Διαβάζοντας το «Κορίτσι που έπαιζε με τη φωτιά» αντιλαμβάνεται κανείς πόσο καλά είχε σχεδιασμένη στο μυαλό του ο Στιγκ Λάρσον την τριλογία του «Μιλένιουμ». Κι αυτό, αφού σ’ αυτό τον τόμο βλέπουμε να επανέρχεται ένα πρόσωπο από το «Κορίτσι με το τατουάζ», που δεν έμοιαζε να τελειώνει ο ρόλος του στο πρώτο βιβλίο, και που διαδραματίζει ένα έστω μικρό, αλλά κεντρικό ρόλο εδώ. Και όχι μόνο αυτό, αλλά από τις πρώτες σελίδες του ανά χείρας βιβλίου, τον βλέπουμε να βάζει τις βάσεις για εκείνο που θα ακολουθήσει, αφού κάθε άλλο παρά τυχαία μπορούμε να θεωρήσουμε την παρουσία της Σαλάντερ σε κάποιο νησί της Καραϊβικής, όπου ένας φαινομενικά καθώς πρέπει άντρας τραβάει την προσοχή της με τις πράξεις και τη συμπεριφορά του.
Αν έχουμε μία «αντίρρηση» σχετικά με την ανάπτυξη του μύθου σ’ αυτό τον τόμο είναι ότι καθυστερεί να πάρει μπρος, αλλά όταν το κάνει η δράση είναι καταιγιστική και οι ανατροπές ακολουθούν η μια την άλλη.
Με τι καταπιάνονται εδώ η φοβερή Σαλάντερ και ο Μπλόμκβιστ; Μα με τις κατηγορίες για δολοφονία τριών προσώπων που από τη μια στιγμή στην άλλη βρίσκεται ν’ αντιμετωπίζει η πρώτη. Ο δικηγόρος Μζιούρμαν, αυτός που βίασε τη Λισμπέθ στον προηγούμενο τόμο, βρίσκεται δολοφονημένος, σχεδόν ταυτόχρονα με ένα νέο δημοσιογράφο του Μιλένιουμ και τη φίλη του, που γράφει το διδακτορικό της με θέμα το εμπόριο λευκής σαρκός στη Σουηδία. Και οι τρεις έχουν φαινομενικά εκτελεστεί εν ψυχρώ με ένα πιστόλι που φέρει τα δαχτυλικά αποτυπώματα της Λισμπέθ. Η κοπέλα, που δεν μπορεί να εμπιστευτεί καθόλου τις αρχές, αποφασίζει να εξαφανιστεί από προσώπου γης και ν’ αρχίσει τη δική της έρευνα για διαλεύκανση της υπόθεσης, αφού πιστεύει ότι κανένας απολύτως δεν πιστεύει ότι είναι αθώα. Και σ’ αυτό θα πέσει έξω, αφού τόσο ο Μπλόμκβιστ, που της χρωστά τη ζωή του, όσο και ο πρώην εργοδότης της και κάποιοι φίλοι από το παρελθόν, θα ξεκινήσουν το δικό τους αγώνα για να αποδείξουν την αθωότητά της. Στις προσπάθειές τους θα σταθούν εμπόδια ένας πρώην συνάδελφος της κοπέλας, ένας τίμιος πλην ξεροκέφαλος και θερμόαιμος αστυνομικός, αλλά και το ίδιο το αστυνομικό και επιστημονικό κατεστημένο της χώρας, που για κάποιο λόγο θέλουν να φτάσουν πρώτοι στην κοπέλα, ώστε να μην έρθουν στο φως κάποια σκοτεινά μυστικά από το παρελθόν.
Καθώς τα μυστικά και ψέματα οδηγούν τους αθώους ακόμη ερευνητές από το ένα αδιέξοδο στο άλλο, μαθαίνουμε κάποια πράγματα για τη ζωή της Λισμπέθ, που εξηγούν την αντιπάθειά της για τις αρχές και τις ακραία αντικοινωνικές της τάσεις. Και όσο περισσότερα μαθαίνουμε, τόσο περισσότερο ενισχύεται η άποψή μας ότι είναι ο καλύτερος ίσως διαμορφωμένος, ή αν προτιμάτε σκιαγραφημένος γυναικείος χαρακτήρας, από την εποχή των ρώσων κλασικών. Ο Λάρσον έκανε μια καταβύθιση στα βάθη της ψυχής της ηρωίδας του, φέρνοντας στην επιφάνεια κάποιες σκληρές ή μη αλήθειες όπως: το πώς άρχισαν όλα, το ότι έχει μια δίδυμη αδελφή («Εγώ γεννήθηκα πρώτη, εκείνη γεννήθηκε όμορφη», λέει κάπου) την οποία έχει να συναντήσει χρόνια, τα πόσα υπέφερε υπό την προστασία ενός δυσλειτουργικού κοινωνικού συστήματος, που έκανε ό,τι μπορούσε για να την κρατήσει «φυτό», εσώκλειστο πειραματόζωο σε κάποιο εργαστήριο.
Το «Κορίτσι που έπαιζε με τη φωτιά» είναι ένα βιβλίο σκληρό, σκληρότερο από το «Κορίτσι με το τατουάζ», αλλά και ένα βιβλίο όπου η γυαλιστερή βιτρίνα μιας χώρας και πάλι γκρεμίζεται, και όπου κάποιοι απλά δεν μπορούν να επιτρέψουν στα κάθε λογής καθάρματα να τη βγάλουν και πάλι καθαρή.
Πυκνογραμμένο, καλογραμμένο και μετά το πρώτο τρίτο του καταιγιστικό. Ανυπομονώ να διαβάσω το τρίτο μέρος. Όπως βλέπω ο ελληνικός τόμος αριθμεί 700 σελίδες σε αντίθεση με τον αγγλικό που είναι μόλις 500. Τι μας έφταιξαν τα καημένα τα δεντράκια;