Το «Ναι» είναι ένα από εκείνα τα κείμενα στα οποία επιστρέφω ξανά και ξανά, αφού με συναρπάζουν όχι μόνο σαν γραφή, αλλά σαν νόημα, σαν ουσία.
Αυτό ήταν το πρώτο βιβλίο της Μαργαρίτας Καραπάνου που έπεσε στα χέρια μου και διαβάζοντάς το, ίσως για πρώτη φορά στη ζωή μου, ένιωσα μια ελληνίδα συγγραφέα να με συγκλονίζει τόσο, να με ταρακουνά. Έχω μπροστά μου την παρουσίαση που έγραψα πριν δέκα σχεδόν χρόνια στην εφημερίδα με την οποία συνεργαζόμουν από όπου παραθέτω ένα απόσπασμα: «Ένα βιβλίο που κατατάσσεται χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία ανάμεσα στα πιο πρωτοποριακά έργα της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Ένα βιβλίο γραμμένο για να διαβαστεί από οποιοδήποτε, οπουδήποτε κι αν βρίσκεται. Ένα βιβλίο εκρηκτικό, τόσο στη σύλληψη όσο και στην εκτέλεσή του. Ένα βιβλίο πρόκληση…»
Υπερβολές; Ίσως ναι, ίσως και όχι. Καθώς το έχω για μια ακόμη φορά μπροστά μου τώρα, μια μικρή ζωή μετά, νιώθω τα ίδια αισθήματα δέους που ένιωσα όταν το πρωτοδιάβασα ή ακόμη και πιο ισχυρά. Κι αυτό επειδή δε διαθέτω πλέον την άγνοια για τη ζωή και το έργο της Καραπάνου που είχα τότε. Κι επειδή αυτό το βιβλίο είναι τόσο σκληρό, τόσο αληθινό και τόσο αυτοβιογραφικό, που δεν μπορώ παρά να υποκλιθώ μπροστά στο θάρρος της συγγραφέως του.
Το να καθίσεις μπροστά από μια γραφομηχανή ή ένα υπολογιστή και να γράψεις μια ιστορία δεν είναι εύκολο πράγμα. Το να καθίσεις όμως και να γράψεις υπό μορφή μυθιστορήματος ξανά και ξανά τη δική σου οδυνηρή ιστορία, με γλώσσα ωμή, δίχως καθόλου φκιασίδια, είναι κάτι πέρα από τα συνηθισμένα.
Το «Ναι» είναι ένα μυθιστόρημα που μοιάζει μέσα από τις λέξεις, τις προτάσεις, να αιμορραγεί. Το θέμα του είναι η κατάθλιψη και που αυτή μπορεί να οδηγήσει τα θύματά της. Βασική πρωταγωνίστρια είναι η Λώρα, μια νέα γυναίκα που όταν δε ζει μόνη με τα σκυλιά της στο σπίτι και δεν τηλεφωνεί στις γραμμές γνωριμιών μπαινοβγαίνει στην Κλινική. Σ’ εκείνη την Κλινική όπου φροντίζουν ανθρώπους σαν κι αυτή: που υποφέρουν, που έχουν τάσεις αυτοκτονίας, που συνηθίζουν -θέλοντας και μη- να φτάνουν στα άκρα, που δεν έχουν μια σταθερά στη ζωή τους: «Αλλάζω διάθεση συνέχεια. Μέσα σ’ ένα λεπτό είμαι πάνω, και μετά κάτω. Αυτό ονομάζεται μικτό. Εγώ το ονόμασα Mixed Grill»… «Σκέφτομαι ν’ αυτοκτονήσω. Αλλά τι θα γίνει με το πρόγραμμα; Αν αυτοκτονήσω ας πούμε επτά με οκτώ, τι θα κάνω οκτώ με εννιά;»
Το να προσεγγίζει κανείς θέματα σαν κι αυτό με χιούμορ δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Ωστόσο το χιούμορ είναι που αναδεικνύει πιότερο την τραγικότητα σ’ αυτή την ιστορία. Αυτό και τα διάφορα ευτράπελα που συμβαίνουν στην πρωταγωνίστριά του, που τυγχάνει συγγραφέας: «Μπερδεύω τις γκόμενες με το γράψιμο, άρχισα να γράφω πάνω στο βυζί μιας γκόμενας, έβαλε τις φωνές κι έφυγε τρέχοντας…»
Μέσα σ’ ένα συνεχές χάος μοιάζει να ζει η Λώρα, όπου το όνειρο και η πραγματικότητα πολλές φορές συγχέονται, όπου τα πιο παράδοξα δείχνουν αληθινά. Σαν σχοινοβάτης είναι, που ακροβατεί πάνω από την άβυσσο, ψάχνοντας κάτι το απροσδιόριστο: τη ψυχική γαλήνη ίσως, τον έρωτα, την απεξάρτηση απ’ το θάνατο; Συνοδοιπόροι της σ’ αυτό το ταξίδι, τα απίθανα σκυλιά της που τρώνε, πίνουν, καπνίζουν, συζητάνε, διαβάζουν φιλοσοφία, και ο Ice, ο μεγάλος της έρωτας, ο πρώην γιατρός της, που θα προσπαθήσει να τη σώσει από τον εαυτό της.
Ένα μικρό ταξίδι στη σκοτεινή πλευρά της σελήνης των ψυχών είναι το «Ναι». Ένα ταξίδι οδυνηρό και ευχάριστο. Μαχαιριά και χάδι μαζί. Και, δέκα χρόνια και έξη αναγνώσεις μετά, επιμένω: ένα από τα καλύτερα βιβλία της σύγχρονης ευρωπαϊκής λογοτεχνίας.
Από τις εκδόσεις Ωκεανίδα
5 comments:
το διάβασα και είναι όντως κοφτερή η γλώσσα όπως κοφτερό είναι και το θέμα
Όπως σε όλα της τα βιβλία. Αλλά αυτό με άγγιξε περισσότερο από τα άλλα.
ξερετε που θα μπορουσα να το βρω; η αν θα μπορουσα να το δανειστω;;
Ειναι εξαντλημένο...δεν προκειται να το βρουμε στην αγορα...μονο αν το δανειστούμε...
Ειναι εξαντλημένο...δεν προκειται να το βρουμε στην αγορα...μονο αν το δανειστούμε...
Post a Comment