Monday, January 31, 2011
Dennis Lehane – Shutter Island
Πάει καιρός από την τελευταία φορά που διάβασα ένα αστυνομικό βιβλίο ή, αν προτιμάτε, κάποιο θρίλερ και αυτή η ιστορία, που πρόσφατα μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο, μού υπενθύμισε -όχι πως χρειαζόταν δηλαδή- πόσο αγαπώ αυτή την κατηγορία λογοτεχνίας και γιατί.
Το Shutter Island είναι ένα από εκείνα τα βιβλία που καθηλώνουν τον αναγνώστη από την πρώτη μέχρι και την τελευταία σελίδα. Ένα θρίλερ όπου όλα μοιάζουν ψέμα και ίσως στην τελική να είναι. Ο Λεχέιν, μάστορας του είδους, που έχει γράψει και το περίφημο Mystic River, μοιάζει να παίζει με τον αναγνώστη. Από την αρχή μέχρι σχεδόν και το τέλος τού δίνει πλήθος στοιχεία, που στη συνέχεια ανατρέπει, τον γεμίζει υποψίες τις οποίες δε δικαιώνει. Τον αναγκάζει να περιπλανιέται αβοήθητος στα μονοπάτια του μύθου, πού και πού φωτίζει κάπως το δρόμο του, αλλά μετά τον ρίχνει και πάλι στο σκοτάδι. Σα να του λέει: «Να δεις τι σου ’χω για μετά».
Βρισκόμαστε στα μέσα της δεκαετίας του πενήντα. Ένας αστυνόμος, ο Τέντι Ντάνιελς, καταφθάνει στο νησί Shutter για να ανακαλύψει μια φυγάδα, τρόφιμο ενός νοσοκομείου για παρανοϊκούς εγκληματίες. Το όνομά της είναι Ρέιτσελ Σολάντο και κρατείται για τη δολοφονία των τριών της παιδιών. Καθώς ο Ντάνιελς αρχίζει την έρευνά του, αντιλαμβάνεται ότι θα πρέπει να υπερπηδήσει πολλά εμπόδια για να τη φέρει εις πέρας. Κατ’ αρχήν την επιφυλακτικότητα των αρχών του νοσοκομείου, τα πολλά μικρά και μεγάλα μυστικά που κρύβονται πίσω απ’ τις σιωπές τους, αλλά και την απροθυμία του προσωπικού για να τον βοηθήσει. Νιώθει σίγουρος ότι πίσω από καθετί που του λένε κρύβεται κάτι άλλο και τα ερωτήματα που του βασανίζουν το μυαλό όλο και πληθαίνουν. Το πρώτο και μεγαλύτερο είναι το πώς. Πώς δραπέτευσε απ’ το δωμάτιο-κελί της η Σολάντο; Όλα δείχνουν ότι το να επιτύχει κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο. Μήπως είχε κάποια εκ των ένδον βοήθεια; Από κάποιο γιατρό ίσως ή από κάποιο φύλακα; Τον απασχολεί ωστόσο και το τι: Τι κρύβεται στην πτέρυγα Γ, στην οποία του έχουν απαγορεύσει ρητά την πρόσβαση; Ίσως η λύση στο μυστήριο;
Καθώς ένας φονικός τυφώνας κατευθύνεται προς το νησί, ο Ντάνιελς μοιάζει να ακροβατεί πάνω από το κενό. Ευτυχώς που έχει τη συμπαράσταση του Τσακ, ενός άλλου αστυνόμου, τον οποίο μόλις γνώρισε, στο καράβι που τους έφερε στο νησί, αλλιώς θα τρελαινόταν εκεί πέρα. Ο Τσακ ουσιαστικά είναι ο μοναδικός του φίλος. Μαζί κάνουν τις έρευνες, ρωτάνε, μαθαίνουν, συζητάνε – όχι μόνο για την υπόθεση, αλλά και για τις ζωές τους: «Μήπως χάνουμε το παρελθόν μας για να εξασφαλίσουμε το μέλλον μας;» αναρωτιέται κάπου ο τελευταίος, δίνοντας τροφή για σκέψη στον πρώτο. Ναι, ο Ντάνιελς νιώθει τυχερός που έχει δίπλα του ένα φίλο, ωστόσο κάτι, ένα προαίσθημα, τον κάνει επιφυλακτικό και μ’ αυτόν. Και μια τυχαία συνάντηση στη διάρκεια της κοσμοχαλασιάς, θα ενισχύσει τις υποψίες του. Ωστόσο…
Δεν αποκαλύπτουμε τη συνέχεια αφού θα ήταν εγκληματικό εκ μέρους μας. Αν είστε φίλοι της αστυνομικής λογοτεχνίας θα απολαύσετε αυτή την ιστορία πολύ. Οι τετρακόσιες και κάτι σελίδες της κύλησαν γοργά και χάθηκαν, στη διάρκεια μίας και μόλις μέρας, αφήνοντας πίσω τους χαμόγελα ικανοποίησης.
Saturday, January 29, 2011
Amy Yamada – Trash
Αυτό το βιβλίο διαδραματίζεται στη Νέα Υόρκη, αλλά η συγγραφέας του είναι εκατό τοις εκατό γιαπωνέζα. Γεννήθηκε, μεγάλωσε και ζει στην Ιαπωνία, έγραψε περισσότερα από είκοσι βιβλία στη γλώσσα της και πήρε τα βραβεία Ναόκι και Μπουντζέι για τα μυθιστορήματα Soul Music Lovers Only και Bedtime Stories αντίστοιχα.
Το Trash είναι η ιστορία μιας γιαπωνέζας γυναίκας, της Κοκό, που ζει στο Μανχάταν με τον εραστή της, τον αφροαμερικανό Ρικ, και το γιο του Τζέσι. Η Κοκό είχε φτάσει χρόνια πριν στις ΗΠΑ για να ξεφύγει από το αίσθημα καταπίεσης που ένιωθε στην πατρίδα της, κι από τότε κατάφερε όχι μόνο να τα βγάλει πέρα, αλλά να εξασφαλίσει κιόλας μια καλή δουλειά, ν’ αποκτήσει έμπιστους φίλους, να βρει τη δική της γη της επαγγελίας. Μέχρι να γνωρίσει τον Ρικ, η ερωτική της ζωή ήταν ασταθής. Άλλαζε συνεχώς εραστές, ψαχνόταν, δεν μπορούσε να ησυχάσει. Αυτός ήρθε για να την αλλάξει, για να τη μεταμορφώσει. Τον ερωτεύτηκε χωρίς καλά καλά να το καταλάβει, τον αγάπησε με πάθος, κι ας βαθιά μέσα της αναρωτιόταν το γιατί. Ο Ρικ ήταν ένας κινητός μπελάς. Χρόνια αλκοολικός, αδιάφορος, κακός πατέρας, εγωιστής εραστής. Κι όμως, δεν μπορούσε να φανταστεί τη ζωή της χωρίς αυτόν. Ήταν σαν να την είχε δέσει πάνω του με κάποιες αόρατες χειροπέδες: «Αλλά ίσως όλοι βαδίζουν στη ζωή δεμένοι με χειροπέδες, σκέφτηκε. Υπάρχουν χειροπέδες που μπορείς να δεις και χειροπέδες αόρατες». Όσο μεγάλος μπελάς κι αν ήταν ο Ρικ όταν χωνόταν στην αγκαλιά του τα ξεχνούσε όλα και ένιωθε μια απέραντη ευτυχία. Αυτός όμως και ο αλκοολισμός του δεν ήταν το μοναδικό της πρόβλημα. Ήταν και ο Τζέσι που της έβαζε δύσκολα. Γεννημένος και μεγαλωμένος μέσα σε ένα σπιτικό όπου οι καυγάδες και η κραιπάλη αποτελούσαν καθημερινά φαινόμενα, δεν μπορούσε εύκολα να προσαρμοστεί στα δεδομένα που συνεχώς άλλαζαν. Όταν χώρισαν οι γονείς του πήγε να ζήσει με τη μάνα του, μα δεν άντεξε, κι έτσι αποφάσισε να μείνει με τον πατέρα του. Ένα πατέρα ακατάλληλο, τον οποίο έπρεπε να φροντίζει ο ίδιος, αλλά που πολύ αγαπούσε. Μέχρι που ήρθε η Κοκό και έφερε περισσότερη σύγχυση στη ζωή του. Ναι, τώρα ήταν αυτή που σήκωνε τα περισσότερα από τα βάρη του σπιτιού, αλλά εκείνος πάντοτε ονειρευόταν ότι κάποια μέρα οι δικοί του θα έσμιγαν ξανά, κάτι που μάλλον ήταν αδύνατο να γίνει πια. Μ’ αυτή λοιπόν τη γυναίκα, με την εξωτική ομορφιά και την απερίγραπτη υπομονή, δεν ήξερε τι στάση να υιοθετήσει. Έτσι αποφάσισε, μάλλον από παιδικό πείσμα, να της κάνει τη ζωή δύσκολη, για να τη διώξει. Κι ας τον τρομοκρατούσε η ιδέα ότι θα τον άφηνε και πάλι μόνο με τον πατέρα του.
Το «Σκουπίδια» είναι μια ιστορία αδιεξόδων. Το αδιέξοδο ενός έρωτα που μοιάζει δίχως πραγματική ανταπόδοση («Είναι αυτοί που λένε τα λόγια της αγάπης που πληγώνονται»), μιας μοναχικότητας που ήταν αδύνατον να υπάρξει («Ήθελα να μείνω μόνη. Να χαθώ ανάμεσα στο πλήθος. Καταλαβαίνεις;»), κάποιων δυστυχισμένων ανθρώπων που απλά δεν μπορούσαν να αγαπήσουν («Οι άνθρωποι που δεν αγαπούν τους εαυτούς τους, δεν μπορούν να παρηγορήσουν τους άλλους») και ενός παιδιού που έμαθε από πολύ νωρίς ότι «όσο πιο απεγνωσμένα προσπαθείς ν’ αποκτήσεις την ευτυχία, τόσο πιο εύκολα ξεγλιστράει μέσα από τα χέρια σου».
«Οι άνθρωποι γίνονται καλοί όταν είναι με κάποιον που τους αρέσει», λέει κάποιος στην Κοκό. Κι αυτή, έχοντας στη σκέψη της τον Ρικ απαντάει: «Υπάρχουν άνθρωποι που δεν μπορούν να το κάνουν αυτό».
Ήταν λοιπόν ο Ρικ η καταδίκη της; Την άλλαξε, προς το καλύτερο και το χειρότερο. «Πριν η γοητεία της προερχόταν από την αυτοπεποίθηση και τον αυτοέλεγχο που ανέδιδε. Τώρα γοήτευε τους άλλους το πόσο εύθραυστη έδειχνε. Γεννούσε μέσα τους την επιθυμία να την προστατεύσουν», σκεφτόταν ο πρώην φίλος της, ο Γκρέγκορι.
Όσο περνούσε ο καιρός τόσο πλήθαιναν και τα προβλήματα. Η Κοκό έπρεπε να κάνει κάτι, για να σωθεί, αφού για εκείνον ήταν πια σίγουρη ότι δεν υπήρχε καμία σωτηρία. Στις δύσκολες στιγμές που την περίμεναν θα στεκόταν δίπλα της ένας φίλος καλός, αλλά και ο Τζέσι, που παρά το ότι γνώριζε πως η σχέση της με τον πατέρα του ήταν καταδικασμένη, έφτασε σιγά σιγά να την αγαπήσει, να τη νιώσει σαν δικό του άνθρωπο, περισσότερο κι απ’ τη μητέρα του.
Αυτή είναι μια καλογραμμένη ιστορία που καταπιάνεται με τις ακραίες του έρωτα καταστάσεις, αλλά και με τον τρόπο ζωής και τις προκαταλήψεις των ανθρώπων στη μεγαλούπολη. Η Γιαμάτα, με το βλέμμα του ξένου, ρίχνει μια διεισδυτική ματιά στη σύγχρονη αμερικανική κοινωνία, την εξυψώνει, την ισοπεδώνει. Μέσω της ηρωίδας της παραβαίνει όλους τους πολιτικώς ορθώς κανόνες και φτιάχνει ένα μυθιστόρημα αιχμηρό και βαθιά συγκινητικό.
Thursday, January 27, 2011
Margaret Atwood – Alias Grace
Διαβάζοντας αυτό το μυθιστόρημα σκεφτόμουνα: έτσι γράφουν οι μάστορες. Και όντως έτσι γράφουν. Και η Μάργκαρετ Άτγουντ είναι μια πρωτομάστορας της γραφής.
Το Alias Grace είναι ένα από εκείνα τα μυθιστορήματα που απλά διαβάζεις και διαβάζεις και διαβάζεις, και δε θέλεις να αφήσεις στιγμή από τα χέρια σου. Ένα βιβλίο δύσκολο και εύκολο την ίδια ώρα. Κωμικό και τραγικό. Ιστορικό και κοινωνικό. Η συγγραφέας με αφορμή ένα πραγματικό γεγονός, τη δολοφονία ενός γαιοκτήμονα και της υπηρέτριας-ερωμένης του αναπλάθει μπρος στα μάτια μας μια ολόκληρη εποχή, μας ταξιδεύει στον Καναδά των μέσων του 19ου αιώνα, μας μιλά για τα πιστεύω και τις προκαταλήψεις, κάνει ένα σχόλιο για τη θανατική ποινή, μας περιγράφει το δράμα μιας γυναίκας που ξόδεψε ολόκληρη τη ζωή της σχεδόν στη φυλακή, κι ενός άντρα που μάλλον ζει στο δικό του κόσμο, και μας διασκεδάζει.
Αυτή είναι η ιστορία της Γκρέις Μαρκς, μιας γυναίκας που ξεκίνησε με τους γονείς και τα αδέλφια της για να πάει στον Καναδά από την Ιρλανδία, αναζητώντας μια καλύτερη ζωή. Στη διάρκεια του ταξιδιού με το σαπιοκάραβό τους όμως, η μητέρα πεθαίνει και η Γκρέις από τη μια στιγμή στην άλλη βρίσκεται αντιμέτωπη μ’ ένα σωρό προβλήματα. Πώς να αναθρέψει τα μικρότερά της αδέλφια… Πώς να στήσει, παιδί όπως είναι ακόμη, ένα σπιτικό στην άγνωστη χώρα… Πώς να βάλει σε μια τάξη τον μεθύστακα πατέρα της…
Η τύχη της χαμογελά και προσλαμβάνεται σαν υπηρέτρια σε ένα πλούσιο σπιτικό. Εκεί γνωρίζει ένα θαυμαστό καινούριο κόσμο, αλλά ένα γύρισμα της τύχης την αναγκάζει να το εγκαταλείψει. Πίσω της αφήνει, νεκρή πια, τη μοναδική της φίλη και τις λιγοστές ευτυχισμένες αναμνήσεις της ζωής της. Όταν της προτείνουν δουλειά σ’ ένα αγρόκτημα θέλει να πετάξει από τη χαρά της. Το μόνο που δεν ξέρει ότι αυτή η χαρά θα οδηγήσει στην καταδίκη της, αφού ηθελημένα ή άθελά της θα γίνει συνεργός σε δυο δολοφονίες. Ο συνέταιρός της στο έγκλημα καταδικάζεται και θανατώνεται, ενώ εκείνη, λόγω αμφιβολιών, αλλά εξαιτίας και των προσπαθειών κάποιων ανθρώπων με επιρροή κλείνεται σε μια ψυχιατρική κλινική. Εκεί είναι που τη συναντάει ο Δρ. Τζόρνταν, ο οποίος προσπαθεί να διαβάσει το μυαλό της, να την κάνει να ανοιχτεί και να του πει την αλήθεια – εκείνη που υποστηρίζει ότι δε θυμάται.
Καθώς συναντιόνται ξανά και ξανά οι δυο τους, σ’ αυτό το κλειστοφοβικό σκηνικό, βλέπουμε να ξεδιπλώνεται ο καμβάς της ζωής της Γκρέις και σιγά σιγά φτάνουμε να θαυμάζουμε το κουράγιο και να νιώθουμε τον πόνο της, αλλά πού και πού να χαμογελούμε κιόλας με τις σκέψεις και τις διαπιστώσεις της, οι οποίες εκφράζονται σχεδόν με τον τρόπο ενός παιδιού: «Οι ρομαντικοί άνθρωποι δε γελούν, το κατάλαβα αυτό παρατηρώντας τις ζωγραφιές», «Αυτό είναι ένα αναμορφωτήριο, και πρέπει να μετανοείς όσο βρίσκεσαι εδώ, γι’ αυτό και είναι καλύτερα να λες ότι το κάνεις, ανεξάρτητα αν έχεις κάτι για το οποίο μετανοείς ή όχι», «Οι άνθρωποι που ντύνονται με ένα συγκεκριμένο τρόπο δεν κάνουν λάθος ποτέ. Επίσης δεν κλάνουν», «Ο πατέρας του ήταν αυτοδημιούργητος, ενώ τη μητέρα του την κατασκεύασαν κάποιοι άλλοι…»
Ένα βιβλίο σκέτη απόλαυση, που θα ικανοποιήσει και τους πιο απαιτητικούς φίλους της καλής λογοτεχνίας.
Monday, January 24, 2011
Toni Morrison – Beloved
Ένα ακόμη από εκείνα τα βιβλία που έπεσαν στα χέρια μου αργά – αλλά όχι πολύ αργά. Κι ένα ακόμη από εκείνα τα βιβλία τα οποία απολαμβάνει να διαβάζει κανείς πάνω απ’ όλα για τη γραφή τους. Η Μόρισον, σαν μια καλή γιαγιά-παραμυθού του παλιού καιρού, μας ταξιδεύει στο αμερικάνικο χθες, στην εποχή μετά τον εμφύλιο πόλεμο και τις ζωές των νέγρων, απελεύθερων και μη. Τον πρωταγωνιστικό ρόλο σ’ αυτή την ιστορία κρατάνε οι γυναίκες, ζωντανές, νεκρές ή ακόμη και φαντάσματα. Η Σέτε, που με την κοιλιά στο στόμα δραπέτευσε προς την ελευθερία, η γριά Μπέιμπι Σαγκς, η Ντένβερ και η Μπιλάβντ, αλλιώς «Αγαπημένη». Ο κόσμος τους όλος είναι το παρελθόν: αυτά που έζησαν, αυτά που τις χαράκωσαν, αλλά και το Γλυκό Σπίτι απ’ το οποίο κάποιες απ’ αυτές πέρασαν, και το οποίο βρισκόταν όχι στην Αλαμπάμα, αλλά στο Κεντάκι. Σ’ ένα τέτοιο γλυκό σπίτι ζούνε και τώρα, στο Σινσινάτι, «έξω (όμως) από την πόρτα του οποίου δεν υπάρχει ζωή», όπως σκέφτεται η Ντένβερ.
Η συγγραφέας φτιάχνει ένα μικρόκοσμο, που κρύβει μέσα του τον άλλο, τον μεγάλο. Μιλά για τη δουλεία και την ελευθερία, για τα όνειρα και τους εφιάλτες, πλάθει το ρεαλιστικό με στοιχεία του μεταφυσικού. Μοιάζει να θέλει να μας πει ότι το ένα δεν μπορεί να υπάρξει δίχως το άλλο. Η ιστορία της δεν είναι νοσταλγική, είναι πικρή και σκληρή. Τον πόνο ωστόσο που αναδίδει τον γλυκαίνει η πρόζα της. Καθώς ακολουθούμε αυτές τις γυναίκες στο δύσκολο της ζωής τους ταξίδι, οι σκέψεις, τα συναισθήματά τους, μοιάζουν να μεταβολίζονται μέσα μας, να κάνουν στην ψυχή μας κατάληψη. Τα μικρά και μεγάλα τους δράματα, οι πτώσεις και οι αγωνίες τους μάς συνταράζουν. Τις νιώθουμε σαν να πρόκειται για κάποιο δικό μας άνθρωπο.
Καμιά απ’ αυτές δεν είναι τέλεια, κάνουν τα λάθη το ένα μετά από το άλλο, λάθη τραγικά, ωστόσο συμπάσχουμε μαζί τους και τις συγχωρούμε. Ακόμη και τη Σέτε, που φτάνει στα άκρα ώστε τα παιδιά της να μη γνωρίσουν ποτέ τα δεσμά της σκλαβιάς. Προβαίνοντας σε μια απονενοημένη πράξη χαράζει τις ζωές όλων των ανθρώπων γύρω της, μα πιο πολύ απ’ όλες τη δική της. Βουτάει στην άβυσσο, κάνοντας αυτό που πιστεύει σωστό, αδιαφορώντας για τα πρέπει μιας κοινωνίας τυραννικής και άδικης. Θα πληρώσει ακριβά για το έγκλημά της, αλλά θα γνωρίσει και τη δικαίωση. Θα πέσει πολύ, θα χαρεί λίγο, θα χτυπήσει το κεφάλι της στον τοίχο κι αυτός θα υποχωρήσει. Οι πληγές της ωστόσο θα εξακολουθήσουν να αιμορραγούν.
Ετούτο δεν είναι ένα από εκείνα τα βιβλία που σηκώνουν κριτικές, κι ας γράφτηκαν πολλές γι’ αυτό, και ας βραβεύτηκε. Την «Αγαπημένη» τη διαβάζει κανείς όχι επειδή του το υποδεικνύουν οι άλλοι, αλλά επειδή «πρέπει». Για να μάθει ένα κομμάτι από την ιστορία. Για να γνωρίσει, έστω διά μέσου της ανάγνωσης, τα δεινά της σκλαβιάς. Για να ρίξει μια ματιά στη σκοτεινή όψη της αγάπης. Για να ανακαλύψει τη μαγεία μιας αφήγησης, η οποία πού και πού μοιάζει προφορική. Η Τόνι Μόρισον αξίζει τον κάθε έπαινο που της έχει επιδοθεί, το κάθε βραβείο. Είναι πέρα πάσης αμφιβολίας μια αρχιμάστορας της τέχνης του λόγου. Κι η γραφή της μια ευλογία.
Saturday, January 22, 2011
Mako Yoshikawa – One Hundred and One Ways
Η Μάκο Γιοσικάουα δεν είναι τόσο γιαπωνέζα συγγραφέας όσο συγγραφέας ιαπωνικής καταγωγής, οπότε η κατάταξή της στην πρώτη κατηγορία εκ μέρους μας γίνεται για καθαρά υποκειμενικούς λόγους. Κατ’ αρχήν γράφει σαν γιαπωνέζα, κι ύστερα, ανάμεσα σε άλλα, καταπιάνεται και με την ιστορία της γιαγιάς της αφηγήτριας, που ήταν γκέισα.
Αυτή είναι μια ιστορία γυναικών. Και μια ιστορία μυστικών. Η Κική, μια νεαρή γυναίκα που ζει στη Νέα Υόρκη, παλεύει στην κυριολεξία με τα φαντάσματά της. Ο σύντροφός της ζωής της, ο Φίλιπ, πέθανε πριν από μήνες στη διάρκεια μιας αποστολής στα Ιμαλάια και τώρα όπου και να κοιτάξει μέσα στο σπίτι της τον βλέπει μπροστά της. Να κάθεται στο περβάζι, να ξαπλώνει στον καναπέ, να περιφέρεται από δωμάτιο σε δωμάτιο και να μην την αφήνει να χαρεί τη ζωή με τον νέο της εραστή, τον Έρικ. Νιώθει συνεχώς πως βρίσκεται στη λάθος ιστορία. Η ζωή στην πόλη της ταιριάζει, αφού σ’ αυτή νιώθει τόσο απρόσωπη όσο και οι υπόλοιποι κάτοικοί της, και μοναδική της επιθυμία είναι να μη ξεφεύγει από τη νόρμα, κι ας το κάνει αυτό ξανά και ξανά, άθελά της, αφού δεν ορίζει η ίδια την ύπαρξή της. Ακόμη και το σώμα της της φαίνεται ξένο: «ένα αηδιαστικό και βαρύ φορτίο, το οποίο είμαι αναγκασμένη να κουβαλώ: μια τιμωρία για άγνωστες αμαρτίες». Προσπαθεί να διαγράψει τις μνήμες της για να μπορέσει να χαρεί τη ζωή ξανά, κι ας μέσα σ’ αυτές ο Φίλιπ δεν είναι παρά μια απούσα παρουσία. Ανυπομονεί να βρει ένα κάστρο τόσο ισχυρό που να μπορεί να κλείσει απέξω το παρελθόν. «Δε θέλω να βιώνω μια ζωή φτιαγμένη με τα άψυχα υλικά ενός υπέροχου σπιτιού και του τυπωμένου λόγου. Δε θέλω να ξοδέψω τη ζωή γαντζωμένη πεισματικά σε ψήγματα αναμνήσεων μιας ευτυχίας η οποία ίσως δεν ήταν γραφτό να υπάρξει».
Μοιάζει να βρίσκεται σε μόνιμο αδιέξοδο, αλλά έχοντας μέσα της τα γονίδια της μητέρας και της γιαγιάς της, γυναικών δυνατών που αψήφησαν κάθε σύμβαση για να κατακτήσουν τις προσωπικές τους κορυφές, για να δικαιώσουν τις δικές τους ζωές, δεν προτίθεται να το βάλει κάτω. Με οδηγό τα ημερολόγια της γκέισας γιαγιάς της, τα οποία καταγράφουν μια άγνωστη ιστορία, σε μια ξένη για την ίδια χώρα, θα αρχίσει σιγά σιγά να τα βρίσκει με τον εαυτό της, να γίνεται πιο δυνατή, να αντικρίζει με όλο και πιο άφοβο βλέμμα τις αλήθειες που τη στοιχειώνουν. Τελικά θα αντιληφθεί ότι μάλλον όχι, ο Φίλιπ, ο φυγάδας κι ο φευγάτος, ο γεννημένος νομάδας δε θα μπορούσε ποτέ να της χαρίσει την ευτυχία, αλλά και ο Έρικ, που παραμένει εκεί αλλά που τη βλέπει μάλλον σαν τρόπαιο για την εξωτική ομορφιά της αντί σα μια ξεχωριστή προσωπικότητα, δεν έχει κάτι περισσότερο να της χαρίσει. Το ξέρει ότι η ζωή δεν είναι μια βόλτα στο πάρκο, αλλά τώρα πια θεωρεί ότι είναι καλύτερα να τη διασχίσει μόνη παρά με το λάθος άτομο.
Η συγγραφέας πλάθει μια καλογραμμένη ιστορία με τα υλικά της Ιαπωνίας του χθες και της Νέας Υόρκης του σήμερα. Μας ταξιδεύει στους τόπους και τις ψυχές, μας μιλά για κάποιων γυναικών τις πιο σκληρές αλήθειες. Ένα βιβλίο για τη δύση και την ανατολή την ίδια ώρα.
Thursday, January 20, 2011
Σαντιάγο Ρονκαλιόλο – Κόκκινος Απρίλης
Ο Σαντιάγο Ρονκαλιόλο είναι ένας από τους ανερχόμενους λογοτεχνικούς αστέρες της Λατινικής Αμερικής. Γέννημα-θρέμμα του Περού, σε πολλά από τα κείμενά του καταπιάνεται με την ιστορία της ταλαίπωρης χώρας, μιλά για τους ανθρώπους του βασανισμένου λαού της.
Ο «Κόκκινος Απρίλης» είναι μια ιστορία που διαδραματίζεται μέσα σε δυο μήνες, από τη στιγμή δηλαδή που επιστρέφει ο αντιεισαγγελέας πρωτοδικών, Φέλιξ Τσακαλτάνα Σαλντίβαρ, στη γενέθλια πόλη του, το Αγιακούτσο, από τη Λίμα, και πιάνει δουλειά. Το Αγιακούτσο είναι μια μικρή επαρχιακή πόλη, που ωστόσο έχει στρατηγική σημασία. Μέσα και γύρω από αυτή έγιναν μερικές από τις πιο αιματηρές μάχες ανάμεσα στα κυβερνητικά στρατεύματα και τους αντάρτες του Φωτεινού Μονοπατιού, που άφησαν πίσω τους πολλούς νεκρούς. Τώρα, για τους κυβερνώντες, αποτελεί μια πόλη-πρότυπο, τη ζωντανή απόδειξη ότι ο πόλεμος τελείωσε και επικρατεί παντού η ειρήνη. Τα πράγματα ωστόσο, όπως θα αντιληφθεί με φρίκη, ο κάπως αθώος ή μάλλον απλοϊκός αντιεισαγγελέας, δεν είναι τόσο ρόδινα όσο θέλουν να τα παρουσιάζουν οι προϊστάμενοί του. Αν ήταν, δε θα γίνονταν φόνοι. Κι αν ήταν, δε θα προσπαθούσε η αστυνομία και ο στρατός να τους συγκαλύψουν παρουσιάζοντάς τους σαν ατυχήματα.
Ο Τσακαλτάνα είναι ένας άνθρωπος με ισχυρή αίσθηση του καθήκοντος. Του αρέσει να μελετά τα πάντα, να τα αναλύει και να γράφει αναφορές, να χώνει τη μούρη του παντού και να μιλάει για ό,τι του βρωμάει. Και στο Αγιακούτσο του βρωμάνε πολλά: η απάθεια των κατοίκων, η σχεδόν ύποπτη αδράνεια της αστυνομίας και του στρατού, το γεγονός ότι όλοι μοιάζουν να του κρύβουν κάτι. Σε ποιον όμως να μιλήσει γι’ αυτά; Σε ποιον; Φίλους ουσιαστικά δεν έχει, οπότε θέλοντας και μη περιφέρει τα ερωτήματα και τη μοναξιά του εδώ κι εκεί, σαν ένας σύγχρονος νομάδας του άστεως. Η μοναδική του σταθερά είναι η μητέρα του, ή μάλλον η ανάμνησή της, αφού έχει πεθάνει χρόνια πριν. Ακόμη και τώρα τη φροντίζει, της μιλά, ζητά τη συμβουλή της, κι ας μην την παίρνει. Όσο περνάει ο καιρός τα αδιέξοδά του πληθαίνουν και πάνω που λες ότι έχει φτάσει πλέον στο αμήν τότε ακριβώς γνωρίζει την Εντίτ. Η Εντίτ δουλεύει σε ένα εστιατόριο και είναι η πρώτη γυναίκα που του δίνει μια κάποια σημασία από τότε που χώρισε. Η παρουσία της και μόνο και το χαμόγελό της του χαρίζουν μεγάλη χαρά και τον κάνουν να αντιληφθεί ότι: «Η μοναξιά είναι επικίνδυνη. Συσσωρεύεται μέχρι να γίνει ανεξέλεγκτη και να εκραγεί».
Η Εντίτ, αλλά και τα συνταρακτικά γεγονότα που θα ακολουθήσουν, θα σκοτώσουν τη μοναξιά του, θα κάνουν μάλιστα τη ζωή του συναρπαστική. Ο ήρωάς μας θα βρεθεί ξαφνικά από το περιθώριο των γεγονότων στο επίκεντρό τους και οι πράξεις του εν πολλοίς θα τα καθορίσουν. Το πείσμα του και η πίστη στο καθήκον θα αποδειχτούν τελικά η σωτηρία και η καταδίκη του. Θα τον διδάξουν το πιο σκληρό μάθημα.
Ο «Κόκκινος Απρίλης» είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα και μια παρωδία. Τις σελίδες του διατρέχει η φρίκη και το μαύρο χιούμορ. Οι ήρωές του είναι αμαρτωλοί και άγιοι, δίκαιοι και άδικοι την ίδια ώρα, ενώ τα γεγονότα που περιγράφει μοιάζουν να διαδραματίζονται σε ένα θέατρο του παραλόγου. Ο συγγραφέας μας μιλά για τα πιο σκοτεινά πράγματα με τον πιο ανάλαφρο τρόπο, εμπλουτίζει την κόλαση με γέλια. Είναι σα να μας λέει ότι όλα είναι τραγικά, αλλά στο τέλος της ημέρας δεν αξίζει τον κόπο να παίρνουμε τίποτα στα σοβαρά. Ένα βιβλίο σαν ευτράπελος θρήνος.
Ο «Κόκκινος Απρίλης» είναι μια ιστορία που διαδραματίζεται μέσα σε δυο μήνες, από τη στιγμή δηλαδή που επιστρέφει ο αντιεισαγγελέας πρωτοδικών, Φέλιξ Τσακαλτάνα Σαλντίβαρ, στη γενέθλια πόλη του, το Αγιακούτσο, από τη Λίμα, και πιάνει δουλειά. Το Αγιακούτσο είναι μια μικρή επαρχιακή πόλη, που ωστόσο έχει στρατηγική σημασία. Μέσα και γύρω από αυτή έγιναν μερικές από τις πιο αιματηρές μάχες ανάμεσα στα κυβερνητικά στρατεύματα και τους αντάρτες του Φωτεινού Μονοπατιού, που άφησαν πίσω τους πολλούς νεκρούς. Τώρα, για τους κυβερνώντες, αποτελεί μια πόλη-πρότυπο, τη ζωντανή απόδειξη ότι ο πόλεμος τελείωσε και επικρατεί παντού η ειρήνη. Τα πράγματα ωστόσο, όπως θα αντιληφθεί με φρίκη, ο κάπως αθώος ή μάλλον απλοϊκός αντιεισαγγελέας, δεν είναι τόσο ρόδινα όσο θέλουν να τα παρουσιάζουν οι προϊστάμενοί του. Αν ήταν, δε θα γίνονταν φόνοι. Κι αν ήταν, δε θα προσπαθούσε η αστυνομία και ο στρατός να τους συγκαλύψουν παρουσιάζοντάς τους σαν ατυχήματα.
Ο Τσακαλτάνα είναι ένας άνθρωπος με ισχυρή αίσθηση του καθήκοντος. Του αρέσει να μελετά τα πάντα, να τα αναλύει και να γράφει αναφορές, να χώνει τη μούρη του παντού και να μιλάει για ό,τι του βρωμάει. Και στο Αγιακούτσο του βρωμάνε πολλά: η απάθεια των κατοίκων, η σχεδόν ύποπτη αδράνεια της αστυνομίας και του στρατού, το γεγονός ότι όλοι μοιάζουν να του κρύβουν κάτι. Σε ποιον όμως να μιλήσει γι’ αυτά; Σε ποιον; Φίλους ουσιαστικά δεν έχει, οπότε θέλοντας και μη περιφέρει τα ερωτήματα και τη μοναξιά του εδώ κι εκεί, σαν ένας σύγχρονος νομάδας του άστεως. Η μοναδική του σταθερά είναι η μητέρα του, ή μάλλον η ανάμνησή της, αφού έχει πεθάνει χρόνια πριν. Ακόμη και τώρα τη φροντίζει, της μιλά, ζητά τη συμβουλή της, κι ας μην την παίρνει. Όσο περνάει ο καιρός τα αδιέξοδά του πληθαίνουν και πάνω που λες ότι έχει φτάσει πλέον στο αμήν τότε ακριβώς γνωρίζει την Εντίτ. Η Εντίτ δουλεύει σε ένα εστιατόριο και είναι η πρώτη γυναίκα που του δίνει μια κάποια σημασία από τότε που χώρισε. Η παρουσία της και μόνο και το χαμόγελό της του χαρίζουν μεγάλη χαρά και τον κάνουν να αντιληφθεί ότι: «Η μοναξιά είναι επικίνδυνη. Συσσωρεύεται μέχρι να γίνει ανεξέλεγκτη και να εκραγεί».
Η Εντίτ, αλλά και τα συνταρακτικά γεγονότα που θα ακολουθήσουν, θα σκοτώσουν τη μοναξιά του, θα κάνουν μάλιστα τη ζωή του συναρπαστική. Ο ήρωάς μας θα βρεθεί ξαφνικά από το περιθώριο των γεγονότων στο επίκεντρό τους και οι πράξεις του εν πολλοίς θα τα καθορίσουν. Το πείσμα του και η πίστη στο καθήκον θα αποδειχτούν τελικά η σωτηρία και η καταδίκη του. Θα τον διδάξουν το πιο σκληρό μάθημα.
Ο «Κόκκινος Απρίλης» είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα και μια παρωδία. Τις σελίδες του διατρέχει η φρίκη και το μαύρο χιούμορ. Οι ήρωές του είναι αμαρτωλοί και άγιοι, δίκαιοι και άδικοι την ίδια ώρα, ενώ τα γεγονότα που περιγράφει μοιάζουν να διαδραματίζονται σε ένα θέατρο του παραλόγου. Ο συγγραφέας μας μιλά για τα πιο σκοτεινά πράγματα με τον πιο ανάλαφρο τρόπο, εμπλουτίζει την κόλαση με γέλια. Είναι σα να μας λέει ότι όλα είναι τραγικά, αλλά στο τέλος της ημέρας δεν αξίζει τον κόπο να παίρνουμε τίποτα στα σοβαρά. Ένα βιβλίο σαν ευτράπελος θρήνος.
Monday, January 17, 2011
Marilynne Robinson – Gilead
«Υπάρχουν πολλά πράγματα κάτω από την επιφάνεια της ζωής, όλοι το ξέρουν αυτό. Πολλή κακία και απόγνωση και ενοχή, και τόση πολλή μοναξιά, ακόμη και εκεί που δε θα περίμενες στ’ αλήθεια να τη βρεις».
Αυτό είναι ένα βιβλίο υψηλών λογοτεχνικών απαιτήσεων, αλλά κάθε άλλο παρά δύσκολο. Η Μεριλίν Ρόμπινσον με μια υπέροχη πρόζα μας αφηγείται την ιστορία των ανδρών τριών γενεών σε ένα διάστημα που καλύπτει τον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο μέχρι και τον εικοστό αιώνα. Αυτή είναι μια ιστορία για πατέρες και γιους, που διαφέρουν πολύ ο ένας από τον άλλο, αλλά και που κουβαλούν μέσα τους όλα εκείνα τα στοιχεία, τα γονίδια ίσως, που τους ενώνουν. Ένας πολέμαρχος παππούς ιερέας, ένας ειρηνόφιλος επίσης ιερωμένος γιος, κι ένας εγγονός που στα εφτά του μόλις χρόνια είναι έτοιμος να μείνει ορφανός.
Την ιστορία την αφηγείται γραπτώς ο πατέρας στο γιο του. Τού μιλάει για τη ζωή του, για τον παππού, για την ανθρωπότητα, για τη θρησκεία. Προσπαθεί να τον διδάξει όσα περισσότερα μπορεί, να του μιλήσει όσο περισσότερο γίνεται προτού εγκαταλείψει τα εγκόσμια: «Μακάρι να μπορούσα να σου μεταβιβάσω μερικές από τις εικόνες που είναι αποτυπωμένες στο μυαλό μου, αφού είναι τόσο όμορφες ώστε μισώ την ιδέα ότι θα εξαφανιστούν μαζί μου». Παντρεμένος με μια γυναίκα πολύ νεώτερη από τον ίδιο, είχε αποκτήσει την απόλυτη ευτυχία – μια ευτυχία ωστόσο που δε θα κρατούσε και πολύ αφού η αρρώστια θα ερχόταν ξαφνικά και θα τον κατέβαλλε.
Ο πατέρας δάσκαλος λοιπόν. Ο γιος μαθητής. Ο παππούς; Η γυναίκα; Και οι δύο παίζουν ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο ρόλο. Ο πρώτος μας θυμίζει λίγο κάποιους από τους παπάδες αντάρτες του Καζαντζάκη, ένα φάντασμα από το παρελθόν που δε λέει να ξαποστάσει. Η δεύτερη μια σιωπηλή παρουσία που επιβάλλεται μόνο και μόνο με την ύπαρξή της. Ήρθε από το πουθενά, εισέβαλε στη ζωή του αφηγητή με βίαια γαλήνη και του ανέτρεψε τις βεβαιότητες, χαρίζοντάς του ταυτόχρονα περισσή αγάπη και ομορφιά.
Η αγάπη, η ιδέα της αγάπης, διατρέχει ολόκληρο το κείμενο, ο ετοιμοθάνατος προσπαθεί να μιλήσει για όλες τις εκφάνσεις της σ’ αυτόν του οποίου η ζωή μόλις αρχίζει: «Βλέπεις πόσο θεϊκό είναι το να αγαπάς το ότι κάποιος απλά και μόνο υπάρχει…», «Δεν υπάρχει δικαιοσύνη στην αγάπη, αλλά ούτε και μέτρο, δεν χρειάζεται, αφού σε κάθε περίσταση δεν αποτελεί παρά μια ματιά ή μια παραβολή μιας ολοκληρωτικά αδιανόητης πραγματικότητας. Δεν έχει κανένα νόημα αφού είναι αυτή που διαλύει ακατάπαυστα το προσωρινό».
Η αγάπη για την αγάπη, για τη φιλία και για την ειρήνη είναι οι παρακαταθήκες του ηλικιωμένου ιερέα: «Η επιθυμία του πολέμου φέρνει τις συνέπειες του πολέμου» λέει στο γιο του, με την ελπίδα ότι θ’ ακολουθήσει τ’ αχνάρια του.
Το κείμενο αναπόφευκτα ξεχειλίζει από νοσταλγία, αλλά είναι μια νοσταλγία γλυκιά, γαλήνια. Ο αφηγητής μοιάζει να είναι ευχαριστημένος από τη ζωή του, να ευχαριστεί το θεό για το πέρασμά του από τη γη, τα λόγια του ποτέ δε στάζουν πικρία. Αυτή είναι μια από εκείνες τις ιστορίες που λέγονται μια νύχτα του χειμώνα μπροστά από ένα τζάκι, παρέα μ’ ένα ποτήρι κόκκινο κρασί και πρόσωπα αγαπημένα. Η γραφή της Ρόμπινσον, πού και πού λιτή, σε πολλά σημεία λυρική, μας παρασύρει στους κόσμους της φαντασίας της, μας μιλά για τις πιο απλές αλήθειες χωρίς να γίνεται ποτέ βαρετή ή υπέρ του δέοντος διδακτική. Ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί.
Αυτό είναι ένα βιβλίο υψηλών λογοτεχνικών απαιτήσεων, αλλά κάθε άλλο παρά δύσκολο. Η Μεριλίν Ρόμπινσον με μια υπέροχη πρόζα μας αφηγείται την ιστορία των ανδρών τριών γενεών σε ένα διάστημα που καλύπτει τον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο μέχρι και τον εικοστό αιώνα. Αυτή είναι μια ιστορία για πατέρες και γιους, που διαφέρουν πολύ ο ένας από τον άλλο, αλλά και που κουβαλούν μέσα τους όλα εκείνα τα στοιχεία, τα γονίδια ίσως, που τους ενώνουν. Ένας πολέμαρχος παππούς ιερέας, ένας ειρηνόφιλος επίσης ιερωμένος γιος, κι ένας εγγονός που στα εφτά του μόλις χρόνια είναι έτοιμος να μείνει ορφανός.
Την ιστορία την αφηγείται γραπτώς ο πατέρας στο γιο του. Τού μιλάει για τη ζωή του, για τον παππού, για την ανθρωπότητα, για τη θρησκεία. Προσπαθεί να τον διδάξει όσα περισσότερα μπορεί, να του μιλήσει όσο περισσότερο γίνεται προτού εγκαταλείψει τα εγκόσμια: «Μακάρι να μπορούσα να σου μεταβιβάσω μερικές από τις εικόνες που είναι αποτυπωμένες στο μυαλό μου, αφού είναι τόσο όμορφες ώστε μισώ την ιδέα ότι θα εξαφανιστούν μαζί μου». Παντρεμένος με μια γυναίκα πολύ νεώτερη από τον ίδιο, είχε αποκτήσει την απόλυτη ευτυχία – μια ευτυχία ωστόσο που δε θα κρατούσε και πολύ αφού η αρρώστια θα ερχόταν ξαφνικά και θα τον κατέβαλλε.
Ο πατέρας δάσκαλος λοιπόν. Ο γιος μαθητής. Ο παππούς; Η γυναίκα; Και οι δύο παίζουν ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο ρόλο. Ο πρώτος μας θυμίζει λίγο κάποιους από τους παπάδες αντάρτες του Καζαντζάκη, ένα φάντασμα από το παρελθόν που δε λέει να ξαποστάσει. Η δεύτερη μια σιωπηλή παρουσία που επιβάλλεται μόνο και μόνο με την ύπαρξή της. Ήρθε από το πουθενά, εισέβαλε στη ζωή του αφηγητή με βίαια γαλήνη και του ανέτρεψε τις βεβαιότητες, χαρίζοντάς του ταυτόχρονα περισσή αγάπη και ομορφιά.
Η αγάπη, η ιδέα της αγάπης, διατρέχει ολόκληρο το κείμενο, ο ετοιμοθάνατος προσπαθεί να μιλήσει για όλες τις εκφάνσεις της σ’ αυτόν του οποίου η ζωή μόλις αρχίζει: «Βλέπεις πόσο θεϊκό είναι το να αγαπάς το ότι κάποιος απλά και μόνο υπάρχει…», «Δεν υπάρχει δικαιοσύνη στην αγάπη, αλλά ούτε και μέτρο, δεν χρειάζεται, αφού σε κάθε περίσταση δεν αποτελεί παρά μια ματιά ή μια παραβολή μιας ολοκληρωτικά αδιανόητης πραγματικότητας. Δεν έχει κανένα νόημα αφού είναι αυτή που διαλύει ακατάπαυστα το προσωρινό».
Η αγάπη για την αγάπη, για τη φιλία και για την ειρήνη είναι οι παρακαταθήκες του ηλικιωμένου ιερέα: «Η επιθυμία του πολέμου φέρνει τις συνέπειες του πολέμου» λέει στο γιο του, με την ελπίδα ότι θ’ ακολουθήσει τ’ αχνάρια του.
Το κείμενο αναπόφευκτα ξεχειλίζει από νοσταλγία, αλλά είναι μια νοσταλγία γλυκιά, γαλήνια. Ο αφηγητής μοιάζει να είναι ευχαριστημένος από τη ζωή του, να ευχαριστεί το θεό για το πέρασμά του από τη γη, τα λόγια του ποτέ δε στάζουν πικρία. Αυτή είναι μια από εκείνες τις ιστορίες που λέγονται μια νύχτα του χειμώνα μπροστά από ένα τζάκι, παρέα μ’ ένα ποτήρι κόκκινο κρασί και πρόσωπα αγαπημένα. Η γραφή της Ρόμπινσον, πού και πού λιτή, σε πολλά σημεία λυρική, μας παρασύρει στους κόσμους της φαντασίας της, μας μιλά για τις πιο απλές αλήθειες χωρίς να γίνεται ποτέ βαρετή ή υπέρ του δέοντος διδακτική. Ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί.
Saturday, January 15, 2011
Γιασουνάρι Καβαμπάτα – Το σπίτι των κοιμισμένων κοριτσιών
Το βιβλίο αυτό περιλαμβάνει μια νουβέλα και δύο διηγήματα του πρώτου ιάπωνα νομπελίστα συγγραφέα.
«Το σπίτι των κοιμισμένων κοριτσιών» είναι η ιστορία του Εγκούτσι, ενός ηλικιωμένου άντρα που επισκέπτεται τακτικά ένα ιδιόρρυθμο οίκο ανοχής, όπου κοιμάται με διάφορα νέα κορίτσια. Τι είναι που τον κάνει ιδιόρρυθμο; Καταρχήν, όσοι πηγαίνουν εκεί όντως κοιμούνται μοναχά με τα κορίτσια, ή μάλλον δίπλα τους. Το άγγιγμα επιτρέπεται, αλλά η ερωτική επαφή είναι απαγορευμένη. Στη διάρκεια της επίσκεψης τα ίδια τα κορίτσια είναι ναρκωμένα, ώστε να μην αναγνωρίζουν τον πελάτη τους, αποφεύγοντας έτσι δύσκολες καταστάσεις. Ο Εγκούτσι, καθώς πηγαίνει ξανά και ξανά εκεί, αρχίζει να θυμάται τα παλιά, όλα αυτά που έζησε, τις γυναίκες που ερωτεύτηκε στη νιότη του, τις απογοητεύσεις που ένιωσε. Τα κοιμισμένα κορίτσια ξυπνούν μέσα του κάποια συναισθήματα τρυφερότητας, αλλά φέρνουν στο φως και το μέσα του σκοτάδι, αφού κάθε τόσο του καρφώνεται στο μυαλό η ιδέα να σκοτώσει κάποιο από αυτά – το πιο όμορφο μάλιστα. Αυτή είναι μια ιστορία για τα γηρατειά: «Τον βάραινε η ασχήμια των γηρατειών. Σκεφτόταν ότι και για τον ίδιο δεν ήταν μακριά οι θλιβερές συνθήκες που έφερναν εδώ τους άλλους πελάτες», αλλά και ένα παρελθόν που πληγώνει τους ανθρώπους: «Στα εξήντα εφτά του ο Εγκούτσι είχε περάσει άσχημες νύχτες με γυναίκες. Πραγματικά ήταν άσχημες νύχτες, που του ήταν δύσκολο να τις ξεχάσει. Η ασχήμια τους δεν είχε σχέση με την εμφάνιση των γυναικών, αλλά με τις τραγωδίες τους, τις παραμορφωμένες ζωές τους». Τι ήταν αυτό που τον οδηγούσε τελικά στο «Σπίτι των κοιμισμένων κοριτσιών»; Ίσως, απλά, το γεγονός ότι «τον γοήτευε η ιδέα να κοιμηθεί έναν ύπνο που θύμιζε θάνατο, δίπλα σε μια κοπέλα που κοιμόταν τον ίδιο ύπνο».
Μια ιστορία σαν μπαλάντα, ύμνος στη γεροντική μελαγχολία.
«Το μπράτσο», που ακολουθεί, είναι μια ιστορία… κουφή. Ο πρωταγωνιστής είναι με μια γυναίκα. Λίγο προτού την αφήσει εκείνη βγάζει και του δίνει το μπράτσο της για να του κρατά συντροφιά. Εκείνος το πάει στο σπίτι του και πιάνει μαζί του την κουβέντα. Νιώθει ότι τον καταλαβαίνει απόλυτα, έτσι όπως κάθεται και του μιλά και τον ακούει. Πρώτη φορά νιώθει τόσο όμορφα στη ζωή του, τόσο καλά, που αποφασίζει να το κάνει δικό του, ώστε να μην καταντήσει σαν τη γυναίκα που συνάντησε λίγο πριν στο δρόμο και που γέννησε μέσα του σκέψεις παράξενες: «Οδηγεί χωρίς λόγο, οδηγεί μόνο για να οδηγεί. Και οδηγώντας θα χαθεί στην ομίχλη σαν να μην υπήρξε ποτέ».
Το «Περί ζώων και πουλιών» είναι η ιστορία ενός άντρα που είναι μάλλον μισάνθρωπος. Του αρέσει να ζει απομονωμένος στο σπίτι του παρέα με τα πουλιά και τα σκυλιά του. Ο θάνατος ωστόσο δύο φτερωτών του φίλων θα τον φέρουν πρόσωπο με πρόσωπο με της ζωής του την άχαρη πραγματικότητα. Θα αναλογιστεί το χθες και θα σκεφτεί το σήμερα και θ’ αντιληφθεί πόσο «φτωχός» είναι. Ευτυχώς δηλαδή που υπάρχει και η Τσικάκο, μια πρώην πόρνη και νυν χορεύτρια, το μοναδικό άτομο για το οποίο μπορεί να νιώσει κάποια τρυφερότητα. Αν δεν ήταν κι αυτή μάλλον θα είχε χάσει κάθε επαφή με τους ανθρώπους.
Οι ιστορίες που φιλοξενούνται σ’ αυτή τη συλλογή καταπιάνονται με το θέμα της σύγχρονης μοναχικής πραγματικότητας. Μας μιλούν για ανθρώπους πεσμένους, μόνους, παρατημένους, στα όρια της απόγνωσης. Για τους μελλοντικούς μας ίσως εαυτούς. Με γλώσσα λιτή, αλλά περιεκτική, ο Καβαμπάτα περιγράφει έναν κόσμο ξεκομμένο από την ανθρώπινη επαφή, φτωχό από αγάπη. Τον κόσμο στον οποίο ζούμε.
«Το σπίτι των κοιμισμένων κοριτσιών» είναι η ιστορία του Εγκούτσι, ενός ηλικιωμένου άντρα που επισκέπτεται τακτικά ένα ιδιόρρυθμο οίκο ανοχής, όπου κοιμάται με διάφορα νέα κορίτσια. Τι είναι που τον κάνει ιδιόρρυθμο; Καταρχήν, όσοι πηγαίνουν εκεί όντως κοιμούνται μοναχά με τα κορίτσια, ή μάλλον δίπλα τους. Το άγγιγμα επιτρέπεται, αλλά η ερωτική επαφή είναι απαγορευμένη. Στη διάρκεια της επίσκεψης τα ίδια τα κορίτσια είναι ναρκωμένα, ώστε να μην αναγνωρίζουν τον πελάτη τους, αποφεύγοντας έτσι δύσκολες καταστάσεις. Ο Εγκούτσι, καθώς πηγαίνει ξανά και ξανά εκεί, αρχίζει να θυμάται τα παλιά, όλα αυτά που έζησε, τις γυναίκες που ερωτεύτηκε στη νιότη του, τις απογοητεύσεις που ένιωσε. Τα κοιμισμένα κορίτσια ξυπνούν μέσα του κάποια συναισθήματα τρυφερότητας, αλλά φέρνουν στο φως και το μέσα του σκοτάδι, αφού κάθε τόσο του καρφώνεται στο μυαλό η ιδέα να σκοτώσει κάποιο από αυτά – το πιο όμορφο μάλιστα. Αυτή είναι μια ιστορία για τα γηρατειά: «Τον βάραινε η ασχήμια των γηρατειών. Σκεφτόταν ότι και για τον ίδιο δεν ήταν μακριά οι θλιβερές συνθήκες που έφερναν εδώ τους άλλους πελάτες», αλλά και ένα παρελθόν που πληγώνει τους ανθρώπους: «Στα εξήντα εφτά του ο Εγκούτσι είχε περάσει άσχημες νύχτες με γυναίκες. Πραγματικά ήταν άσχημες νύχτες, που του ήταν δύσκολο να τις ξεχάσει. Η ασχήμια τους δεν είχε σχέση με την εμφάνιση των γυναικών, αλλά με τις τραγωδίες τους, τις παραμορφωμένες ζωές τους». Τι ήταν αυτό που τον οδηγούσε τελικά στο «Σπίτι των κοιμισμένων κοριτσιών»; Ίσως, απλά, το γεγονός ότι «τον γοήτευε η ιδέα να κοιμηθεί έναν ύπνο που θύμιζε θάνατο, δίπλα σε μια κοπέλα που κοιμόταν τον ίδιο ύπνο».
Μια ιστορία σαν μπαλάντα, ύμνος στη γεροντική μελαγχολία.
«Το μπράτσο», που ακολουθεί, είναι μια ιστορία… κουφή. Ο πρωταγωνιστής είναι με μια γυναίκα. Λίγο προτού την αφήσει εκείνη βγάζει και του δίνει το μπράτσο της για να του κρατά συντροφιά. Εκείνος το πάει στο σπίτι του και πιάνει μαζί του την κουβέντα. Νιώθει ότι τον καταλαβαίνει απόλυτα, έτσι όπως κάθεται και του μιλά και τον ακούει. Πρώτη φορά νιώθει τόσο όμορφα στη ζωή του, τόσο καλά, που αποφασίζει να το κάνει δικό του, ώστε να μην καταντήσει σαν τη γυναίκα που συνάντησε λίγο πριν στο δρόμο και που γέννησε μέσα του σκέψεις παράξενες: «Οδηγεί χωρίς λόγο, οδηγεί μόνο για να οδηγεί. Και οδηγώντας θα χαθεί στην ομίχλη σαν να μην υπήρξε ποτέ».
Το «Περί ζώων και πουλιών» είναι η ιστορία ενός άντρα που είναι μάλλον μισάνθρωπος. Του αρέσει να ζει απομονωμένος στο σπίτι του παρέα με τα πουλιά και τα σκυλιά του. Ο θάνατος ωστόσο δύο φτερωτών του φίλων θα τον φέρουν πρόσωπο με πρόσωπο με της ζωής του την άχαρη πραγματικότητα. Θα αναλογιστεί το χθες και θα σκεφτεί το σήμερα και θ’ αντιληφθεί πόσο «φτωχός» είναι. Ευτυχώς δηλαδή που υπάρχει και η Τσικάκο, μια πρώην πόρνη και νυν χορεύτρια, το μοναδικό άτομο για το οποίο μπορεί να νιώσει κάποια τρυφερότητα. Αν δεν ήταν κι αυτή μάλλον θα είχε χάσει κάθε επαφή με τους ανθρώπους.
Οι ιστορίες που φιλοξενούνται σ’ αυτή τη συλλογή καταπιάνονται με το θέμα της σύγχρονης μοναχικής πραγματικότητας. Μας μιλούν για ανθρώπους πεσμένους, μόνους, παρατημένους, στα όρια της απόγνωσης. Για τους μελλοντικούς μας ίσως εαυτούς. Με γλώσσα λιτή, αλλά περιεκτική, ο Καβαμπάτα περιγράφει έναν κόσμο ξεκομμένο από την ανθρώπινη επαφή, φτωχό από αγάπη. Τον κόσμο στον οποίο ζούμε.
Thursday, January 13, 2011
Τομάς Ελόι Μαρτίνες – Το πέταγμα της Βασίλισσας
«Γι’ αυτόν, το μυθιστόρημα είναι μια βασίλισσα μέλισσα που πετάει προς τα πάνω, στα τυφλά, οικειοποιούμενη ό,τι συναντάει στην άνοδό της, δίχως οίκτο και τύψεις, γιατί έχει έρθει σ’ αυτόν τον κόσμο μόνο και μόνο γι’ αυτό το πέταγμα…»
Μ’ αυτή, την τελευταία σχεδόν πρόταση του μυθιστορήματος, ο συγγραφέας περιγράφει ένα από τους δύο βασικούς του ήρωες, τον Καμάργο, ένα πανίσχυρο διευθυντή εφημερίδας στην Αργεντινή, που σκέφτεται τον εαυτό του ακριβώς σαν τη βασίλισσα μέλισσα, έναν άρχοντα του κόσμου. Θύματα και υποτακτικοί του, οι υπάλληλοί του, οι δημοσιογράφοι, οι πολιτικοί και οι ιερείς της χώρας, η οικογένεια που τον παράτησε και την παράτησε, εν κατακλείδι όποιος διαφωνεί μαζί του ή όποιος βάζει στο στόχαστρό του. Προσωρινή εξαίρεση στον κανόνα αυτό αποτελεί η Ρέινα, μια δημοσιογράφος την οποία ερωτεύεται παράφορα και η οποία τολμά πού και πού να μην του συμπεριφέρεται σα να είναι θεός. Το βιβλίο αυτό είναι ουσιαστικά η ιστορία του Καμάργο και της Ρέινα, μια ιστορία που διαδραματίζεται στη διάρκεια της μεγάλης οικονομικής κρίσης στην Αργεντινή, που μοιάζει να είναι η αφανής και εμφανής τρίτη πρωταγωνίστρια. Για να το πούμε απλά: η ιστορία δύο ανθρώπων και μιας χώρας.
Ο Μαρτίνες στήνει ένα μυθιστόρημα που θυμίζει κωμωδία και τραγωδία την ίδια ώρα. Ο Καμάργο είναι ένας από τους πιο αντιπαθητικούς ήρωες που συναντήσαμε ποτέ στις γειτονιές της λογοτεχνίας, αλλά και κάποιος τον οποίο δεν μπορούμε παρά να αντιμετωπίζουμε πού και πού με συμπάθεια. Η ζωή του είναι το παρελθόν του, αυτό τον διαμόρφωσε, αυτό τον έκανε αυτός που είναι. Το παρελθόν και η μητέρα του. Η γυναίκα που τον παράτησε κι έφυγε, αφήνοντάς τον μόνο να μεγαλώσει με τον πατέρα του. Εκείνη που συνέχισε να αναζητά για χρόνια και χρόνια και που στοιχειώνει ακόμη τις μνήμες του. Αυτή που συναντά χωρίς καλά καλά να το καταλαβαίνει στο πρόσωπο της Ρέινα – μιας γυναίκας που βρίσκεται, «εδώ κι εκεί, στην αρχή του τέλους μου, με το κορμί μου στη χάση, σαν το φεγγάρι». Το παρουσιαστικό της, οι τρόποι της, το άγγιγμά της, όλα του θυμίζουν εκείνη, κι ας έχει τα μισά του χρόνια. Μαζί της νιώθει να ξανανιώνει, το αίμα να κυλά πιο γρήγορα στις φλέβες του, τη μόνιμα οργισμένη του ύπαρξη ν’ αποκτάει λίγη γαλήνη. Γαλήνη όμως την οποία σπεύδει να σκοτώσει: με τη σκληρότητά του, τις εμμονές και τη ζήλεια του. Με το χθες που δε λέει να τον εγκαταλείψει, αλλά και με τις ζώσες αναμνήσεις του που αργοπεθαίνουν, μέσα του, αλλά και στην κυριολεξία, σε μια ξένη χώρα. Ο Καμάργο είναι σκληρός, ο Καμάργο είναι ιδιοφυής, ο Καμάργο είναι αδίστακτος, ο Καμάργο είναι μόνος. Από τη στιγμή που τη χάνει είναι απόλυτα μόνος. Η Ρέινα -που είναι η μόνη που μπορεί και δαμάζει κάπως το μέσα του χτήνος- του χρωστάει πολλά, έτσι όταν τον εγκαταλείπει είναι αποφασισμένος να την κάνει να το πληρώσει ακριβά. Θα την τιμωρήσει, ελπίζοντας μέσα στην παράνοιά του ότι έτσι θα την ξανακερδίσει. Αλλά ο έρωτας δεν επιβάλλεται και σίγουρα η εκδίκηση δεν μπορεί να φέρει τη λύτρωση. Κάποιες φορές ο πιο αδύνατος κερδίζει το παιχνίδι. Ο Καμάργο δε μοιάζει να καταλαβαίνει πως: «Ό,τι χάνεται στη ζωή είναι επειδή θέλουμε να το χάσουμε ή επειδή τα πράγματα θέλουν να χαθούν και να αποκοπούν από εμάς».
Οι δύο ήρωες είναι απόλυτα τραγικοί, αδύναμοι ν’ αγκαλιάσουν την ευτυχία, σαν καθρέφτες της πολύπαθης χώρας τους. Ένα αξιόλογο ανάγνωσμα από κάποιο συγγραφέα που -επιτέλους και- ευτυχώς δε συγκρίνουν με τον πατριάρχη Μπόρχες.
Μ’ αυτή, την τελευταία σχεδόν πρόταση του μυθιστορήματος, ο συγγραφέας περιγράφει ένα από τους δύο βασικούς του ήρωες, τον Καμάργο, ένα πανίσχυρο διευθυντή εφημερίδας στην Αργεντινή, που σκέφτεται τον εαυτό του ακριβώς σαν τη βασίλισσα μέλισσα, έναν άρχοντα του κόσμου. Θύματα και υποτακτικοί του, οι υπάλληλοί του, οι δημοσιογράφοι, οι πολιτικοί και οι ιερείς της χώρας, η οικογένεια που τον παράτησε και την παράτησε, εν κατακλείδι όποιος διαφωνεί μαζί του ή όποιος βάζει στο στόχαστρό του. Προσωρινή εξαίρεση στον κανόνα αυτό αποτελεί η Ρέινα, μια δημοσιογράφος την οποία ερωτεύεται παράφορα και η οποία τολμά πού και πού να μην του συμπεριφέρεται σα να είναι θεός. Το βιβλίο αυτό είναι ουσιαστικά η ιστορία του Καμάργο και της Ρέινα, μια ιστορία που διαδραματίζεται στη διάρκεια της μεγάλης οικονομικής κρίσης στην Αργεντινή, που μοιάζει να είναι η αφανής και εμφανής τρίτη πρωταγωνίστρια. Για να το πούμε απλά: η ιστορία δύο ανθρώπων και μιας χώρας.
Ο Μαρτίνες στήνει ένα μυθιστόρημα που θυμίζει κωμωδία και τραγωδία την ίδια ώρα. Ο Καμάργο είναι ένας από τους πιο αντιπαθητικούς ήρωες που συναντήσαμε ποτέ στις γειτονιές της λογοτεχνίας, αλλά και κάποιος τον οποίο δεν μπορούμε παρά να αντιμετωπίζουμε πού και πού με συμπάθεια. Η ζωή του είναι το παρελθόν του, αυτό τον διαμόρφωσε, αυτό τον έκανε αυτός που είναι. Το παρελθόν και η μητέρα του. Η γυναίκα που τον παράτησε κι έφυγε, αφήνοντάς τον μόνο να μεγαλώσει με τον πατέρα του. Εκείνη που συνέχισε να αναζητά για χρόνια και χρόνια και που στοιχειώνει ακόμη τις μνήμες του. Αυτή που συναντά χωρίς καλά καλά να το καταλαβαίνει στο πρόσωπο της Ρέινα – μιας γυναίκας που βρίσκεται, «εδώ κι εκεί, στην αρχή του τέλους μου, με το κορμί μου στη χάση, σαν το φεγγάρι». Το παρουσιαστικό της, οι τρόποι της, το άγγιγμά της, όλα του θυμίζουν εκείνη, κι ας έχει τα μισά του χρόνια. Μαζί της νιώθει να ξανανιώνει, το αίμα να κυλά πιο γρήγορα στις φλέβες του, τη μόνιμα οργισμένη του ύπαρξη ν’ αποκτάει λίγη γαλήνη. Γαλήνη όμως την οποία σπεύδει να σκοτώσει: με τη σκληρότητά του, τις εμμονές και τη ζήλεια του. Με το χθες που δε λέει να τον εγκαταλείψει, αλλά και με τις ζώσες αναμνήσεις του που αργοπεθαίνουν, μέσα του, αλλά και στην κυριολεξία, σε μια ξένη χώρα. Ο Καμάργο είναι σκληρός, ο Καμάργο είναι ιδιοφυής, ο Καμάργο είναι αδίστακτος, ο Καμάργο είναι μόνος. Από τη στιγμή που τη χάνει είναι απόλυτα μόνος. Η Ρέινα -που είναι η μόνη που μπορεί και δαμάζει κάπως το μέσα του χτήνος- του χρωστάει πολλά, έτσι όταν τον εγκαταλείπει είναι αποφασισμένος να την κάνει να το πληρώσει ακριβά. Θα την τιμωρήσει, ελπίζοντας μέσα στην παράνοιά του ότι έτσι θα την ξανακερδίσει. Αλλά ο έρωτας δεν επιβάλλεται και σίγουρα η εκδίκηση δεν μπορεί να φέρει τη λύτρωση. Κάποιες φορές ο πιο αδύνατος κερδίζει το παιχνίδι. Ο Καμάργο δε μοιάζει να καταλαβαίνει πως: «Ό,τι χάνεται στη ζωή είναι επειδή θέλουμε να το χάσουμε ή επειδή τα πράγματα θέλουν να χαθούν και να αποκοπούν από εμάς».
Οι δύο ήρωες είναι απόλυτα τραγικοί, αδύναμοι ν’ αγκαλιάσουν την ευτυχία, σαν καθρέφτες της πολύπαθης χώρας τους. Ένα αξιόλογο ανάγνωσμα από κάποιο συγγραφέα που -επιτέλους και- ευτυχώς δε συγκρίνουν με τον πατριάρχη Μπόρχες.
Monday, January 10, 2011
Δημήτρης Σωτάκης – Το θαύμα της αναπνοής
«Ήμουν ο δαίμονας. Σίγουρα. Κουβαλούσα πάνω μου όλο τον πόνο των ανθρώπων, αυτών που υπήρξαν και αυτών που επρόκειτο να γεννηθούν. Ήμουν ένα σύμβολο για την ανθρωπότητα».
Σαν ένα σύμβολο για την ανθρωπότητα, έτσι ακριβώς νιώθει τον εαυτό του ο ήρωάς μας στο τέλος αυτής της ιστορίας, αλλά μέχρι να φτάσει σ’ εκείνο το σημείο έχει περάσει πολλά, τραγικά και κωμικά, σ’ ένα κείμενο που θυμίζει Κάφκα και Σω την ίδια ώρα.
Αυτή είναι η ιστορία ενός άντρα που ζει σε μια πόλη που, μάλλον, ονομάζεται Πύλη. Είναι εδώ και καιρό άνεργος, ενώ η μητέρα του βρίσκεται κατάκοιτη στο κρεβάτι από μια αρρώστια. Με εξαίρεση την πιο πάνω, αλλά και την κοπέλα του, που είναι θαύμα το πώς ακόμη τον αγαπά και τον ανέχεται, μα και τον καλύτερό του φίλο, ένα ζωγράφο, δε φαίνεται να έχει άλλους ανθρώπους στη ζωή του. Η κάθε νέα μέρα τον φέρνει αντιμέτωπο με τα ίδια αδιέξοδα και μοιάζει να γίνεται όλο και πιο πολύ λυπημένος. Πρέπει να βρει μια καλή δουλειά, να ορθοποδήσει. Ο κόσμος του όλος αλλάζει όταν βλέπει μια ενδιαφέρουσα αγγελία στην εφημερίδα και επισκέπτεται μια εταιρία για συνέντευξη. Εκεί τον προσλαμβάνουν αμέσως. Υπογράφει συμβόλαιο διάρκειας ενός έτους, το οποίο θα του αποφέρει μια τεράστια αμοιβή. Όπως του λέει ο χοντρός κύριος το μόνο που έχει να κάνει είναι να τους επιτρέψει να αποθηκεύσουν κάποια πράγματα στο σπίτι του. Αρχικά κάτι του βρωμά σ’ αυτή την υπόθεση, αλλά το χρήμα που αρχίζει να ρέει άφθονο και τα όνειρά του για ένα μέλλον ονειρικό με την κοπέλα του σ’ ένα πανέμορφο σπίτι, του κλείνουν τα μάτια και τον καθησυχάζουν. Εξάλλου τίποτα δε φαίνεται να ταράζει τη ζωή του. Τα πράγματα μάλιστα μοιάζουν να πηγαίνουν από το καλό στο καλύτερο και ίσως για πρώτη φορά εδώ και χρόνια νιώθει τόσο ευτυχισμένος.
Ωστόσο η ευτυχία του δε θα κρατήσει για πολύ. Κάποια στιγμή η κατάσταση της μάνας του θα χειροτερέψει και θα μπει στο νοσοκομείο, ενώ και οι εργοδότες του θα γίνουν πιο σκληροί μαζί του αναγκάζοντάς τον να τιμήσει τους όρους του συμβολαίου που υπέγραψε. Και τότε ο εφιάλτης θα αρχίσει. Ένας εφιάλτης κωμικοτραγικός, που θα τον φέρει πιο κοντά στην κοπέλα του, αλλά και αντιμέτωπο με τα μεγάλα προσωπικά του διλήμματα, με τους δαίμονές του. Κάποτε θα φτάσει στο σημείο όπου δε θα μπορεί να κάνει κάτι τίποτ’ άλλο πέρα από το να σκέφτεται και να περιμένει. Να περιμένει το χρόνο να περάσει, κάτι που δεν είναι και τόσο εύκολο. Καθώς η πόλη γύρω του καίγεται, όπως μαθαίνει από τους εργοδότες και την κοπέλα του, κάτι φαίνεται να αλλάζει μέσα του, η οπτική του, ο τρόπος που σκέφτεται. Το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο, όπως αντιλαμβάνεται, είναι ένα και μοναδικό: «Το θαύμα της αναπνοής».
Μια καλογραμμένη ιστορία για των ανθρώπων τα πάθη, τις εμμονές και τα λάθη.
Σαν ένα σύμβολο για την ανθρωπότητα, έτσι ακριβώς νιώθει τον εαυτό του ο ήρωάς μας στο τέλος αυτής της ιστορίας, αλλά μέχρι να φτάσει σ’ εκείνο το σημείο έχει περάσει πολλά, τραγικά και κωμικά, σ’ ένα κείμενο που θυμίζει Κάφκα και Σω την ίδια ώρα.
Αυτή είναι η ιστορία ενός άντρα που ζει σε μια πόλη που, μάλλον, ονομάζεται Πύλη. Είναι εδώ και καιρό άνεργος, ενώ η μητέρα του βρίσκεται κατάκοιτη στο κρεβάτι από μια αρρώστια. Με εξαίρεση την πιο πάνω, αλλά και την κοπέλα του, που είναι θαύμα το πώς ακόμη τον αγαπά και τον ανέχεται, μα και τον καλύτερό του φίλο, ένα ζωγράφο, δε φαίνεται να έχει άλλους ανθρώπους στη ζωή του. Η κάθε νέα μέρα τον φέρνει αντιμέτωπο με τα ίδια αδιέξοδα και μοιάζει να γίνεται όλο και πιο πολύ λυπημένος. Πρέπει να βρει μια καλή δουλειά, να ορθοποδήσει. Ο κόσμος του όλος αλλάζει όταν βλέπει μια ενδιαφέρουσα αγγελία στην εφημερίδα και επισκέπτεται μια εταιρία για συνέντευξη. Εκεί τον προσλαμβάνουν αμέσως. Υπογράφει συμβόλαιο διάρκειας ενός έτους, το οποίο θα του αποφέρει μια τεράστια αμοιβή. Όπως του λέει ο χοντρός κύριος το μόνο που έχει να κάνει είναι να τους επιτρέψει να αποθηκεύσουν κάποια πράγματα στο σπίτι του. Αρχικά κάτι του βρωμά σ’ αυτή την υπόθεση, αλλά το χρήμα που αρχίζει να ρέει άφθονο και τα όνειρά του για ένα μέλλον ονειρικό με την κοπέλα του σ’ ένα πανέμορφο σπίτι, του κλείνουν τα μάτια και τον καθησυχάζουν. Εξάλλου τίποτα δε φαίνεται να ταράζει τη ζωή του. Τα πράγματα μάλιστα μοιάζουν να πηγαίνουν από το καλό στο καλύτερο και ίσως για πρώτη φορά εδώ και χρόνια νιώθει τόσο ευτυχισμένος.
Ωστόσο η ευτυχία του δε θα κρατήσει για πολύ. Κάποια στιγμή η κατάσταση της μάνας του θα χειροτερέψει και θα μπει στο νοσοκομείο, ενώ και οι εργοδότες του θα γίνουν πιο σκληροί μαζί του αναγκάζοντάς τον να τιμήσει τους όρους του συμβολαίου που υπέγραψε. Και τότε ο εφιάλτης θα αρχίσει. Ένας εφιάλτης κωμικοτραγικός, που θα τον φέρει πιο κοντά στην κοπέλα του, αλλά και αντιμέτωπο με τα μεγάλα προσωπικά του διλήμματα, με τους δαίμονές του. Κάποτε θα φτάσει στο σημείο όπου δε θα μπορεί να κάνει κάτι τίποτ’ άλλο πέρα από το να σκέφτεται και να περιμένει. Να περιμένει το χρόνο να περάσει, κάτι που δεν είναι και τόσο εύκολο. Καθώς η πόλη γύρω του καίγεται, όπως μαθαίνει από τους εργοδότες και την κοπέλα του, κάτι φαίνεται να αλλάζει μέσα του, η οπτική του, ο τρόπος που σκέφτεται. Το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο, όπως αντιλαμβάνεται, είναι ένα και μοναδικό: «Το θαύμα της αναπνοής».
Μια καλογραμμένη ιστορία για των ανθρώπων τα πάθη, τις εμμονές και τα λάθη.
Thursday, January 6, 2011
Γιούκιο Μισίμα – Ανοιξιάτικο Χιόνι
Όπως και στα προηγούμενα βιβλία του εδώ ο Μισίμα μιλά για τη νιότη, τον έρωτα και την απώλεια. Μας ταξιδεύει στο χθες της πατρίδας του, την οποία περιγράφει μέσω του βασικού του ήρωα, του Κιγιοάκι, σα μια χώρα αχνοπράσινη, «χωρίς σχήμα αλλά γεμάτη πάθος και διάχυτη σαν πρωινή καταχνιά». Μια χώρα ωστόσο που φαίνεται να διασχίζει μια εποχή μεταιχμιακή. Ο κόσμος αλλάζει και μαζί του αλλάζει κι αυτή. Εκσυγχρονίζεται, δυτικοποιείται, αλλά και κρατάει πεισματικά σαν φυλακτά ιερά κάποιες από τις παραδόσεις της.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες μεγαλώνει ο Κιγιοάκι, ένας γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, που μάλλον δεν κάνει και μεγάλα όνειρα. Η ζωή του αναμένεται να διαγράψει μια καλά και από καιρό καθορισμένη πορεία: θα τελειώσει το σχολείο, θα σπουδάσει σε μια από τις αυτοκρατορικές σχολές, στην οποία φυσικά λόγω αξιώματος θα εισέλθει δίχως εξετάσεις, και θα γίνει ένας επίσημος αργόσχολος.
Τα ανύπαρκτα σχέδιά του θα έρθει ωστόσο να ανατρέψει ένας απρόσκλητος επισκέπτης, ο έρωτας. Ο τιμωρός έρωτας. Αυτός που θα τον γεμίσει με πείσμα και φθόνο, που θα του γκρεμίσει κάθε βεβαιότητα, που θα τον ανεβάσει στα ουράνια προτού τον καταποντίσει στα τάρταρα. Η Σατόκο, αυτή είναι που θα του κλέψει την καρδιά. Η Σατόκο, αυτή που από πάντοτε αγαπούσε, αφού μαζί μεγάλωσαν. Αν και είναι δύο χρόνια μεγαλύτερή του (17 εκείνος, 19 εκείνη) ή ίσως γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, την αντικρίζει σαν τη προσωποποίηση του έρωτα, μια γυναίκα ζωγραφιά, γεμάτη ζωή, αλλά που ωστόσο μοιάζει πού και πού να τον περιφρονεί. Νιώθει ότι πρέπει να την κατακτήσει. Το κάνει μοναδικό σκοπό στη ζωή του. Ωστόσο, δεν τολμά να κάνει την κίνησή του, μέχρι που είναι πια δηλαδή πολύ αργά: «Ο Κιγιοάκι έβρισκε παρηγοριά στην ψυχική γαλήνη που φέρνει η απώλεια. Κατά βάθος προτιμούσε πάντα να χάνει, παρά να βασανίζεται από το φόβο μιας ενδεχόμενης απώλειας». Ο αλλοπρόσαλλος αυτός νέος δίνει τη συγκατάθεσή του, ουσιαστικά προσυπογράφει την καταδίκη του έρωτά τους, όταν λέει στον πατέρα ότι δεν έχει καμία απολύτως αντίρρηση στο να παντρευτεί η Σατόκο κάποιον άλλο. Αλλά, μόλις το κάνει αμέσως το μετανιώνει. Και σπεύδει, αν και αρραβωνιασμένη επίσημα πια, να τη συναντήσει. Και τη συναντά ξανά και ξανά. Η οριστική της απώλειά που πλησιάζει απειλητικά, την κάνει δική του ολοκληρωτικά. Η σχέση αγάπης και μίσους, που μοιράζονταν μέχρι τότε, μεταμορφώνεται σε πάθος ασίγαστο, που αναπόφευκτα τους οδηγεί σε επικίνδυνα μονοπάτια. Το ξέρουν και οι δυο πολύ καλά ότι η ευδαιμονία τους δε θα διαρκέσει στο χρόνο, αλλά όπως λέει η Σατόκο: «Δοκίμασα την ύψιστη ευτυχία και δεν είμαι τόσο άπληστη ώστε να απαιτώ να συνεχιστεί επ’ άπειρον αυτό. Κάθε όνειρο τελειώνει κάποτε… Αν υπήρχε αιωνιότητα, για μένα θα ήταν αυτή η στιγμή».
«Από τη στιγμή που θα απομακρυνθούμε από ένα πράγμα, έστω και για λίγο, αυτό θα γίνει ιερό», αποφαίνεται κάπου ένας πρίγκιπας από το Σιάμ, που φιλοξενείται στο σπίτι του Κιγιοάκι, μαζί με κάποιον ξάδελφό του. Την πιο πάνω αλήθεια ο ήρωάς μας θα την αντιληφθεί με τον πιο σκληρό τρόπο.
Το μυθιστόρημα αυτό καταπιάνεται με το θέμα του δίχως όρια και πρέπει έρωτα. Ενός έρωτα μεταφυσικού, πάνω από του ανθρώπινα, καταπατητή όλων των κοινωνικών συμβάσεων. Ο Κιγιοάκι και η Σατόκο μοιάζουν να βρίσκονται στο μάτι ενός κυκλώνα που αναπόφευκτα θα τους ρουφήξει μέσα του και καθόλου δε θα τους προστατεύσει από το γύρω κυκεώνα. Οι υπόλοιποι πρωταγωνιστές, αν και παίζουν κάποιους σημαντικούς ρόλους σ’ αυτή την ιστορία, κρίνονται… πολύχρωμοι, πλην συμπληρωματικοί. Όταν η ακατάλυτη αγάπη κάθεται στη θέση του οδηγού, οι άλλοι, θέλοντας και μη, οφείλουν να την ακολουθήσουν.
Μια ιστορία τρυφερή και τραγική, με ένα τέλος αναμενόμενο αλλά και πάλι συνταρακτικό. Διαβάστε την.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες μεγαλώνει ο Κιγιοάκι, ένας γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, που μάλλον δεν κάνει και μεγάλα όνειρα. Η ζωή του αναμένεται να διαγράψει μια καλά και από καιρό καθορισμένη πορεία: θα τελειώσει το σχολείο, θα σπουδάσει σε μια από τις αυτοκρατορικές σχολές, στην οποία φυσικά λόγω αξιώματος θα εισέλθει δίχως εξετάσεις, και θα γίνει ένας επίσημος αργόσχολος.
Τα ανύπαρκτα σχέδιά του θα έρθει ωστόσο να ανατρέψει ένας απρόσκλητος επισκέπτης, ο έρωτας. Ο τιμωρός έρωτας. Αυτός που θα τον γεμίσει με πείσμα και φθόνο, που θα του γκρεμίσει κάθε βεβαιότητα, που θα τον ανεβάσει στα ουράνια προτού τον καταποντίσει στα τάρταρα. Η Σατόκο, αυτή είναι που θα του κλέψει την καρδιά. Η Σατόκο, αυτή που από πάντοτε αγαπούσε, αφού μαζί μεγάλωσαν. Αν και είναι δύο χρόνια μεγαλύτερή του (17 εκείνος, 19 εκείνη) ή ίσως γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, την αντικρίζει σαν τη προσωποποίηση του έρωτα, μια γυναίκα ζωγραφιά, γεμάτη ζωή, αλλά που ωστόσο μοιάζει πού και πού να τον περιφρονεί. Νιώθει ότι πρέπει να την κατακτήσει. Το κάνει μοναδικό σκοπό στη ζωή του. Ωστόσο, δεν τολμά να κάνει την κίνησή του, μέχρι που είναι πια δηλαδή πολύ αργά: «Ο Κιγιοάκι έβρισκε παρηγοριά στην ψυχική γαλήνη που φέρνει η απώλεια. Κατά βάθος προτιμούσε πάντα να χάνει, παρά να βασανίζεται από το φόβο μιας ενδεχόμενης απώλειας». Ο αλλοπρόσαλλος αυτός νέος δίνει τη συγκατάθεσή του, ουσιαστικά προσυπογράφει την καταδίκη του έρωτά τους, όταν λέει στον πατέρα ότι δεν έχει καμία απολύτως αντίρρηση στο να παντρευτεί η Σατόκο κάποιον άλλο. Αλλά, μόλις το κάνει αμέσως το μετανιώνει. Και σπεύδει, αν και αρραβωνιασμένη επίσημα πια, να τη συναντήσει. Και τη συναντά ξανά και ξανά. Η οριστική της απώλειά που πλησιάζει απειλητικά, την κάνει δική του ολοκληρωτικά. Η σχέση αγάπης και μίσους, που μοιράζονταν μέχρι τότε, μεταμορφώνεται σε πάθος ασίγαστο, που αναπόφευκτα τους οδηγεί σε επικίνδυνα μονοπάτια. Το ξέρουν και οι δυο πολύ καλά ότι η ευδαιμονία τους δε θα διαρκέσει στο χρόνο, αλλά όπως λέει η Σατόκο: «Δοκίμασα την ύψιστη ευτυχία και δεν είμαι τόσο άπληστη ώστε να απαιτώ να συνεχιστεί επ’ άπειρον αυτό. Κάθε όνειρο τελειώνει κάποτε… Αν υπήρχε αιωνιότητα, για μένα θα ήταν αυτή η στιγμή».
«Από τη στιγμή που θα απομακρυνθούμε από ένα πράγμα, έστω και για λίγο, αυτό θα γίνει ιερό», αποφαίνεται κάπου ένας πρίγκιπας από το Σιάμ, που φιλοξενείται στο σπίτι του Κιγιοάκι, μαζί με κάποιον ξάδελφό του. Την πιο πάνω αλήθεια ο ήρωάς μας θα την αντιληφθεί με τον πιο σκληρό τρόπο.
Το μυθιστόρημα αυτό καταπιάνεται με το θέμα του δίχως όρια και πρέπει έρωτα. Ενός έρωτα μεταφυσικού, πάνω από του ανθρώπινα, καταπατητή όλων των κοινωνικών συμβάσεων. Ο Κιγιοάκι και η Σατόκο μοιάζουν να βρίσκονται στο μάτι ενός κυκλώνα που αναπόφευκτα θα τους ρουφήξει μέσα του και καθόλου δε θα τους προστατεύσει από το γύρω κυκεώνα. Οι υπόλοιποι πρωταγωνιστές, αν και παίζουν κάποιους σημαντικούς ρόλους σ’ αυτή την ιστορία, κρίνονται… πολύχρωμοι, πλην συμπληρωματικοί. Όταν η ακατάλυτη αγάπη κάθεται στη θέση του οδηγού, οι άλλοι, θέλοντας και μη, οφείλουν να την ακολουθήσουν.
Μια ιστορία τρυφερή και τραγική, με ένα τέλος αναμενόμενο αλλά και πάλι συνταρακτικό. Διαβάστε την.
Monday, January 3, 2011
Κόρμακ ΜακΚάρθυ – Ο δρόμος
Σ’ αυτό το μυθιστόρημα παρακολουθούμε ένα μακρύ και επίπονο ταξίδι σε «ένα τόπο που δεν επιστρέφει και δεν επανορθώνεται. Που ποτέ δεν θα γίνει όπως πριν».
Ο Κόρμακ ΜακΚάρθυ είναι ένα από τα πιο «καυτά» ονόματα της σύγχρονης αμερικάνικης λογοτεχνίας. Τα βιβλία του θα μπορούσαν να γραφτούν μονάχα στις ΗΠΑ, ή ίσως και στην Αργεντινή και την Αυστραλία. Μιλούν για τους απέραντους δρόμους, τις μεγάλες ερήμους και τα μοναχικά ταξίδια.
Ένα μοναχικό ταξίδι, πατέρα και γιου, περιγράφει και σ’ αυτές τις σελίδες. Τα γεγονότα διαδραματίζονται σ’ ένα μελλοντικό κόσμο, μετά από μια μεγάλη καταστροφή που δεν κατονομάζεται. Εδώ όλα είναι γκρίζα. Τα δέντρα, ο ουρανός, η θάλασσα, το χιόνι, ακόμη και οι ψυχές. («Εκεί που δεν μπορεί να ζήσει άνθρωπος ούτε θεός θα προκόψει ποτέ» διαβάζουμε κάπου). Οι άνθρωποι που έχουν παραμείνει ζωντανοί είναι λιγοστοί κι αυτοί χωρίζονται σε δύο ομάδες: τους καλούς και τους κακούς. Το μόνο που στη διάρκεια του ταξιδιού είναι δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς σε ποια από τις δύο κατηγορίες ανήκει ο πατέρας. Όταν μιλά με το γιο του μοιάζει να είναι καλός, όταν συναντάνε άλλους ανθρώπους στο δρόμο καχύποπτος και κακός. Ο πιο πιστός του φίλος είναι ένα περίστροφο, το οποίο δε θα διστάσει στιγμή να χρησιμοποιήσει. Ο μικρός μοιάζει να αγαπά τον πατέρα του, αλλά δεν το καταλαβαίνει. Γιατί πρέπει να είναι τόσο σκληρός; Γιατί δε δείχνει συμπόνια και στους άλλους; Και γιατί τον παρασέρνει μαζί του σ’ αυτό το ατελείωτο οδοιπορικό με προορισμό μια θάλασσα που ίσως να μη συναντήσουν ποτέ; Του λείπει κι η μάνα του. Αυτή που δεν τόλμησε να μείνει ζωντανή.
Ο άντρας και το αγόρι, οι δύο ανώνυμοι, θα συναντήσουν ένα σωρό κίνδυνους στο δρόμο τους, αλλά με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα καταφέρουν να επιβιώσουν. Η συνεχής κίνηση, αυτή θα τους κρατήσει ζωντανούς, θεωρεί ο άντρας. Ωστόσο σ’ ένα κόσμο όπου οι κανόνες έχουν πάψει εδώ και καιρό να ισχύουν, για τίποτα δεν μπορεί να είναι κανείς σίγουρος. Όλοι όσοι έχουν απομείνει σ’ αυτόν μοιάζουν να ζουν «σε ένα χρόνο δανεικό και ένα κόσμο δανεικό και με μάτια δανεικά για να τον κλαίνε».
Διαβάζοντας αυτό το βιβλίο ένιωθα σα να άκουα μια προφορική αφήγηση (το «Καμιά πατρίδα για τους μελλοθανάτους» το άκουσα αντί να το διαβάσω), αλλά και σα να παρακολουθούσα μια ταινία γυρισμένη από τον Τζιμ Τζαρμούς. Το βιβλίο όντως γυρίστηκε σε ταινία, αλλά από κάποιον άλλο. Όπως και νάχει, εκείνο που θέλω να πω είναι ότι ο ΜακΚάρθυ με τη γραφή του ζωντανεύει στη φαντασία μας ένα εφιαλτικό σκηνικό, που ίσως να μοιάζει λίγο με το μύθο του «τέλους των ημερών». Μέσα από τις λιτές περιγραφές του ταξιδεύουμε σ’ ένα μουντό, ανέλπιδο μέλλον, στα τοπία της στάχτης. Το θέμα αυτής της ιστορίας θα μπορούσε να αποτελεί παγίδα για κάθε συγγραφέα, αφού όταν ουσιαστικά περιγράφεις μια μονότονη πορεία στο πουθενά, δεν μπορεί, κάποτε θα πέσεις σε επαναλήψεις. Ωστόσο αυτός αποφεύγει το σκόπελο, κι αυτό ακριβώς είναι που κάνει το βιβλίο του να μοιάζει στα μάτια μας σαν πραγματικό επίτευγμα. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε το γεγονός ότι έχει τιμηθεί με το βραβείο Πούλιτζερ.
Για τους φίλους της καλής λογοτεχνίας και όχι μόνο.
Ο Κόρμακ ΜακΚάρθυ είναι ένα από τα πιο «καυτά» ονόματα της σύγχρονης αμερικάνικης λογοτεχνίας. Τα βιβλία του θα μπορούσαν να γραφτούν μονάχα στις ΗΠΑ, ή ίσως και στην Αργεντινή και την Αυστραλία. Μιλούν για τους απέραντους δρόμους, τις μεγάλες ερήμους και τα μοναχικά ταξίδια.
Ένα μοναχικό ταξίδι, πατέρα και γιου, περιγράφει και σ’ αυτές τις σελίδες. Τα γεγονότα διαδραματίζονται σ’ ένα μελλοντικό κόσμο, μετά από μια μεγάλη καταστροφή που δεν κατονομάζεται. Εδώ όλα είναι γκρίζα. Τα δέντρα, ο ουρανός, η θάλασσα, το χιόνι, ακόμη και οι ψυχές. («Εκεί που δεν μπορεί να ζήσει άνθρωπος ούτε θεός θα προκόψει ποτέ» διαβάζουμε κάπου). Οι άνθρωποι που έχουν παραμείνει ζωντανοί είναι λιγοστοί κι αυτοί χωρίζονται σε δύο ομάδες: τους καλούς και τους κακούς. Το μόνο που στη διάρκεια του ταξιδιού είναι δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς σε ποια από τις δύο κατηγορίες ανήκει ο πατέρας. Όταν μιλά με το γιο του μοιάζει να είναι καλός, όταν συναντάνε άλλους ανθρώπους στο δρόμο καχύποπτος και κακός. Ο πιο πιστός του φίλος είναι ένα περίστροφο, το οποίο δε θα διστάσει στιγμή να χρησιμοποιήσει. Ο μικρός μοιάζει να αγαπά τον πατέρα του, αλλά δεν το καταλαβαίνει. Γιατί πρέπει να είναι τόσο σκληρός; Γιατί δε δείχνει συμπόνια και στους άλλους; Και γιατί τον παρασέρνει μαζί του σ’ αυτό το ατελείωτο οδοιπορικό με προορισμό μια θάλασσα που ίσως να μη συναντήσουν ποτέ; Του λείπει κι η μάνα του. Αυτή που δεν τόλμησε να μείνει ζωντανή.
Ο άντρας και το αγόρι, οι δύο ανώνυμοι, θα συναντήσουν ένα σωρό κίνδυνους στο δρόμο τους, αλλά με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα καταφέρουν να επιβιώσουν. Η συνεχής κίνηση, αυτή θα τους κρατήσει ζωντανούς, θεωρεί ο άντρας. Ωστόσο σ’ ένα κόσμο όπου οι κανόνες έχουν πάψει εδώ και καιρό να ισχύουν, για τίποτα δεν μπορεί να είναι κανείς σίγουρος. Όλοι όσοι έχουν απομείνει σ’ αυτόν μοιάζουν να ζουν «σε ένα χρόνο δανεικό και ένα κόσμο δανεικό και με μάτια δανεικά για να τον κλαίνε».
Διαβάζοντας αυτό το βιβλίο ένιωθα σα να άκουα μια προφορική αφήγηση (το «Καμιά πατρίδα για τους μελλοθανάτους» το άκουσα αντί να το διαβάσω), αλλά και σα να παρακολουθούσα μια ταινία γυρισμένη από τον Τζιμ Τζαρμούς. Το βιβλίο όντως γυρίστηκε σε ταινία, αλλά από κάποιον άλλο. Όπως και νάχει, εκείνο που θέλω να πω είναι ότι ο ΜακΚάρθυ με τη γραφή του ζωντανεύει στη φαντασία μας ένα εφιαλτικό σκηνικό, που ίσως να μοιάζει λίγο με το μύθο του «τέλους των ημερών». Μέσα από τις λιτές περιγραφές του ταξιδεύουμε σ’ ένα μουντό, ανέλπιδο μέλλον, στα τοπία της στάχτης. Το θέμα αυτής της ιστορίας θα μπορούσε να αποτελεί παγίδα για κάθε συγγραφέα, αφού όταν ουσιαστικά περιγράφεις μια μονότονη πορεία στο πουθενά, δεν μπορεί, κάποτε θα πέσεις σε επαναλήψεις. Ωστόσο αυτός αποφεύγει το σκόπελο, κι αυτό ακριβώς είναι που κάνει το βιβλίο του να μοιάζει στα μάτια μας σαν πραγματικό επίτευγμα. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε το γεγονός ότι έχει τιμηθεί με το βραβείο Πούλιτζερ.
Για τους φίλους της καλής λογοτεχνίας και όχι μόνο.
Subscribe to:
Posts (Atom)