Friday, August 10, 2012
Mari Akasaka – Vibrator
Το πιο προκλητικό και πλέον παραπλανητικό στοιχείο σ’ αυτό το βιβλίο είναι ο τίτλος του. Βλέποντάς τον κανείς αναπόφευκτα σκέφτεται ότι θα βρει εδώ μια ιστορία άκρατου ερωτισμού και τα λοιπά τραγικά, αλλά αυτό δεν συμβαίνει. Όχι πώς δεν υπάρχει σεξ στο Vibrator, υπάρχει, αλλά ο Δονητής, στον οποίο αναφέρεται δεν είναι άλλος απ’ αυτόν του κινητού τηλεφώνου.
Αν θέλαμε να περιγράψουμε με λίγες λέξεις αυτό το κείμενο θα λέγαμε ότι πρόκειται για μια ιστορία αυτοανακάλυψης. Η πρωταγωνίστριά του, η Ρέι, είναι μια αυτοκαταστροφική γυναίκα που πάσχει από βουλιμία και αλκοολισμό. Αν και επιτυχημένη στην επαγγελματική της ζωή, σαν δημοσιογράφος, στην προσωπική τίποτα δεν μοιάζει να της πηγαίνει καλά. Οι λόγοι είναι πολλοί και διάφοροι και έχουν σαν αφετηρία την παιδική της ηλικία, και πιο συγκεκριμένα ένα περιστατικό που συνέβηκε στην όγδοη τάξη του σχολείου, το οποίο την τάραξε υπερβολικά πολύ: δέχτηκε ένα χαστούκι από κάποιο δάσκαλο.
Τα σημερινά της προβλήματα ωστόσο, όσο κι αν εκκινούν απ’ το χθες, έχουν να κάνουν με μια αίσθηση ματαιότητας που την καταβάλλει πού και πού, με την ανασφάλειά της, μα πάνω απ’ όλα με τις αϋπνίες της.
Η Ρέι είναι σχιζοφρενής, ακούει φωνές στο κεφάλι της και πολλές φορές συγχέει αυτά που συμβαίνουν μέσα εκεί με την πραγματικότητα. Και είναι μόνη. Κι αυτή η μοναξιά την τρελαίνει περισσότερο.
Πίνει για να κάνει τις μέσα της φωνές να σιωπήσουν, ή έστω να γίνουν πιο λίγες. Πίνει κι από μέσα της γελά και δακρύζει. Γελά για την κατάντια της, κλαίει επειδή φοβάται ότι αν συνεχίσει έτσι θα χάσει πια για τα καλά το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή της, τις λέξεις. Γι’ αυτές μιλά ξανά και ξανά, σ’ αυτές κατ’ επανάληψη επιστρέφει:
«Η μαμά μου δεν μπορούσε να καταλάβει πόσο μεγάλη σημασία είχε για μένα η αποδόμηση των λέξεων». «Οι λέξεις υπάρχουν μοναχά εκεί που εκφέρονται». «Θα εξακολουθούσα να χαμογελώ αν δεν υπήρχαν λέξεις;». Κάποτε απελπισμένη σκέφτεται: «Δεν έχω δικές μου λέξεις. Δεν μπορώ να γράψω λέξεις που να μου ανήκουν».
Η Ρέι είναι μια εξαιρετικά ευαίσθητη, μα μισοπεθαμένη ψυχή. Δεν μοιάζει να ζει, αλλά απλά να επιβιώνει. Θέλει να είναι αλλιώς, μα δεν το μπορεί. Παραπαίει στα όρια της κατάθλιψης.
Αυτά μέχρι που μια παγωμένη νυχτιά γνωρίζει σε μια υπεραγορά στο Τόκιο έναν φορτηγατζή. Με που τον αντικρίζει νιώθει μια δόνηση να τη συνταράζει, τη δόνηση του κινητού, που είναι στην τσέπη της. Θ’ αφήσει την κλήση αναπάντητη, απλά και μόνο επειδή είναι στον κόσμο της, κι οι μέσα της φωνές δεν ξέρουν ν’ απαντάνε τα τηλέφωνα. Αντί αυτού θα πληρώσει τις αγορές της, τζιν και λευκό κρασί, και θα βγει στο δρόμο. Εκεί που θα συναντήσει για μια ακόμη φορά τον φορτηγατζή, τον Τακατόσι, τον οποίο και θ’ ακολουθήσει σε διαδρομές εκατοντάδων χιλιομέτρων για δυο μέρες και δυο νύχτες.
Θα νιώσει από την πρώτη στιγμή άνετα μ’ αυτό τον άντρα κι ας της ομολογεί ότι έχει βίαιο παρελθόν. Νιώθει κάποιου είδους ψυχική συγγένεια μαζί του, και, το πιο σημαντικό, όσο είναι δίπλα του οι μέσα της φωνές χαμηλώνουν, μερικές φορές βγάζουν κιόλας το σκασμό.
Αυτό το αυθόρμητο και μακρύ ταξίδι, ίσως στο τέλος ν’ αποδειχτεί η σωτηρία της, καθώς: «Φοβάμαι τους ανθρώπους που δεν μπορώ να αγγίξω», λέει, αλλά τον Τακατόσι και να τον αγγίξει μπορεί, αλλά και να τον καταλάβει. Αυτός, από τη δική του πλευρά, τη δέχεται όπως ακριβώς είναι, με όλες τις παραξενιές της, κι αυτό είναι πολύ σημαντικό. Ο ένας βρίσκει στον άλλο ό,τι χρειάζεται, αλλά και οι δύο γνωρίζουν ότι η συνύπαρξή τους δεν θα κρατήσει και πολύ. Σ’ αυτή την περίπτωση ωστόσο το λίγο είναι αρκετό.
Όμορφη, ποιητική και οικονομημένη γραφή, που κάπου θυμίζει Μπανάνα Γιοσιμότο, αλλά στο πιο ερωτικό της.
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment