο συγγραφέας συμβαίνουν στην καρδιά του ευρωπαϊκού Μεσαίωνα, τότε που η Ιερά Εξέταση είναι στα πάνω της και η Καθολική Εκκλησία ψάχνει να βρει την ταυτότητά της.
Η Ιωάννα είναι η κόρη μιας φτωχής κοπέλας κι ενός ακαμάτη που βίασε τη μάνα της, αλλά μεγαλώνει κάτω από τις φροντίδες και την καθοδήγηση ενός ιερωμένου που παντρεύεται την πρώτη. Η μικρή θα γαλουχηθεί με τις χριστιανικές αξίες και όταν κάποτε οι γονείς της πεθάνουν θα καταφύγει σε ένα γυναικείο μοναστήρι. Εκεί θα τη συναντήσει, γυναίκα πια, ένας μοναχός από κάποιο ανδρικό μοναστήρι, και οι δυο τους θα ερωτευτούν παράφορα. Στο τέλος τέλος θα την πείσει να μεταμφιεστεί σε άντρα και να πάει να ζήσει μαζί του. Την ψεύτικη αυτή ταυτότητα θα την κρατήσει ως το τέλος της ζωής της, που είναι όντως συναρπαστική.
Θα έλεγε κανείς ότι η Ιωάννα είναι ένα από εκείνα τα άτομα που είναι σημαδεμένα από τη μοίρα. Ικανή να δημιουργήσει μίσος αλλά και αγάπη, ευαίσθητη αλλά και αδίστακτη. Μια γυναίκα από εκείνες που δε διστάζουν μπροστά σε τίποτα στην προσπάθεια να πετύχουν τους στόχους τους. Κι ο στόχος της Ιωάννας είναι μοναδικός: να ανέβει ψηλά, τόσο ψηλά όσο δεν ανέβηκε ποτέ γυναίκα, ενώ γνωρίζει πολύ καλά ότι παίζει με την αυτοκαταστροφή της.
Τα όνειρά της θα πραγματοποιηθούν, αλλά το τίμημα θα είναι ακριβό, καθώς στην πορεία θα σκορπίσει μίσος και θάνατο, θα ερωτευτεί παράφορα και τον καρπό αυτού του έρωτα θα τον πληρώσει με την ίδια της τη ζωή.
Το ταξίδι αυτό που μας προτείνει στο παρελθόν ο Ραπτόπουλος είναι άκρως διαφωτιστικό, αλλά και συγκλονιστικό. Ένα μικρό - σε όγκο - ιστορικό μυθιστόρημα που σε κάνει να χαίρεσαι μόνο και μόνο επειδή το διαβάζεις. Ο συγγραφέας το αφιερώνει: “Στον Εμμανουήλ Ροΐδη - χωρίς την Πάπισσα Ιωάννα του, το βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας δεν θα υπήρχε”.
Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος.

Από το αρχείο

Friday, August 7, 2009

Μαργαρίτα Καραπάνου – Η Κασσάνδρα και ο λύκος

Η Μαργαρίτα Καραπάνου με το πρώτο της μυθιστόρημα «Η Κασσάνδρα και ο λύκος» κατάφερε να ταράξει τα αιωνίως λιμνάζοντα νερά της ελληνικής λογοτεχνίας. Πρόκειται για ένα μικρό αριστούργημα γραμμένο με τρόπο δήθεν παιδικό, που προσεγγίζει με σκληρή και άμεση γλώσσα το θέμα της παιδικής ηλικίας.
Και σ’ αυτό το βιβλίο, όπως και σε κάποια άλλα από τα μυθιστορήματα της συγγραφέως, παρατηρούμε πόσο σημαντικό ρόλο έπαιξε στη ζωή και το έργο της η σχέση της με τη μητέρα της, τη Μαργαρίτα Λυμπεράκη. Έτσι, ενώ στην πραγματική ζωή έχουμε μάνα και κόρη με το ίδιο όνομα, κάτι τέτοιο συμβαίνει και στο μυθιστόρημα. Απλά εδώ το όνομα που μοιράζονται είναι το Κασσάνδρα.
Η ηρωίδα του βιβλίου δεν είναι ένα κοριτσάκι όπως όλα τ’ άλλα. Μάλλον σα νέα γυναίκα μοιάζει. Αθώα και γνωστική, τρυφερή και σκληρή την ίδια ώρα. Και βλέπει τον κόσμο διαφορετικά από τα άλλα παιδιά της ηλικίας της. Παραδείγματος χάριν στο παραμύθι με τα γουρουνάκια και το λύκο: «Το λύκο λυπόμουνα συνήθως. Πώς θα καταπιεί τόσα γουρουνάκια μονομιάς;»
Δεν είναι καλό κορίτσι η Κασσάνδρα. Είναι γεμάτο πείσμα και σκληρότητα. Η σκληρότητα εξάλλου μοιάζει να είναι η μοναδική της άμυνα. Έτσι κάποτε φτάνει να σκοτώσει ένα γάτο, που ονόμασε Δανειστούλη -μια και ήταν δανεικός- για να μην τον χάσει, ενώ αρνείται να μιλήσει στην οικογένειά της, κι ας μιλάει με τις ώρες όταν είναι μόνη της ή όταν πηγαίνει στο γιατρό.
Παρά το σκληρό περίβλημά της ωστόσο, μέσα της κρύβει μια βαθιά τραυματισμένη ψυχή και κάποια φοβερά μυστικά, όπως το ότι έπεσε πολύ μικρή θύμα βιασμού, κάτι που δεν έμαθε κανείς ποτέ, γεγονός που εξηγεί και τις μεταπτώσεις της, ενώ πού και πού αφήνει να διαφανεί ότι διαθέτει και μιας σπάνιας μορφής ευαισθησία:
«Τότε γιατί κλαις;»
«Είναι οι συλλαβές. Πονάω όταν κόβω τις λέξεις στη μέση».
Και: «Μα τα βέλη δεν τον πονάνε ξέρετε. Ματώνει από την ομορφιά του».
Από την ιστορία όμως δεν απουσιάζει και το στοιχείο του χιούμορ, που την ελαφραίνει κάπως, που κάνει τη ζωή της Κασσάνδρας να μοιάζει λίγο πολύχρωμη:
«Ο Στρατηγός», μου λέει η Γιαγιά, «έβαλε σε τάξη την Ελλάδα. Φαντάζομαι τον Στρατηγό να συγυρίζει την Ελλάδα και να βάζει Κυρίους και Κυρίες στα συρτάρια»… «Ίσως να με γέννησε η Γιαγιά, η Γιαγιά έχει γεννήσει όλο τον κόσμο μες στο σπίτι. Νομίζω πως έχει γεννήσει και τον Στρατηγό, κι όταν της φωνάζω «Μπαμπά» της φυτρώνουν και μουστάκια κάτω απ’ τη μύτη».
«Η Κασσάνδρα και ο λύκος» είναι τελικά κι αυτό ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο της Καραπάνου, όπως και τ’ άλλα που έχει γράψει. Αν είχαμε κάποιες αμφιβολίες φρόντισε να τις διαλύσει στη διάρκεια της συζήτησης που είχε με τη Φωτεινή Τσαλίκογλου στο «Μήπως;» Η καλή συγγραφέας φρόντισε να μας δείξει από την πρώτη της κιόλας συγγραφική της απόπειρα το δρόμο που προτίθετο ν’ ακολουθήσει: ένα δρόμο γεμάτο αγκάθια, που ίσως στο τέλος-τέλος την οδηγούσε στην αυτοκάθαρση.
Ένα από τα πιο σημαντικά βιβλία της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας. Προσπάθησα να βρω το πρωτότυπο εξώφυλλο στον ιστό από τις εκδόσεις Ερμής αλλά δεν τα κατάφερα, έτσι ας αρκεστούμε σ’ αυτό των εκδόσεων Καστανιώτη.

Thursday, August 6, 2009

David Baldacci – First Family

 
 Αγορά από το Book Depository

Ο Ντέιβιντ Μπαλτάτσι αρέσκεται στο να φτιάχνει ιστορίες που έχουν συχνά-πυκνά να κάνουν με την «Πρώτη Οικογένεια» στις ΗΠΑ, αλλά και τις μυστικές υπηρεσίες. Τον είδαμε να το κάνει στο Absolute Power, στο The Poet, αλλά και στο Divine Justice, τον βλέπουμε να το κάνει κι εδώ.
Το First Family είναι ένα καταιγιστικό θρίλερ, απ’ αυτά στα οποία ο συγγραφέας είναι ένας μεγάλος μάστορας. Όλα αρχίζουν με την απαγωγή της ανιψιάς του προεδρικού ζεύγους από κάποιους άγνωστους. Στη σκηνή του εγκλήματος βρίσκονται κατά τύχη οι Σον Κινγκ και Μισέλ Μάξουελ, δύο δηλαδή από τους ήρωες φετίχ του Μπαλτάτσι, οι οποίοι δεν καταφέρνουν να εμποδίσουν τους απαγωγείς. Μετά από παράκληση της Πρώτης Κυρίας της χώρας οι ντετέκτιβ αναλαμβάνουν σε συνεργασία με το FBI και τις μυστικές υπηρεσίες της χώρας ν’ ανακαλύψουν τη μικρή Γουίλα και να της σώσουν τη ζωή.
Ο Κινγκ, που γνωρίζει τη γυναίκα του προέδρου από το παρελθόν, και την οποία εκτιμά απεριόριστα, πέφτει με τα μούτρα στην υπόθεση, συμπαρασύροντας και τη Μισέλ, η οποία ωστόσο σύντομα θα έρθει αντιμέτωπη με τους δικούς της προσωπικούς δαίμονες, καθώς η μάνα της θα βρεθεί νεκρή, θύμα δολοφονίας από άγνωστο.
Οι δυο τους, κινούμενοι ανάμεσα στις δύο υποθέσεις, ταξιδεύοντας από πόλη σε πόλη, από κηδεία σε κηδεία, αναμετρώμενοι με το παρόν και το παρελθόν τους, θα βρεθούν πιο κοντά παρά ποτέ, και θ’ ανακαλύψουν πόσο ανάγκη στ’ αλήθεια έχει ο ένας τον άλλο, πόσο αγαπά ο ένας τον άλλο.
Το καλό και το κακό σ’ αυτή την ιστορία είναι δυσδιάκριτα. Ο εγκληματίας έχει τα (μεγάλα) δίκια του και τα θύματα τα δικά τους. Στο τέλος θα βιώσει ο καθένας τη δική του τραγωδία.
Ο Μπαλτάτσι για μια ακόμη φορά σπέρνει με μαεστρία περισσή πτώματα στο πέρασμα των ηρώων του, τους βάζει συχνά πυκνά τρικλοποδιές, τους κάνει ν’ αναγνωρίσουν ποια είναι τελικά τα πιο σημαντικά πράγματα στη ζωή και τους αναγκάζει να πληρώσουν για τις αμαρτίες τους. Κανείς αθώος, κανείς αλώβητος.
Ένα μεγάλο σε μέγεθος μυθιστόρημα που κυλάει σαν ταινία, με ασταμάτητη δράση, πολλές ανατροπές, μεγάλα ψέματα, πικρές αλήθειες και το φευγαλέο άγγιγμα του έρωτα. Διαβάζεται γρήγορα και ευχάριστα.

Wednesday, August 5, 2009

Μαργαρίτα Καραπάνου – Φωτεινή Τσαλίκογλου: Μήπως;

Θα το πω το κρίμα μου: Περίμενα αυτό το βιβλίο να είναι κάποιου είδους συνέντευξη που πήρε η Τσαλίκογλου από την Καραπάνου! Γιατί αυτό; Μα επειδή είμαι φανατικός αναγνώστης της τελευταίας. Δώστε μου Καραπάνου, κι άλλη Καραπάνου, που λένε. Αλλά, δυστυχώς, η Μαργαρίτα δεν έγραψε πολλά, όλα κι όλα οκτώ βιβλία άφησε πίσω της, περιλαμβανομένων των ημερολογίων της κι ετούτου εδώ.
Το Μήπως; είναι κι αυτό με τον τρόπο του ένα ξεχωριστό βιβλίο, όπως και τα άλλα της. Συνομιλώντας ανοιχτά με μια συνάδελφο και φίλη της η Καραπάνου ξεπλέκει κάπως της ζωής της το νήμα, ρίχνει φως σε κάποια από τα γεγονότα τα οποία ενέπνευσαν τις ιστορίες της. Οι παραδοχές της σκληρές, τα μυστικά της οδυνηρά, αλλά αυτή για μια ακόμη φορά τολμά να πει τα πράγματα με το όνομά τους, να μην ωραιοποιήσει τίποτα, να μη διαγράψει τίποτα.
Η Τσαλίκογλου μοιάζει να καταλαβαίνει πολύ καλά τι νιώθει η καλή της φίλη. Κάθεται και συζητά μαζί της, της λέει τις δικές της ιστορίες, ταξιδεύει μ’ εκείνη σε βιβλία, ταινίες και γεγονότα που σημάδεψαν και τις δύο.
Ο διάλογός τους μοιάζει άμεσος και μεστός, αβίαστος, μα παραγωγικός. Οδηγεί σε απαντήσεις, αλλά και σε νέα ερωτήματα. «Άραγε πρέπει πάντα να κρύβουμε αυτό που αισθανόμαστε για να κρατήσουμε αυτό που αγαπάμε;» αναρωτιέται κάπου η Φωτεινή.
Το θέμα της συγγραφής δε θα μπορούσε να λείψει από τη συνομιλία αυτή, κι έτσι με άμεσο πια τρόπο μαθαίνουμε πόσο ζωή και έργο ήταν ένα και το αυτό για την Μαργαρίτα: «Το γράψιμο μπορεί να είναι ο πιο καλός σου φίλος και ο χειρότερος εχθρός. Δεν είναι αστεία υπόθεση το γράψιμο. Είναι όλο σου το είναι που μπαίνει μέσα. Δίνεις τα ρέστα σου, δηλαδή». «Μέσα από τους ήρωές μας ζούμε κι εμείς τις άλλες ζωές που δεν ζήσαμε». «Την Κασσάνδρα την έγραψα σαν λεπίδα. Άφηνα τον εαυτό μου ελεύθερο και τσακ, το ’κοβα».
Καθώς περιφερόμαστε εδώ κι εκεί ανάμεσα στις σελίδες αυτού του βιβλίου συναντάμε από κοντά πρόσωπα που είδαμε να παρελαύνουν από τα βιβλία της, πηγαίνουμε σε χώρους όπου έκοβαν βόλτες τα σκυλιά της, εμβαθύνουμε στο μεγάλο θέμα της ψυχικής υγείας – ή μάλλον της απώλειάς της, που θα μπορούσε να οδηγήσει κάποιον μέχρι και την αυτοκτονία. Η Καραπάνου λέει κάπου ότι δε θα αυτοκτονούσε από… περιέργεια για το τι θα συμβεί στη συνέχεια, ενώ η Τσαλίκογλου τονίζει ότι: «Μια διαβεβαίωση για τη ζωή θέλω. Να ονειρεύομαι σαν τα παιδιά θέλω. Να μην υπάρχει θάνατος. Και αν ακόμη δεν μπορείς να τον αποφύγεις, να υπάρχει μια αυτόματη διαδικασία ακύρωσής του».
Αντί επίλογου αντιγράφω από το οπισθόφυλλο:
«Κι εμείς τώρα δα εδώ, δυο φίλες με εναλλασσόμενους ρόλους, συγγραφέας-καθηγήτρια-ψυχολόγος-άρρωστη-υγιής-θεραπευτής-θεραπευόμενος, ιδιότητες ρευστές και αβέβαιες, ρούχα άβολα και στενά που μας καθηλώνουν σε στενάχωρα και ασφυκτικά δωμάτια, τι επιθυμήσαμε, αλήθεια, μέσα απ’ αυτό το διαλογικό βιβλίο; Να αλλάξουμε ρόλους, να πετάξουμε τα στενά ρούχα που δεν σ’ αφήνουν να αναπνεύσεις και που ακόμα και στον ύπνο μάς λένε να τα φοράμε, και να δοκιμάσουμε έναν περίπατο στον ανοιχτό αέρα. Να συν-αποκαλυφθούμε και ό,τι ζήσουμε στη διάρκεια του ταξιδιού να το μοιραστούμε με τους άγνωστους συν-ταξιδιώτες μας σ’ αυτήν την περιπέτεια της ομιλούσας γραφής. Να σπάσουμε τη σιωπή…»
Να σπάσουν τη σιωπή! Αυτό ακριβώς έκαναν: έσπασαν τη σιωπή. Με ένα τρόπο μοναδικό και συγκλονιστικό.
Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ωκεανίδα

Tuesday, August 4, 2009

Αλέξης Σταμάτης - Μπαρ Φλωμπέρ

Καταπληκτικό… Έτσι θα αποκαλούσαμε μονολεκτικά το μυθιστόρημα αυτό του Αλέξη Σταμάτη. Ένα μυθιστόρημα έξυπνο, κοσμοπολίτικο, μυστηριώδες, περιπετειώδες, φανταστικό. Ο συγγραφέας μας χαρίζει μια από τις καλύτερες στιγμές της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας.
Υπερβολές; Όχι, οπωσδήποτε όχι! Εδώ έχουμε ένα από εκείνα τα μεθυστικά μυθιστορήματα που έτσι και τα πάρει κανείς στα χέρια του δεν τα αφήνει με τίποτα, ένα μυθιστόρημα που συναρπάζει τον αναγνώστη, που τον καθηλώνει με την έξυπνη πλοκή του, που του μεταδίδει την αγωνία του ήρωά του. Στο “Μπαρ Φλωμπέρ” συναντήσαμε το τρίτο κορυφαίο μυθιστόρημα της χρονιάς. Μαζί με την “Ανατροπή” και το “Εργοστάσιο των μολυβιών”, μας αποδεικνύει ότι η καλή ελληνική πεζογραφία είναι ζωντανή και σε καλά χέρια.
Το βιβλίο αυτό όμως, εκτός από τα μυστήρια που κρύβει, είναι κι ένα οδοιπορικό σε τρεις πόλεις: τη Βαρκελώνη, τη Φλωρεντία και το Βερολίνο, αλλά και σε τέσσερα χωριά της ορεινής Αρκαδίας. Κι ακόμη κρύβει μέσα του πολλές γνώσεις τις οποίες μεταδίδει με μαγευτικό τρόπο στον αναγνώστη.
Ο Σταμάτης έγραψε ένα μυθιστόρημα από εκείνα που θα ζήλευε ο κάθε συγγραφέας, γεμάτο φαντασία και δράση, έρωτα και απογοήτευση και μια κορύφωση άκρως ανατρεπτική. Τα λογοπαίγνια δίνουν και παίρνουν, το ένα μυστήριο διαδέχεται το άλλο, και όλοι φαίνονται να έχουν κάτι να κρύψουν.
Πως αρχίζουν όλα; Όταν ο Γιάννης Λουκάς, γιος ενός κριτικού λογοτεχνίας και επιμελητή εκδοτικού οίκου, αναλαμβάνει να γράψει τη βιογραφία του πατέρα του. Μια μέρα ενώ ψάχνει το αρχείο του τελευταίου ανακαλύπτει ένα χειρόγραφο κάποιου άγνωστου συγγραφέα με τίτλο “Μπαρ Φλωμπέρ”. Ο Γιάννης διαβάζει το χειρόγραφο και, στην κυριολεξία, παθιάζεται μ’ αυτό, αφού εκεί μέσα συναντάει και τις πιο κρυφές του σκέψεις. Κάποια στιγμή αποφασίζει να συναντήσει το συγγραφέα του το Λουκά Ματθαίου, αλλά ο πατέρας του τού λέει ότι δε γνωρίζει τίποτα γι’ αυτόν, ενώ τα ίχνη του φαίνονται αδύνατο να εντοπιστούν. Τελικά η τύχη με κάποιο τρόπο τον βοηθά, αλλά μέχρι να φθάσει στον τελικό του στόχο θα αναγκαστεί να περιπλανηθεί σε τρεις πόλεις της Ευρώπης, να αντιμετωπίσει κινδύνους, να ερωτευτεί, να αποκτήσει γνώσεις, να λύσει γρίφους.
Όμως όσα και να γράψουμε γι’ αυτό το βιβλίο θα είναι λίγα. Απλά σας λέμε: διαβάστε το, είναι ένα… φοβερό μυθιστόρημα!
Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος.

Από το αρχείο

Monday, August 3, 2009

AZAR NAFISI: Διαβάζοντας τη Λολίτα στην Τεχεράνη

Το βιβλίο αυτό αφήνει στον αναγνώστη μια γλυκόπικρη γεύση. Μιλά για σκοταδισμό αλλά και για αχτίδες φωτός. Για πολύ πόνο και μικρές χαρές. Για την απογοήτευση αλλά και την αισιοδοξία. Η Ναφιζί γράφοντας αυτή την ιστορία, την ιστορία της, σα να θέλει να μας πει ότι όπου υπάρχει θέληση υπάρχει κι ο τρόπος.
Αυτό είναι το «Διαβάζοντας τη Λολίτα στην Τεχεράνη», μια ιστορία θέλησης. Μια προσπάθεια μιας καθηγήτριας και μιας μικρής ομάδας έμπιστων φοιτητριών να ξεφύγουν για λίγο απ’ το γκρίζο κόσμο που τους περιβάλλει, να δουν με τα μάτια της φαντασίας της ζωής τα χρώματα, να αναπνεύσουν ελεύθερα, χωρίς τις μαντίλες που τους έγιναν βραχνάς, εφιάλτης: «…Τα κορίτσια μου κι εγώ ανακαλύψαμε ότι σχεδόν όλες μας είχαμε δει κάποιον εφιάλτη σύμφωνα με τον οποίο είτε είχαμε ξεχάσει να φορέσουμε τη μαντίλα μας, είτε δεν την είχαμε φορέσει, και τρέχαμε, τρέχαμε να ξεφύγουμε.»
Όλες θέλουν να νιώσουν ελεύθερες κι όλες είναι σκλαβωμένες. Οι φοιτήτριες κάνουν όνειρα για πράγματα που δεν έζησαν. «Η γενιά τους δεν είχε παρελθόν», όπως επισημαίνει η συγγραφέας. Η ίδια που έζησε πολλά, που κάποτε χάρηκε ελευθερία, κάπου τις λυπόταν. Ωστόσο: «Τα κορίτσια μου μιλούσαν συνέχεια για κλεμμένα φιλιά, για ταινίες που δεν είχαν δει ποτέ, για τον άνεμο που δεν είχαν νιώσει ποτέ στο κορμί τους».
Ο καιρός περνά, η θλίψη μένει. Ας είναι καλά η λογοτεχνία που τους επιτρέπει να δραπετεύουν. Η απαγορευμένη λογοτεχνία. Μέσα από τις σελίδες του Ναμπόκοφ, του Τζέιμς, του Φιτζέραλντ και της Όστεν, τα κορίτσια απελευθερώνονται, αποκτούν και πάλι ζωή. Μια ζωή ωστόσο υπό προθεσμία, το τέλος κάθε μαθήματος, που γίνεται στο σπίτι της τολμηρής καθηγήτριας.
Η Ναφιζί δε μιλάει εδώ μονάχα για το τι έζησε αυτή και οι φοιτήτριές της στο Ιράν. Κάνει εκτενείς αναφορές και στο ιστορικοπολιτικό περιβάλλον: στην ανατροπή του Σάχη, την άνοδο και το θάνατο του Χομεϊνί, στις προσπάθειες χαλάρωσης κάπως των περιορισμών και την ανάκτηση κάποιων, έστω περιορισμένων, ελευθεριών, στον πόλεμο με το Ιράκ. Αλλά, ασκεί και σκληρή κριτική στο καθεστώς που κατόρθωσε και έσβησε τη φλόγα απ’ τις καρδιές των φωτισμένων ανθρώπων της χώρας: «Όταν σκέφτομαι πώς χαραμίστηκαν τα ταλέντα τους, μεγαλώνει η μνησικακία μου απέναντι σ’ ένα σύστημα που είτε οδήγησε σε φυσική εξόντωση τα πιο φωτεινά μυαλά είτε τα ανάγκασε να σπαταλήσουν ό,τι καλύτερο είχαν μέσα τους, μεταμορφώνοντάς τα σε φανατικούς επαναστάτες όπως η Φαριντέχ, ή σε ερημίτες όπως η Μίνα και ο μάγος μου. Αποσύρθηκαν και σιγόβραζαν μέσα στα συντριμμένα τους όνειρα.»
Το βιβλίο αυτό είναι από εκείνα που δε σβήνουν εύκολα από τη μνήμη του αναγνώστη, ίσως επειδή η ιστορία του είναι βγαλμένη απ’ την ίδια τη ζωή. Το Ιράν είναι μακριά από εμάς, ένας προορισμός μυθικός, εξωτικός, αλλά είναι και ένας τόπος όπου σχεδόν όλα όσα εμείς θεωρούμε κεκτημένα δικαιώματα, δεν ισχύουν. Θα ήταν ευχής έργο αν κάποια μέρα ένας ήλιος ελευθερίας ανέτελλε και πάλι πάνω απ’ τη βαθιά πληγωμένη ετούτη χώρα.

Από το αρχείο

Sunday, August 2, 2009

Banana Yoshimoto – Kitchen

 
Αγορά από το Book Depository

Το πρώτο βιβλίο της Μπανάνα Γιοσιμότο που διάβασα ήταν αυτό. Το τελευταίο, το ίδιο. Ανάμεσα στις δύο αναγνώσεις μεσολάβησαν δεκατρία, νομίζω, χρόνια, κι αυτό επειδή το δάνεισα σε κάποιον/α κάποτε και όπως πάντα ξέχασε -όποιος/α κι αν ήταν- να το επιστρέψει. Έτσι, όταν το ξαναπήρα χθες στα χέρια μου, στην αγγλόφωνη αυτή τη φορά έκδοση, το άνοιξα λες και δεν το είχα διαβάσει ποτέ ξανά. Και όντως, έτσι ένιωσα με την πρώτη νουβέλα, το Kitchen αφού δε θυμόμουνα καθόλου την ιστορία της. Η δεύτερη όμως, το Moonlight Shadow, ήταν όπως φαίνεται καλά χαραγμένη στο μυαλό μου, αφού τη θυμόμουνα με κάθε λεπτομέρεια.
Η Γιοσιμότο και σ’ αυτό το βιβλίο μιλά με λόγια απλά και δίχως να αμπελοφιλοσοφεί για τα αγαπημένα της θέματα, του έρωτα και του θανάτου. Η απώλεια και εδώ παίζει τον πιο σημαντικό ρόλο, είναι ο πόλος γύρω από τον οποίο περιστρέφονται οι ζωές και τα συναισθήματα των ηρώων της.
Το Kitchen είναι η ιστορία μιας κοπέλας που βλέπει το ένα μετά το άλλο τα μέλη της οικογένειάς της να πεθαίνουν, μέχρι που κάποια μέρα ξυπνά για ν’ αντιληφθεί ότι είναι εντελώς μόνη. Δεν έχει κανένα άνθρωπο κοντά της και η μοναξιά κι η λύπη αρχίζουν να τρομοκρατούν το είναι της, να του φωνάζουν τα αδιέξοδα στα οποία έχει φτάσει. Ωστόσο, η μοίρα, παρόλο τον πόνο που την πότισε για χρόνια και χρόνια, αυτή τη φορά θα θελήσει να της φερθεί ευγενικά, να τη σώσει απ’ τα φαντάσματά της και να τη βοηθήσει να ξεκινήσει μια καινούρια ζωή. Τον από μηχανής θεό της θα τον βρει στο πρόσωπο του Yoichi, ενός νεαρού που διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τη γιαγιά της (το τελευταίο μέλος της οικογένειας που αποχαιρέτισε τα εγκόσμια) και της μητέρας του, της Έρικο. Η Έρικο προτού γίνει η μητέρα του πρώτου ήταν ο πατέρας του, που μετά από το θάνατο της συζύγου του αποφάσισε ν’ αλλάξει φύλλο, αφού ήταν σίγουρος ότι δεν επρόκειτο ν’ αγαπήσει άλλη γυναίκα τόσο πολύ ξανά. Η Mikage στα πρόσωπα αυτών των δύο, στο σπίτι των οποίων μετακομίζει, θα γνωρίσει για πρώτη φορά στ’ αλήθεια τη σημασία της λέξης οικογένεια. Ωστόσο, ο θάνατος κάπου καραδοκεί και περιμένει την κατάλληλη στιγμή για να χτυπήσει, σκορπώντας στο άνεμο όποια αχνάρια χαράς απομένουν στις ζωές των πρωταγωνιστών. Αυτή τη φορά όμως δε θα αφήσει πίσω του μόνο συντρίμμια, αλλά και μια αποφασιστικότητα για τη ζωή, θα ξυπνήσει αποκοιμισμένες επιθυμίες, θα δώσει στον αυθορμητισμό πρόσφορο έδαφος για να εκδηλωθεί, για να μην αφήσει άλλο τις ψυχές να παραδέρνουν στις μέσα τους κολάσεις.
Το μεταφυσικό παίζει σημαντικό ρόλο στο Moonlight Shadow. Και σ’ αυτή τη νουβέλα ο θάνατος είναι η αφορμή. Σ’ ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα πεθαίνουν δύο νέοι άνθρωποι, αφήνοντας πίσω τους άλλους δύο, να θρηνούν μέρα και νύχτα, ο καθένας με το δικό του τρόπο, για τον άδικο χαμό τους. Η ζωή τους φέρθηκε απροσδόκητα σκληρά, κι αυτό ακριβώς το γεγονός είναι που τους φέρνει πιο κοντά, αφού νιώθουν ότι μοναχά αυτοί οι δυο μπορούν να καταλάβουν ο ένας τον άλλο. Η κοπέλα θρηνεί έναν εραστή. Το αγόρι, μια ερωμένη κι έναν αδελφό. Σα μια μελαγχολική μπαλάντα είναι η ζήση τους μέχρι που κάποια αυγή τα γεγονότα παίρνουν μια αναπάντεχη στροφή, μέχρι που οι νεκροί συναντούν τους ζωντανούς και οι βαμμένοι στο αίμα δεσμοί λύνονται. Τότε τα πράγματα αρχίζουν να μοιάζουν πιο φωτεινά, η θλίψη γίνεται λίγο πιο ανεκτή, κι η ζωή εκεί έξω αρχίζει να φωνάζει το παρόν της.
Ως συνήθως η Γιοσιμότο τα λέει όλα όμορφα κι απλά μέσα σε λίγες μόνο σελίδες, εκεί όπου άλλοι ομότεχνοί της στη Δύση, με τέτοια αβανταδόρικα θέματα, θα έγραφαν τόμους και τόμους. Ακόμη και το υστερόγραφο στην παρούσα έκδοση μοιάζει να κλείνει το μάτι στον αναγνώστη και να του λέει: «Εγώ απλά γράφω ιστορίες. Σ’ ευχαριστώ που τις διαβάζεις». Εξαιρετική.
Στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.

Saturday, August 1, 2009

Μπελίκα Κουμπαρέλη - Αυτά να τα πεις αλλού

Όταν πρωτοπήρα στα χέρια μου αυτό το βιβλίο σκέφτηκα: Ωχ ακόμη ένα του τύπου Νέα γυναίκα, μόνη, ψάχνει άντρα για να τον σφάξει ή κάτι παρόμοιο. Διαβάζοντας τις πρώτες σελίδες, διατήρησα τις επιφυλάξεις μου, αλλά όσο προχωρούσα με την ανάγνωση άρχιζα σιγά σιγά να τις εγκαταλείπω, λίγο μετά τις 100 σελίδες με απορρόφησε η ιστορία, και στο τέλος τέλος έκλεισα το βιβλίο με ένα χαμόγελο στα χείλη και ικανοποίηση στην ψυχή.
Κατ’ αρχήν να πούμε ότι η Κουμπαρέλη διηγείται μια σύγχρονη ιστορία που μας ταξιδεύει από την Αθήνα στο Παρίσι, κι από κει στην Πατμό, κι ακόμη πιο πέρα στη Λέρο. Είναι μια ιστορία που είτε θα την αγαπήσει κανείς είτε θα τον αφήσει αδιάφορο. Το σίγουρο είναι ότι δεν μπορεί να καταταχθεί δίχως σκέψη στην κατηγορία της λεγόμενης γυναικείας λογοτεχνίας. Μιλάμε για κάτι περισσότερο από μια ερωτική ιστορία, για κάτι πολύ ανώτερο. Μιλάμε για μια ιστορία όπου η βάση είναι η ψυχή κι όχι το σώμα, όπου ο χαρακτήρας είναι η κυρίαρχη δύναμη. Μιλάμε για μια ιστορία όπου ο έρωτας είναι πτήση και πληγή, πτώση και γιατρειά. Για μια ιστορία όπου ο αληθινός ήρωας είναι εκείνος που παρουσιάζεται στη σκηνή τελευταίος - σαν από μηχανής θεός - για να σώσει όλους από τα λάθη και τα πάθη τους, για να τους δείξει ότι ζωή είναι η κάθε στιγμή, κι ότι όταν ο άνθρωπος έχει κουράγιο και καθαρό μυαλό μπορεί να αντεπεξέλθει σε κάθε δυσκολία.
Το όνομα του ήρωα είναι Φραγκίσκος, και είμαστε της άποψης ότι δεν επιλέγηκε τυχαία αφού διαβάζοντας κανείς την ιστορία του, βλέποντας πως ζει και ενεργεί, αμέσως σχηματίζει στο μυαλό του την εικόνα του Φτωχούλη του Θεού. Ένας “φτωχούλης” της σύγχρονης εποχής λοιπόν: σοφός, χαμογελαστός, καλοσυνάτος, βγαλμένος σα μέσα από ένα παραμύθι. Και ηρωίδα, η Κάτια, μια γυναίκα που μόλις αποφασίζει να αλλάξει τη ζωή της, μετά από ένα αποτυχημένο δεσμό, βρίσκει στο δρόμο της τον θείο Φραγκίσκο, τον οποίον πιστεύαν για χρόνια νεκρό. Και μέσω του Φραγκίσκου το μεγάλο ίσως έρωτα της ζωής της.
Το βιβλίο αυτό μας ταξιδεύει στο χώρο και στο χρόνο, μας μιλά για τον έρωτα και την απώλεια, για επιτυχίες και αποτυχίες, για το ότι αν ανοίξουμε την καρδιά μας στους άλλους ίσως να είναι πρόθυμοι να μας καταλάβουν και να μας βοηθήσουν, για το ότι κάθε τόσο πρέπει να αλλάζουμε πορεία στη ζωή μας. για το ότι ίσως, ναι, τελικά, τα πιο μικρά είναι τα πιο σημαντικά πράγματα στη ζωή.
Αν θέλαμε να πούμε με μια λέξη τι είναι αυτό που χαρακτηρίζει την ιστορία αυτή, θα λέγαμε: η αισιοδοξία! Από τη στιγμή που εμφανίζεται ο Φραγκίσκος στο προσκήνιο, όλοι νιώθουν πως τα πάντα θα πάνε καλά στη ζωή της Κάτιας - που για χάρη του αλλάζει το όνομά της σε Βιργινία -, αλλά και όλων όσοι την περιτριγυρί-ζουν. Ο Φραγκίσκος γίνεται το νήμα που τους ενώνει, γίνεται ο δάσκαλος και εξομολογητής τους. Ποιος; ένας μέχρι προτίνος έγκλειστος στο Ψυχιατρείο Λέρου!
Παρά το απρόσμενο τέλος το βιβλίο αυτό αξίζει να διαβαστεί από όλους όσοι ασχολούνται με την ελληνική λογοτεχνία, εμπορική ή μη. Ο τίτλος του βιβλίου είναι μάλλον παραπλανητικός, αφού το μήνυμά του είναι: Άκου την ψυχή! Αλλά, γι’ αυτό, και για οτιδήποτε άλλο έχει σχέση με το βιβλίο θα συνομιλήσουμε σύντομα με την ίδια τη Μπελίκα Κουμπαρέλη, οπόταν θα πάρουμε και όλες τις απαντήσεις στα ερωτήματά μας. Προς τα παρόν… καλή ανάγνωση!
Το βιβλίο κυκλοφορεί από την Ωκεανίδα.
Από το Αρχείο