Monday, August 17, 2009

Μαργαρίτα Καραπάνου – Rien ne va plus

…Ή το βιβλίο με τις τσακισμένες σελίδες. Τόσα πολλά κομμάτια μου «μίλησαν» σ’ αυτό το μυθιστόρημα που δεν είχα άλλη επιλογή από το να το πληγώσω, να το χαρακώσω, να το κάνω ολότελα δικό μου.
Για μια σχέση αγάπης και μίσους μας μιλά στο Rien ne va plus η Καραπάνου, μια σχέση εξάρτησης και απέχθειας, σχεδόν αρρωστημένη. Είναι η ιστορία της Λουίζας και του Αλκιβιάδη, δύο ανθρώπων που είναι καταδικασμένοι να τα κάνουν όλα σκόνη και θρύψαλα στη ζωή τους, να τα διαλύσουν όλα (δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι κάποια στιγμή η ηρωίδα-αφηγήτρια ομολογεί: «Μόνο στο γράψιμο έχω ωριμάσει. Στη ζωή, τα κάνω θάλασσα»). Και είναι μια ιστορία για τις απλές αλήθειες του καθενός, γι’ αυτά που τον γεμίζουν και τον πληγώνουν.
Το γάμο των πιο πάνω θα τον περιγράφαμε σαν ένα ατυχές γεγονός, αφού ο καθένας σ’ αυτή τη σχέση θ’ ακολουθούσε τη δική του ατζέντα. Εκείνος θα έκανε ό,τι του άρεσε, θα της επέβαλλε κανόνες, κι εκείνη θα υποχωρούσε και θα επαναστατούσε, θα σιωπούσε και θα βροντούσε. Ήταν ένα κάθαρμα και ίσως τον αγαπούσε ακριβώς γι’ αυτό.
Το πώς θα κατέληγε η σχέση τους φάνηκε απ’ την αρχή, όταν την πρώτη νύχτα του γάμου τους ο Αλκιβιάδης την οδηγεί σ’ ένα γκέι μπαρ, τα ρίχνει σ’ ένα αγόρι, το οποίο στη συνέχεια τους ακολουθεί στο σπίτι και κάνει έρωτα μαζί του μπρος στα μάτια της. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό το μελανό στοιχείο στη σχέση τους, ήταν και το ότι ζούσαν μαζί μονάχα τα σαββατοκύριακα, έπειτα από δική του απαίτηση. Ήταν και η απόλυτη αδυναμία του να αγαπήσει κάποιον ή κάτι:
- Μ’ αγαπάς; Τον ρώτησα.
- Όσο τίποτα άλλο στον κόσμο.
- Μα εσύ δεν αγαπάς τίποτα.
- Γι’ αυτό σε αγαπώ.
Πώς να λειτουργήσει μια τέτοια σχέση λοιπόν; Απλά δεν μπορεί, ωστόσο: «Τον Αλκιβιάδη, δεν τον κατάλαβα ποτέ, μέχρι το τέλος. Ούτε το τέλος κατάλαβα. Αλλά τον λάτρευα. Έμοιαζα με το σκυλί που το πάνε επίσκεψη στον κτηνίατρο, και που λατρεύει και φοβάται συγχρόνως το γιατρό του». Τώρα εξηγούνται όλα.
Η Καραπάνου ταξιδεύοντάς μας μπρος πίσω στο χρόνο με μαεστρία περισσή μας μιλάει για, εκείνο που αποκαλεί ο ποιητής, τον πόνο των ανθρώπων και των πραγμάτων, για την ικανότητά μας να πληγώνουμε τους άλλους. Και μέσω της Λουίζας, όπως θα αποκάλυπτε αργότερα στο «Μήπως;», θέλησε να μοιραστεί μαζί μας ένα ακόμη κομμάτι απ’ τη δική της ιστορία. Μια ιστορία με πολλές πτώσεις, λίγες χαρές, μεγάλες λύπες και το αναπόφευκτο άγγιγμα του θανάτου. Γράφει ακόμη για το πόσο σκληρός μπορεί να είναι ο φτερωτός θεός: «Ο έρωτας είναι σατανικός: αναιρεί συνέχεια ό,τι υπόσχεται, και υπόσχεται συνέχεια ό,τι σκοπεύει να αναιρέσει στο μέλλον».
Η Λουίζα της θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε γυναίκα. Οποιαδήποτε γυναίκα που αγάπησε τυφλά, με πάθος, για να δει μετά τα όνειρά της να γκρεμίζονται με πάταγο. Κι ο Αλκιβιάδης θα μπορούσε να είναι ο οποιοσδήποτε άντρας, κάποιος που ξέρει πάντα να επιβάλλεται, αλλά όταν κάποτε δεν περάσει το δικό του παραιτείται απ’ τη ζωή και φτάνει μέχρι τα άκρα. Η αιώνια πάλη ανάμεσα στα δύο φύλλα καλά κρατεί ακόμη, και όσο διαρκεί, βιβλία σαν κι αυτό θα φαντάζουν πάντα οδυνηρά επίκαιρα, επώδυνα αληθινά.

2 comments:

Γιάννης Καραμήτρος said...

Σε παραδέχωμαι που διαβάζεις μιας και δυστυχώς δεν τα πάω καλά με τη λογοτεχνία.

lakis said...

Δεν πειράζει Ιωάννη, σίγουρα θα τα πάεις καλά κάπου αλλού. Καλή σου μέρα