Friday, February 24, 2012
Yukio Mishima – Thirst for Love
Ο άντρας της Ετσούκο, Ριοσούκε, πέθανε πρόσφατα από τυφώδη πυρετό, και δεν μπορεί στα σίγουρα να πει κατά πόσο νιώθει χαρούμενη ή λυπημένη, μια και ο μακαρίτης την απατούσε ασύστολα. Ακόμη και στην κηδεία του νιώθει να τα έχει χαμένα, να μην καταλαβαίνει στ’ αλήθεια γιατί είναι εκεί. Πήγε απλά και μόνο για να κάνει το καθήκον της ή, μήπως για να επιβεβαιώσει τις σκέψεις της στιγμής; «Δεν ήρθα για να αποτεφρώσω τον άντρα μου», αναλογιζόταν, «αλλά για να αποτεφρώσω τη ζήλεια μου». Μ' αυτό τον τρόπο αρχίζει να ξεδιπλώνεται ο μύθος στο Thirst for Love.
Όπως και νάχει, ο άντρας της τώρα είναι πια νεκρός, κι αυτή έχει εγκαταλείψει τη μεγάλη πόλη, το Τόκιο και έχει μετακομίσει στην εξοχή, στην περιοχή της Οσάκα, όπου ζει με την οικογένεια του μακαρίτη. Ο πατριάρχης, Γιακίτσι Σουκιμότο, ένας ηλικιωμένος πια άντρας, νιώθει μεγάλη αδυναμία για τη χήρα, και δεν χάνει ευκαιρία να την έχει δίπλα του. Ενώ η γλώσσα του κόβει σαν ξυράφι όταν έχει να κάνει με τα άλλα μέλη της οικογένειας, εκείνης της συμπεριφέρεται σχεδόν πάντα με το γάντι. Το μόνο που δεν γνωρίζει ότι η Ετσούκο έχει ήδη χαρίσει την καρδιά της σε άλλον, στον νεαρό ρωμαλέο τους υπηρέτη, τον Σαμπούρο. Ο τελευταίος δεν είναι παρά ένας άνθρωπος της γης, ένα χωριατόπαιδο δεκαοκτώ μόλις χρόνων, και σαν τέτοιο δεν έτρεφε καμία ελπίδα ότι θα μπορούσε να βρεθεί στην αγκαλιά της, όπως κι εκείνη δεν έτρεφε καμία ψευδαίσθηση ότι θα βρισκόταν στη δικιά του. Ωστόσο η Ετσούκο «έβρισκε στη ματαιότητα των ελπίδων της κάποιες ιδιαίτερες έννοιες». Τι έννοιες ή ποια νοήματα ήταν αυτά μοναχά η ίδια μπορούσε να νιώσει, να καταλάβει.
Η ζωή στην εξοχή, παρά τις αρχικές της επιφυλάξεις, τελικά της άρεσε. Πού και πού της έλειπαν οι μεγάλες λεωφόροι και ο θόρυβος της πόλης, αλλά έβρισκε κατευναστικές τις καθημερινές της ρουτίνες, την έκαναν να ξεχνιέται. Έκανε λοιπόν τις δουλειές του σπιτιού που της αναλογούσαν, καθόταν στο τραπέζι του φαγητού με το γέρο, το γιο του Κενσούκο και τη γυναίκα του Κιέκο, και την Ασάκο, ο άντρας της οποίας βρισκόταν κάπου στη Σιβηρία, και ονειρευόταν – σαν ρομαντικό κοριτσάκι ονειρευόταν.
Όπως είναι φυσικό όμως από το σπιτικό δεν έλειπαν οι αντιπάθειες κι οι ζήλειες. Όλοι ζήλευαν για τον ένα ή τον άλλο λόγο την Ετσούκο, ενώ εκείνη ζήλευε τον Σαμπούρο, τον άντρα που μάλλον δεν θα μπορούσε ποτέ να κάνει δικό της, τον άντρα που κάποτε θα ένιωθε ότι την πρόδωσε, κι ας μην της ανήκε – αυτόν που σύντομα θα ένιωθε πόθο για μια γυναίκα, την οποία όμως δεν θα αγαπούσε.
«Τα παρατεταμένα πάθη κάνουν τον άνθρωπο ηλίθιο», διαβάζουμε κάπου και η ηρωίδα μας κάποια στιγμή θα νιώσει ακριβώς έτσι. Θα νιώσει ηλίθια επειδή πίστεψε σε ένα όνειρο και σε κάποιες υποσχέσεις που ποτέ δεν δόθηκαν. Και σαν να μην έφτανε αυτό σύντομα θα έφτανε στο σημείο να προκαλέσει την απέχθεια ακόμη και στο Γιακίτσι, που θα δεν θα δίσταζε να την παρομοιάσει «με ένα όμορφο έκζεμα».
Το τέλος της καλογραμμένης και γλυκόπικρης αυτής ιστορίας θα βρει τους ήρωές μας σε κάποια τραγικά της ζωής σταυροδρόμια. Κάποιοι θα επιλέξουν τα σωστά μονοπάτια και κάποιοι τα λανθασμένα. Αλλά η γη θα εξακολουθεί να γυρίζει και η ζωή να συνεχίζεται – με όλα τα μικρά ή και μεγαλύτερα δράματά της.
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment