Monday, June 18, 2012
Erri De Luca – Me, You
Το Me, You είναι ένα από εκείνα τα πολύ τρυφερά βιβλία -που μιλούν για τα παλιά καλά χρόνια, τότε που όλα ήταν πιο ανθρώπινα κι απλά -τα οποία καταφέρνουν να καθηλώσουν μ’ ένα μαγικό σχεδόν τρόπο τον αναγνώστη.
Ένα αγόρι καταφθάνει κάθε καλοκαίρι από την πόλη σ’ ένα νησί κι εκεί νιώθει να τον πλημμυρίζει μια αίσθηση χαράς κι απέραντης ελευθερίας: «Ήμουν ένα παιδί της πόλης, αλλά το καλοκαίρι μεταμορφωνόμουνα σ’ έναν άγριο».
Ωστόσο δεν μεταμορφωνόταν, όχι στ’ αλήθεια, απλά εκεί μπορούσε να είναι ο εαυτός του. Του άρεσε να πηγαίνει για ψάρεμα με το θείο του και με τον Νικόλα, που πολέμησε στο Σαράγεβο στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, και ο οποίος τον δίδαξε τους τρόπους της θάλασσας, χωρίς να του λέει ποτέ κάνε αυτό ή κάνε εκείνο, αλλά και ότι: «Από τη θάλασσα παίρνεις αυτό που σου δίνει και όχι αυτό που θες». Του άρεσε επίσης να τριγυρνά από δω κι από κει στο νησί και να γνωρίζει κόσμο, αλλά και ν’ ακολουθεί τον ξάδελφό του Ντανιέλ στην παραλία και να συμμετέχει στα πάρτι του. Και φυσικά του άρεσε να κάνει σκανδαλιές.
Τα καλοκαίρια τον έκαναν πάντα να νιώθει πλούσιος, αλλά αυτό ειδικά το καλοκαίρι, των δεκάξι του χρόνων θα του έδινε ακόμη μεγαλύτερη χαρά, αφού στη διάρκειά του θα γνώριζε μια κοπέλα μεγαλύτερη σε ηλικία απ’ αυτόν, η οποία θα έκανε την καρδιά του να σκιρτήσει για πρώτη φορά από το τσίμπημα του έρωτα. «Η Καΐα έμοιαζε να κρύβει μέσα της μια αποκάλυψη, η οποία θα μπορούσε να προσεγγιστεί μοναχά μέσω της αγάπης».
Η Καΐα ήταν κάθε άλλο παρά μια συνηθισμένη νέα γυναίκα. Την περισσότερη ώρα έμοιαζε σκεφτική, πού και πού λυπημένη, παντοτινά σοφή. Λες και η ζωή της έκλεψε τα πάντα και της χάρισε σαν αντάλλαγμα μια πρώιμη ωριμότητα. Το βλέμμα της έμοιαζε σκοτεινό, σχεδόν στοιχειωμένο, σαν τα είχε δει όλα. Και ίσως να ήταν αυτό ακριβώς το σκοτάδι, πέρα από τη σχεδόν εξωτική της ομορφιά, που τον προσέλκυσαν κοντά της.
«Εν τη παρουσία της η αναπνοή μου ήταν σταθερή, μακριά απ’ αυτήν σχεδόν κοβόταν, γινόταν αγχωμένη».
Το ομορφότερο πράγμα που του συνέβηκε ποτέ; Μια βραδιά, στο θερινό το σινεμά, να παρακολουθούν το «Για ποιον χτυπά η καμπάνα», κι αυτός να την αγκαλιάζει από πίσω και να μυρίζει το άρωμα των μαλλιών της.
Κάποια στιγμή ωστόσο αυτή θα έφευγε και η καρδιά του θα ράγιζε. Κι ας εισέβαλε στη ζωή του αμέσως ένα άλλο, συνομήλικο του αυτή τη φορά, κορίτσι, το οποίο θα του έταζε ό,τι επιθυμούσε. «Με προσκαλούσε σε μια ηλικία που είχε εξαφανιστεί απ’ το κορμί και τις σκέψεις μου».
Μια καλογραμμένη ιστορία για το καλοκαίρι, τον έρωτα και την αθωότητα, για τις μαγικές στιγμές της ζωής που γίνονται όλο και πιο σπάνιες, για τα περασμένα μα ποτέ ξεχασμένα. Κι ένα κείμενο γλυκόπικρο, που καταφέρνει με άμεσο τρόπο να μεταδώσει τα βαθιά ανθρώπινα μηνύματά του στον αναγνώστη.
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment