Showing posts with label παρουσιασεις. Show all posts
Showing posts with label παρουσιασεις. Show all posts

Thursday, December 25, 2008

ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΜΑΝΤΑ: Η μνήμη ακίνητη

Ένα κείμενο τρυφερό, που αποπνέει νοσταλγία είναι το πρώτο μυθιστόρημα της Μαργαρίτας Μαντά.
Είναι η ιστορία ενός ζευγαριού και κάποιων άλλων ανθρώπων που βρίσκονται συμπτωματικά και συμπληρωματικά κοντά τους. Είναι η ιστορία του Αγγέλου και της Αντιγόνης, αλλά και του παππού, του Ρωμανού και της Θαλασσινής. Μια ιστορία μνήμης και λύτρωσης.
Ο Άγγελος και η Αντιγόνη φτάνουν σ’ ένα νησί όπου σκοπεύουν να περάσουν ολόκληρο το καλοκαίρι. Εκεί γνωρίζουν και γίνονται φίλοι μ’ ένα γέροντα και τον εγγονό του, τον Ρωμανό. Ο τελευταίος, χωρίς καμιά ιδιαίτερη δυσκολία θα κατορθώσει να κλέψει τις καρδιές των ξένων, όπως θα κάνει λίγο καιρό μετά και με την καρδιά της Θαλασσινής, ενός κοριτσιού που φτάνει στο νησί με το κότερο των γονιών της.
Αν και ο μύθος περιστρέφεται γύρω από την ιστορία του ζευγαριού ωστόσο εκείνος που φαίνεται να κινεί τα νήματα είναι, χωρίς καλά καλά να το καταλαβαίνει κι ο ίδιος, ο Ρωμανός. Ο μικρός, με την αθωότητά του, με τις σκανταλιές του, αλλά και με την περίσσια αγάπη του για τη θάλασσα και τη ζωή, καταφέρνει σιγά σιγά να κάνει τους επισκέπτες να κοιτάξουν από μια διαφορετική οπτική γωνία όλα τα πράγματα που τους απασχολούν. Η επιρροή του, τουλάχιστον στην περίπτωση του Αγγέλου, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ακόμη και λυτρωτική.
Η συγγραφέας αποφασίζει να πλέξει το μύθο της μέσα από τέσσερις διαφορετικές οπτικές γωνίες, οι οποίες φέρνουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στο φως τον πόλεμο που μαίνεται στις ψυχές των πρωταγωνιστών. Με εξαίρεση το Ρωμανό, που περιγράφει τα τεκταινόμενα με γράμματα στη μητέρα του, ο Άγγελος, η Αντιγόνη κι ο παππούς, μας μεταφέρουν τα γεγονότα και τις εκτιμήσεις τους γι’ αυτά μέσα από εσωτερικούς μονολόγους.
Αν θα έπρεπε να κατατάξουμε σε κάποια κατηγορία αυτό το βιβλίο θα λέγαμε ότι πρόκειται για ένα μυθιστόρημα συναισθημάτων (προσοχή, όχι αισθηματικό), αφού ακριβώς μ’ αυτά καταπιάνεται η συγγραφέας. με τα συναισθήματα που μας σκλαβώνουν και μας απελευθερώνουν, που μας κλέβουν ανάσες και μας δίνουν ζωή.
Ο καθένας έχει ν’ ανέβει το δικό του Γολγοθά, φαίνεται να θέλει να μας πει η συγγραφέας. Αν θα τα καταφέρει ή όχι, αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Εξάλλου, όπως λέει κι ο παππούς κάπου: «Δεν αλλάζει ο άνθρωπος, από μωρό παιδί μέχρι παλιόγερος δεν αλλάζει. Έτσι γεννιέται, έτσι πεθαίνει. Όσο νερό κι αν κυλήσει στ’ αυλάκι του, εκεί αυτός… τον έρωτα και τον πόλεμο και μυαλό μπιτ!»
Το «Η μνήμη ακίνητη» είναι ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα, πλούσιο σε εικόνες, που καταφέρνει εύκολα να παρασύρει τη ματιά του αναγνώστη σε τοπία της φύσης, των συναισθημάτων και της μνήμης.
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα: Γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες, Γαλλική Φιλολογία και Σκηνοθεσία Κινηματογράφου. Από το 1987 έως σήμερα εργάζεται βοηθός σκηνοθέτη σε ταινίες μεγάλου μήκους, διαφημιστικές ταινίες και τηλεοπτικές σειρές. Το 1985 έγραψε το κείμενο για το βιβλίο του φωτογράφου Joseph Koudelka «Περιπλανήσεις», που βασίζεται στην κοινή τους εμπειρία από τα γυρίσματα της ταινίας του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Το βλέμμα του Οδυσσέα». Έχει σκηνοθετήσει τρεις ταινίες μικρού μήκους και ένα ντοκιμαντέρ.
Το βιβλίο αυτό κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΣΤΕΦΑΝΟΥ: Το χαμόγελο της ορχιδέας

Με μεγάλη καθυστέρηση παρουσιάζουμε αυτό το βιβλίο, αλλά συγχωρέστε μας, μόλις τώρα έφτασε στα χέρια μας. Το «Χαμόγελο της ορχιδέας» είναι μια συνταρακτική ιστορία, μια ιστορία που σε κάνει να νιώθεις ένα κόμπο στο λαιμό σε πολλά σημεία της αφήγησης, για να σου χαρίσει στο τέλος δάκρια ανακούφισης.
Είναι η ιστορία της Ελένης και της Ελένης. Τη δεύτερη τη λένε και Λένγκω. Η πρώτη είναι ένα κλοτσοσκούφι της ζωής, μια κόρη του πόνου και των πολλά υποσχόμενων ψευδαισθήσεων της πρέζας. Απ’ την άλλη μεριά η Λένγκω είναι μια επιτυχημένη γυναίκα που φαίνεται να έχει τα πάντα, αλλά ωστόσο κι αυτής κάτι της λείπει: ο έρωτας. Ο έρωτας που «χρειάζεται παλικαριά».
Καμιά από τις δύο γυναίκες δεν γνωρίζει την ύπαρξη της άλλης, όμως κάποτε η μοίρα, με ένα από τα παράξενα παιχνίδια που παίζει συνήθως στις ζωές των ανθρώπων θα τις φέρει κοντά. Αυτό θα γίνει στη διάρκεια ενός ταξιδιού, που αν και στην αρχή δεν προμηνύει κάτι το συνταρακτικό, στο τέλος τέλος θα τις οδηγήσει από ξεχωριστούς δρόμους προς το φως, την προσωπική δικαίωση. Το ταξίδι αυτό είναι προς την Ταϊλάνδη, κι οι περιγραφές της συγγραφέως που το αφορούν είναι άκρως ποιητικές και πολλές φορές συναρπαστικές. Μέσα από το φακό του παντεπόπτη αφηγητή, τις ημερολογιακές σημειώσεις της Ελένης και τις σκέψεις της Λένγκως, ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να περιπλανηθεί με τα μάτια κλειστά, στην απτή πραγματικότητα και τα μυστήρια της μακρινής χώρας, να μάθει κάτι για το λαό της και κάτι παραπάνω για τις θρησκείες της.
Έτσι, εν αρχή είν’ η πρέζα, στη συνέχεια το ταξίδι και το άνοιγμα ενός παράθυρου προς το φως, μετά…; Δε θα λέγαμε πως το μετά δεν έχει σημασία, αλλά πιστεύουμε πως σ’ αυτή την ιστορία πιότερο μετρά η πορεία: οι συναντήσεις κι οι αποχωρισμοί, οι γεννήσεις και οι θάνατοι, οι χημικοί έρωτες κι οι αποτοξινωμένες απογοητεύσεις, γιατί «το νερό που ξεπλένει δεν φέρνει πάντα την κάθαρση».
Οι δύο γυναίκες μέσα από το ταξίδι τους στο χώρο αλλά και την ψυχή, μαθαίνουν ότι «ντροπή είναι να μην αγαπά κανείς», και νιώθουν ότι αυτή είναι η μεγαλύτερη απ’ όλες τις αλήθειες. Θέλουν να αγαπούν, αλλά να αγαπούν σωστά, αυτούς που πρέπει. Που θα τις βγάλει ο δρόμος; Δε θα σας πούμε! Θα σας πούμε όμως ότι αυτό το βιβλίο πρέπει να διαβαστεί. Είναι μια ιστορία που δε χαρίζει γέλιο, αλλά δάκρυ, που δε γεμίζει τον αναγνώστη με χαρά αλλά με σκέψεις. Το βιβλίο αυτό είναι ένα αληθινό στοίχημα που στο τέλος κερδίζεται. Τόσο απλά!
Όπως γράφει η Ελένη Γκίκα στο Έθνος το «Χαμόγελο…» είναι: «Ένα ταξίδι στον κόσμο, στην αναζήτηση του Θείου και του νοήματος της ανθρώπινης ύπαρξης, μια κατάδυση στην ανθρώπινη ψυχή. Δυο γυναίκες, δυο κόσμοι. Η σύγκρουση του καλού και του κακού που όλοι κρύβουμε στα μύχια της ύπαρξής μας…».
Κλείνουμε αυτή την αναφορά με ένα απόσπασμα που κυριολεκτικά χαράκτηκε στη μνήμη μας. Γράφει η Λένγκω: «Καθετί όμορφο καταλήγει σ’ ένα τέλος. Μα αν δεν υπήρχε το τέλος, ίσως να μην κατάφερνα τα αξιολογήσω την ομορφιά ενός μοναδικού ταξιδιού. Στο πιο καλό συρτάρι της μνήμης μου, εκείνο το ντυμένο με κόκκινο βελούδο, θα φυλάξω την ομορφιά των προηγούμενων ημερών και την ευτυχία των πολύτιμων στιγμών. Κάθε μέρα μαζί σου έμοιαζε με όνειρο που μπορούσα να το αγγίζω. Κάθε νύχτα η λύπη για τη μέρα που τελείωνε, για το τέλος που όλο και πλησίαζε. Για την Ιθάκη του δεν έχασε ποτέ την ελπίδα ο Οδυσσέας. Για την Ιθάκη μου θα ελπίζω και εγώ».
Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα.

Με ένα «ποντίκι» στη χώρα των εθίμων

Το βιβλίο αυτό μας χάρισε πολλά χαμόγελα, μας έκανε να νιώσουμε πιο αισιόδοξοι για το μέλλον και ευχαριστούμε πραγματικά τους ανθρώπους που δούλεψαν ώστε να εκδοθεί.
Όλα άρχισαν όταν το 1ο Δημοτικό Σχολείο Ακράτας, προκήρυξε ένα διαδικτυακό διαγωνισμό με θέμα τα ελληνικά έθιμα. Η ανταπόκριση υπήρξε μεγάλη. Ούτε λίγο ούτε πολύ ο «ιός της Βιβλιοπαμφαγονίας πήρε επιδημικές διαστάσεις, και, από τον Οκτώβρη του 2001 έως τον Ιανουάριο του 2002 “προσβλήθηκαν” 37 Δημοτικά Σχολεία στην Ελλάδα και την Κύπρο. Στο βιβλίο καταγράφηκαν 290 “ασθενείς” από τον ιό της αναζήτησης της γνώσης, των προφορικών παραδόσεων και της φαντασίας», όπως επισημαίνει η υπεύθυνη εκπαιδευτικός Αναστασία Ευσταθίου.
Το βιβλίο αυτό αποτελεί, κυριολεκτικά, ένα θησαυρό γνώσεων. Οι μαθητές έγιναν δημοσιογράφοι, συγγραφείς, μελετητές, ερευνητές και μας χαρίζουν απλόχερα τους καρπούς των κόπων τους. Διαβάζοντας μαθαίνουμε για αμέτρητα έθιμα που διατηρούνται ζωντανά σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια, μα και αλλού. Έθιμα του γάμου, του Δωδεκαημέρου, της Απόκριας, του Πάσχα αλλά και κάποια εντελώς τοπικά που αφορούν άγιους, τη γη, το νερό.
Μας ταξιδεύουν πολύ οι μικροί μας συγγραφείς, και με τη λιτή προσωπική τους γλώσσα μας παρασύρουν σε μέρη άγνωστα, όμορφα αλλά –φαινομενικά-, τόσο μακρινά.
Ό,τι και να γράψουμε γι’ αυτό το βιβλίο θα ’ναι λίγο. Κι αν αναφέρουμε κάποιους απ’ τους πολλούς συγγραφείς, σίγουρα τους υπόλοιπους θα τους αδικήσουμε. Εκείνο που θα θέλαμε να τονίσουμε είναι ότι η γραφή κάποιων παιδιών πραγματικά ξεχωρίζει, αλλά και η φαντασία τους καλπάζει. Παράδειγμα, η μικρή ρεπόρτερ που ασχολείται με τις Νεράιδες. Ας ευχηθούμε ότι αυτά τα παιδιά θα έχουν και στη συνέχεια την ευκαιρία να ασχοληθούν με την έρευνα και τη συγγραφή, αναδεικνύοντας τα κρυφά τους ταλέντα που ίσως διαφορετικά να είχαν περάσει απαρατήρητα.
Τι άλλο; Τίποτα! Απλά, αγοράστε αυτό το βιβλίο, κάντε ένα μακροβούτι στις σελίδες του, κι αφήστε τον εαυτό σας ελεύθερο να ταξιδέψει σε κάποιους άλλους τόπους, σε κάποιες άλλες εποχές. Ίσως έτσι να ξαναβρείτε για λίγο κάτι απ’ τη χαμένη αθωότητα των παιδικών σας χρόνων, αλλά κι από το χθες του τόπου σας.
Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σύγχρονη Εκπαίδευση, στη σειρά Μαθητικά Τεκμήρια.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΙΔΕΡΗΣ: 7 ημέρες ψέματα

ΓΕΛΙΟ! Άφθονο γέλιο χαρίζει με το βιβλίο αυτό ο Χρήστος Σιδερής. Το χιούμορ του συγγραφέα είναι καταλυτικό, ισοπεδωτικό. Θέλει να κάνει τον αναγνώστη να διασκεδάσει και το καταφέρνει χωρίς καμία δυσκολία.
Το «7 ημέρες ψέματα» είναι η ιστορία ενός χαμένου στον κόσμο των πάρτι και του αλκοόλ τύπου και της ιδιόρρυθμης παρέας του, που ούτε λίγο ούτε πολύ περιλαμβάνει και ένα αστακό, που ζει με όλες τις ανέσεις στην κατάψυξη. Ο αστακός, ο Στέργιος, είναι ο σοφός της παρέας, αφού φαίνεται να έχει τη λύση στο κάθε πρόβλημα, ενώ μπορεί και διαβάζει και την σκέψη.
Όλα στην παρέα πάνε πρίμα μέχρι που την πέφτει στον ήρωα-αφηγητή μια φοβερή γκόμενα, που κάνει περίεργες ερωτήσεις. Τότε ο πρώτος δραπετεύει από την Αθήνα με προορισμό σωτηρίας κάποιο νησί. Στη διάρκεια του ταξιδιού γνωρίζει τη γυναίκα της ζωής του, τη δεκαεξάχρονη πριγκίπισσα Λίνε, την οποία ερωτεύεται τρελά, πράγμα λογικό. Εκείνο που δεν είναι καθόλου λογικό είναι η παρουσία στο πλοίο και του Στέργιου του αστακού, που δουλεύει σαν μπάρμαν. Αλλά, εδώ που τα λέμε, σ’ αυτό το αφήγημα όλα… λογικά είναι! Ακόμη και το ότι ο Στέργιος, σε ένα πέρασμά του από την Αλεξάνδρεια έφαγε όλα τα βιβλία της διάσημης βιβλιοθήκης της, ακόμη και το ότι εδώ συναντάμε τον πιο διάσημο εν ζωή Νεκρό Ποιητή. Το πιο λογικό απ’ όλα είναι πως ο ήρωας κατά βάθος είναι ένας (αμπελο)φιλόσοφος της ζωής: «…Αυτή λοιπόν είναι η γη μας. Ένας άνθρωπος που έζησε, ένας προσωπικός κόσμος που μέσα του ζούμε και κάποτε πεθαίνουμε. Μα ήρθε η ώρα να σας αφήσω. Να ζήσω όσο πιο έντονα μπορώ, να βιώσω τα βαθύτερα των συναισθημάτων και να πεθάνω, για να γίνω κι εγώ ένας νέος κόσμος στο χάρτη του σύμπαντος.»
Το «7 ημέρες ψέματα» είναι μια ξεκαρδιστική φάρσα, που προσφέρεται τόσο για την εκτόνωση της υπερέντασης και του μόνιμου εκνευρισμού, αλλά και σαν αντίδοτο στην πλήξη, δηλαδή την είσοδο στην Άπληξη. Αντιγράφουμε: « Άπληξη είναι: να μην έχεις πρόγραμμα στη ζωή σου κι αν έχεις να το αλλάζεις συγκυριακά, να κάνεις αυτό που γουστάρεις κι όχι αυτό που υποτίθεται ότι πρέπει να γουστάρεις…, να ζεις στο εδώ και το τώρα, όπου κι αν βρίσκεται αυτό, να αγνοείς τους φόβους που σου σερβίρουν από τα μέσα μαζικής παραπλάνησης, να γελοιοποιείς τις αδυναμίες και τις ανασφάλειές σου…! Άπληξη είναι ο ρυθμός, ο έρωτας και φυσικά –και πάνω από όλα- τα πάρτι…». Ενδιαφέρον δεν ακούγεται;
«Τι συνδέει έναν αστακό, το άνθος της γαλλικής ποίησης, την πρωτανιψιά της Δανής βασίλισσας και έναν φανατικό των πάρτι με την Πανδώρα;» Τις απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα, αλλά και πολλά άλλα θα τις βρείτε, σκασμένοι στα γέλια, ανάμεσα στις γραμμές του βιβλίου.
Προτού κλείσουμε αυτή την αναφορά καλό θα ήταν να «κλέψουμε» ακόμη ένα απόσπασμα από το πνευματικό έργο του Σιδέρη, που μιλά για το τέλος ενός πάρτι: «Ήπιαμε εκατόν ογδόντα δύο βαρέλια κρασί και τριάντα πέντε βότκα εκείνη τη νύχτα, χωρίς να υπολογίσουμε τις χιλιάδες μπίρες και τα άλλα ποτά. Πουλήθηκαν τρεις χιλιάδες τετρακόσια πενήντα τρία κουτάκια προφυλακτικά, εκατόν τριάντα δύο μαστίγια, ογδόντα επτά χειροπέδες κι ένας δονητής μεσαίου μεγέθους με μπαταρίες, τον οποίο αγόρασε η Δήμητρα. Δεν πέθανε κανένας, τουλάχιστον από αυτούς που θα τους αναζητούσαν και γενικά ήταν ένα πολύ καλό ΠΑΡΤΙ. Περίπου το σαράντα τοις εκατό κοιμήθηκε επιτόπου – στο χώρο μέσα ή γύρω από το Γκάζι. Άλλο ένα σαράντα τοις εκατό περιπλανιόταν μέχρι και τρεις ημέρες ωσότου συνειδητοποιήσει που ήθελε να πάει και μόνο ένα είκοσι τοις εκατό του κόσμου προσγειώθηκε στο κρεβάτι του το ίδιο εκείνο πρωί.»
Ο συγγραφέας του αγχολυτικού τούτου αφηγήματος, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1968. Κατάφερε να τελειώσει το λύκειο (αφού πρώτα τον έδιωξαν ή αποχώρησε από αρκετά αθηναϊκά σχολεία) και να περάσει στα ΤΕΙ Διοίκησης Επιχειρήσεων Πατρών και πολύ αργότερα στη Σχολή Κοινωνικής Πολιτικής και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας Παντείου, της οποίας, προς το παρόν, παραμένει τελειόφοιτος. Σήμερα ασχολείται με διάφορα πράγματα, εκ των οποίων κανένα δεν αφορά μια σταθερή επαγγελματική καριέρα. Το 7 ημέρες ψέματα διακρίθηκε στο διαγωνισμό καλύτερου λογοτεχνικού κειμένου της εκπομπής «Να η ευκαιρία» του Mega.
Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα.

ΕΛΕΝΗ ΠΕΡΙΝΟΥ: Σαν να σε ξέρω χρόνια

Μια ιστορία για τον έρωτα. Για τον έρωτα που πιστεύουμε πως δεν υπάρχει, ή που κι αν υπάρχει είμαστε σίγουροι πως δε θα συναντήσουμε ποτέ. Μέχρι που μας κτυπάει την πόρτα, και μας πιάνει στον ύπνο. Και κάνει τη ζωή μας άνω κάτω.
Η Μυρσίνη, μια νεαρή γυναίκα, στο κατώφλι των τριάντα, φαίνεται να τόχει πάρει απόφαση ότι δε θα βρει ποτέ τον άνθρωπό της. τον κύριο τέλειο των ονείρων της. Γνωρίζει πολλούς άντρες, αλλά τίποτα πέρα από μερικές στιγμές ευδαιμονίες δεν μπορεί να τους χαρίσει, να πάρει απ’ αυτούς. Έχει χάσει ολοκληρωτικά την πίστη της στον έρωτα. Κάποτε όμως, εμφανίζεται ξαφνικά ένας μικρός θεός στη ζωή της. Πλάσμα αληθινό ή της φαντασίας της, δεν έχει σημασία. Σημασία έχει ότι τη βοηθά να κοιτάξει βαθιά μέσα της, να ανακαλύψει ξανά τη Μυρσίνη, να την κάνει να πιστέψει και πάλι στο όνειρο, και να μιλήσει για τη σκληρή πραγματικότητα: «Από την ώρα που γεννιόμαστε μέχρι την ώρα που φεύγουμε απ’ αυτό τον κόσμο, κυνηγάμε το άπιαστο! Κυνηγάμε την… ευτυχία! Και δεν έχουμε παρά ελάχιστες στιγμές να τη γευτούμε…».
Ο μικρός της θεός ή «πειραχτήρι», όπως της αρέσει να τον αποκαλεί, της φέρνει και πάλι το χαμόγελο στα χείλη, την άνοιξη στο πρόσωπο και την ψυχή: «Το χαμόγελο! Αυτό είναι! Η μεταμόρφωση! Το χαμόγελο είναι ομορφιά! Το χαμόγελο είναι αγάπη! Η αγάπη μεταμορφώνει! Όπως στα παραμύθια. Ο βάτραχος γίνεται όμορφος πρίγκιπας!»
Μα η ζωή δεν είναι παραμύθι, και έχει τους δικούς της κανόνες. Δίνει σταγόνες χαράς και καταρράκτες λύπης, αλλά ότι και να κάνει δεν μπορεί να σβήσει τη φλόγα της ψυχής.
Τίποτα δεν είναι τυχαίο, φαίνεται να θέλει να μας πει η συγγραφέας, καθώς η ηρωίδα της, η Μυρσίνη, χάρη σε ένα τραγικό γεγονός, ένα δυστύχημα, γνωρίζει επιτέλους τον άνθρωπό της. Ο κοινός τους δρόμος, ωστόσο, δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα, αλλά με αγκάθια. Πρέπει να ξεπεράσουν τα εμπόδια και με ματωμένα πόδια να προχωρήσουν προς το αύριο. Ένας μικρός θεός θα είναι κάπου κοντά για να τους δώσει ένα χέρι βοήθειας όταν φτάσουν στο χείλος τους γκρεμού, αλλά κάποιες φορές θα τους αφήσει και μόνους, να αναμετρηθούν με τον εχθρό με τις δικές τους, λειψές δυνάμεις.
Η Ελένη Περινού γράφει για τη δύναμη της αγάπης, που στο αποκορύφωμά της μπορεί να νικήσει τα πάντα, ακόμη και τα στοιχεία της φύσης. Και φαίνεται να θέλει να μας πει, όπως λέει και το «πειραχτήρι» στη Μυρσίνη, να αφήσουμε πίσω τους εγωισμούς, να μεγαλώσουμε την καρδιά μας: «Πόσο καιρό έχεις ν’ ακούσεις την καρδιά σου, Μυρσινάκι; Πόσα χρόνια σού φώναζε μην κάνεις αυτό, κάνε το άλλο κι εσύ δεν την άκουγες; Η εξυπνάδα είναι δώρο θεού, αλλά μερικές φορές πρέπει να υποχωρεί στο θέλημα της καρδιάς».
Το «Σαν να σε ξέρω χρόνια» είναι μια όμορφη, καλογραμμένη ιστορία για την ψυχή και την αγάπη, που διαβάζεται γρήγορα και ευχάριστα, γεννώντας ταυτόχρονα κάποιες σκέψεις στο μυαλό του αναγνώστη.
Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα.

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΡΑΠΤΟΠΟΥΛΟΣ: Η δική μου Αμερική

Το «Η δική μου Αμερική» δεν είναι ένα λογοτεχνικό βιβλίο, αλλά ένα βιβλίο για τη λογοτεχνία. Ο Ραπτόπουλος μας μιλά για την άλλοτε μισητή μαζική αμερικανική λογοτεχνία, που από το περιθώριο στο οποίο την είχαν εγκαταλείψει η εν Ελλάδι εκδότες, κατάφερε να επιβάλει τους δικούς της νόμους.
Στίβεν Κινγκ, Μάικλ Κράιτον, Τζον Γκρίσαμ, Τομ Χάρις, Ουίλιαμ Γκίμπσον, Κλάιβ Μπάρκερ, Τζον Λε Καρέ, Κουέντιν Ταραντίνο, Ματιέ Κασοβίτς, Άλεξ Γκάρλαντ… Τα πιο πάνω δεν είναι παρά μερικά από τα ονόματα που παρελαύνουν μέσα από τις σελίδες αυτού του βιβλίου.
Ο Ραπτόπουλος μιλά για βιβλία και συγγραφείς που αγάπησε, για συγγραφείς και βιβλία που τον απογοήτευσαν. Μελετά τις τάσεις της σύγχρονης λογοτεχνίας και το πώς αυτές επηρέασαν άλλους τομείς της καλλιτεχνικής δημιουργίας όπως τη μουσική και τον κινηματογράφο. Αναφέρεται στις εμπνεύσεις του Ταραντίνο και το πώς αυτές ευτύχησαν στη μεγάλη οθόνη, αλλά και για τα βιβλία διάσημων συγγραφέων που κατά τη μεταφορά τους στο πανί ατύχησαν: Jurassic Park, Pelican Brief, The Beach κ.ο.κ.
Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την άποψη του συγγραφέα ότι τα χθεσινά «σκουπίδια» έχουν μεταμορφωθεί στην κυρίαρχη τάση: επιστημονική φαντασία, αστυνομική λογοτεχνία, κατασκοπευτικά αναγνώσματα, δικαστικά δράματα, όλα φαίνονται πια να έχουν βρει το κοινό που τους αντιστοιχεί. στη χώρα μας κάπως καθυστερημένα, οφείλουμε να ομολογήσουμε, αλλά αυτό δεν έχει σημασία. Σημασία έχει να μάθουμε κάτι απ’ αυτή την καθυστέρηση. Να μάθουμε να διαβάζουμε τα σημεία των καιρών, ή ακόμα καλύτερα να τα δημιουργούμε.
Ο Ραπτόπουλος έψαξε πολύ αυτό το θέμα. Διάβασε αμέτρητα βιβλία, παρακολούθησε αμέτρητες ταινίες. Τι ακριβώς έψαχνε να βρει; «Την δική μου Αμερική. Την τόσο διαφορετική από εκείνη του Κολόμβου και του χάρτη. Την ήπειρο όπου το λόγιο ευρωπαϊκό μυθιστόρημα συναντά το λαϊκό αμερικάνικο. Την ήπειρο όπου συντελείται μια σύνθεση της υψηλής με την μαζική λογοτεχνία». Αυτά έψαχνε, αυτά βρήκε, γι’ αυτά μας μίλησε, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, ο συγγραφέας.
Κλείνοντας αυτή την αναφορά θα ήθελα να επισημάνω ένα λαθάκι στη σελίδα 253: Οι U2 δεν είναι αμερικάνικο συγκρότημα αλλά ιρλανδικό.
«Η δική μου Αμερική» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος.

ΣΩΤΗΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ: Τους τα λέει ο Θεός

Η ρέουσα γλώσσα είναι, πιστεύουμε, το μεγάλο πλεονέκτημα όλων των κειμένων του Σωτήρη Δημητρίου. Μια γλώσσα ζωντανή, ρευστή, που μπορεί και περιγράφει σημερινές καταστάσεις με ένα τρόπο που παραπέμπει σε άλλες εποχές. τότε που η λαλιά ακουγόταν τραγουδιστή, άχρονη, βγαλμένη μέσα απ’ την καθημερινή ζωή.
Το κυρίαρχο ιδίωμα σ’ αυτή τη νουβέλα είναι εκείνο της Ηπείρου. Ο συγγραφέας, καλός γνώστης της περιοχής και της ντοπολαλιάς της μας προσκαλεί σε μια ολονύχτια αλκοολική κατάνυξη, σε ένα γιαπί, παρέα με μαστόρους και εργάτες, και ζωέμπορους, ανθρώπους κουρασμένους απ’ τη ζωή, αλλά και γιομάτους λαχτάρα γι’ αυτή.
Οι γνωστοί και άγνωστοι φίλοι που βρίσκουν καταφύγιο εκεί, φιλοσοφούν και τραγουδούν και λέει ο καθένας τη δική του ιστορία. Ιστορίες πόνου και ξενιτιάς, ιστορίες που έγιναν τραγούδι ή θρύλος. Που και που φαίνεται να κυριαρχεί μια ένταση στην ατμόσφαιρα, αλλά σύντομα καταλαγιάζει. Εξάλλου δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν, μονάχα να μοιραστούν.
Καθώς η βροχή έξω αγριεύει οι καρδιές γαληνεύουν και ζεσταίνονται. Η εσωτερική φωτιά του καθενός χαρίζει φλόγα και στους άλλους. Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα που παρατίθεται στο οπισθόφυλλο:
“Το γυφτόπουλο έπαιζε με σκέρτσο και κάπου κάπου, εκεί που έπρεπε, βάραγε δυνατά, ντουμ, ντουμ, ντουμ, ξεχώριζε το ντέφι. Άλλες φορές πάλι πήγαινε γρήγορα μπροστά από τους άλλους και αυτοί έτρεχαν, και άλλες καθυστερούσε και πήγαινε το τραγούδι σε βαρύ πωγώνι. Του ’ριχναν αγριεμένες ματιές, αυτό έκανε τον αδιάφορο, μόνο ο ακορντεονίστας το κοιτούσε με χαμόγελο και το σκούνταγε στην πλάτη. Στο τέλος τους κάνει κι ένα γερό μπέρδεμα, έλεγες βαράει στο γάμο του καραγκιόζη, αλλά πώς το ’πλασε πώς το πήγε, βρέθηκαν σε λιγάκι όλοι μαζί σε μια δεμένη μουσική που αγάλλιασε τις καρδιές”.
Μέσα από το κείμενο του Δημητρίου παρελαύνουν απλοί καθημερινοί άνθρωποι με μεγάλες καρδιές, έτοιμοι πάντα για το καλύτερο αλλά και για το χειρότερο. Αυτοί δεν χρειάζονται κάποιο ψυχολόγο για να τους βοηθήσει να μιλήσουν για τους πόνους και τους καημούς τους. Απλά αρχίζουν να μιλούν και το κάθε βάσανο γίνεται τραγούδι.
Ο Σωτήρης Δημητρίου γεννήθηκε στη Θεσπρωτία το 1955. Σπούδασε οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Τα προηγούμενα έργα του είναι: Ψηλαφήσεις (ποιητική συλλογή), Ντιάλιθ’ ιμ Χριστάκη (διηγήματα), Ένα παιδί απ’ τη Θεσσαλονίκη (διηγήματα), Ν’ ακούω καλά τ’ όνομά σου (μυθιστόρημα), Η φλέβα του λαιμού (διηγήματα) και Η βραδυπορία του καλού (διηγήματα).
Το Τους τα λέει ο Θεός κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

ΦΩΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΣ: Μαύρα Μαργαριτάρια

Σαν ένα βιβλίο των ονείρων, θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε την πρώτη αυτή συγγραφική προσπάθεια του νεαρού (26 χρόνων) Φώτη Θαλασσινού. Το «Μαύρα Μαργαριτάρια» είναι ένα βιβλίο με φανταστικές ιστορίες, που κινούνται κοντά στα όρια του πραγματικού. Ο συγγραφέας φαίνεται να προσπαθεί να αναδείξει με απλή γλώσσα μια απλή αλήθεια: τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας είναι πολύ λεπτά, σχεδόν δυσδιάκριτα.
Χωρίς να γίνομαι απόλυτος, -εξάλλου μόνο οι κριτικοί είναι απόλυτοι, κι εγώ δεν είμαι-, θα έλεγα ότι ο Θαλασσινός έχει επηρεαστεί από τη γραφή του Έντγκαρ Άλαν Πόε. Η γραφή του είναι στρωτή, σχεδόν προφορική, οι περιγραφές του ρεαλιστικές, αλλά το «παράδοξο» και το «φανταστικό» πάντα παραμονεύουν. Εκείνο που σκεφτόμουνα διαβάζοντάς τις, είναι ότι αν δε διάλεγε το συγκεκριμένο είδος, που ομολογουμένως του ταιριάζει, θα μπορούσε να διαπρέψει σαν… παραμυθάς!
Στις ιστορίες τώρα. Δεν μπορώ να πω ότι μου άρεσε κάποια περισσότερο από τις άλλες, όλες καλές είναι. Στο μυαλό μου, όμως, έχουν μείνει εικόνες απ’ τα πρόσωπα δυο ηρωίδων του: της Μινώα στο «Έρεβος» και της Φιλιώς στη «Μοναξιά». Και οι δυο τους είναι πολύ «ζωντανοί» χαρακτήρες. Μοιάζουν βγαλμένες από κάποιο άλλο βιβλίο ή ταινία. Ή από ένα όνειρο. Η παρουσία τους είναι φοβερά έντονη… Μοιάζουν ικανές να επιβληθούν στους πάντες και τα πάντα. Ο τίτλος που μου έχει καρφωθεί στο μυαλό είναι το «Χαρώνειο Άγγιγμα», στο οποίο ο αφηγητής μονολογεί: «Μισούσα τη ζωή γιατί αυτή εμπεριείχε και το θάνατο». Αναφέρω τους τίτλους των υπόλοιπων διηγημάτων: «Τα στίγματα», «Η ουτοπία», «Το χαμένο παιδί» (καλή ιδέα, υπέροχο τέλος), «Ακάνθινο όνειρο», «Η ψυχή μου» και «Η αποκάλυψη». Μιλώντας γενικά για το βιβλίο θα έλεγα ότι είναι μια πολύ καλή πρώτη προσπάθεια, σ’ ένα είδος πεζού λόγου, που δεν είναι ακόμη αρκετά δημοφιλής στη χώρα μας. Ο συγγραφέας φαίνεται να κατέχει καλά τα θέματα με τα οποία ασχολείται, και εύχομαι να μας επιφυλάσσει κάποιες εκπλήξεις για το μέλλον (ίσως κάποιο μυθιστόρημα;).
Σας προτείνω να αγοράσετε αυτό το βιβλίο. Όχι μόνο γιατί είναι καλογραμμένο, αλλά και επειδή αποτελεί την πρώτη δουλειά ενός νέου ανθρώπου. Και σαν νέοι αναγνώστες, οφείλουμε να στηρίζουμε τους νέους συγγραφείς. Έτσι, απλά!
Λίγα λόγια για το συγγραφέα: «Γεννήθηκε το 1977 στην Κω, το νησί με τις κρεμαστές γέφυρες. Είναι ένας περαστικός τροβαδούρος που μιλάει για το γυμνό χαμένο όνειρο. Η συγγραφική του δραστηριότητα μόλις αρχίζει».
Και μια παρατήρηση/ ερώτηση. όχι προς το συγγραφέα, αλλά προς τον εκδοτικό οίκο: Γιατί δεν υπάρχει, καλοί μου άνθρωποι, στο βιβλίο, ένας κατάλογος περιεχομένων; Εντάξει, όταν το διαβάζεις για πρώτη φορά δεν ενοχλεί και τόσο, αλλά όταν θελήσεις στο μέλλον να βρεις κάτι συγκεκριμένο, γιατί να είσαι υποχρεωμένος να ψάξεις γι’ αυτό; Ε;
Από την Εμπειρία Εκδοτική.

ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΚΑΡΑΠΑΝΟΥ: Lee και Lou

Μ’ αρέσει πολύ η Μαργαρίτα Καραπάνου. Γιατί; Επειδή είναι πολύ διαφορετική απ’ τους πληκτικούς, επί το πλείστον, ομοτέχνους της. Γιατί γράφει ενδιαφέρουσες ιστορίες, που δε γίνονται ποτέ βαρετές. Γιατί μπορεί και περνά στον αναγνώστη κάποια μηνύματα, με τρόπο αβίαστο, αληθινό. Και γιατί, να, φαντάζει στα μάτια μου, σαν ένας μικρός παράξενος ήλιος λογοτεχνικής ζωής…
Ο Λη και η Λου είναι σκυλιά, όπως και όλοι οι ήρωες του όμορφου αυτού αφηγήματος. Αλλά, δεν είναι συνηθισμένα σκυλιά. Είναι σκυλιά πανέξυπνα, με άποψη, μορφωμένα. Όπως και οι φίλοι τους. Πηγαίνουν στις καφετέριες και στα κομμωτήρια, διαβάζουν εφημερίδες, γράφουν βιβλία και κάνουν όνειρα για το μέλλον. Όνειρα για μια παραδείσια ουτοπική κοινωνία.
Όχι, οι ήρωες της Καραπάνου δε φτιάχτηκαν με πρότυπο τον άνθρωπο, δε θα μπορούσαν άλλωστε, αφού είναι παράλογα –για τα ανθρώπινα μέτρα-, ειλικρινείς, έχουν αυτογνωσία, πιστεύουν στη μαγεία του κόσμου που τους περιτριγυρίζει, ζουν στην καλοσύνη, πιστεύουν στις δυνατότητες του συν…σκύλου τους! «Να έχετε καλή ψυχή». αυτό φαίνεται να είναι το μήνυμα που θέλουν να μας στείλουν τα συμπαθή τετράποδα.
Η συγγραφέας, φαίνεται να έγραψε αυτό το βιβλίο με παιγνιώδη διάθεση, αλλά -δεν ξέρω-, όσο το σκέφτομαι τόσο μου φαντάζει σαν το πιο σοβαρό αφήγημά της. Και τα έχω διαβάσει όλα. Οι σκέψεις της βρίσκουν, μέσω των σκυλιών, μια διαφορετική διέξοδο απ’ τη συνηθισμένη. Μας μιλά με ένα φαινομενικά ανάλαφρο τρόπο για τις αδιέξοδες ζωές μας, για τις πιο απλές αλήθειες, που αρνούμαστε να παραδεχτούμε. Τα σκυλιά της; Τα σκυλιά της είναι υπέροχα. Άλλοτε καλοζωισμένα, άλλοτε ταλαιπωρημένα, έχουν πολλά να μας πουν. Ακόμη και για τη λογοτεχνία: «Λογοτεχνία είναι να πάλλεσαι μέσα κι έξω σου και να προσπαθείς να το γράψεις. Λογοτεχνία είναι ο κύριος δίπλα μας που τρέμουνε τα χέρια του. Περιμένει την ερωμένη του; Είναι άρρωστος; Εμείς θα διαλέξουμε. Λογοτεχνία είναι τα πάντα, από τη στιγμή που τα γράφεις…». Αυτά τα λέει ένας σκύλος που δε ζει «σ’ αυτή την πόλη που ασφυκτιά», αλλά «στο βουνό με το Μήτσο. Εκεί όλα είναι εύκολα, μαθαίνεις κι από τον αέρα».
Αν είσαι σκύλος μαθαίνεις, γιατί αν είσαι άνθρωπος… άστα να πάνε!
Απόλαυσα πολύ την ανάγνωση αυτού του βιβλίου. Κλείνοντάς το ένιωσα να με πλημμυρίζει ένα αίσθημα νοσταλγίας; Αλλά, για τι; Μήπως για τη ζωή που άφησα να πάει χαμένη; «Αν ο πόνος μας κάνει καλύτερους, τι είναι η χαρά;» αναρωτιέται κάπου η συγγραφέας. Ο Λη και η Λου ξέρουν την απάντηση και αν τους ρωτήσετε θα σας απαντήσουν.
Προς το παρόν όμως… κόβουν βόλτες στα βουνά και στις εκδόσεις Ωκεανίδα.

ΑΝΝΙΒΑΣ ΑΝΝΙΒΑ ΑΡΝΕΛΛΟΣ: Μια παρτίδα σκάκι

Το «Μια παρτίδα σκάκι» είναι ένα ιδιοφυές μυθιστόρημα. Πραγματικά ιδιοφυές. Ο συγγραφέας μας παρασέρνει σ’ ένα παιγνίδι σκάκι με προορισμό το θάνατο ή τη λύτρωση, το φως ή το σκοτάδι. Είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς αντικειμενικά γι’ αυτή την ιστορία. Αυτή την ιστορία που έγραψαν δεκάδες συγγραφείς τους παρελθόντος, τους οποίους ο «αντιγραφέας» Αρνέλλος, αποφάσισε να προσκαλέσει σε ένα παιγνίδι σκάκι. Σ’ ένα παιγνίδι επικίνδυνο, όπου τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται, όπου η έκπληξη πάντα παραμονεύει.
Οι άμεσα εμπλεκόμενοι σ’ αυτή την παρτίδα είναι δύο. Ένας άντρας και μία γυναίκα. Όσο διαρκεί το παιγνίδι, αυτοί ταξιδεύουν, κάνουν άλλα κόλπα. Τη μια ερωτεύονται και την άλλη πεθαίνουν. Αφού ακόμη και το παιγνίδι τους μοιάζει να είναι ένα παιγνίδι ζωής ή θανάτου.
Ανοίγουμε τη σκακιέρα, στήνουμε τα πιόνια, η μάχη αρχίζει. Μια μάχη ύπουλη. Η κάθε κίνηση που γίνεται προλαβαίνει την επόμενη, εκτός, εκτός κι αν την αγνοεί. Κι αυτό κάνει ηθελημένα ο παίκτης με τα λευκά πιόνια. Ποιος είναι αυτός; Δεν ξέρω! Πάντως το παιγνίδι του είναι όντως αριστοτεχνικό. Σε τρεις περιπτώσεις τον πιάνω αδιάβαστο (σελ. 81, 98 και 115) κι όμως στο τέλος νικάει. Πως το καταφέρνει; Κάνοντας επιλεκτικές θυσίες. Αποσπώντας με αυτές την προσοχή του αντιπάλου. Αποδεικνύοντας ότι θα μπορούσε να είναι, και είναι, ένας λαμπρός στρατηγός.
Όσο για το κείμενο, είναι ποιητικό, βαθυστόχαστο, σε παρασέρνει. Το ζευγάρι της παρτίδας παίζει και φιλοσοφεί την ίδια ώρα: «Γιατί απογυμνώνεις τις στιγμές; Όποιος χάνει τη στιγμή, χάνει την αιωνιότητα». Κάπου, κάποιος λέει: «Όταν η ζωή σου δίνει κάτι, πάρ’ το όπως είναι. Έτσι απλά». Και κάπου αλλού: «…Να μην αναρωτηθείς. Να πάψεις να έχεις βεβαιότητες. Η αβεβαιότητα έχει τη μαγεία». Κι ακόμη: «Οι ερωτευμένοι δε συνειδητοποιούν. Όποιος συνειδητοποιεί δεν ερωτεύεται».
Θα μπορούσα να σταθώ σε πολλά άλλα σημεία αλλά δε θα το κάνω. Το «Μια παρτίδα σκάκι» δεν είναι βιβλίο που περιγράφει κανείς, αλλά που απλά το διαβάζει. Κρύβει πολλά μυστικά, κι αποκαλύπτει άλλα τόσα. Αυτό είναι, ίσως, το πιο «έξυπνο» ελληνικό μυθιστόρημα που διάβασα τα τελευταία χρόνια.
Σας μεταφέρω μια εικόνα του βιβλίου όπως αναγράφεται στο οπισθόφυλλο, αλλά από σας εξαρτάται κατά πόσο θα κερδίσετε το παιγνίδι ή αν θα πέσετε σε κάποια από τις αριστουργηματικά στημένες παγίδες: Η παρτίδα αυτή παίχθηκε το 1851 στο Λονδίνο. Ο ήρωάς μας άρχισε να ζει αιώνες πριν από την παρτίδα και εξακολουθεί να ζει μέχρι σήμερα. Η ηρωίδα μας πρωτοζεί τώρα, και είναι - δεν είναι σαράντα ετών. Φαίνεται όμως να γνωρίζει καλά το παιγνίδι αυτό. Ίσως το έχει στο γυναικείο της γονίδιο. Διαχρονικότερη στην εφημερότητά της από τον ήρωά μας τον Αννίβα, ξέρει απ’ την αρχή ότι θα νικήσει ηττώμενη. Σαν γνήσια απόγονος της Εύας, ξέρει να κατακτά, μέσα από την ήττα, το αρσενικό. Αληθινά, ένα “immortal game”.
Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τυπωθήτω.

ΜΑΡΙΑ ΣΟΥΜΠΕΡΤ: Club Κυλικείο

“Μια φορά κι έναν καιρό, στο μακρινό βασίλειο της Πανεπιστημιούπολης βολόδερνε μια παρέα. Όλα τα μέλη της παρέας σπούδαζαν. Μεγάλο πράγμα οι σπουδές, αλλά είναι λίγο ψυχοφθόρο, αν δεν είσαι αναίσθητος… Έτσι κι εκείνοι. Στην αρχή ψυχορράγησαν, μετά αναισθητοποιήθηκαν. Τι κι αν η σχολή τους ήταν μια ιδέα αιωρούμενη στο κενό… Εκείνοι έκαναν την επανάστασή τους, καθισμένοι ολημερίς στο κυλικείο της Φιλοσοφικής, με τον καφέ στο ένα χέρι και το τσιγάρο στο άλλο…”.
Δε συνηθίζω να αρχίζω τα κείμενά μου με τα οπισθόφυλλα των βιβλίων, αλλά αυτή τη φορά είπα να κάνω μία εξαίρεση. Κι αυτό επειδή στη συγκεκριμένη περίπτωση το οπισθόφυλλο όντως δίνει στον αναγνώστη μια καλή ιδέα για το περιεχόμενο του βιβλίου που πρόκειται να διαβάσει.
Το “Club Κυλικείο” είναι ένα βιβλίο για τα νιάτα, για τις ορμές, τα πάθη, τα λάθη και τις αβεβαιότητές τους. Μιλά για μια όμορφη παρέα ανθρώπων που δε θα τους ενοχλούσε και τόσο αν έμεναν αιώνιοι φοιτητές. Συνωμοτούν, συζητούν, συζούν, πίνουν, κάνουν κοπάνες, ερωτεύονται. Η ζωή τους μοιάζει ανέμελη, αλλά φυσικά δεν είναι. Όσο κι αν αγαπούν τους φίλους και την καθημερινότητά τους, νιώθουν απειλητική τη σκιά του αύριο πάνω από τον κόσμο τους. Ο καφές, το τσιγάρο και το αλκοόλ μοιάζουν να είναι οι μόνες σταθερές τους, αφού “όλα στον κόσμο αλλάζουνε, κι όλα τα ίδια μένουν”, όπως λέει και το τραγούδι.
Οι ήρωες του βιβλίου είναι καθημερινοί, “δικοί μας” άνθρωποι. Άνθρωποι ξέγνοιαστοι κι ανήσυχοι, χαρούμενοι και λυπημένοι, άνθρωποι που κρύβουν πολλά μυστικά, κι ας μην τα έχουν και τόσο καλά κρυμμένα. Με όπλο το χιούμορ η συγγραφέας προσπαθεί να μας μιλήσει για το σήμερα της νέας γενιάς, για τα δικά της αδιέξοδα, για τις ελπίδες που γεννιούνται μόνο και μόνο για να πεθάνουν, για τον ψυχισμό των ανθρώπων που αλλάζει ανάλογα με το που φυσάει ο άνεμος. Φαίνεται να θέλει να μας πει ότι τίποτα δε μένει σταθερό, όλα κινούνται, αλλά όχι κατ’ ανάγκην προς τη σωστή κατεύθυνση. Εξάλλου, ποια είναι η σωστή κατεύθυνση και ποιος μπορεί να την ορίσει;
Το κείμενο χαρίζει πολλά χαμόγελα και κάποιες σκέψεις. Σκέψεις για το άγνωστο αύριο, για το παράλογο σήμερα, για το “αχ της ζωής” όπως κάποιοι θέλουν να λένε. Η αφήγηση ρέει σαν ήρεμο ρυάκι, κάνοντας τον αναγνώστη να αφεθεί με εμπιστοσύνη στα δροσερά νερά του, θυμίζοντάς του κάποια πράγματα που έζησε ή όχι, που θέλησε κι απόκτησε ή και που έχασε, όπως την ψυχή του.
Η Σούμπερτ είναι μια νέα συγγραφέας που αφήνει πολλές υποσχέσεις για το μέλλον. Πρέπει να τη διαβάσουμε, πρέπει να τη στηρίξουμε στα πρώτα της βήματα. Το ταλέντο της είναι αναμφισβήτητο και είμαστε σίγουροι ότι αργά ή γρήγορα θα είναι σε θέση να χαρίσει στον αναγνώστη ακόμη καλύτερες ιστορίες, πιο εντυπωσιακά ταξίδια.
Όπως διαβάζουμε στην τελευταία σελίδα του βιβλίου: “Αυτή είναι η μοίρα του ανθρώπου. Να αναλώνεται ως επί το πλείστον σε ανούσια πράγματα. Δεν πειράζει. Ας τους συγχωρήσουμε κι ας ελπίσουμε κάποτε να βάλει μυαλό ο κόσμος…”. Ας κάνει (ο κόσμος) μια αρχή διαβάζοντας όλο και περισσότερα βιβλία.
Η συγγραφέας γεννήθηκε στο Μόναχο το 1979, από γερμανό πατέρα και μάνα πόντια “γεγονός που δικαιολογεί και τη σύγχυση που νιώθω τα τελευταία είκοσι τρία χρόνια της ζωής μου”. Διανύει τα φοιτητικά της χρόνια στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ “το μέλλον μου σίγουρα διαγράφεται αβέβαιο…”. Δε θα το λέγαμε!
Η παρέα απ’ το Κλαμπ Κυλικείο συχνάζει στις εκδόσεις Κέδρος.

ΚΩΣΤΑΣ ΑΡΚΟΥΔΕΑΣ: Ο Πειρατής

Ο «Πειρατής» είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα ελληνικά μυθιστορήματα που κυκλοφόρησαν τον τελευταίο χρόνο. Ένα από εκείνα τα βιβλία που κάνουν τον αναγνώστη να ταξιδεύει σ’ άλλους κόσμους, αγωνιώντας για την τύχη άγνωστων γι’ αυτόν ανθρώπων.
Όλα αρχίζουν όταν φτάνει στην Αμοργό ένας παράξενος άντρας, ο Πότης, που φαίνεται να κρύβει πολλά μυστικά. Το παρελθόν του, στιγματισμένο από διάφορα οικογενειακά δράματα, το μέλλον του, άδηλο. Αλλά, τι είναι εκείνο που τον οδήγησε στο νησί. Η δικαιολογία που λέει στους άλλους πρωταγωνιστές της ιστορίας είναι πειστική, κι όμως όλοι πιστεύουν ότι κάτι παράξενο συμβαίνει μ’ αυτό τον επισκέπτη. Και έχουν δίκιο.
Τα γεγονότα του χθες τα μαθαίνουμε μέσα από ένα γράμμα. Γράμμα που αφέθηκε μια σκοτεινή νυχτιά στην πόρτα ενός μόνιμου κατοίκου του νησιού. Ένα γράμμα που μιλά για κάποιο άγνωστο παρελθόν γεννώντας στην καρδιά του παραλήπτη του το φόβο, αναγκάζοντάς τον να προβεί σε κινήσεις απελπισίας.
Έρωτας και θάνατος μοιάζουν να πηγαίνουν χέρι-χέρι σ’ αυτή την ιστορία. Το φοβερό αυτό δίδυμο τριγυρνά συνέχεια ανάμεσα στους πρωταγωνιστές σπέρνοντας τον όλεθρο και την καταστροφή. Φαίνεται να θέλει να μας πει ότι τίποτα δεν είναι σίγουρο, τίποτα δεν είναι μόνιμο, η μοίρα καραδοκεί και δε χαρίζεται σε κανένα. Ούτε και στους αθώους, όπως τη Σοφία, την αλλοτινή γυναίκα του Πότη, μια γυναίκα που αγαπούσε με πάθος τη ζωή μέχρι που τα γεγονότα την έκαναν ν’ αρχίσει να χάνει σιγά-σιγά τα λογικά της. Τη Σοφία που λίγο προτού καταρρεύσει ολοκληρωτικά ψιθύρισε συνωμοτικά στο σκοτάδι: «Ελάτε, όνειρα. Πάθη, μίση, τυφλοί μου έρωτες, ελάτε. Είμαι εδώ και σας περιμένω. Είστε όλοι ευπρόσδεκτοι».
Καμιά, λοιπόν, σωτηρία; Και ναι και όχι. Πολλές φορές η σωτηρία του ενός είναι η καταστροφή του άλλου. Όλα άρχισαν με πολλά ψέματα και μια βεντέτα. Στη συνέχεια πήρε τη σκυτάλη ο κύκλος του αίματος. Όσο τα φαντάσματα των νεκρών στοιχειώνουν τα όνειρα και τη ζωή των πρωταγωνιστών ζητώντας εκδίκηση, ο κύκλος αυτός δεν μπορεί να κλείσει. Εκτός κι αν γίνει μια συνταρακτική ανατροπή που θα φέρει τα πάνω κάτω. Θα γίνει, όμως;
Ο συγγραφέας με αφορμή το μύθο του μας ταξιδεύει στην Αμοργό και στη Μάνη, μας μιλά για το σήμερά τους ανατρέχοντας στο παρελθόν, αναβιώνει συνήθειες και έθιμα μιας άλλης εποχής. Εξάλλου, γύρω από ένα «ζήτημα τιμής» κτίστηκε όλο το οικοδόμημα της ιστορίας.
Πως θα χαρακτηρίζαμε μονολεκτικά αυτό το μυθιστόρημα; Έξυπνο! Τόσο για το μύθο, όσο και για τον τρόπο ανάπτυξής του απ’ το συγγραφέα. Τα συνεχή μπρος πίσω στην ιστορία αλλά και η αγωνία για την κατάληξή της αιχμαλωτίζουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Μια από τις καλύτερες επιλογές γι’ αυτό το καλοκαίρι.
Από τις εκδόσεις Κέδρος.