Tuesday, February 28, 2012
Michèle Halberstadt – The Pianist in the Dark
«Η μουσική είναι η γλώσσα της ψυχής», διαβάζουμε κάπου και στο The Pianist in the Dark αυτό ισχύει απόλυτα. Η μουσική είναι όντως η γλώσσα της ψυχής της Μαρίας Θηρεσίας, που ζει στη Βιέννη του 18ου αιώνα. Η κοπέλα είναι από τα τρία της χρόνια τυφλή – απλά ξύπνησε ένα πρωί και δεν μπορούσε πια να δει, κι αυτή ήταν η πρώτη της ανάμνηση: «Μια ανάμνηση απώλειας και φόβου». Στερημένη από τόσο νωρίς από μια από τις πλέον σημαντικές αισθήσεις η Μαρία Θηρεσία παραδόθηκε με όλο της το είναι στο μεγάλο της πάθος, το μοναδικό, το πιάνο, που «είναι ένα ημερολόγιο γεμάτο με συναισθήματα τα οποία αρνείται να μοιραστεί με οποιοδήποτε».
Όσο μεγαλώνει η κοπέλα, τόσο μεγαλώνει και το ταλέντο της, και τόσο και πληθαίνουν τα προβλήματα στο σπίτι, καθώς οι γονείς της τσακώνονται όλη την ώρα, λες και δεν έχουν τίποτα κοινό εκτός από κείνην – εκείνην που ζει μια λίγο πολύ άνετη ζωή και που έχει αποκτήσει φήμη, αλλά κι η οποία πολύ υποφέρει. Από τη μια είναι οι οδυνηρές θεραπείες στις οποίες υπόκειται, με την οικονομική στήριξη της αυτοκράτειρας, που υπηρετεί σαν γραμματέας ο πατέρας της, και οι οποίες δεν φέρνουν κανένα απολύτως αποτέλεσμα, κι από την άλλη είναι η μοναξιά και η μελαγχολία της. Όλα δείχνουν ότι θα ζήσει και θα πεθάνει μόνη, γι’ αυτό και έχει πείσει τον εαυτό της ότι: «Η όραση δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση η οποία αναγκάζει τις υπόλοιπες αισθήσεις να παραστρατούν».
Τα πράγματα ωστόσο θα αλλάξουν όταν θα την προσέξει και θα εκδηλώσει το ενδιαφέρον του γι’ αυτήν ο Φραντζ Αντόν Μεσμέρ, μουσικός, επιστήμονας, διανοούμενος, θεραπευτής και, κατά πολλούς, τσαρλατάνος. Ο Μεσμέρ, θα πείσει την κοπέλα ότι μπορεί να τη γιατρέψει, χρησιμοποιώντας κάποιες από τις καθόλα ανορθόδοξες και μη αποδεκτές από το ιατρικό κατεστημένο, μεθόδους του. Θα μετακομίσει λοιπόν, παρά τις επιφυλάξεις των γονιών της, στην έπαυλη όπου διατηρεί την κλινική του ο πρώτος, κι εκεί θα αρχίσει να υποβάλλεται σε μερικές όχι και τόσο οδυνηρές θεραπείες. Και σιγά σιγά η όρασή της θ’ αρχίσει όντως να επανέρχεται. Στην αρχή θα βλέπει σκιές, μετά σχήματα, μετά πρόσωπα και πράγματα, τα οποία θα μαθαίνει για πρώτη φορά λες στη ζωή της να αναγνωρίζει από την όψη τους. Προτού καλά καλά το καταλάβει ένας καινούριος θαυμαστός κόσμος θα ξεδιπλωθεί μπροστά της, αυτός της όρασης, κι ένας ακόμη, αυτός των ερωτικών συναισθημάτων. Θα ερωτευτεί τον άντρα που τη γιάτρεψε. Αυτοί οι δύο κόσμοι ωστόσο θα της στερήσουν αυτό που πιότερο αγαπά, αυτό που την κράτησε ζωντανή για τόσα χρόνια, το ταλέντο της. «Δεν είμαι τυφλή, αλλά δεν μπορώ να δω», λέει όταν αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί πια να παίξει μουσική. Όσο όμως περνάει ο καιρός τόσο θα ανοίγουν τα μάτια της και σε κάποιες άλλες πικρές αλήθειες: «Σε τι ωφελεί το να βλέπει κανείς, αν το μόνο που κάνει αυτό είναι το να σου ανοίγει τα μάτια στην αλήθεια της ανθρώπινης φύσης;» Τελικά κανείς δεν την αγαπά αρκετά, όχι όσο της αξίζει. Οι γονείς της ενδιαφέρονται περισσότερο για τα λεφτά κι εκείνος, ο σωτήρας και δήμιός της, για τη φήμη του. Θα συγκρουστεί και με τους μεν και με τον δε. Δεν θα γίνει για χατίρι τους ένα τέρας της φύσης. Όλα αυτά που έχει ζήσει της έχουν ανοίξει πια για τα καλά τα μέσα της μάτια και μ’ αυτά πλέον θα πορευτεί, χαράζοντας τη δική της πορεία στο χάρτη. Μια πορεία από την οποία δεν θα λείψει ο πόνος, αλλά που θα δικαιώσει τελικά τις επιλογές της – όσο ακραίες κι αν είναι αυτές.
Μια καλογραμμένη νουβέλα που διαβάζεται σε μια καθισιά και έχει πολλά να πει στον αναγνώστη, κυρίως σε ό,τι αφορά την περιπέτεια του ανθρώπου.
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment