Περισσότερο νουβέλα παρά μυθιστόρημα θυμίζει αυτό το βιβλίο, που μάλλον είναι το χειρότερο απ’ αυτά της συγγραφέως που έχω διαβάσει. Κι αυτό επειδή είναι γεμάτο στερεότυπα, ενώ οι εκπλήξεις -εκτός από δυσάρεστες- κάθε άλλο παρά εκπλήξεις είναι. Είναι τραγικό όταν βλέπεις καταξιωμένους συγγραφείς να βγάζουν βιβλία «αρπαχτές». Το έκανε ο Μάικλ Κόνελι με το “Outlook”, το έκανε κι η Πατρίσια Κόρνγουελ με το “At Risk”.
Όλα αρχίζουν με την ανάκληση στη βάση του στη Μασαχουσέτη ενός ντετέκτιβ, που παρακολουθεί κάποια μαθήματα Εγκληματολογίας στην Εθνική Ακαδημία του Τεννεσί. Η άμεση προϊστάμενή του, μια ελκυστική αλλά πολύ σκληρή εισαγγελέας, του αναθέτει να λύσει μια υπόθεση δολοφονίας που συνέβηκε πριν είκοσι χρόνια, χρησιμοποιώντας τις νέες τεχνολογίες. Αν όλα πάνε καλά, τότε θα αυξηθούν οι πιθανότητες της ανάδειξής της στη θέση της Κυβερνήτη της πολιτείας.
Ο Γουίν (Νίκη, αυτό κι αν είναι στερεότυπο), όπως λέγεται ο ντετέκτιβ, αναλαμβάνει λίγο διστακτικά την υπόθεση, αφού τον βρίσκει στο τέλος σχεδόν των μαθημάτων στην Ακαδημία, λίγο πριν τις εξετάσεις και πάρει την αξιολόγησή του. Δεν μπορεί να καταλάβει ποιος είν’ ο λόγος που έπρεπε ντε και καλά να ανοίξει εσπευσμένα αυτή η παλιά υπόθεση. Ωστόσο, από τη στιγμή που του ανατέθηκε είναι αποφασισμένος να τη λύσει.
Ως συνήθως, τα μυστικά και ψέματα είναι ο κανόνας και τίποτα δεν είναι όπως μοιάζει, αλλά κάποιο ρόλο στην όλη υπόθεση παίζει και η πολιτική. Η Κόρνγουελ προσπαθεί ανεπιτυχώς να αναδείξει τη διαφθορά και τις φιλοδοξίες που επικρατούν στα «πάνω ράφια» του αστυνομικού σώματος, καταφέρνοντας τελικά να δημιουργήσει μια σειρά από ήρωες-καρικατούρες: η σέξι πλην αδίστακτη εισαγγελέας, ο μέντορας βρώμικος μπάτσος, ο ανεπρόκοπος γιος, και ο καλός ντετέκτιβ, που δε μοιάζει να διαθέτει κανένα απολύτως ψεγάδι – σαν καινούριος φούρνος μικροκυμάτων είναι.
Όπως και νάχει, στο τέλος φυσικά όλα θα πάνε καλά, οι κακοί θα μπουν στη θέση τους, και ούτε γάτα ούτε ζημιά. Μόνο ο αναγνώστης μένει με την απορία: υπήρχε λόγος να γραφτεί αυτό το βιβλίο; Σαν φίλος της καλής αστυνομικής λογοτεχνίας θα έλεγα, Όχι!
No comments:
Post a Comment