Αγορά από το Book Depository
Για μένα προσωπικά την Αγία Τριάδα του σύγχρονου αμερικανικού αστυνομικού μυθιστορήματος αποτελούν οι Ντέιβιντ Μπαλτάτσι, Τζέφρι Ντίβερ και Μάικλ Κόνελι. Σ’ αυτούς τους τρεις τώρα αναγκάζομαι να προσθέσω και τον Λι Τσάιλντ (εγγλέζος, αλλά ζει στις ΗΠΑ και τα βιβλία του διαδραματίζονται εκεί), που απλά είναι μοναδικός. Η πλάκα είναι ότι τον ανακάλυψα μόλις φέτος, ή μάλλον τον διάβασα φέτος για πρώτη φορά. Η αρχή έγινε με το Worth Dying For, ακολούθησε το ηλεκτρονικής μορφής διήγημα Second Son και μετά σειρά πήρε αυτό το μυθιστόρημα, που κυκλοφόρησε πριν τρεις ημέρες στην Αμερική, και το οποίο καταβρόχθισα σε μια μόλις μέρα.
Μ’ αυτό το βιβλίο ο συγγραφέας ουσιαστικά ταξιδεύει τον αναγνώστη πίσω στο χρόνο για να του χαρίσει την πρώτη ιστορία, για να του πει δηλαδή πώς όλα άρχισαν για το βασικό του πρωταγωνιστή.
Βρισκόμαστε στο έτος 1997 στην Ουάσινγκτον. Ένας αξιωματούχος προσκαλεί τον τριανταεξάχρονο τότε στρατονόμο Τζακ Ρίτσερ στο γραφείο του για να του αναθέσει μια πολύ σημαντική αποστολή. Πρέπει να αναχωρήσει αμέσως για την πόλη Κάρτερ Κρόσινγκ του Μισσισσιππή, για να διερευνήσει την υπόθεση της δολοφονίας μιας νέας γυναίκας. Το έγκλημα έγινε έξω από τα τείχη της βάσης που διατηρεί ο στρατός στην περιοχή, αλλά ο βασικός ύποπτος είναι ένας αξιωματικός, έτσι οι στρατιωτικές αρχές, αν και δεν έχουν δικαιοδοσία εκεί, πρέπει να παίξουν κι αυτές το ρόλο τους σ’ αυτή την υπόθεση – να προσπαθήσουν δηλαδή να φυλάξουν τα νώτα τους.
Ο Ρίτσερ που για ευνόητους λόγους πρέπει να δουλέψει σαν μυστικός αστυνομικός, κινά στη στιγμή για τον προορισμό του. Όταν φτάνει όμως εκεί, δεν βρίσκει τα πράγματα όπως τα περιμένει. Οι πληροφορίες που του έδωσαν για το έγκλημα είναι τουλάχιστον ανακριβείς, όλοι κρύβονται πίσω από μυστικά και ψέματα, και κάποιοι νταήδες προσπαθούν από το πρώτο λεπτό να του κάνουν τη ζωή δύσκολη. Και σαν να μην έφταναν όλ’ αυτά, η πανέμορφη σερίφης της πόλης που ακούει στο όνομα Ελίζαμπεθ Ντέβερο, αντιλαμβάνεται τι είναι και τι κάνει εκεί με το που τον συναντά και θέλει να τον ξεφορτωθεί. Ωστόσο εκείνος είναι αποφασισμένος να παραμείνει στην πόλη και να διερευνήσει την υπόθεση όσο καλύτερα μπορεί, και σιγά σιγά θ’ αρχίσει, παρόλη την καχυποψία που υπάρχει ανάμεσά τους, να κερδίζει την εκτίμηση, αν και όχι την απόλυτη εμπιστοσύνη της τελευταίας, η οποία όμως θα παραδεχτεί τελικά σιωπηλά ότι ίσως τον χρειάζεται.
Η έρευνα, αν και αρχικά δείχνει απλή, στο τέλος θα αποδειχτεί κάθε άλλο παρά τέτοια, αφού μια σειρά από ατυχείς επιλογές, μα και παραλείψεις των ντόπιων αστυνομικών, αλλά και ο κώδικας σιωπής που επιβάλλουν οι στρατιωτικές αρχές, υψώνουν συνεχώς εμπόδια στο δρόμο τους. Κάθε φορά που φτάνουν σε μια απάντηση αναδύονται νέα ερωτήματα, κάθε φορά που πλησιάζουν κάποια λύση προκύπτουν νέοι γρίφοι. Στο μεταξύ φτάνουν και κάποια μηνύματα απ’ την Ουάσινγκτον που δεν αφήνουν τον Ρίτσερ να ησυχάσει ούτε στιγμή, με αποτέλεσμα για πρώτη φορά στη ζωή του να μην εμπιστεύεται απολύτως το ένστικτό του. Όπως λένε κάποιοι, τα γραπτά μένουν, κι αυτό ακριβώς του παρουσιάζουν τα αφεντικά του: γραπτά στοιχεία, τα οποία για κάποιο λόγο δεν εμπιστεύεται, αλλά και τα οποία δεν μπορεί, την ίδια στιγμή, να αγνοεί. Κάποιος ή κάποιοι μοιάζουν να παίζουν μαζί του, αλλά και με κάποιους άλλους, ένα σκληρό παιχνίδι, με αποφασισμένο από πριν το αποτέλεσμα. Δεν υπολογίζουν όμως όσο θα έπρεπε τον Ρίτσερ, το μοναχικό αυτό καβαλάρη, που περισσότερο ενδιαφέρεται για την απόδοση δικαιοσύνης παρά για τις διαταγές που του δίνουν.
Εδώ έχουμε ένα ακόμη καλογραμμένο θρίλερ, που κινείται σε κινηματογραφικούς ρυθμούς και διαβάζεται με κομμένη την ανάσα. Απ’ αυτό δεν απουσιάζει και το χιούμορ, ειδικά στις ερωτικές σκηνές και όταν ο πρωταγωνιστής έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με τους μάγκες της πόλης, κάτι που του χαρίζει μια ξεχωριστή νότα. Και το πιο σημαντικό: είναι πολύ καλύτερο από το προηγούμενό του μυθιστόρημα, το οποίο βρήκα επίσης εξαιρετικό. Δηλαδή από κορυφή σε κορυφή μας πάει ο κύριος Τσάιλντ. Ας ελπίσουμε ότι θα συνεχίσει έτσι.
Μ’ αυτό το βιβλίο ο συγγραφέας ουσιαστικά ταξιδεύει τον αναγνώστη πίσω στο χρόνο για να του χαρίσει την πρώτη ιστορία, για να του πει δηλαδή πώς όλα άρχισαν για το βασικό του πρωταγωνιστή.
Βρισκόμαστε στο έτος 1997 στην Ουάσινγκτον. Ένας αξιωματούχος προσκαλεί τον τριανταεξάχρονο τότε στρατονόμο Τζακ Ρίτσερ στο γραφείο του για να του αναθέσει μια πολύ σημαντική αποστολή. Πρέπει να αναχωρήσει αμέσως για την πόλη Κάρτερ Κρόσινγκ του Μισσισσιππή, για να διερευνήσει την υπόθεση της δολοφονίας μιας νέας γυναίκας. Το έγκλημα έγινε έξω από τα τείχη της βάσης που διατηρεί ο στρατός στην περιοχή, αλλά ο βασικός ύποπτος είναι ένας αξιωματικός, έτσι οι στρατιωτικές αρχές, αν και δεν έχουν δικαιοδοσία εκεί, πρέπει να παίξουν κι αυτές το ρόλο τους σ’ αυτή την υπόθεση – να προσπαθήσουν δηλαδή να φυλάξουν τα νώτα τους.
Ο Ρίτσερ που για ευνόητους λόγους πρέπει να δουλέψει σαν μυστικός αστυνομικός, κινά στη στιγμή για τον προορισμό του. Όταν φτάνει όμως εκεί, δεν βρίσκει τα πράγματα όπως τα περιμένει. Οι πληροφορίες που του έδωσαν για το έγκλημα είναι τουλάχιστον ανακριβείς, όλοι κρύβονται πίσω από μυστικά και ψέματα, και κάποιοι νταήδες προσπαθούν από το πρώτο λεπτό να του κάνουν τη ζωή δύσκολη. Και σαν να μην έφταναν όλ’ αυτά, η πανέμορφη σερίφης της πόλης που ακούει στο όνομα Ελίζαμπεθ Ντέβερο, αντιλαμβάνεται τι είναι και τι κάνει εκεί με το που τον συναντά και θέλει να τον ξεφορτωθεί. Ωστόσο εκείνος είναι αποφασισμένος να παραμείνει στην πόλη και να διερευνήσει την υπόθεση όσο καλύτερα μπορεί, και σιγά σιγά θ’ αρχίσει, παρόλη την καχυποψία που υπάρχει ανάμεσά τους, να κερδίζει την εκτίμηση, αν και όχι την απόλυτη εμπιστοσύνη της τελευταίας, η οποία όμως θα παραδεχτεί τελικά σιωπηλά ότι ίσως τον χρειάζεται.
Η έρευνα, αν και αρχικά δείχνει απλή, στο τέλος θα αποδειχτεί κάθε άλλο παρά τέτοια, αφού μια σειρά από ατυχείς επιλογές, μα και παραλείψεις των ντόπιων αστυνομικών, αλλά και ο κώδικας σιωπής που επιβάλλουν οι στρατιωτικές αρχές, υψώνουν συνεχώς εμπόδια στο δρόμο τους. Κάθε φορά που φτάνουν σε μια απάντηση αναδύονται νέα ερωτήματα, κάθε φορά που πλησιάζουν κάποια λύση προκύπτουν νέοι γρίφοι. Στο μεταξύ φτάνουν και κάποια μηνύματα απ’ την Ουάσινγκτον που δεν αφήνουν τον Ρίτσερ να ησυχάσει ούτε στιγμή, με αποτέλεσμα για πρώτη φορά στη ζωή του να μην εμπιστεύεται απολύτως το ένστικτό του. Όπως λένε κάποιοι, τα γραπτά μένουν, κι αυτό ακριβώς του παρουσιάζουν τα αφεντικά του: γραπτά στοιχεία, τα οποία για κάποιο λόγο δεν εμπιστεύεται, αλλά και τα οποία δεν μπορεί, την ίδια στιγμή, να αγνοεί. Κάποιος ή κάποιοι μοιάζουν να παίζουν μαζί του, αλλά και με κάποιους άλλους, ένα σκληρό παιχνίδι, με αποφασισμένο από πριν το αποτέλεσμα. Δεν υπολογίζουν όμως όσο θα έπρεπε τον Ρίτσερ, το μοναχικό αυτό καβαλάρη, που περισσότερο ενδιαφέρεται για την απόδοση δικαιοσύνης παρά για τις διαταγές που του δίνουν.
Εδώ έχουμε ένα ακόμη καλογραμμένο θρίλερ, που κινείται σε κινηματογραφικούς ρυθμούς και διαβάζεται με κομμένη την ανάσα. Απ’ αυτό δεν απουσιάζει και το χιούμορ, ειδικά στις ερωτικές σκηνές και όταν ο πρωταγωνιστής έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με τους μάγκες της πόλης, κάτι που του χαρίζει μια ξεχωριστή νότα. Και το πιο σημαντικό: είναι πολύ καλύτερο από το προηγούμενό του μυθιστόρημα, το οποίο βρήκα επίσης εξαιρετικό. Δηλαδή από κορυφή σε κορυφή μας πάει ο κύριος Τσάιλντ. Ας ελπίσουμε ότι θα συνεχίσει έτσι.