Το βιβλίο αυτό αφήνει στον αναγνώστη μια γλυκόπικρη γεύση. Μιλά για σκοταδισμό αλλά και για αχτίδες φωτός. Για πολύ πόνο και μικρές χαρές. Για την απογοήτευση αλλά και την αισιοδοξία. Η Ναφιζί γράφοντας αυτή την ιστορία, την ιστορία της, σα να θέλει να μας πει ότι όπου υπάρχει θέληση υπάρχει κι ο τρόπος.
Αυτό είναι το «Διαβάζοντας τη Λολίτα στην Τεχεράνη», μια ιστορία θέλησης. Μια προσπάθεια μιας καθηγήτριας και μιας μικρής ομάδας έμπιστων φοιτητριών να ξεφύγουν για λίγο απ’ το γκρίζο κόσμο που τους περιβάλλει, να δουν με τα μάτια της φαντασίας της ζωής τα χρώματα, να αναπνεύσουν ελεύθερα, χωρίς τις μαντίλες που τους έγιναν βραχνάς, εφιάλτης: «…Τα κορίτσια μου κι εγώ ανακαλύψαμε ότι σχεδόν όλες μας είχαμε δει κάποιον εφιάλτη σύμφωνα με τον οποίο είτε είχαμε ξεχάσει να φορέσουμε τη μαντίλα μας, είτε δεν την είχαμε φορέσει, και τρέχαμε, τρέχαμε να ξεφύγουμε.»
Όλες θέλουν να νιώσουν ελεύθερες κι όλες είναι σκλαβωμένες. Οι φοιτήτριες κάνουν όνειρα για πράγματα που δεν έζησαν. «Η γενιά τους δεν είχε παρελθόν», όπως επισημαίνει η συγγραφέας. Η ίδια που έζησε πολλά, που κάποτε χάρηκε ελευθερία, κάπου τις λυπόταν. Ωστόσο: «Τα κορίτσια μου μιλούσαν συνέχεια για κλεμμένα φιλιά, για ταινίες που δεν είχαν δει ποτέ, για τον άνεμο που δεν είχαν νιώσει ποτέ στο κορμί τους».
Ο καιρός περνά, η θλίψη μένει. Ας είναι καλά η λογοτεχνία που τους επιτρέπει να δραπετεύουν. Η απαγορευμένη λογοτεχνία. Μέσα από τις σελίδες του Ναμπόκοφ, του Τζέιμς, του Φιτζέραλντ και της Όστεν, τα κορίτσια απελευθερώνονται, αποκτούν και πάλι ζωή. Μια ζωή ωστόσο υπό προθεσμία, το τέλος κάθε μαθήματος, που γίνεται στο σπίτι της τολμηρής καθηγήτριας.
Η Ναφιζί δε μιλάει εδώ μονάχα για το τι έζησε αυτή και οι φοιτήτριές της στο Ιράν. Κάνει εκτενείς αναφορές και στο ιστορικοπολιτικό περιβάλλον: στην ανατροπή του Σάχη, την άνοδο και το θάνατο του Χομεϊνί, στις προσπάθειες χαλάρωσης κάπως των περιορισμών και την ανάκτηση κάποιων, έστω περιορισμένων, ελευθεριών, στον πόλεμο με το Ιράκ. Αλλά, ασκεί και σκληρή κριτική στο καθεστώς που κατόρθωσε και έσβησε τη φλόγα απ’ τις καρδιές των φωτισμένων ανθρώπων της χώρας: «Όταν σκέφτομαι πώς χαραμίστηκαν τα ταλέντα τους, μεγαλώνει η μνησικακία μου απέναντι σ’ ένα σύστημα που είτε οδήγησε σε φυσική εξόντωση τα πιο φωτεινά μυαλά είτε τα ανάγκασε να σπαταλήσουν ό,τι καλύτερο είχαν μέσα τους, μεταμορφώνοντάς τα σε φανατικούς επαναστάτες όπως η Φαριντέχ, ή σε ερημίτες όπως η Μίνα και ο μάγος μου. Αποσύρθηκαν και σιγόβραζαν μέσα στα συντριμμένα τους όνειρα.»
Το βιβλίο αυτό είναι από εκείνα που δε σβήνουν εύκολα από τη μνήμη του αναγνώστη, ίσως επειδή η ιστορία του είναι βγαλμένη απ’ την ίδια τη ζωή. Το Ιράν είναι μακριά από εμάς, ένας προορισμός μυθικός, εξωτικός, αλλά είναι και ένας τόπος όπου σχεδόν όλα όσα εμείς θεωρούμε κεκτημένα δικαιώματα, δεν ισχύουν. Θα ήταν ευχής έργο αν κάποια μέρα ένας ήλιος ελευθερίας ανέτελλε και πάλι πάνω απ’ τη βαθιά πληγωμένη ετούτη χώρα.
Από το αρχείο
No comments:
Post a Comment