Αγορά από το Book Depository
Το Twinkle Twinkle είναι η ιστορία ενός γάμου που κάθε άλλο παρά συνηθισμένος είναι. Ο Μουτσούκι, ο γαμπρός, είναι αυστηρά γκέι, ενώ η νύφη, η Σιόκο, είναι ψυχολογικά ασταθής και αλκοολική, εξ ου και ο γάμος τους δεν είναι παρά μια φάρσα – ή μάλλον πρόκειται για ένα σώου με πρωταγωνιστές τους ίδιους και θεατές τους γονείς τους, που σχεδόν τους τον επέβαλαν, πιστεύοντας απόλυτα ότι ο θεσμός θα τους έσωζε από τα πάθη τους.
Η συγγραφέας μας δίνει την ιστορία της μέσα από τις πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις των δύο πρωταγωνιστών, σε εναλλάξ κεφάλαια.
Η Σιόκο, που βγάζει τα προς το ζην κάνοντας μεταφράσεις από τα ιταλικά, αποτελεί εξαιρετικό υλικό για ένα συγγραφέα, αφού η προσωπικότητά της θα μπορούσε να χαρακτηριστεί τουλάχιστον… πολύχρωμη. Είναι κυκλοθυμική, ανοιχτόμυαλη, ανασφαλής, αντικοινωνική, κατανοητική, σιωπηλή και ναι, ολίγον τρελή. Της αρέσει να ακούει μουσική και να τραγουδά δυνατά, να κοιτά αμίλητη για ώρες ένα πίνακα και να ποτίζει ένα δέντρο που τους χάρισε ο Κον, ο εραστής του Μουτσούκι, με τσάι και ντοματοχυμό. Η σχέση της με τον άντρα της θα μπορούσε να χαρακτηριστεί πολύ καλή, αφού δεν της ζητά και τίποτα το ιδιαίτερο ο κακομοίρης: μόνο να σιδερώνει τα σεντόνια προτού πάνε για ύπνο.
Ο Μουτσούκι από την άλλη πλευρά είναι ένας καθόλα συνηθισμένος άντρας, εκτός φυσικά από το ότι «δεν είναι άντρας», όπως τον κατηγορεί όταν μαθαίνει την αλήθεια ο πεθερός του. Γιατρός στο επάγγελμα, είναι αυτό που θα λέγαμε «τύπος και υπογραμμός». Είναι μανιακός με την καθαριότητα, καλός επαγγελματίας, πιστός εραστής και με το δικό του ιδιαίτερο τρόπο αγαπά τη Σιόκο πολύ. Αν και ο γάμος τους έγινε για τα μάτια του κόσμου και μόνο, τον αντιμετωπίζει σαν μια ευλογία. Εξάλλου όπως λέει κι εκείνη: «Σε γάμους σαν και τον δικό μας δεν υπάρχει κάτι το οποίο να φοβάται κανείς».
Ωστόσο τα πράγματα δεν είναι ακριβώς τέλεια. Ο Μουτσούκι πού και πού αναστατώνεται με τις εκκεντρικότητες και τις εκρήξεις θύμου και θλίψης της Σιόκο, ενώ εκείνη δεν αντέχει καθόλου την τάση του να είναι «πάντα τόσο καλός». Όλα της τα επιτρέπει, όλα της τα συγχωρεί, κι αυτό τη συγχύζει, κι ας του επιτρέπει κι αυτή τα πάντα (να του συγχωρέσει δεν έχει τίποτα, αφού ποτέ δεν την στεναχωρεί).
Η Σιόκο είναι μια απελπισμένη ψυχή που πιστεύει ότι ποτέ δεν θα νιώσει πραγματικά ευτυχισμένη. Ο ψυχίατρος, τον οποίο συμβουλεύεται εδώ και χρόνια, της είπε παλαιότερα ότι ο γάμος θα αποτελούσε τη λύση για τα (ψυχολογικά) προβλήματά της. Τώρα της λέει ότι ένα παιδί θα της προσέφερε την ολοκλήρωση. Το ίδιο πιστεύει και η μοναδική της φίλη η Μιζούχο. Ωστόσο αυτή δεν θέλει παιδί, να γεμίσει το κενό μέσα της θέλει. Εξάλλου, στη σκέψη και μόνο του πόσο κακή μητέρα θα ήταν αν αποκτούσε όντως παιδί, τρομάζει. Πώς να γεμίσει όμως εκείνο το κενό; Πώς να σκοτώσει εκείνο το κάτι που την κάνει να νιώθει μόνη, ακόμη κι όταν βρίσκεται ανάμεσα στο πλήθος; Ο άντρας της πιστεύει ότι πρέπει να βρει εραστή, προσπαθεί μάλιστα να τη βοηθήσει για να το κάνει, ξαναφέρνοντας στο προσκήνιο τον πρώην φίλο της, τον Χανέκι («Αγαπούσα το σύννεφο της θλίψης που έσκιαζε το μέτωπό του», λέει γι’ αυτόν η Σιόκο), αλλά η λύση που απαιτείται είναι πιο ριζοσπαστική και τελικά είναι εκείνη η ίδια που θα τη βρει. Μια λύση που θα συμπληρώσει και των δυο τους τα κενά.
Αυτό είναι ένα μυθιστόρημα διαφορετικό, ασυνήθιστο, που όμως καταπιάνεται με το πιο συνηθισμένο αλλά και μυστηριώδες θέμα: των ανθρώπων τις ψυχές. Καλογραμμένο και ιδιόρρυθμο, σαν και τους πρωταγωνιστές του, έχει πολλά να πει στο σύγχρονο αναγνώστη.
Τιμήθηκε με το βραβείο Murasaki Shikibu, ενώ ο τίτλος του είναι εμπνευσμένος από ένα ποίημα του Yasuo Irizawa.
Η συγγραφέας μας δίνει την ιστορία της μέσα από τις πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις των δύο πρωταγωνιστών, σε εναλλάξ κεφάλαια.
Η Σιόκο, που βγάζει τα προς το ζην κάνοντας μεταφράσεις από τα ιταλικά, αποτελεί εξαιρετικό υλικό για ένα συγγραφέα, αφού η προσωπικότητά της θα μπορούσε να χαρακτηριστεί τουλάχιστον… πολύχρωμη. Είναι κυκλοθυμική, ανοιχτόμυαλη, ανασφαλής, αντικοινωνική, κατανοητική, σιωπηλή και ναι, ολίγον τρελή. Της αρέσει να ακούει μουσική και να τραγουδά δυνατά, να κοιτά αμίλητη για ώρες ένα πίνακα και να ποτίζει ένα δέντρο που τους χάρισε ο Κον, ο εραστής του Μουτσούκι, με τσάι και ντοματοχυμό. Η σχέση της με τον άντρα της θα μπορούσε να χαρακτηριστεί πολύ καλή, αφού δεν της ζητά και τίποτα το ιδιαίτερο ο κακομοίρης: μόνο να σιδερώνει τα σεντόνια προτού πάνε για ύπνο.
Ο Μουτσούκι από την άλλη πλευρά είναι ένας καθόλα συνηθισμένος άντρας, εκτός φυσικά από το ότι «δεν είναι άντρας», όπως τον κατηγορεί όταν μαθαίνει την αλήθεια ο πεθερός του. Γιατρός στο επάγγελμα, είναι αυτό που θα λέγαμε «τύπος και υπογραμμός». Είναι μανιακός με την καθαριότητα, καλός επαγγελματίας, πιστός εραστής και με το δικό του ιδιαίτερο τρόπο αγαπά τη Σιόκο πολύ. Αν και ο γάμος τους έγινε για τα μάτια του κόσμου και μόνο, τον αντιμετωπίζει σαν μια ευλογία. Εξάλλου όπως λέει κι εκείνη: «Σε γάμους σαν και τον δικό μας δεν υπάρχει κάτι το οποίο να φοβάται κανείς».
Ωστόσο τα πράγματα δεν είναι ακριβώς τέλεια. Ο Μουτσούκι πού και πού αναστατώνεται με τις εκκεντρικότητες και τις εκρήξεις θύμου και θλίψης της Σιόκο, ενώ εκείνη δεν αντέχει καθόλου την τάση του να είναι «πάντα τόσο καλός». Όλα της τα επιτρέπει, όλα της τα συγχωρεί, κι αυτό τη συγχύζει, κι ας του επιτρέπει κι αυτή τα πάντα (να του συγχωρέσει δεν έχει τίποτα, αφού ποτέ δεν την στεναχωρεί).
Η Σιόκο είναι μια απελπισμένη ψυχή που πιστεύει ότι ποτέ δεν θα νιώσει πραγματικά ευτυχισμένη. Ο ψυχίατρος, τον οποίο συμβουλεύεται εδώ και χρόνια, της είπε παλαιότερα ότι ο γάμος θα αποτελούσε τη λύση για τα (ψυχολογικά) προβλήματά της. Τώρα της λέει ότι ένα παιδί θα της προσέφερε την ολοκλήρωση. Το ίδιο πιστεύει και η μοναδική της φίλη η Μιζούχο. Ωστόσο αυτή δεν θέλει παιδί, να γεμίσει το κενό μέσα της θέλει. Εξάλλου, στη σκέψη και μόνο του πόσο κακή μητέρα θα ήταν αν αποκτούσε όντως παιδί, τρομάζει. Πώς να γεμίσει όμως εκείνο το κενό; Πώς να σκοτώσει εκείνο το κάτι που την κάνει να νιώθει μόνη, ακόμη κι όταν βρίσκεται ανάμεσα στο πλήθος; Ο άντρας της πιστεύει ότι πρέπει να βρει εραστή, προσπαθεί μάλιστα να τη βοηθήσει για να το κάνει, ξαναφέρνοντας στο προσκήνιο τον πρώην φίλο της, τον Χανέκι («Αγαπούσα το σύννεφο της θλίψης που έσκιαζε το μέτωπό του», λέει γι’ αυτόν η Σιόκο), αλλά η λύση που απαιτείται είναι πιο ριζοσπαστική και τελικά είναι εκείνη η ίδια που θα τη βρει. Μια λύση που θα συμπληρώσει και των δυο τους τα κενά.
Αυτό είναι ένα μυθιστόρημα διαφορετικό, ασυνήθιστο, που όμως καταπιάνεται με το πιο συνηθισμένο αλλά και μυστηριώδες θέμα: των ανθρώπων τις ψυχές. Καλογραμμένο και ιδιόρρυθμο, σαν και τους πρωταγωνιστές του, έχει πολλά να πει στο σύγχρονο αναγνώστη.
Τιμήθηκε με το βραβείο Murasaki Shikibu, ενώ ο τίτλος του είναι εμπνευσμένος από ένα ποίημα του Yasuo Irizawa.
No comments:
Post a Comment