Wednesday, February 15, 2012
Έντγκαρ Άλαν Πόε - Αφιέρωμα
Η προσωπική τραγωδία ήταν, δυστυχώς, μια επαναλαμβανόμενη κατάσταση σ' ολόκληρη τη διάρκεια της ζωής του Πόε. Γεννημένος στη Βοστώνη το 1809 από γονείς ηθοποιούς, ποτέ δε γνώρισε τον πατέρα του Ντέιβιντ Πόε, που εγκατέλειψε τη μητέρα του κι εξαφανίστηκε λίγο μετά τη γέννηση του, για να πεθάνει στη Βιρτζίνια το 1810. Η μητέρα του, που υπέφερε από φυματίωση, πέθανε στο Ρίτσμοντ της Βιρτζίνια τον Δεκέμβρη του 1811, αφήνοντας ορφανούς τον Έντγκαρ, το μεγαλύτερο αδελφό του Ουίλιαμ-Χένρι και την ετεροθαλή αδελφή τους Ροζαλί. Η κυρία Φράνσις Άλαν από το Ρίτσμοντ έπεισε τον πλούσιο έμπορο σύζυγό της Τζον να πάρει στο σπίτι τους τον μικρό. Ήταν στο σπίτι τους που μεγάλωσε, κι εκεί δέχτηκε και τις πρώτες επιρροές του, που ήταν ιστορίες σκλάβων και παραμύθια ειπωμένα από καροτσέρηδες κι έμπορους της θάλασσας. Οι νεκροί κι οι ετοιμοθάνατοι πάντα όριζαν την ψυχοσύνθεση του. Σύμφωνα μάλιστα με μια ιστορία, όταν ήταν έξι χρόνων, κάποια μέρα καθώς περνούσε από το τοπικό νεκροταφείο ένιωσε να «καταλαμβάνεται από τον τρόμο», καθώς ήταν σίγουρος ότι τα πνεύματα των απέθαντων θα τον κυνηγούσαν. Το 1815, η οικογένεια πήγε στη Σκοτία και την Αγγλία, όπου έζησαν για πέντε χρόνια. Οι εμπειρίες από το σχολείο προσέθεσαν ακόμη περισσότερες επιδράσεις στη ζωή του. Επιστρέφοντας στο Ρίτσμοντ κι ενώ βρισκόταν στα πρώτα χρόνια της εφηβείας, άρχισε να γράφει ποίηση σε τακτικά χρονικά διαστήματα. Λίγο μετά συνάντησε και τον έρωτα στο πρόσωπο ενός κοριτσιού που άκουγε στο όνομα Ελμίρα, με την οποία και συνήψε δεσμό. Το 1826 τον έστειλαν στο πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια για να σπουδάσει νομικά. Ο πλούσιος πατριός του, με τον οποίο πάντα είχε μια τρικυμιώδη σχέση, του έδωσε 100 δολάρια για να καλύψει τα χρονιαία του έξοδα, τα οποία ξεπερνούσαν τα 450 δολάρια. Κάτω απ' αυτές τις συνθήκες ο νεαρός ποιητής σύντομα βρέθηκε χρεωμένος κι άρχισε να παίζει χαρτιά για να καλύψει τις ζημιές του. Και σαν να μην έφταναν αυτά, τα γράμματα της Ελμίρα προς αυτόν υποκλέπτονταν τόσο απ’ τους γονείς της όσο κι από τους δικούς του, με αποτέλεσμα η κοπέλα να μην πάρει ποτέ τις απαντήσεις που περίμενε, με αποτέλεσμα ν' αρραβωνιαστεί κάποιον άλλο τελικά. Μετά απ' αυτό, ο Έντγκαρ το 'ριξε στο ποτό. Οι αντιστάσεις του στο αλκοόλ ωστόσο ήταν αδύνατες και πολύ εύκολα γίνονταν βίαιος και παρανοϊκός όταν έπινε πολύ. Μέχρι το τέλος του χρόνου, ο Άλαν τον έβγαλε από το πανεπιστήμιο. Μετά από φοβερούς καυγάδες με τον πατριό του ο ποιητής εγκατέλειψε το σπίτι και έβαλε πλώρη για τη Βοστώνη. Το 1827 εξέδωσε το πρώτο του βιβλιαράκι με τίτλο, "Ο Ταμερλάνος & Άλλα Ποιήματα". Η φτώχεια, τον ίδιο χρόνο, τον οδηγεί στην απεγνωσμένη λύση της στράτευσης. Κατατάσσεται στα 18 του χρόνια σαν Έντγκαρ Α. Πέρι, αναφέροντας στην αίτησή του πως είναι 22 χρόνων. Το 1829, μετά το θάνατο της αγαπητής του μητριάς, κάνει αίτηση για εγγραφή στην στρατιωτική ακαδημία του West Point, έχοντας την υποστήριξη του πατριού του, αλλά και κάποιου αξιωματικού. Με το που βρέθηκε, όμως, στο West Point το 1830, βούλιαξε πάλι στα χρέη. Έμοιαζε επίσης να μην τον σηκώνει το κλίμα εκεί. Ήταν μεγαλύτερος από τους άλλους φοιτητές, πιο μορφωμένος και σωματικά πιο αδύνατος. Ενώ βρισκόταν στην ακαδημία, μελέτησε τους ρομαντικούς ποιητές: Byron, Shelley, Keats, Wordsworth και Coleridge κι άφησε να διαδοθεί η φήμη ότι ήταν εγγονός του Μπένετικτ 'Αρνολντ. Έχοντας βαρεθεί το West Point ως τις αρχές του 1831, αποφάσισε ν’ αρχίσει να παραμελεί τα καθήκοντά του για να τον διώξουνε. Το Γενάρη πέρασε στρατοδικείο για διάφορα παραπτώματα. Μετά την απόλυσή του, κατέληξε να ζει στη Βαλτιμόρη με την αδελφή του πατέρα του Μαρία Κλεμ (θεία Μάτι) και τη κόρη της Βιργινία. Εκεί, άρχισε να γράφει πεζά κείμενα. Την ίδια περίοδο, στα 1832, ανακάλυψε και το όπιο, ένα συνηθισμένο φάρμακο της εποχής, που ήτανε διεγερτικό κι είχε την ικανότητα να εξουδετερώνει πείνα και κρύο και να επεκτείνει την αίσθηση του χρόνου. Στη διάρκεια εκείνου του καλοκαιριού είχε δεθεί ερωτικά με τη Μαίρη Ντέβερο, αλλά ο δεσμός αυτός δεν κράτησε και πολύ, κυρίως λόγω της τρομακτικής συμπεριφοράς που εμφάνιζε κάθε φορά που βρισκόταν υπό την επιρροή αλκοόλ ή ναρκωτικών. Το 1833 κέρδισε ένα λογοτεχνικό βραβείο αξίας 50 δολαρίων από μιαν εφημερίδα της Βαλτιμόρης για την ιστορία του, "Μήνυμα Στο Μπουκάλι". Αυτό του έφερε πρώτη σημαντική αναγνώριση και φήμη τους τοπικούς λογοτεχνικούς κύκλους. Ο Τζον 'Αλαν πέθανε το 1834, αλλά δεν άφησε κάτι αξίας από την περιουσία του στο θετό του γιο που ποτέ δεν υιοθέτησε, και ο οποίος σύντομα πρόσθεσε και τη λήψη λάβδανου στις κακές του συνήθειες. Το 1835 επέστρεψε στο Ρίτσμοντ για να δουλέψει σαν συντάκτης στη Southern Literary Messenger. Τότε ήταν που παντρεύτηκε και τη 13χρονη ξαδέρφη του Βιργινία, πρώτα σε κρυφή τελετή και μετά σε δημόσια, που στο πιστοποιητικό της αναφερόταν ότι το κορίτσι ήταν 21 χρόνων. Μετά από διάφορες μετακομίσεις και δουλειές η μικρή οικογένεια των Έντγκαρ, Βιργινίας και Μάτι, κατέληξε στη Φιλαδέλφεια, όπου ο ποιητής έπιασε δουλειά στο Burton's Gentleman's Magazine. Ήτανε στη διάρκεια εκείνης της περιόδου που έγραψε μερικές από τις πιο γνωστές του ιστορίες μυστηρίου και φαντασίας. Τότε ήταν που άρχισε κιόλας να εκκολάπτεται μέσα του η ιδέα να ξεκινήσει ένα δικό του περιοδικό, το The Penn Magazine, το οποίο αργότερα μετονομάστηκε σε, The Stylus. Στη διάρκεια ενός δείπνου, το Γενάρη του 1842, ενώ η Βιργινία έπαιζε άρπα και τραγουδούσε, ξαφνικά κόπηκε η ανάσα της κι άρχισε να βήχει δυνατά και να φτύνει αίμα. Αυτό το γεγονός επιβεβαίωσε εκείνο που φοβόταν από καιρό: ότι υπέφερε από τη μυστηριώδη ασθένεια της φυματίωσης που του είχε ήδη στερήσει μητέρα και πατέρα. Η ανακάλυψη αυτή τον έριξε με πάθος στο ποτό. Στη διάρκεια του καλοκαιριού του 1842 κι ενώ η θεία Μάτι κρατούσε το σπιτικό όπως μπορούσε, ακόμη και δεχόμενη ελεημοσύνη, η κατάσταση της Βιργινίας υποτροπίασε. Ο Πόε, χαμένος στον κόσμο του, αναζήτησε τη νιόπαντρη Μαίρη Ντέβερο στη Νέα Υόρκη. Περίμενε έξω από τη πόρτα της μέχρι να γυρίσει σπίτι και με το που την είδε την κατηγόρησε ότι δεν αγαπούσε τον άντρα της. Μετά από λίγες μέρες, τον βρήκαν να περιπλανιέται στο δάσος, βρώμικος κι αναμαλλιασμένος. Λίγο καιρό μετά μπήκε σ' εφαρμογή ένα σχέδιο για να βρεθεί υποστήριξη για το σχεδιαζόμενο περιοδικό του, μέσω πολιτικών επαφών. Οι προσπάθειές του στη Φιλαδέλφεια απέτυχαν, αλλά το 1943 τον προσκάλεσαν για να δώσει μια διάλεξη στην Ουάσιγκτον και να συναντηθεί με τον πρόεδρο στο Λευκό Οίκο. Αυτή ήταν η πιο σημαντική ευκαιρία που 'χε ποτέ για να κάνει καλή εντύπωση και ν' αποκτήσει χρήσιμους συμμάχους. Αλλά, λίγες μόλις μέρες μετά την άφιξή του, πείστηκε να πιει ποτό στη διάρκεια ενός δείπνου. Αυτό οδήγησε σ' ακόμη περισσότερο ποτό. Τελικά, η διάλεξή του ακυρώθηκε κι όταν εμφανίστηκε στο Λευκό Οίκο, ήταν μεθυσμένος και έγινε ρεζίλι. Μ' όλες τις ελπίδες για στήριξη στο περιοδικό του διαλυμένες πια, επέστρεψε στη Φιλαδέλφεια. Παρακολουθώντας τη Βιργινία ν' αργοπεθαίνει αυξήθηκαν οι τάσεις του γι' αυτοκαταστροφή. Στο ποίημά του "Το Σκουλήκι Κατακτητής" (The Conqueror Worm), που γράφτηκε στη διάρκεια αυτής της σκοτεινής περιόδου, προβάλει την εικόνα ενός καταστροφικού σκουληκιού ή κάμπιας και την αποσύνθεση της ανθρωπότητας. Αν και απέκτησε αναγνώριση στους λογοτεχνικούς κύκλους, τίποτα δε θα μπορούσε να συγκριθεί με τη φήμη που απόκτησε με το που έκδωσε το 1845 "Το Κοράκι". Το ποίημα αυτό έγινε κάτι σαν εθνική ψύχωση μέσα σε λίγες βδομάδες κι ανατυπώθηκε σ' εφημερίδες και περιοδικά σ' ολάκερη τη χώρα, αλλά λόγω του ότι τότε δεν υπήρχε προστασία των πνευματικών δικαιωμάτων, όλες αυτές οι ανατυπώσεις δε του απέφεραν ούτε σεντ. Κι έτσι συνέχισε να ζει στην αιώνια φτώχεια του. Στο μεταξύ η κατάσταση της Βιργινίας συνέχισε να χειροτερεύει και το Γενάρη του 1847, στην ηλικία των 25 υπέκυψε στο μοιραίο. Το 1848, ο Έντγκαρ αρραβωνιάστηκε τη Σάρα-Έλεν Ουίτμαν, αλλά ο γάμος αναβλήθηκε δύο μέρες πριν τη τέλεσή του, καθώς ο Πόε, που 'χε υποσχεθεί να κόψει το ποτό, εντοπίστηκε να πίνει. Κάτω απ' αυτές τις συνθήκες επέστρεψε στο Ρίτσμοντ όπου συνάντησε τον έρωτα της πρώτης του νιότης την Ελμίρα, την οποία και αρραβωνιάστηκε. Ο γάμος ορίστηκε για τις 17 Οκτώβρη 1849. Τον Σεπτέμβρη αναχώρησε για να συναντήσει κάποιους φίλους και συγγενείς και να φροντίσει κάποιες δουλειές, ταξιδεύοντας προς τη Νέα Υόρκη μέσω Βαλτιμόρης και Φιλαδέλφειας. Δεν τα κατάφερε να πάει πιο μακριά από τη Βαλτιμόρη. Έφτασε εκεί μεθυσμένος και το μόνο που κατάφερε ήταν να χαθεί από προσώπου γης για πέντε μέρες. Όταν, τελικά, τον βρήκανε βρισκόταν σε παραλήρημα. Τον οδήγησαν στο νοσοκομείο όπου κρατήθηκε με το ζόρι στη ζωή για λίγες ακόμη μέρες. Πέθανε τη Κυριακή 7 Οκτωβρίου του 1849, σ' ηλικία 40 μόλις χρόνων. Τα τελευταία του λόγια ήταν: «Κύριε βοήθα τη φτωχή μου την ψυχή». Σαν ένα μυστηριώδες υστερόγραφο στη ζωή του, κάποιος ανώνυμος επισκέπτης πήγαινε τρία κόκκινα τριαντάφυλλα και ένα μπουκάλι κονιάκ στον τάφο του, στη Westminster Church της Βαλτιμόρης, στην επέτειο των γενεθλίων του συγγραφέα κάθε χρονιά, από το 1949. Όχι τώρα πια. Μάλλον αναχώρησε κι αυτός για τη χώρα του ποιητή
Ένα παλιό κείμενο που δημοσιεύθηκε σε διάφορες ιστοσελίδες στο μακρινό παρελθόν. Δυστυχώς, μετά από τόσα χρόνια, δεν μπορώ να βρω τις ξένες πήγες που χρησιμοποίησα για το άρθρο, και γι' αυτό απολογούμαι. Έκανα μερικές αλλαγές...
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment