Monday, May 30, 2011

Neil Gaiman – Coraline


Αγορά από το Book Depository

Ένα από τα παλαιότερα και πλέον επιτυχημένα βιβλία του καλού συγγραφέα είναι το Κόραλαϊν (και όχι Κοραλίν όπως έχει μεταφραστεί στα ελληνικά). Είναι η ιστορία ενός κοριτσιού που ακούει στο πιο πάνω όνομα, μια ιστορία κάπως σκληρή, αλλά γεμάτη περιπέτειες και μεγάλες συγκινήσεις.
     Όλα αρχίζουν όταν η Κόραλαϊν μετακομίζει με την οικογένειά της σ’ ένα νέο σπίτι. Το κορίτσι, περίεργο από τη φύση του και υπερενεργητικό, αποφασίζει μεμιάς να εξερευνήσει τη νέα της γειτονιά. Γνωρίζει λοιπόν τους νέους γείτονες και τις γειτόνισσες, τον τρελό γέρο που ζει από πάνω δηλαδή και δύο ηλικιωμένες αρτίστες και ξοδεύει αρκετές ημέρες μαθαίνοντας όλα τα μυστικά του κήπου και της γύρω περιοχής. Σπεύδει επίσης ν’ ανακαλύψει ένα πηγάδι, που της λένε ότι είναι πολύ επικίνδυνο, ώστε να ξέρει πώς να το αποφύγει μετά.
     Όπως αντιλαμβάνεται κανείς η Κόραλαϊν είναι ένα κορίτσι ξεχωριστό, αφού εκτός απ’ αυτά που κάνει βλέπει κιόλας παράξενα όνειρα, τα οποία διακόπτουν διαφημίσεις, ενώ δεν μπορεί παρά να απορεί με την αδυναμία των μεγάλων να μιλήσουν λογικά.
     Η ζωή της αλλάζει ωστόσο συνταρακτικά όταν ανοίγει μια πόρτα που, μέσω ενός σκοτεινού διαδρόμου, την οδηγεί σ’ ένα παράλληλο κόσμο, ο οποίος όμως μοιάζει ακριβώς ο ίδιος με το δικό της. Εκεί γνωρίζει τους άλλους της γονείς, που έχουν σαν μάτια μαύρα κουμπιά, αλλά κι ένα γάτο ο οποίος της αποκαλύπτει ότι οι γάτοι δεν έχουν ονόματα αφού ξέρουν ποιοι είναι. Αυτές οι ανακαλύψεις, όπως θα ανέμενε κανείς, την ενθουσιάζουν και για λίγο νιώθει σαν μια εξερευνήτρια που διασχίζει ένα ομιχλώδες τοπίο, το οποίο ένιωθε σαν να μην υπήρχε. Η ευδαιμονία της όμως δεν θα κρατήσει για πολύ καθώς, κάλλιο αργά παρά ποτέ, θα αντιληφθεί ότι η άλλη της μάνα, δεν μοιάζει καθόλου με την κανονική. Πολύ φοβάται κιόλας ότι καθόλου δεν την αγαπά, ενώ πού και πού την τρομάζει. Κι εκεί που πίστευε ότι πήγαινε ένα ταξίδι στο όνειρο, βρήκε τον εαυτό της μέσα σ’ ένα εφιάλτη. Ας είναι καλά ο φίλος της, ο μαύρος γάτος, που κάνει ό,τι μπορεί για να τη βοηθήσει.
     Η Κόραλαϊν πιστεύει πια ότι είναι καταδικασμένη να δυστυχήσει, αφού όσο και να το θέλει δεν μπορεί να αντισταθεί στην άλλη της μητέρα. Το μόνο που δεν γνωρίζει ότι αυτή δεν είναι το μοναδικό της θύμα. Όταν το μάθει, τότε θα πεισμώσει, και θα κάνει ό,τι περνά από το χέρι της για να αποδώσει δικαιοσύνη και να απελευθερώσει από τα δεσμά τους τρεις ψυχές. Νιώθει σίγουρη ότι θα τα καταφέρει, αφού όπως της είπε κάποιος, έχει όλα τα εφόδια που χρειάζεται: τύχη, σοφία και κουράγιο.
     Ένα ακόμη απολαυστικό βιβλίο από ένα καταπληκτικό συγγραφέα. Η Κόραλαϊν είναι ένας καλά χαρτογραφημένος χαρακτήρας, που με τα λάθη του και τα σωστά του, χαράζει απαλά και όμορφα τα μονοπάτια του στις μνήμες και τις ψυχές των αναγνωστών. Αξίζει να διαβαστεί από μικρούς και μεγάλους.

Saturday, May 28, 2011

Γιούκιο Μισίμα – Αφηνιασμένα άλογα

Το «Αφηνιασμένα αλόγα» είναι ο δεύτερος τόμος της τετραλογίας «Η θάλασσα της γονιμότητας», του γνωστού γιαπωνέζου συγγραφέα.
     Τα γεγονότα αυτής της ιστορίας διαδραματίζονται είκοσι σχεδόν χρόνια μετά από αυτά του πρώτου βιβλίου. Βασικοί πρωταγωνιστές εδώ είναι ο Ισάο -ένας λαμπρός νέος και θερμός πατριώτης που νιώθει απογοητευμένος επειδή: «Είχε περάσει κι αυτή η χρονιά χωρίς να αδράξει την ευκαιρία να πεθάνει ένα πρωινό κάτω από τον καυτό καλοκαιρινό ήλιο»- και οι σύντροφοί του, που νιώθουν να τους πνίγει η απόγνωση για την κατάντια της σύγχρονης Ιαπωνίας. Αυτοί οι νέοι λοιπόν, οι τόσο συνειδητοποιημένοι και οι τόσο απελπισμένοι, συναντιούνται συχνά πυκνά, συζητάνε όλ’ αυτά που τους προβληματίζουν και αποφασίζουν να καταστρώσουν ένα σχέδιο, το οποίο, αν πετύχει, θα καταφέρει αποφασιστικό πλήγμα στους ηγέτες της άρχουσας τάξης. Πιστεύουν ότι ολόκληρο το πολιτικό σύστημα έχει διαβρωθεί απ’ τη διαφθορά και τα οικονομικά συμφέροντα και πώς ο μόνος τρόπος για να αλλάξει κάτι είναι να το οδηγήσουν προς την κατάρρευση, δηλώνοντας ταυτόχρονα την τυφλή τους πίστη στο πρόσωπο του αυτοκράτορα.
     Για να κατορθώσουν τα πιο πάνω ωστόσο σίγουρα θα χρειαστούν κάποια βοήθεια κι από τους στρατιωτικούς. Από μια ευτυχή συγκυρία ο Ισάο γνωρίζει ένα αξιωματικό του στρατού, που μοιάζει να συμμερίζεται τις απόψεις του. Πεπεισμένος ότι αυτός θα κάνει το παν για να επιτύχουν τους στόχους τους του παραδίδει και το άτυπο μανιφέστο της ομάδας, που ουσιαστικά αποτελεί ένα ένθετο βιβλίο μέσα στο βιβλίο. Ο τόμος φέρει τον τίτλο «Η αδελφότητα του θεϊκού ανέμου» και ουσιαστικά αναφέρεται σε μια παρόμοια με τη δική τους προσπάθεια που έλαβε χώρα πολλά χρόνια πριν. Μια μικρή ομάδα ανθρώπων και πάλι αποφάσισε ότι έφτασε η ώρα να επαναφέρουν την τάξη στη γη τους και θυσιάστηκαν πρόθυμα για να το επιτύχουν αυτό, αφού: «Το να ριχτεί κανείς στη μάχη με μοναδικό του όπλο το σπαθί, το ν’ αψηφήσει τον κίνδυνο ακόμα και μπροστά στην πιθανότητα μιας συντριπτικής ήττας – να ποιος ήταν ο μοναδικός τρόπος για να εκφράσει τις φλογερές φιλοδοξίες του ο καθένας από τους άντρες της Αδελφότητας, να ποια ήταν η πεμπτουσία του ανδρειωμένου πνεύματος Γιαμάτο».
     Το «Αφηνιασμένα άλογα» λοιπόν είναι ένα μυθιστόρημα για τα πιστεύω και τα ιδανικά, αλλά προπάντων για τα νιάτα, τα επαναστατημένα ή μη νιάτα, στα οποία επιστρέφει ξανά και ξανά στα βιβλία του ο Μισίμα. Οι νέοι είναι η ελπίδα μας, μοιάζει να σκέφτεται ο συγγραφέας και κάπου λέει: «Ο μόνος τρόπος για να θεραπεύσουν οι μεγάλοι την ορμητικότητα της νιότης είναι να την επιδοκιμάζουν απόλυτα», αλλά, «αυτό αποτελεί μια κάποια σοφία την οποία ποτέ δε φαίνεται να αποκτούν».
     Θα καταφέρουν λοιπόν αυτοί οι νέοι ν’ αλλάξουν τα πράγματα ακριβώς όπως επιθυμούν, ή όχι; Κι αν όχι θα κατορθώσουν τουλάχιστον να περάσουν τα μηνύματά τους στο λαό, θ’ ακουστεί η κραυγή τους μέχρι τα σαλόνια της υψηλής κοινωνίας και στο παλάτι; Αυτά, αλλά και τα άλλα ερωτήματα, που γεννιούνται στη διάρκεια της ανάγνωσης, θα απαντηθούν πριν την τελευταία τελεία. Ωστόσο δεν είναι αυτά που έχουν και τόσο μεγάλη σημασία, όσο η δράση, οι ενέργειες των ηρώων. Αυτοί επέλεξαν σε μια εποχή που όλοι σκέφτονταν και παραπονούνταν, μα δεν έπρατταν, να δράσουν. Και όσο κι αν προσπαθήσει κανείς, δε θα μπορέσει παρά να κάνει μία σύγκριση της Ιαπωνίας του χθες με την Ευρώπη του σήμερα. Πολλά απ’ αυτά που περιγράφει ο συγγραφέας συμβαίνουν τώρα, στα μέρη μας. Κάποια αφορούν τη σύγχρονη οικονομική πραγματικότητα, ενώ κάποια άλλα, έστω και έμμεσα μιλούν και για τις επαναστάσεις που σαρώνουν τον αραβικό κόσμο. Ποιοι ήταν οι πρωταγωνιστές σ’ αυτές; Οι νέοι. Οι αδιάφθοροι. Οι αγνοί. Διαβάζουμε στη σελ. 400: «Ήταν αποδεδειγμένο το γεγονός ότι η εξουσία φοβόταν πάντα περισσότερο την αγνότητα από οποιαδήποτε μορφή διαφθοράς. Κάτι ανάλογο με τους πρωτόγονους, που φοβούνται περισσότερο τη θεραπεία απ’ ό,τι την ασθένεια».
     Από το βιβλίο δε λείπουν τα ψήγματα φιλοσοφίας (Η προσπάθεια να μη σκέφτεσαι, είναι από μόνη της σκέψη. Έτσι, ακόμη και το «Μη σκέφτεσαι!» δεν πρέπει να το σκέφτεσαι.) αλλά ούτε και το χιούμορ (Ήταν μια φωνή που έφερνε στη σκέψη δυο σκουριασμένα μέταλλα που τρίβονται το ένα πάνω στο άλλο), κι αν δεν σας τρομάξουν οι πεντακόσιες πυκνογραμμένες σελίδες του, σίγουρα θα το απολαύσετε πολύ. Κι ακόμη πιο σίγουρα όταν τελειώσετε με την ανάγνωσή του δε θα νιώθετε τόσο ικανοποιημένοι, όσο προβληματισμένοι.
     Αυτό είναι ένα από εκείνα τα μυθιστορήματα που έχουν κάποιο μήνυμα να μεταδώσουν, κάτι το οποίο κάνουν με επιτυχία. Αν θα ληφθεί ή όχι, αυτή είναι μια άλλη ιστορία.

Friday, May 27, 2011

Rick Riordan – The Lost Hero

 Αγορά από το Book Depository
Αυτός είναι ο πρώτος τόμος μιας νέας σειράς μυθιστορημάτων του Ρικ Ριόρνταν, που είναι βασισμένα στην ελληνική και τη ρωμαϊκή μυθολογία και φέρουν το γενικό τίτλο «Οι ήρωες του Ολύμπου».
     Στο ανά χείρας μυθιστόρημα οι βασικοί πρωταγωνιστές είναι τρεις: ο Τζέισον, η Πάιπερ και ο Λίο. Όλα αρχίζουν όταν ο Τζέισον ξυπνά μέσα σ’ ένα λεωφορείο, για να ανακαλύψει με τρόμο ότι δεν έχει ιδέα ποιος είναι, πώς βρέθηκε εκεί και ποιοι είναι όλοι αυτοί οι άνθρωποι γύρω του. Η αμνησία του είναι πλήρης και οι φίλοι του αρχικά πιστεύουν ότι τους κοροϊδεύει. Όπως θα αποδειχτεί όμως τα πράγματα δεν είναι και τόσο απλά, αφού σύντομα η ζωή τους θα πάρει μια αναπάντεχη τροπή. Φτάνοντας στον προορισμό τους, ένα μουσείο στην ερημιά, θα δεχτούν επίθεση από κάποια μοχθηρά πνεύματα του ανέμου, και από τη μια στιγμή στην άλλη θ’ ανακαλύψουν κάποια συνταρακτικά μυστικά για τους εαυτούς τους. Ότι δηλαδή είναι παιδιά κάποιων θεών και μάλλον έχουν να δώσουν μια μεγάλη μάχη για την επιβίωσή τους.
     Φτάνοντας στην κατασκήνωση των ημίαιμων, όπως θα τους μεταφέρει με ένα άρμα μια ομάδα διάσωσης, θα βρεθούν σ’ έναν κόσμο που δεν θα μπορούσαν καν να φανταστούν. Σ’ έναν κόσμο που θυμίζει όνειρο κι εφιάλτη μαζί, αφού θα τους ανοίξει τα μάτια σ’ αλήθειες πικρές και θα τους αποκαλύψει ότι οι μέχρι τώρα ζωές τους δεν ήταν παρά μια προετοιμασία γι’ αυτές που θα ακολουθούσαν.
     Στην αρχή τα έχουν και οι τρεις χαμένα και πιο πολύ απ’ όλους ο Τζέισον, γιος του Δία, αφού εκείνος κάπου μέσα του βαθιά γνωρίζει ότι ορθώς είναι εκεί, αλλά δεν μπορεί να καταλάβει το γιατί. Νιώθει κάποια σύνδεση μ’ αυτό το μέρος, κι ας μην τον βοηθούν οι αναμνήσεις του να αντιληφθεί από πού πηγάζει αυτή η πεποίθηση. Λίγο εκτός τόπου και χρόνου νιώθει κι η Πάιπερ, ένα κορίτσι όλο πείσμα, κόρη όπως θα αποδειχτεί της Αφροδίτης,  που μαθαίνει ότι η σχέση της με τον Τζέισον δεν ήταν παρά μία ψευδαίσθηση, η οποία όμως κρύβει κι ένα φοβερό μυστικό. Ο Λίο μάλλον είναι ο πιο τυχερός, κι ας είχε την πιο σκληρή ζωή απ’ όλους, αφού νιώθει απ’ την πρώτη κιόλας στιγμή ευπρόσδεκτος εκεί, αφού τον «διεκδικεί» σαν γιο του ο Ήφαιστος, κάτι που στο μυαλό του εξηγεί πολλά.
     Οι τρεις τους, καθώς μαθαίνουν όλο και περισσότερα πράγματα για το ποιοι στ’ αλήθεια είναι και για τους γονείς τους, θα αντιληφθούν ότι αποτελεί χρέος τους να φέρουν εις πέρας την πιο επικίνδυνη αποστολή: να σώσουν τη γη από την απόλυτη καταστροφή, να σώσουν δηλαδή τη γη από τη… γη, ή μάλλον τη Γαία, αφού αυτή είναι ο προαιώνιος εχθρός, που αρχίζει να ξυπνά σιγά σιγά και να διεκδικεί την κυριαρχία του κόσμου. Για να το κάνουν όμως αυτό πρέπει πρώτα να απελευθερώσουν την Ήρα, την οποία κάποιοι κρατούν φυλακισμένη σ’ ένα άγνωστο μέρος, αφού χωρίς τη βοήθειά της αποκλείεται να τα καταφέρουν.
     Η περιπέτεια λοιπόν αρχίζει. Μια περιπέτεια που θα ταξιδέψει όμορφα τον αναγνώστη στα μονοπάτια της μυθολογίας και θα τον φέρει πρόσωπο με πρόσωπο με κάποιους από τους πιο γνωστούς της χαρακτήρες: τη Μήδεια, τον βασιλιά Μίδα, και διάφορους θεούς και ημίθεους, γεμάτους κακίες, μικροπρέπειες και ελαττώματα, αλλά και με διάφορα φανταστικά όντα (ξεχωρίζουμε τον μηχανικό δράκο Φαιστό, του οποίου το όνομα στα λατινικά σημαίνει Ευτυχισμένος). Η δράση είναι σε αρκετά σημεία καταιγιστική, αλλά δεν λείπει ούτε το χιούμορ, αφού κάποιοι από τους αθανάτους, προσπαθώντας να προσαρμοστούν στη νέα εποχή, κάνουν διάφορα κουφά: π.χ. ο Αίολος ειδικεύεται στο να λέει τα δελτία καιρού στην τηλεόραση ανά δώδεκα λεπτά, ενώ κι ο πολέμαρχος της κακιάς ώρας, σάτυρος Χετζ, βγάζει με τα καμώματά του αρκετό γέλιο.
     Μια καλογραμμένη ιστορία που μπορεί να χαρίσει λίγες ώρες αναγνωστικής απόλαυσης στον καθένα.

Wednesday, May 25, 2011

Richard Castle – Naked Heat


Αγορά από το  Book Depository

Αυτό είναι το δεύτερο μυθιστόρημα ενός ανύπαρκτου συγγραφέα. Ή, αν προτιμάτε, ενός συγγραφέα που υπάρχει μόνο στη φαντασία κάποιων σεναριογράφων, αυτών που μας έδωσαν την τηλεοπτική σειρά Castle.
     Παρ’ όλ’ αυτά δεν είναι κι άσχημο βιβλίο. Ούτε και αριστούργημα είναι βέβαια. Ωστόσο οι φίλοι της αστυνομικής λογοτεχνίας θα το απολαύσουν αφού ακολουθεί όλες τις δοκιμασμένες συνταγές: φονικά, δολοπλοκίες, μυστήριο και κάτι από έρωτα, αφού στο βιβλίο, αντίθετα με την τηλεοπτική σειρά, οι δύο πρωταγωνιστές υπήρξαν εραστές και όπως πάνε τα πράγματα θα γίνουν ξανά.
     Όλα αρχίζουν με δυο δολοφονίες νωρίς ένα πρωί. Η ντετέκτιβ Νίκι Χιτ, βρίσκεται καθοδόν προς τον τόπο του πρώτου εγκλήματος, σ’ ένα σχετικά ήσυχο δρόμο της Νέας Υόρκης και εν μέσω των απεργιών των οδοκαθαριστών, όταν βλέπει να πετάγεται μπροστά της ένα κογιότ, με αποτέλεσμα να πατήσει απότομα τα φρένα του αυτοκινήτου και να χύσει τον καφέ που κρατά στην μπλούζα της. Βλαστημά την τύχη της και συνεχίζει το δρόμο της. Φτάνοντας στον προορισμό της την υποδέχονται οι ντετέκτιβ Railey και Ochoa (Roach συνηθίζει να τους αποκαλεί), οι οποίοι θα ήθελαν να της προσφέρουν ένα καφέ αν… δεν το φορούσε ήδη. Το θύμα, που έχει μαχαιρωθεί και φέρει και δαγκωματιές από ένα κογιότ είναι ο Εστεμπάν Παντίλα, ένας πρώην οδηγός λιμουζίνας, που λόγω των περιστάσεων του δίνουν το παρατσούκλι Άντρας Κογιότ. Καθώς βρίσκονται εκεί, λαμβάνουν μια κλήση, που τους ανακοινώνει μια δεύτερη δολοφονία κάπου κοντά, και αφού δεν έχουν τίποτα άλλο να κάνουν για την ώρα, σπεύδουν στη νέα τοποθεσία. Το θύμα είναι η Κάσιντι Τάουνι, μια δημοσιογράφος που διατηρεί την πιο ισχυρή κουτσομπολίστικη στήλη σε μια εφημερίδα της πόλης, κάποια που κατέστρεψε πολλούς ανθρώπους με τα άρθρα της. Και στην κουζίνα της, απολαμβάνοντας τον πρωινό του καφέ είναι ο Τζέιμσον Ρουκ, ο «σωσίας» του Καστλ, ο οποίος είχε ειδοποιήσει την αστυνομία για το έγκλημα. Ο Ρουκ, που γνώρισε και ερωτεύτηκε την Χιτ, την εποχή που έγραφε ένα άρθρο γι’ αυτή, είναι ένας επιτυχημένος δημοσιογράφος, με δύο Πούλιτζερ, κι ο οποίος συνηθίζει να γράφει ρομαντικά μυθιστορήματα με γυναικείο ψευδώνυμο. Όπως θα εξηγήσει στη ντετέκτιβ ετοίμαζε ένα κομμάτι για την Τάουνι και κάθε πρωί πήγαινε στο σπίτι-γραφείο της νωρίς νωρίς για να πιάσουν δουλειά.
     Όταν η Χιτ τον ρωτά αν έχει ιδέα ποιος θα ήθελε να τη σκοτώσει, εκείνος απαντά ότι δεν έχει ιδέα, αλλά και πώς είναι σίγουρος ότι οι υποψήφιοι θα είναι σίγουρα πολλοί, αφού το να δημιουργεί εχθρούς ήταν η ειδικότητα της νεκρής. Λόγω των γεγονότων, της τάσης του Ρουκ να χώνει τη μύτη του παντού, αλλά και της φιλίας του τελευταίου με τον δήμαρχο, οι δυο τους αρχίζουν να ερευνούν την υπόθεση μαζί. Προτού όμως καν προλάβουν να πιάσουν δουλειά κάποιοι κλέβουν το κουφάρι του θύματος. Τώρα έχουν άλλη μία υπόθεση στα χέρια τους, ένα ακόμη μυστήριο. Προσπαθώντας να βγάλουν άκρη πηγαίνουν από το ένα αδιέξοδο στο άλλο, αφού η Τάουνι είχε δεχτεί κατ’ επανάληψη απειλές για τη ζωή της και απολύτως κανείς δεν μοιάζει να τη συμπαθεί. Κάποιοι μάλιστα από τους βασικούς ύποπτους δεν διστάζουν να εκφράσουν την ικανοποίησή τους για το θάνατό της, ενώ κάποιος, κάπου, εισηγείται μεταξύ σοβαρού και αστείου ότι ίσως να έκλεψαν το πτώμα της για να σιγουρευτούν ότι είναι όντως νεκρή.
    Όσο προχωρούν με την έρευνα τόσο περισσότερο περιπλέκονται τα πράγματα, τόσο σε ό,τι αφορά την υπόθεση όσο και την προσωπική τους σχέση. Η Χιτ δεν θέλει να μπλέξει ξανά με τον Ρουκ, αφού δεν τις αρέσουν οι δεσμεύσεις, αλλά νιώθει ότι έχει ανάγκη την παρουσία του, μια και καταφέρνει πάντα και την κάνει να γελά, ενώ δεν λείπει ούτε και η χημεία ανάμεσά τους. Απ’ την πλευρά του ο Ρουκ δεν διστάζει καθόλου να της τα ρίχνει με κάθε ευκαιρία, αφού του αρέσει πολύ αυτή η δυναμική και παθιασμένη γυναίκα. Ωστόσο ο έρωτας μπορεί να περιμένει, αφού τα γεγονότα τρέχουν, κι αυτοί προσπαθούν απεγνωσμένα να φτάσουν στην άκρη του νήματος, προτού να είναι αργά.
     Ένα βιβλίο που διαβάζεται γρήγορα και ευχάριστα και το οποίο, θέλοντας και μη, μάς θυμίζει την τηλεοπτική σειρά. Να αναφέρουμε τέλος ότι ο συγγραφέας-φάντασμα, σε παιχνιδιάρικο ύφος το αφιερώνει σ’ αυτούς που τον ενέπνευσαν για τη συγγραφή του: στις τηλεοπτικές δηλαδή περσόνες.
   

Monday, May 23, 2011

Ευγένιος Τριβιζάς – Η τελευταία μαύρη γάτα

Ένα βιβλίο φανταστικό. Γεμάτο περιπέτεια και χιούμορ και κρυφά διδάγματα – κρυφά ώστε να μη στερούν από τον αναγνώστη κάτι από την απόλαυση του ταξιδιού.
     Ναι, ένα ταξίδι είναι αυτό το μυθιστόρημα για παιδιά και νέους κάθε ηλικίας. Ένα ταξίδι στις ψυχές ή, αν προτιμάτε, τις γατοψυχές, αφού υποδηλώνει και ο τίτλος σ’ αυτό ακολουθούμε στις περιπέτειές της την τελευταία μαύρη γάτα, ή μάλλον γάτο.
     Όλα αρχίζουν όταν ο ήρωάς μας αντιλαμβάνεται ότι σιγά σιγά άρχισαν να εξαφανίζονται οι μαύρες γάτες απ’ το νησί. Εντάξει, οι περισσότερες είναι αλήτισσες, ταξιδιάρες, αλλά όπως και να έχουν τα πράγματα κάτι δεν μοιάζει να πηγαίνει καλά. Τις υποψίες του θα ενισχύσει η σχεδόν συνάντησή του με τον κοντό με την τραγιάσκα, ένα γατομπόγια.
     Ωστόσο το τι πρόκειται να συμβεί δεν μπορεί να το φανταστεί ούτε στους πιο σοβαρούς του εφιάλτες, αφού σύντομα θα ξεσπάσει σ’ ολόκληρο το νησί ένας λυσσαλέος διωγμός κατά των μαύρων γάτων, με την έγκριση μάλιστα του πρωθυπουργού. Μέσω μιας έξυπνης διαφημιστικής εκστρατείας οι αρχές και κάποιοι επιχειρηματίες θα πείσουν την κοινή γνώμη ότι για όλα τα κακά της μοίρας τους φταίνε οι μαύρες γάτες. Έτσι οι άνθρωποι αρχίζουν να τις καταδιώκουν, να τις συλλαμβάνουν, να τις χτυπάνε και να τις σκοτώνουν, ελπίζοντας έτσι να δουν άσπρη μέρα.
     Ο φίλος μας βλέποντας την κατάσταση να πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο συγκαλεί μια γατοσυνέλευση ώστε οι γάτες ν’ αποφασίσουν ποια γραμμή θ’ ακολουθήσουν, αφού θα ήταν ασυγχώρητες αν εξακολουθούσαν να παρακολουθούν τις εξελίξεις με κατεβασμένη την ουρά. Τα γεγονότα όμως θα τον απογοητεύσουν, αφού η μια μετά την άλλη οι διάφορες φυλές θα αρνηθούν να συμμαχήσουν με τις μαύρες, μια και φοβούνται ότι θα θεωρηθούν συνεργοί τους. Και σαν να μην τους έφταναν όλ’ αυτά κάποιος τους προδίδει κιόλας. Ποιος όμως και γιατί;
     Ο καλός γάτος, όλο και πιο μόνος, περιφέρεται απ’ το ένα μέρος στο άλλο,  κρύβεται μέσα σε κουτιά και ντουλάπες, ακόμη και μέσα σε χαλιά, μαθαίνει κάποια πράγματα, παθαίνει πολλά περισσότερα και φτάνει στο σημείο να μισήσει τη ζωή του. Πρώτα τον απογοήτευσαν τ’ αδέλφια του, η οικογένειά του, και μετά οι άνθρωποι. Ωστόσο, όσο κι αν τους αξίζει, δεν μισεί κανένα απ’ αυτούς. Κι εκεί που πιάνει πια απόλυτα πάτο, αντί να τους επιτεθεί, απλά τους συγχωρεί. Τι σημασία έχει εξάλλου η εκδίκηση; Εκείνος το μόνο που ζητά είναι να γίνουν όλα όπως παλιά: να βρει και πάλι τους φίλους του, μια χαριτωμένη γάτα για να αγαπά, να συνεχίσει να κόβει τις βόλτες του στις στέγες και στα πεζοδρόμια, η ζωή του ν’ αποκτήσει και πάλι νόημα.
     Ο συγγραφέας μέσω των γάτων του φτιάχνει μια μικρογραφία της ανθρώπινης κοινωνίας. Μιλά για την ευπιστία των ανθρώπων, την ανάγκη τους να δείξουν κάποιον με το δάχτυλο και να πουν ότι αυτός φταίει για όλα, των προκαταλήψεών τους, της τάσης τους να επιδίδονται σε αποτρόπαιες πράξεις, του πως όλα μπορούν να αλλάξουν από τη μια στιγμή στην άλλη, της αγάπης που χάνεται. Όλοι σχεδόν αντιπροσωπεύουν το κακό. Ο μαύρος γάτος μας, μια μικρούλα και μια μεγαλόψυχη γριά, αντιπροσωπεύουν το καλό, την αγνότητα των ψυχών. Με μία λέξη, είναι και οι τρεις τους γαταπληκτικοί, κι αυτοί ακριβώς είναι που εξακολουθούν και δίνουν κάποια αξία στη ζωή, που την εμποδίζουν να κυλήσει ολότελα στο σκοτάδι.
     Καλογραμμένο όσο πάει, μάς χαρίζει πολλά χαμόγελα, γεννά μέσα μας αμέτρητες σκέψεις. Αξίζει να διαβαστεί απ’ τον καθένα.

Friday, May 20, 2011

Χαρούκι Μουρακάμι – Ο ελέφαντας εξαφανίζεται


Αυτή είναι μια συλλογή με διηγήματα. Μια συλλογή που δε μου άρεσε και τόσο πολύ, αν και φανατικός του είδους. Σ’ αυτές τις ιστορίες ο Μουρακάμι κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα: αναμιγνύει την πραγματικότητα με τη φαντασία και επιμένει στη μαγεία των συμπτώσεων, αλλά τα πιο πάνω στοιχεία που λειτουργούν πολύ καλά στη μεγάλη φόρμα, δε δουλεύουν και τόσο στη σύντομη. Εδώ όλα μοιάζουν να συμβαίνουν υπερβολικά εύκολα. Κι αυτή η ευκολία είναι που στερεί κάτι από την ανάγνωση. Οι φίλοι του συγγραφέα μάλλον δε θα απογοητευτούν διαβάζοντας τη συλλογή, αλλά στους υπόλοιπους δε θα συστήναμε να αρχίσουν την κατάδυση στους μαγικούς του κόσμους με αυτή.
     Ας ρίξουμε τώρα μια ματιά στις ιστορίες:

Το κουρδιστό πουλί και οι γυναίκες της Τρίτης: Κάποιος που εργάζεται σα βοηθός, ή σαν άνθρωπος για όλες τις δουλειές, σ’ ένα δικηγορικό γραφείο τα παρατάει και η γυναίκα του τού λέει να μη βρει κάτι άλλο να κάνει. Μια μέρα απ’ τις πολλές που μένει στο σπίτι λοιπόν του τηλεφωνεί μια μυστηριώδης η γυναίκα, η οποία αρχίζει να επιδίδεται σε τηλεφωνικό σεξ. Λίγο μετά ξεκινά για να βρει τον εξαφανισμένο του γάτο και γνωρίζει ένα παράξενο κορίτσι, στο οποίο ομολογεί: «Το μόνο που κάνω στη ζωή είναι να πηγαίνω απ’ τη μια παράκαμψη στην άλλη».

Η δεύτερη επίθεση σε φούρνο: Ένα ζευγάρι ξυπνά ταυτόχρονα πεινασμένο στις δύο το πρωί. Δεν έχουν καθόλου φαγητό στο σπίτι κι έτσι το ρίχνουν στις μπίρες, που απλά κάνει την πείνα τους χειρότερη. Κάποια στιγμή ο άντρας ομολογεί ότι κάποτε επιχείρησε να ληστέψει κάποιο φούρνο, κάτι που κάνει τη γυναίκα να υποψιαστεί ότι τους έχουν καταραστεί. Για να ακυρωθεί λοιπόν η κατάρα βγαίνουν στους δρόμους του Τόκιο αναζητώντας ένα νέο φούρνο για να ληστέψουν.

Το ανακοινωθέν των καγκουρό: Ένας νεαρός εργάζεται στο Τμήμα Ελέγχου Προϊόντων Πολυκαταστήματος. Η δουλειά του είναι να απαντά σε επιστολές παραπόνων των πελατών. Σε μια απ’ αυτές λέει λίγο πολύ την ιστορία της ζωής του, ενώ μέσα στην αφήγηση αναφέρεται ξανά και ξανά στα καγκουρό. Επίσης το φιλοσοφεί: «Ο αέρας δονείται άρα υπάρχω», «Επιζητώ το μεγαλείο της Ατέλειας».

Όταν είδα το 100% τέλειο κορίτσι ένα όμορφο πρωινό του Απρίλη: Εδώ συναντάμε δυο ιστορίες. Πρώτα κάποιου που είδε στο δρόμο το τέλειο κορίτσι μα δεν του μίλησε και μετά κάποιων άλλων που συνάντησαν το ιδανικό άλλο μισό τους, μα θέλησαν να βάλουν σε δοκιμασία την αγάπη τους με τραγικά αποτελέσματα.

Ύπνος: Μια γυναίκα μένει άγρυπνη για 17 συνεχόμενες μέρες, λόγω του ότι είδε ένα τρομερό εφιάλτη. Μη έχοντας τι άλλο να κάνει, κι αφού ο άντρας της κοιμάται τόσο βαθιά και τόσο εύκολα, «λες και συνδέεται ο γλόμπος με τον εγκέφαλό του μέσω καλωδίου», το ρίχνει στο διάβασμα και στο ποτό. Καταβροχθίζει την Άννα Καρένινα του Τολστόι και μετά το ρίχνει στον Ντοστογιέφσκι. Κι η αϋπνία συνεχίζεται.

Η πτώση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, η ινδιάνικη εξέγερση του 1881, η εισβολή του Χίτλερ στην Πολωνία και το βασίλειο των λυσσαλέων ανέμων: Στις 2.07 μ.μ. κάποιας Κυριακής, καθώς ένας άντρας κάθεται και καθαρογράφει το ημερολόγιό του, αρχίζει να φυσάει ένα λυσσαλέος άνεμος. Στις 2.36 ακριβώς χτυπάει το τηλέφωνό του, αλλά όταν το απαντά το μόνο που ακούει είναι ο άνεμος. Θυμάται κάποτε που πήγε σινεμά και είδε την Εκλογή της Σόφι. Στις 3.48 του τηλεφωνεί η φίλη του. Στις 4.05 σταματάει ο άνεμος. Κάθε κομμάτι του τίτλου συνδυάζεται με κάτι από την αφήγηση. Μια από τις πιο σύντομες, αλλά ίσως και καλύτερες ιστορίες της συλλογής.

Lederhosen: Μια γυναίκα πηγαίνει για επίσκεψη στη Γερμανία. Ο άντρας της την παρακαλεί επιστρέφοντας να του φέρει το παραδοσιακό σορτς με τιράντες του τίτλου. Εκείνη, καθώς το αγοράζει, αποφασίζει ότι θέλει να τον χωρίσει. Με το που επιστρέφει στην Ιαπωνία λοιπόν εγκαταλείπει αυτόν και την κόρη τους.

Φλεγόμενος αχυρώνας: Ένας τριαντάρης γνωρίζει μια εικοσάχρονη που δουλεύει σα μοντέλο και σπουδάζει παντομίμα. Η τελευταία, αφού τη βρήκε μια μικρή κληρονομιά, ταξιδεύει για την Αλγερία από όπου επιστρέφει συντροφιά με ένα γοητευτικό άντρα που συνηθίζει να καίει αχυρώνες.

Το μικρό πράσινο τέρας: Ένα τέρας ξεφυτρώνει από το χώμα στον κήπο, ανοίγει την πόρτα και μπαίνει στο σπίτι, ερχόμενο πρόσωπο με πρόσωπο με μια τρομαγμένη γυναίκα της οποίας τις σκέψεις μπορεί και διαβάζει. Στο τέλος όμως εκείνη βρίσκει το κουράγιο και το σκοτώνει μ’ αυτές.

Οικογενειακή υπόθεση: Η ιστορία δυο αδελφιών. Ο μπεκρής άντρας δε συμπαθεί τον αρραβωνιαστικό της αδελφής του, αλλά στο τέλος φτάνουν σε μια σιωπηλή συμφωνία ή μάλλον κατανόηση. Ατάκες: «Οι γυναίκες είναι σαν τους σολομούς: Στο τέλος κολυμπούν για να επιστρέψουν στο ίδιο μέρος», «Μπορεί να είμαι ένας άχρηστος, αλλά τουλάχιστον δεν μπλέκομαι στα πόδια των άλλων ανθρώπων».

‘Ένα παράθυρο: Ένας φοιτητής για να τα φέρει βόλτα πιάνει δουλειά στην Κοινωνία της Πένας. Το καθήκον του είναι να ασκεί κριτική στις επιστολές που του στέλνουν διάφοροι άγνωστοι. Γνωρίζει κάποιαν απ’ αυτές τις επιστολογράφους και μέσα του γεννιούνται διάφορα ερωτήματα.

Άνθρωποι της Τηλεόρασης: Κείμενο που ακροβατεί ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία. Οι άνθρωποι της τηλεόρασης πηγαίνουν απρόσκλητοι και εγκαθιστούν μια συσκευή στο σπίτι του. Το ίδιο κάνουν και στο γραφείο που δουλεύει. Το μόνο που δεν το αντιλαμβάνεται κανείς εκτός από τον ίδιο. Οι άνθρωποι της τηλεόρασης είναι παντού. Στοιχειώνουν ακόμη και τα όνειρά του.

Αργοκίνητο καράβι για την Κίνα: Ένας άντρας θυμάται τους «κινέζους της ζωής του»: Ένα καθηγητή που γνώρισε όταν ήταν μαθητής στο σχολείο, κάποιον με τον οποίο εργάστηκε στην αποθήκη ενός εκδοτικού οίκου και ένα παλιό συμμαθητή του, που συναντάει τυχαία ξανά, κι ο οποίος πουλά εγκυκλοπαίδειες. «…Ο θάνατος για κάποιο λόγο μού θυμίζει τους κινέζους», σκέφτεται.

Ο νάνος που χόρευε: Ένας άντρας, που δουλεύει σ’ ένα εργοστάσιο που κατασκευάζουν ελέφαντες, βλέπει στον ύπνο του ένα νάνο που χορεύει. Από τους άλλους μαθαίνει ότι όντως κάποτε υπήρξε και όταν τον συναντά ξανά στα όνειρά του, κλείνει μαζί του μια συμφωνία που κρύβει πολλές παγίδες. Θυμίζει λίγο Κάφκα αυτή η ιστορία.

Το τελευταίο γρασίδι του απογεύματος: Η ιστορία και πάλι ενός φοιτητή που δουλεύει τα καλοκαίρια για να τα βγάλει πέρα. Η ειδικότητά του το κούρεμα του γρασιδιού. Γίνεται πολύ δημοφιλής ανάμεσα στους πελάτες. Στο τελευταίο σπίτι που επισκέπτεται γνωρίζει μια μεσήλικη μπεκρού, η οποία τον μπάζει μέσα και του δείχνει το δωμάτιο ενός κοριτσιού, χωρίς να του εξηγήσει ποτέ τι συνέβηκε σ’ αυτό.

Η σιωπή: Ένας νεαρός χτυπάει κάποιον συμμαθητή του και αυτός, για εκδίκηση, τον κατηγορεί παντού και για τα πάντα. Στην αρχή θέλει να τον σκοτώσει, αλλά σιγά σιγά το μέσα του αλλάζει και φτάνει να νιώσει μέχρι και οίκτο γι’ αυτόν.

Ο ελέφαντας εξαφανίζεται: Ένας ελέφαντας εξαφανίζεται με το φύλακά του από ένα ασφαλές κτήριο, κι ενώ όλοι στην πόλη αναρωτιούνται πώς συνέβηκε αυτό, ο αφηγητής είναι σίγουρος ότι ξέρει την απάντηση.

Wednesday, May 18, 2011

Philip Pullman – The Good Man Jesus and the Scoundrel Christ


Αγορά από το  Book Depository

Αυτό το βιβλίο περίμενα να το διαβάσω με ανυπομονησία. Κι αυτό το βιβλίο με απογοήτευσε. Ίσως να παρασύρθηκα από τον τίτλο του και να ζητούσα πολλά, δεν ξέρω. Εκείνο που ξέρω είναι ότι από τα πέντε βιβλία του συγγραφέα που διάβασα αυτό είναι το χειρότερο. Ίσως επειδή ήταν κατά παραγγελία. Ίσως επειδή δεν ανέπτυξε όσο θα έπρεπε το θέμα του. Ή ίσως απλά επειδή είναι υπερβολικά ήπιο για τα γούστα μου.
     Όταν είδα τον τίτλο και διάβασα και μερικές καλές κριτικές στον βρετανικό τύπο σκέφτηκα: ωραία. Καλά θα περάσουμε! Καλά περάσαμε, αλλά μέχρι εκεί. Αν παίρνοντας κάποιος στα χέρια του αυτό το βιβλίο  πιστεύει ότι θα διαβάσει ένα ολοκληρωτικά ανατρεπτικό κείμενο, θ’ απογοητευτεί. Ο Πούλμαν παίρνει απλά τα ευαγγέλια και τα ξαναγράφει με το δικό του τρόπο – ουσιαστικά τα κάνει πιο προσιτά. Η είσοδός μας στον κόσμο που αναπλάθει είναι όντως εντυπωσιακή («Αυτή είναι η ιστορία του Ιησού και του αδελφού του, Χριστού…», αλλά από κει και πέρα, δε συμβαίνει και τίποτα το τρομερό. Ο συγγραφέας κάνει μια αναφορά στη γέννηση και ένα βιαστικό πέρασμα από την παιδική ηλικία των διδύμων, εξηγεί πώς ο Χριστός, που ήξερε απέξω κι ανακατωτά τις γραφές, συνήθιζε να σώζει απ’ τους μπελάδες τον Ιησού, ο οποίος ήταν ο ίδιος ο Άσωτος Υιός της ιστορίας που θα αφηγείτο κάποια μέρα, και μετά βουτά κατ’ ευθείαν στα νερά της αξιοθαύμαστής του πορείας. Τονίζει ότι οι συγχωριανοί του κατά βάθος δεν τον χώνευαν αφού πήγαινε κι έκανε θαύματα αλλού, ρίχνει μερικές ειρωνικές ματιές στα θαύματα, κι ένα καρφί για τους ιερωμένους («Ο παπάς είναι χειρότερος κι από τον ηλίθιο στους ψαλμούς»), μιλά για τη γνωριμία του Χριστού με την Μαγδαληνή και στο άψε σβήσε προχωρά στη σύλληψη, τη σταύρωση και την ανάσταση.
     Δεν ξέρω κατά πόσο έπρεπε να γράψει ένα συγκεκριμένο αριθμό σελίδων ο καλός συγγραφέας, αλλά αυτό το βιβλίο μου δίνει την αίσθηση του ανολοκλήρωτου, ή μάλλον της αρπαχτής. Σαν να λέμε: γράψτε, πληρωθείτε, τελειώσατε. Αν θα ήθελε κάποιος από εσάς να ρίξει μια ματιά σε κάποιες λίγο ή πολύ ανατρεπτικές ερμηνείες για τις γραφές θα μπορούσε να διαβάσει τα σχετικά έργα των Καζαντζάκη, Σαραμάνγκου και Ρόμπερτ Γκρέιβς. Θα θέλαμε να πούμε ότι ο Πούλμαν προσπάθησε, αλλά δεν του βγήκε, το κείμενο ωστόσο δείχνει ότι απλά δεν προσπάθησε. Κρίμα.
     Το βιβλίο κυκλοφόρησε στα ελληνικά σαν «Ο καλός και ο κακός». Γιατί; Τόσο προκλητικός είναι πια ο τίτλος; Και σε ποιαν εποχή τέλος πάντων ζούμε; Πάντως στην Αγγλία ανάμεσα σ’ εκείνους που έγραψαν θετικές κριτικές γι’ αυτό ήταν και ένας πρώην επίσκοπος. Λέτε να συνέβαινε ποτέ αυτό στα μέρη μας;

Monday, May 16, 2011

Stephen King – The Dark Tower: The Gunslinger


Αγορά από το  Book Depository

Πάντα ήμουν της άποψης ότι ο Στίβεν Κινγκ είναι καλύτερος στα μικρότερα παρά στα μεγαλύτερά του κείμενα. Όχι πώς τα έχω διαβάσει όλα, αλλά λέμε τώρα.
     Όπως και να έχει, το ανά χείρας βιβλίο, που είναι ο πρώτος τόμος της σειράς του Σκοτεινού Πύργου, είναι πραγματικά πολύ καλό. Βασικός του πρωταγωνιστής είναι ο Ρόλαντ, ένας πιστολέρο, ο τελευταίος της γενιάς του, που ακολουθεί μέσα από μια ατελείωτη έρημο και παγωμένα βουνά τον θανάσιμο εχθρό του – τον άντρα με τα μαύρα. Τον τελευταίο τυλίγει ένας μύθος: κάποιοι τον θεωρούν μάγο, όλοι τον φοβούνται, κανείς δεν αμφισβητεί τη δύναμή του.
     Στη διάρκεια της περιπλάνησής του ο Ρόλαντ θα γνωρίσει κάποιους ανθρώπους που παραδέρνουν στα όρια της απελπισίας, που προσπαθούν απεγνωσμένα να πιαστούν από κάτι: είτε θρησκεία λέγεται αυτό, είτε μαγεία. Η συνάντησή του ωστόσο μαζί τους δε θα του βγει στ’ αλήθεια σε καλό, αφού δε θα λάβει υπόψη του τη δύναμη του φανατισμού που μπορεί να οδηγήσει τις ψυχές στην τύφλωση. Θα του επιτεθούν λοιπόν κι έτσι θ’ αναγκαστεί κι αυτός όχι μόνο ν’ αμυνθεί, αλλά και να αντεπιτεθεί, με τραγικά αποτελέσματα. Αυτό ακριβώς το κομμάτι από την ιστορία του αφηγείται στον Μπράουν, έναν παράξενο άντρα που συναντά στην έρημο, παρέα με ένα κοράκι που ακούει στο όνομα Ζόλταν. Θα του πει όλα όσα έζησε στην πόλη Ταλ, όλα όσα έκανε, και θα του μιλήσει για τα σχέδιά του, αφού τον συμπαθά και τον εμπιστεύεται, για κάποιο λόγο που δεν μπορεί ακόμη ούτε κι εκείνος ο ίδιος να καταλάβει.
     Αφήνοντας πίσω του τον άντρα και το πιστό του μουλάρι, που πέθανε στη διάρκεια της νύχτας, θα συνεχίσει την αναζήτησή του. Δεκαέξι μέρες μετά θα φτάσει σ’ ένα ερημικό χωριό όπου θα συναντήσει ένα παράξενο αγόρι που ακούει στο όνομα Τζέικ. Παράξενο, επειδή οι του αναμνήσεις από τον κόσμο, δεν έχουν καμία σχέση με τις δικές του. Εκεί όμως θα συναντήσει και ένα φάντασμα, προπομπό αυτών που θα ακολουθήσουν.
     Ο Ρόλαντ θα πάρει το αγόρι μαζί του και σιγά σιγά θ’ αρχίσει να το συμπαθά και να του ανοίγεται. Θα του μιλήσει για τη χαμένη του πατρίδα και για την ιστορία του. Για την αποστολή του. Κι ας μην ξέρει στ’ αλήθεια να του πει ποιος είναι ο άντρας με τα μαύρα. Κι ας μην έχει ιδέα ποιος είναι ο πραγματικός προορισμός του.
     «Αγάπη και θάνατος ήταν η ζωή μου όλη», σκέφτεται, μετά τη συνάντησή του με μια μάντισσα, μια παραισθησιογόνα νύχτα, και το παίρνει απόφαση ότι έτσι του είναι γραφτό να συνεχίσει να πορεύεται: με την αγάπη και την απώλεια. Ο αγώνας του απαιτεί θυσίες και δεν μπορεί παρά να τις κάνει.
     Αυτό το βιβλίο θα μπορούσε να διαβαστεί σαν μια ιστορία δρόμου, με μεγάλες δόσεις μαγείας και μουσική υπόκρουση το τραγούδι των Μπιτλς Hey Jude. Αλλά θα μπορούσε να διαβαστεί και σαν μια παραβολή: για τον κόσμο που καταστρέφουμε μέρα με τη μέρα, μέσω της απληστίας μας. Σε μερικά σημεία το κείμενο γίνεται πολύ σκληρό, αλλά δε θα μπορούσε να ήταν διαφορετικό κιόλας, αφού αυτά ακριβώς είναι που διαμορφώνουν το χαρακτήρα του ήρωα και καθορίζουν την πορεία του. Μέχρι το επόμενο σταυροδρόμι. Έως την επόμενη μεγάλη απόφαση. Θα διαβάσω με ενδιαφέρον τη συνέχεια…

Friday, May 13, 2011

Raymond Chandler – The Big Sleep


Αγορά από το  Book Depository 

Αυτό είναι ένα από τα πλέον κλασικά μυθιστορήματα της νουάρ λογοτεχνίας στις ΗΠΑ, το οποίο έγινε και ταινία με τους Χάμφρει Μπόκαρντ και Λορίν Μπακόλ.
     Πρωταγωνιστής του είναι ο γνωστός ντετέκτιβ Φίλιπ Μάρλοου, τον οποίο προσλαμβάνει ο ζάμπλουτος γηραιός στρατηγός Γκι Στέρνγουντ, για να διερευνήσει μια υπόθεση εκβιασμού. Ένας παλαιοβιβλιοπώλης ονόματι Γκίκερ, του ζητά πέντε χιλιάδες δολάρια, τα οποία όπως λέει του χρωστά η μικρή του κόρη, Βίβιαν. Κάτι του βρωμάει, λέει, σ’ αυτή την υπόθεση και, αντί να ρωτήσει την ίδια του την κόρη για το τι παίζει, προτιμάει να την αναθέσει σ’ εκείνον. Στη διάρκεια της συνομιλίας τους αναφέρει και το όνομα του αγνοούμενου γαμπρού του, Ράστι Ρέγκαν, χωρίς όμως να ζητήσει από τον ντετέκτιβ να κάνει κάτι γι’ αυτόν. Καθώς θα βρίσκεται στο σπίτι του εργοδότη του ο Μάρλοου θα έχει την τύχη, ή μάλλον την ατυχία, να γνωρίσει και τις δύο κόρες του πρώτου: τη ναζιάρα Κάρμεν, που με το που θα τον δει θα πέσει στην αγκαλιά του, και την Βίβιαν, μια μοιραία γυναίκα με τα όλα της, που θα τον καλέσει στο δωμάτιό της για να μάθε το λόγο της επίσκεψής του εκεί.
     Ο Μάρλοου δε θα υποκύψει σε καμιάς τη σαγήνη. Αντίθετα θα ριχτεί με τα μούτρα στη δουλειά για να δικαιολογήσει το μισθό του – ρουφώντας φυσικά, εν τω μεταξύ, κάποια κονιάκ και λίγο ουίσκι. Στην αρχή η υπόθεση μοιάζει απλή, αλλά όσο περνά ο χρόνος τόσο πιο περίπλοκη θα γίνεται, καθώς όπως φαίνεται σ’ αυτήν είναι αναμεμιγμένα κάποια άτομα του υπόκοσμου. Ο βιβλιοπώλης έχει λερωμένη τη φωλιά του, όπως και πολλά άλλα άτομα που περιτριγυρίζουν τις κόρες του στρατηγού, κι έτσι, περισσότερο νωρίς παρά αργά, τα πτώματα θ’ αρχίσουν και πάλι να στοιβάζονται. Όλοι έχουν κάποια μυστικά να προστατεύσουν, τα ειδικά τους συμφέροντα, και όλοι λένε ψέματα.
     Ο ντετέκτιβ περιφέρεται σχεδόν πάντα άοπλος από το ένα μέρος στο άλλο, ακολουθεί και ακολουθείται, ρίχνει και δέχεται γροθιές και πάντα καταλήγει με δυο-τρία όπλα στην κατοχή του. Και σα να μη φτάνουν όλ’ αυτά έχει και τις δύο γυναίκες να του την πέφτουν με κάθε ευκαιρία κάνοντάς του τη ζωή ακόμη πιο δύσκολη. Ωστόσο αντιμετωπίζει όλες τις περιστάσεις με ένα υποδόριο, ειρωνικό χιούμορ, ακόμη και σε ό,τι έχει να κάνει με την οικονομική του κατάσταση: «Δεν είχα κάτι στ’ αλήθεια εντυπωσιακό να πιω, όπως νιτρογλυκερίνη, να πούμε, ή απόσταγμα ανάσας τίγρεως». Πίνει ωστόσο τα ουισκάκια του και τα κονιάκ του, παίζει όταν χρειάζεται τον καλό και πολύ συχνά τον κακό, και έρχεται σιγά σιγά όλο και πιο κοντά στη λύση όχι μόνο ενός, αλλά τριών γρίφων. Και όταν τον ρωτάνε γιατί δεν παντρεύτηκε ποτέ, τους απαντάει: «Επειδή δε μου αρέσουν οι γυναίκες των μπάτσων».
     Ο «Μεγάλος ύπνος» είναι ένα καλογραμμένο αστυνομικό μυθιστόρημα, με κοφτούς διαλόγους, κρυφό ή και φανερό ερωτισμό, χιούμορ και μετρημένη δράση. Διαβάζεται γρήγορα και ευχάριστα και ο ήρωάς του είναι, για να το θέσουμε με ένα σύγχρονο όρο, πέρα για πέρα κουλ. Οι φίλοι του είδους θα το λατρεύσουν.

Wednesday, May 11, 2011

David Baldacci – The Sixth Man

 
Αγορά από το  Book Depository

Ο «Έκτος Άντρας» είναι το δεύτερο μυθιστόρημα που κυκλοφορεί ο Ντέιβιντ Μπαλτάτσι μέσα σε έξη μήνες, ενώ τον Ιούνιο θα ακολουθήσει ένα ακόμη. Απ’ ό,τι φαίνεται ο καλός συγγραφέας βρίσκεται σε φοβερά δημιουργική φάση και πολύ φοβάμαι ότι αν συνεχίσει έτσι κάποια στιγμή θα «καεί». Προς το παρόν πάντως, μοιάζει να είναι σε πολύ καλή φόρμα.
     Σ’ αυτό το θρίλερ πρωταγωνιστούν δύο από τους αγαπημένους ήρωες του συγγραφέα, οι Σον Κινγκ και Μισέλ Μάξουελ, ιδιωτικοί ντετέκτιβ στο επάγγελμα, που πάντα καταφέρνουν και βρίσκονται στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή, με αποτέλεσμα η όλο και πιο κοινή τους ζωή ν’ αποτελεί μία περιπλάνηση από τον ένα κίνδυνο στον επόμενο. Την τελευταία φορά που τους συναντήσαμε στο «χαρτί» (σε εισαγωγικά το χαρτί, αφού διάβασα την ηλεκτρονική έκδοση αυτού του βιβλίου) κατάφεραν επιτέλους να κάνουν αυτό που περιμέναμε εδώ και καιρό: έρωτα. Το μόνο που ο έρωτας μοιάζει να περιπλέκει τα πράγματα μεταξύ τους παρά να τα απλοποιεί, αφού τώρα, ο ένας νοιάζεται για την ασφάλεια του άλλου περισσότερο από ποτέ. Γνωρίζοντας την τάση τους να μπλέκονται σε επικίνδυνες καταστάσεις δεν μπορεί παρά να αναρωτιέται κανείς για το πώς θα μπορέσουν να συνδυάσουν δουλειά και ερωτικό αρμονία, αποφεύγοντας τις τρικλοποδιές και τα μοιραία αποτελέσματα. Η απάντηση είναι: καθόλου εύκολα.
     Ανεξάρτητα απ’ τα πιο πάνω, από την πρώτη στιγμή κιόλας, είναι φανερό ότι η αποστολή που αναλαμβάνουν να φέρουν εις πέρας εδώ, δε θα είναι και τόσο απλή για τους δυο τους. Ένας δικηγόρος, παλιός φίλος του Σον, τους προσλαμβάνει για να τον βοηθήσουν σε μια περίεργη υπόθεση. Ο πελάτης του είναι κάποιος που κατηγορείται ότι σκότωσε έξη ανθρώπους και βρίσκεται έγκλειστος, σε μια φυλακή υψίστης ασφαλείας για τους παράφρονες εγκληματίες, στο Μέιν. Όλα δείχνουν ότι πρόκειται για έναν ακόμη σίριαλ κίλερ, αλλά κάτι δεν κολλάει σ’ αυτή την υπόθεση, αφού το FBI μοιάζει, για κάποιο λόγο, να τον παρακολουθεί από κοντά και να ελέγχει την κάθε του επαφή με τον έξω κόσμο, παραβιάζοντας ακόμη και τα στοιχειώδη δικαιώματά του. Οι Κινγκ και Μάξουελ ξεκινούν για το Μέιν, αποφασισμένοι να ανακαλύψουν το μυστήριο που κρύβεται πίσω από την εικόνα. Λίγο όμως προτού φτάσουν στον προορισμό τους θ’ ανακαλύψουν τον εργοδότη τους νεκρό, στυγνά δολοφονημένο και παρατημένο μέσα στο αυτοκίνητό του. Ποιος τον σκότωσε και γιατί; Και γιατί τώρα; Έχει άραγε η δολοφονία του να κάνει κάτι με τον πελάτη του; Έναν πελάτη που θα είναι δύσκολο πολύ να υπερασπιστούν τώρα;
     Όσο περνά ο καιρός τόσο και αυξάνονται τα ερωτήματα. Και οι δυο τους, όσο και αν το συνηθίζουν να δουλεύουν μόνοι, θ’ αναγκαστούν να ζητήσουν τη βοήθεια κάποιων άλλων ανθρώπων για να τα βγάλουν πέρα: της νεαρής βοηθού του νεκρού στο δικηγορικό γραφείο, του ντόπιου σερίφη και μιας μυστηριώδους γυναίκας που είναι πολύ διαφορετική απ’ αυτήν που δείχνει. Στο μεταξύ τα πτώματα αρχίζουν να πολλαπλασιάζονται μέρα με τη μέρα και κάποια στιγμή θ’ αντιληφθούν, όχι και με μεγάλη έκπληξη, ότι έχουν γίνει κι οι ίδιοι στόχοι.
     Καθώς συμβαίνουν όλα αυτά στη Βιρτζίνια, κάποιοι υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι των υπηρεσιών ασφαλείας παίζουν τα δικά τους παιχνίδια – παιχνίδια που θα έχουν αντίκτυπο και στις ζωές των ηρώων μας. Στόχοι τους δεν είναι παρά η ισχύς και ένα μεγαλύτερο μερίδιο στην πίτα των συστημάτων ασφαλείας της χώρας. Οι δολοπλοκίες, τα πισώπλατα χτυπήματα, η διαφθορά και οι θεωρίες συνομωσίας βρίσκονται και πάλι στο επίκεντρο. Και για μια ακόμη φορά ο Μπαλτάτσι έχει στο στόχαστρό του τα διάφορα κέντρα εξουσίας. Αυτά που καθορίζουν τους κανόνες, αλλά που δεν τους τηρούν. Αυτά που περισσότερο μοιάζουν να νοιάζονται για τη δική τους επικράτηση παρά για το καλό της χώρας.
     Οι Κινγκ, Μάξουελ και συνεργάτες, θα πρέπει να τα βάλουν με όλους και με όλα για να φτάσουν στην άκρη του νήματος – ενός νήματος με πολλές διακλαδώσεις. Τόσες πολλές που δεν μπορεί εύκολα να διακρίνει κανείς ποιοι είναι οι καλοί και ποιοι οι κακοί της υπόθεσης. Η δράση είναι, ως συνήθως, ασταμάτητη και οι ανατροπές διαδέχονται η μια την άλλη, μέχρι που φτάνουμε στην τελική λύση, μια λύση, που παρόλες τις προσπάθειές μας δεν μπορέσαμε να προβλέψουμε.
     Ένα ακόμη εξαιρετικό θρίλερ καταδίωξης, από έναν απ’ αυτούς πρωτομάστορες του είδους.
     Το επόμενο βιβλίο του συγγραφέα θα είναι ένα οικογενειακό δράμα (που δε θα είναι το πρώτο του, αφού προηγήθηκε το εξαιρετικό Wish You Well) και θα φέρει τον τίτλο One Summer.

Διαβάστε ακόμη:

Total Control
Wish You Well
Saving Faith
The Collectors
The Simple Truth
The Whole Truth
Divine Justice
First Family
True Blue
Deliver US From Evil
Hell's Corner

Monday, May 9, 2011

Emma Donoghue – Room


Αγορά από το  Book Depository

Καταπληκτικό. Με αυτή τη λέξη και μόνο θα μπορούσαμε να περιγράψουμε το πολυσυζητημένο μυθιστόρημα «Δωμάτιο» της Έμας Ντόναχιου, το οποίο έχει μόλις κυκλοφορήσει και στα ελληνικά.
     Η συγγραφέας παίρνει ένα θέμα καταθλιπτικό και φτιάχνει μια ιστορία που χαρίζει στον αναγνώστη αμέτρητα χαμόγελα. Αφηγητής της είναι ο Τζακ, ένα παιδί πέντε χρονών, που ποτέ του δεν έζησε στον έξω κόσμο. Κι αυτό αφού τόσο ο ίδιος όσο και η μητέρα του, ζούνε φυλακισμένοι σ’ ένα δωμάτιο, στο οποίο τους έχει κλείσει ο γέρο-Νικ, όπως αποκαλούνε τον άντρα που απήγαγε χρόνια πριν τη γυναίκα και πατέρα του παιδιού.
     Ο Τζακ μεγαλώνει μέσα σ’ ένα αποστειρωμένο περιβάλλον, ζει ένα παραμύθι. Ένα παραμύθι, το οποίο ουσιαστικά δημιούργησε η μάνα του, ώστε να τον προστατεύσει απ’ την τρομακτική ιδέα της ανεκπλήρωτης ελευθερίας. Μοναδική του επαφή με τον έξω κόσμο είναι η τηλεόραση. Νομίζει πώς ό,τι βλέπει εκεί δεν είναι αληθινό, εκτός από την Ντόρα φυσικά, την καλή του φίλη. Και πιστεύει ότι με εξαίρεση τον ίδιο, την Ντόρα, τη μάμα του και τον γέρο-Νικ, δεν υπάρχουν άλλοι άνθρωποι στον κόσμο. Εξάλλου δεν ξέρει στ’ αλήθεια ότι υπάρχει άλλος κόσμος εκεί έξω, κι ας αντικρίζει το φως της μέρας και τ’ αστέρια και το φεγγάρι της νύχτας απ’ τον φωταγωγό εκεί ψηλά.
     Ο Τζακ είναι ευτυχισμένος επειδή έχει εκεί δίπλα του, πάντα μαζί του, τη μαμά του, κάποιαν «που τα ξέρει όλα, εκτός απ’ αυτά τα πράγματα που δε θυμάται», αλλά εκείνη δεν είναι το ίδιο ευτυχισμένη. Όσο περνά ο καιρός μάλιστα αρχίζει να μισεί τον εαυτό της, επειδή δεν είπε απ’ την αρχή στον μικρό την αλήθεια, και έτσι κάποτε φτάνει στην απόφαση πως έφτασε πια ο καιρός να δραπετεύσουν. Το είχε επιχειρήσει ανεπιτυχώς μία ακόμη φορά στο παρελθόν όταν ήταν ακόμη μόνη, αλλά αυτή τη φορά πρέπει οπωσδήποτε να τα καταφέρει. Και για την ίδια, αλλά και για το παιδί της. Αρχίζει λοιπόν σιγά σιγά να μιλά στον μικρό για τον έξω κόσμο και να προετοιμάζει το σχέδιο για τη μεγάλη απόδραση. Ο Τζακ, την ακούει προσεκτικά καθώς του μιλά για το πώς θα είναι η ζωή τους «μέσω στο Έξω» και χαμογελά. Και τρομάζει. Αν και έχει πια μεγαλώσει: «Όταν ήμουνα μικρό παιδί, σκεφτόμουνα σαν μικρό παιδί, αλλά τώρα είμαι πέντε χρονών και τα ξέρω όλα», λέει.
     Καθώς οι δυο τους δίνουν τη μάχη με το χρόνο και βάζουν μπρος με τα σχέδιά τους, ο Τζακ μοιάζει όλο και πιο πολύ να τα έχει χαμένα. Δε θέλει ν’ αφήσει το δωμάτιό του, κι ας τις περισσότερες φορές κοιμάται στη ντουλάπα. Αυτόν τον κόσμο ξέρει, σ’ αυτόν τον κόσμο θέλει να ζήσει. Για να τον πείσει η μάνα του να κάνει τελικά αυτό που του ζητά, θα αναγκαστεί να γίνει για πρώτη φορά μαζί του σκληρή. Θα τον βγάλει απ’ το προστατευτικό κουκούλι και θα του ζητήσει να κάνει κάτι για να σωθούνε. Ο Τζακ, τρομαγμένος και γενναίος την ίδια ώρα (τρομο-γενναίος, σε ελεύθερη μετάφραση η λέξη σάντουιτς που χρησιμοποιεί) τελικά θα την υπακούσει. Και τότε ακριβώς θ’ αρχίσει η μεγάλη τους περιπέτεια.
     Αυτό είναι ένα από τα μυθιστορήματα που σε αρπάζουν από το λαιμό και δε σ’ αφήνουν να πάρεις ανάσα προτού να τα διαβάσεις απ’ την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα. Εξαιρετικά γραμμένο, με δυνατό θέμα και πολλή χιούμορ, καταφέρνει να μιλήσει με άμεσο τρόπο για κάποιες τραγικές καταστάσεις, για την παιδική αθωότητα, για τις ψυχικές δυνάμεις που συχνά πυκνά μας εγκαταλείπουν, για το πραγματικό παιχνίδι στις αλάνες, που μας κάνει πιο δυνατούς. Όπως είπα και στην αρχή, απλά καταπληκτικό. Η Έμμα Ντόναχιου, ιρλανδή που ζει στον Καναδά, βαδίζει άνετα στ’ αχνάρια των καλών παραμυθάδων που βγάζει η χώρα της και μ’ αυτό το βιβλίο, θα λέγαμε ότι χαράζει τα δικά της μονοπάτια.
     Δεν διάβασα την ελληνική μετάφραση, αλλά έχω την περιέργεια να δω πώς μετέφερε στη γλώσσα μας η μεταφράστρια τις λέξεις-σάντουιτς του Τζακ, αλλά και τα διάφορα λογοπαίγνια.

Friday, May 6, 2011

Ρομπέρτο Μπολάνιο – Μακρινό Αστέρι

Άρχισα πραγματικά ν’ αναρωτιέμαι κατά πόσο ο Ρομπέρτο Μπολάνιο έχει γράψει κάποιο βιβλίο που να μην είναι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο βιβλιοφιλικό. Διάβασα τους «Άγριους ντετέκτιβ» και ήταν σα να ταξίδευα στη βιβλιοθήκη του Μπόρχες. Έφτασα στο ένα πέμπτο του 2666, το οποίο ελπίζω να καταφέρω να τελειώσω μέσα στους επόμενους δυο μήνες, κι ανακάλυψα ένα ακόμη θαυμαστό πλην φανταστικό λογοτεχνικό κόσμο. Και καταβρόχθισα σε μια βραδιά το «Μακρινό αστέρι» και τα όνομα υπαρκτών ή και ανύπαρκτων λογοτεχνών και ποιητών, συνέχισαν να πέφτουν βροχή, κι ας διαβάζουμε κάπου: «Αυτή είναι η τελευταία μου ανταπόκριση από τον πλανήτη των τεράτων. Δε θα ξαναβυθιστώ ποτέ πια στη σκατένια θάλασσα της λογοτεχνίας. Στο εξής θα γράφω τα ποιήματά μου σεμνά σεμνά, θα δουλεύω για να μην πεθαίνω της πείνας και δεν θα επιχειρήσω ποτέ ξανά να δημοσιεύσω».
     Η υπόθεση του βιβλίου θυμίζει κάπου αυτή από τους «Άγριους ντετέκτιβ». Νέοι ποιητές, φτωχοί και πλούσιοι, δύο αδελφές με τις οποίες είναι ερωτευμένοι όλοι, ένας αινιγματικός τύπος με άγνωστο παρελθόν και ακόμη πιο άγνωστο μέλλον, που δίνει το παρόν του στις συγκεντρώσεις τους, λογοτεχνικές ίντριγκες, επανάσταση και προδοσία. Ο Μπολάνιο μοιάζει να θέλει να μιλήσει και πάλι για την ιστορία της ταλαίπωρης Λατινικής Αμερικής γενικά και της χώρας του, της Χιλής, ειδικά με έμμεσο τρόπο. Τοποθετεί λοιπόν τους ήρωές  του τη μια στο επίκεντρο των εξελίξεων και την άλλη στην περιφέρειά τους. Μιλάει για τον πόνο και την αγωνία τους, αλλά πού και πού μοιάζει να γελάει μ’ αυτούς και τις εμμονές τους. Παίζει μαζί τους. Παρόλ’ αυτά όμως κατορθώνει να κρατήσει ζωντανό το ενδιαφέρον του αναγνώστη απ’ την πρώτη ως την τελευταία σελίδα, κι αυτό όχι μόνο χάρη στις λογοτεχνικές του αρετές, αλλά κυρίως λόγω του μυστηρίου που τυλίγει έναν από τους πρωταγωνιστές, τον αινιγματικό τύπο που λέγαμε πιο πάνω. Όλοι τον γνωρίζουν σαν Αλβέρτο Ρουίς-Τάγλε, αλλά όπως θα αποδειχτεί στην πορεία αυτό δεν είναι παρά ένα ακόμη από τα ψέματά του. Το πραγματικό όνομα αυτού του απόμακρου, αλλά και κατά κάποιο τρόπο γοητευτικού άντρα, είναι Κάρλος Βίντερ και μέλλεται να παίξει ένα σημαντικό ρόλο στα πράγματα της χώρας μετά την ανατροπή του Αλιέντε και την εγκαθίδρυση του στυγνού καθεστώτος του Πινοσέτ.
     Ποιος είναι όμως ακριβώς ο ρόλος του Βίντερ σ’ όλη αυτή την ιστορία; Τι έκρυβε πίσω από εκείνο το λαμπερό παρουσιαστικό; Γιατί έμοιαζε πάντα να λέει λιγότερα απ’ ό,τι σκέφτονταν; Τι ήταν εκείνο που τον οδήγησε στην ομάδα τους και τι τον απομάκρυνε από αυτή;
     Την ιστορία του Βίντερ, την πραγματική του ιστορία, τη μαθαίνουμε με έμμεσο τρόπο, μέσα από διαφορετικές και φαινομενικά ασύνδετες αφηγήσεις, αποκόμματα εφημερίδων και περιοδικών, αξιόπιστες και μη πηγές. Όλος ο μύθος μοιάζει να πλέκεται γύρω από το πρόσωπό του και την τελική λύση δεν μπορεί παρά να τη δώσει αυτός ο ίδιος. Ή όχι;
     Το «Μακρινό αστέρι» είναι ένα μυθιστόρημα που θα μπορούσε να διαβαστεί σα δοκίμιο, σα χρονικό και σα μαρτυρία, αλλά και σαν ένα μυστήριο. Σαν ένα μυστήριο που αναδύεται μέσα από ποιητικούς λαβύρινθους και περιπλανιέται σε αβέβαιες καταστάσεις, προτού βρει το λιμάνι του σε μια απτή και πολύ σκληρή πραγματικότητα. Από κάθε άποψη αξιόλογο.

Wednesday, May 4, 2011

Άντζελα Δημητρακάκη - Μέσα σ’ ένα κορίτσι σαν κι εσένα

«Εγώ δεν θέλω πια τίποτα.  Τα έχω όλα. Διότι έχω λιγότερες απαιτήσεις». Έτσι σκέφτεται η Κατίνα ή Κατερίνα, μια νεαρή ελληνοαμερικανή, που αποφασίζει κάποια στιγμή, μετά από ένα χωρισμό που της στοίχισε πολύ, να μετακομίσει στην Αθήνα.
     Η Κατίνα, όπως όλοι άλλωστε, αναχωρώντας από τις ΗΠΑ μοιάζει να θέλει να ξεφύγει από τα φαντάσματά της: τη νεκρή της μητέρα, τον άγριο πατέρα («Ο θάνατος ενός πατέρα μειώνει την καταπίεση μιας νέας γυναίκας κατά 60%. Μιας νέας λεσβίας κατά 80%», της είπε μια φίλη της), τη σύντροφό της που την παράτησε, λες και δεν ξέρει ότι τα φαντάσματά μας τα κουβαλάμε μέσα μας και μας ακολουθούν παντού. Τι είναι όμως εκείνο που την κάνει στ’ αλήθεια να φύγει; Η ερωτική απογοήτευση μοιάζει να είναι ο κυριότερος λόγος, αλλά κάτι άλλο κρύβεται στο βάθος της σκέψης της. Θέλει ν’ ανακαλύψει ποια στ’ αλήθεια υπήρξε η μητέρα της και μετά να το αποκαλύψει.
     Η μορφή της μητέρας συναπαντάται παντού σ’ αυτό το κείμενο, δίνει σκοπό στη ζωή της κόρης, αλλά την ίδια ώρα μοιάζει να της την κλέβει κιόλας. Η Κατίνα μοιάζει να ζει μια ξένη ζωή, σε μια ξένη χώρα. Αλλά, σιγά σιγά θα βρει τα πατήματά της, θα κάνει καινούριους φίλους, θα προσπαθήσει να συναντήσει στο πρόσωπο μιας άλλης γυναίκας τον έρωτα, και κάποια στιγμή θα αποφασίσει ότι από δω και μπρος: «Θα τα λέω όλα – αν και είμαι σίγουρη ότι θα τα λέω με επίπλαστη άνεση, την άνεση που χαρακτηρίζει όσους έχουν υποστεί ματαιώσεις και θέλουν να φανούν υπεράνω».
     Αυτή έχει υποστεί πολλές ματαιώσεις, πολλές πτώσεις. Τα πράγματα που μοιάζουν να την κρατάνε ζωντανή είναι η επικοινωνία με τους φίλους που άφησε πίσω της και τον παραστρατημένο αδελφό της, και οι αναμνήσεις από μια ζωή φαινομενικά άχαρη. Φαινομενικά, επειδή είχε και τις λαμπρές της όψεις. Τότε που ξόδευε χρόνο μόνη με τη μητέρα της, το είδωλό της. Τότε που ανακάλυπτε ότι η τελευταία έκρυβε απ’ τα μάτια του κόσμου με επιμέλεια περισσή μια δεύτερη ψυχή, μιαν άλλη γυναίκα. Μια γυναίκα της οποίας η ζωή ήταν συρρικνωμένη. Είχε ατροφήσει τόσο που χωρούσε σε μορφές λόγου. Ήταν άνιση. Χωρίς να παύει να συγκινεί, γιατί έμοιαζε με τις ζωές των άλλων. Όπως η ίδια δήλωσε.
     Η Κατίνα, ακολουθώντας τα βήματα της μάνας προσπαθεί να χαράξει τη δική της πορεία στη ζωή. Πρέπει να γνωρίσει όσο καλύτερα μπορεί απ’ αυτή τη γυναίκα ώστε να μπορέσει να λυτρωθεί απ’ αυτήν, να ξεφύγει απ’ τη βαριά σκιά της. Κι όντως βαριά είναι η σκιά της μάνας. Το γιατί θα το ανακαλύψουμε στην πορεία, μέσα από τα γράμματα, τα e-mail και τα ημερολόγια της κοπέλας, μέσα από μια ανακοίνωση σ’ ένα συνέδριο και τις συνεντεύξεις της μάνας.
     Το «Μέσα σ’ ένα κορίτσι σαν κι εσένα» είναι ένα μυθιστόρημα καθυστερημένης ενηλικίωσης, αλλά και μια ιστορία που παρατηρεί και καταγράφει όλα όσα συμβαίνουν γύρω από τους ήρωές της: τις τεχνολογικές εξελίξεις, τη ζωή στη σύγχρονη Αθήνα, την σκληρή πραγματικότητα στην Παλαιστίνη (γίνονται αρκετές αναφορές στη Ρέιτσελ Κόρι, την οποία γνώριζε προσωπικά μια από τις φίλες της πρωταγωνίστριας), τη μοναξιά που χαράζει όλο και πιο πολύ τις ψυχές των ανθρώπων. Η Κατίνα μοιάζει σαν ένας μετεωρίτης αδύναμος, μα αποφασισμένος για όλα, που πέφτει λες από το πουθενά μέσα σε μια άγρια πόλη, σε μια παράξενη χώρα, όπου: «οι γυναίκες είναι τόσο πιο ωραίες απ’ τους άντρες που απορώ πώς δεν σαπφίζει σύσσωμος ο γυναικείος πληθυσμός» - όπως κάνει εκείνη δηλαδή.
     Η Δημητρακάκη πειραματίζεται με τη γραφή. Σε πολλά σημεία το κείμενο μοιάζει μεταφρασμένο λέξη προς λέξη από τα αγγλικά, αλλά αυτό αντί να στερεί κάτι από την αξία του, του χαρίζει αντίθετα μια αμεσότητα. Διαβάζοντάς το σου δίνεται η αίσθηση ότι ακούς τις σκέψεις της Κατίνας, συμμετέχεις στις συζητήσεις της, νιώθεις τους προβληματισμούς της.
     Αυτό είναι, χωρίς υπερβολή, ένα από τα καλύτερα ελληνικά μυθιστορήματα που διάβασα τα τελευταία χρόνια.

Monday, May 2, 2011

Αλεσσάντρο Μπαρίκκο – Μετάξι

«Αυτό δεν είναι μυθιστόρημα. Ούτε και διήγημα. Είναι μια ιστορία…»
     Τα πιο πάνω διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, αλλά από το εξώφυλλο μαθαίνουμε ότι πρόκειται για μυθιστόρημα, κι ας πρόκειται για ένα κείμενο που μετά βίας ξεπερνά τις εκατό σελίδες, τυπωμένο με μεγάλους χαρακτήρες και χωρισμένο σε εξήντα πέντε κεφάλαια που εξασφαλίζουν πολλή… κενό χώρο.
     Αλλά, ας είναι. Οι υπερβολές του εκδότη δε μας στερούν κάτι από την ανάγνωση. Ο Μπαρίκκο δεν είναι συγγραφέας, είναι ποιητής, δεν είναι λογοτέχνης, είναι παραμυθάς. Ή ίσως και να είναι όλα τα πιο πάνω. Το πρώτο βιβλίο του που διάβασα ήταν ο «Ωκεανός», πριν από δώδεκα χρόνια, και το θυμάμαι ακόμη – τόσο μεγάλη εντύπωση μου είχε κάνει.
     Το «Μετάξι» σε σχέση με το προηγούμενο δεν είναι παρά μια μινιατούρα, αλλά μια μινιατούρα όμορφη, που μας ταξιδεύει, που μας χαρίζει μαγεία σε μικρές μικρές δόσεις, που μας κάνει να νιώσουμε βαθιά τις απλές αλήθειες του ήρωά του, του Ερβέ Ζονκούρ, ενός από εκείνους τους ανθρώπους που: «…αγαπούν να παρευρίσκονται στη ζωή τους, θεωρώντας ανάρμοστη οποιαδήποτε φιλοδοξία να τη ζήσουν».
     Ο Ερβέ μοιάζει να είναι ένας απ’ αυτούς τους άντρες οι οποίοι δεν έχουν κάποιο σημαντικό ρόλο να παίξουν στη ζωή, αλλά να που ένα γύρισμα της τύχης θα αλλάξει τη μοίρα του και θα τον βάλει στο επίκεντρό της. Όλα αρχίζουν όταν ένας πανέξυπνος επιχειρηματίας ονόματι Μπαλνταμπιού, θα του αναθέσει να ταξιδέψει από την αγροτική Γαλλία στη μακρινή Ιαπωνία, για να κάνει εισαγωγή αυγών μεταξοσκώληκα. Η αποστολή του είναι δύσκολη, αλλά κατά κάποιο τρόπο θα καταφέρει να τη φέρει εις πέρας. Όχι μόνο αυτό, αλλά θα ερωτευτεί κιόλας, στην αρχή μια παιδούλα χωρίς την ανατολίτικη κοψιά στα μάτια και στα επόμενά του ταξίδια την ίδια, σα μια νέα γυναίκα που θα αφεθεί με πάθος στον έρωτά του. Τα κορμιά τους θα τα ένωναν κάποια νύχτα σ’ ένα δωμάτιο σκοτεινό αφού: «Στο σκοτάδι, δεν ήταν τίποτα να την αγαπήσει και να μην αγαπήσει εκείνη».
     Το κάθε ταξίδι του στην απόμακρη χώρα στέφεται με επιτυχία -τα περισσότερα εμπορική, τα λιγότερα συναισθηματική- αλλά την κάθε του επιστροφή επισκιάζει το μέσα του κενό. Κι ας ζει μια φαινομενικά ευτυχισμένη ζωή, με μια γυναίκα που τον αγαπάει. Ό,τι και να κάνει δεν μπορεί ούτε στιγμή να ξεχάσει εκείνη την κοπέλα με το δέρμα σα γάλα που τον μάγεψε. Και όλο απομονώνεται. Μέχρι που φτάνει ακόμη και στο σημείο ν’ αγοράσει το σπίτι ενός γνωστού του, μακαρίτη πια, που για κάποιο λόγο είχε σταματήσει να μιλά…

     -Ξέρεις γιατί ο Ζαν Μπερμπέκ σταμάτησε να μιλάει; ρώτησε τον Μπαλνταμπιού.
     -Είναι ένα από τα πολλά πράγματα που δεν είπε ποτέ, απάντησε εκείνος…

     Η μοίρα που άλλοτε του χάρισε τόσα πολλά, ως συνήθως, κάποτε θέλησε να εισπράξει τα χρωστούμενα, κι έτσι τον χτύπησε αλύπητα, αλλά αυτός ποτέ δεν έχασε την ψυχραιμία του: «Επειδή η απόγνωση ήταν μια υπερβολή που δεν του ταίριαζε, έσκυψε πάνω απ’ ό,τι είχε απομείνει στη ζωή του και ξανάρχισε να το φροντίζει με την ακλόνητη επιμονή ενός κηπουρού το πρωί μετά την καταιγίδα».
     Το «Μετάξι» είναι ένα βιβλίο που θυμίζει νοσταλγική μπαλάντα και αξίζει να διαβαστεί από κάθε φίλο της καλής λογοτεχνίας. Η μεταφράστρια, Λένα Ταχματζίδου, έχει κάνει εξαιρετική δουλειά, μεταφέροντας με δεξιοτεχνία περισσή το κείμενο στη γλώσσα μας.