«Ο υπνοβάτης» είναι ένα από εκείνα τα ξεχωριστά βιβλία που όσα χρόνια κι αν περάσουν παραμένουν καρφωμένα στη μνήμη σου, που δε σε αφήνουν ποτέ. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα σκληρό, βίαιο, πού και πού αποκρουστικό, το οποίο μιλάει για ένα νησί και την αποικία των ξένων καλλιτεχνών εκεί. Ένα νησί που βουλιάζει στην αμαρτία, κάτι για το οποίο φυσικά φταίνε αποκλειστικά οι τελευταίοι και καθόλου οι κάτοικοί του.
Η Καραπάνου φτιάχνει ένα πολύχρωμο μωσαϊκό χαρακτήρων, που δύσκολα πολύ θα μπορούσαμε να συναντήσουμε σε κάποιο άλλο βιβλίο: καταραμένοι καλλιτέχνες, ομοφυλόφιλοι, μια συγγραφέας που δεν μπορεί να γράψει, ένας μπάτσος-Χριστός-φονιάς, μια νησιώτισσα που αρέσκεται στο να διηγείται τρομακτικές ιστορίες και άλλοι πολλοί είναι οι αντι-ήρωες που συναντάμε εδώ. Τι είναι εκείνο που τους ενώνει; Η απέραντη μοναξιά: «Ήταν Φεβρουάριος, έβρεχε, σε λίγο έπρεπε να πάνε στα άδεια σπίτια τους, να περπατήσουν στους άδειους και σκοτεινούς δρόμους του νησιού, να μπούνε στα υγρά κρεβάτια τους, ν’ αποφύγουνε τα όνειρα. Ο καθένας ευχότανε με το δικό του τρόπο κάτι να συμβεί».
Βασικοί πρωταγωνιστές είναι ο Μανώλης και η Λούκα: ο μπάτσος κι η συγγραφέας. Γύρω απ’ αυτούς μοιάζει να περιστρέφεται ο κόσμος όλος. Η Λούκα είναι η μόνη απ’ όλο το συρφετό των καλλιτεχνών που συμπαθεί ο Μανώλης – κι ας όλοι εκείνοι τον συμπαθούν ιδιαίτερα. Είναι διαφορετική αυτή, το ξέρει, το νιώθει, γι’ αυτό και την ερωτεύεται.
Ωστόσο σε μια τέτοια κοινωνία -τη φθοράς, της παρακμής- τα πράγματα δε θα μπορούσαν να λειτουργήσουν γι’ αυτούς τους δυο. Όχι δεν είναι οι διαφορές που τους χωρίζουν, είναι τα γεγονότα. Είναι το αίμα που ρέει άφθονο γύρω τους. Είναι οι προσωπικές τους ανασφάλειες κι ανησυχίες. Είναι ο τρόμος που φωλιάζει μέσα τους: «Ο Μανώλης αγάπησε τη Λούκα ξαφνικά, μόλις την είδε να μπαίνει στο γραφείο του. Όταν τον κοίταξε μ’ αυτό το χαρούμενο βλέμμα και το θλιμμένο πρόσωπο, τον διαπέρασε μια βοή σαν να ετοιμαζότανε σεισμός στα έγκατα της γης. Η αγάπη ξεπήδησε από μέσα του με τέτοια ορμή, που δεν μπορούσε να βρει το στόχο της, σαν μια δίνη επικίνδυνη και τυφλή χτύπαγε τους τοίχους, σάρωνε γύρω της τα πάντα, ώσπου επιτέλους να βρει τη Λούκα και να ορμήσει επάνω της… Μέσα σ’ ένα δευτερόλεπτο μπήκε στον κόσμο του έρωτα και της αταξίας. Φοβήθηκε…»
Ο Μανώλης είναι ένας αβανταδόρικος χαρακτήρας: μοναχικός που απολαμβάνει τη συντροφιά, αγράμματος μα σπουδαγμένος, ήπιος αλλά όταν δεν είναι κανείς γύρω βλοσυρός, ευλογία και κατάρα μαζί, είναι ένας απ’ αυτούς τους ήρωες που μόνο μια πολύ ξεχωριστή πένα θα μπορούσε να δημιουργήσει. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι αυτός είναι που εμπνέει τους πάντες γύρω του: τη Λούκα να γράψει το βιβλίο της, τον γλύπτη να φτιάξει το έργο του, το ζωγράφο που φτιάχνει πάντα πίνακες μοναχά με κορμιά να τους δώσει για πρώτη φορά ένα πρόσωπο, το δικό του.
Η Καραπάνου δε γράφει για να σοκάρει, απλά γράφει, και στον «Υπνοβάτη» θ’ αναγνωρίσουμε και πάλι καμουφλαρισμένα πολλά γεγονότα απ’ τη ζωή της, μέσα απ’ αυτόν θα μας μιλήσει για μια ακόμη φορά για τα προσωπικά της δράματα -«Είχες θλίψη» τη διόρθωσε τρυφερά ο Μανώλης. «Μην λες ποτέ κατάθλιψη, είναι μια λέξη φτωχή που σημαίνει έλλειψη του πόνου»- θα μας πει, μέσω κάποιου άλλου ότι: «…αυτό ήταν η κόλαση. Νάχεις αιωνίως μπροστά σου την ίδια ομορφιά, και το μάτι σου να μη μπορεί ποτέ να ξεκουραστεί πάνω σε κάτι το άσχημο, το αδιάφορο».
Ένα εξαιρετικό από κάθε άποψη μυθιστόρημα.
No comments:
Post a Comment