Monday, March 19, 2012
Taichi Yamada – I Haven’t Dreamed of Flying for a While
Το I Haven’t Dreamed of Flying for a While είναι μια ιστορία φαντασίας. Όχι επιστημονικής ή επικής φαντασίας, απλά φαντασίας. Το θέμα της δεν είναι κάτι το καινούριο, αλλά είναι κατά κάποιο τρόπο πρωτότυπο. Το έχουν εξερευνήσει με διάφορους τρόπους στα γραπτά τους πολλοί συγγραφείς, χαρίζοντάς μας κάποια υπέροχα ή λιγότερο καλά κείμενα. Ποιο θέμα είναι αυτό; Η αντιστροφή της διαδικασίας της γήρανσης. Όταν δηλαδή οι άνθρωποι φτάνοντας σε κάποιο στάδιο της ζωής τους, αρχίζουν να γίνονται όλο και πιο νέοι.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Ένας 48χρονος σχεδόν άντρας, κείτεται στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου, μετά από ένα μικρό ατύχημα, στη διάρκεια του οποίου έπαθε ένα κάταγμα στο πόδι. Είναι μόνος εκεί, καθώς ξέρει πολύ καλά ότι η γυναίκα του, που βρίσκεται στο Τόκιο, είναι πολύ απασχολημένη, και θα της ήταν δύσκολο να τα παρατήσει όλα και να πάει κοντά του. Εξάλλου κάπου του αρέσει αυτή η ιδιότυπη μοναξιά και για «πρώτη φορά νιώθει ελεύθερος απ’ την περίλυπη ζωή του». Καθώς όμως απολαμβάνει αυτή την πρωτόγνωρη αίσθηση, προαισθάνεται, ή μάλλον νιώθει σίγουρος ότι σύντομα κάτι πρόκειται να συμβεί: ένα σιδηροδρομικό ατύχημα. Και συμβαίνει. Και από τη μια στιγμή στην άλλη, το κατά τα άλλα ήσυχο επαρχιακό νοσοκομείο στο οποίο αναρρώνει, αποκτά ζωή. Ή μάλλον βουλιάζει στο πανδαιμόνιο. Καθώς αρχίζει να βλέπει στην οθόνη της τηλεόρασης εικόνες από την καταστροφή, ακούει κόσμο να πηγαινοέρχεται στους διαδρόμους, φωνές να υψώνονται και να χαμηλώνουν, ταραχή. Ωστόσο εκείνος για κάποιο παράξενο λόγο παραμένει ήρεμος. Και όταν του ζητούν να εγκαταλείψει το δωμάτιό του για να διευκολύνει κάπως τα πράματα, δέχεται μετά χαράς. Τον μεταφέρουν λοιπόν σ’ ένα άλλο δωμάτιο, μικρό αυτή τη φορά, το οποίο και θα μοιραστεί με μια κρυμμένη, πίσω από ένα διαχωριστικό, γυναίκα.
Στην αρχή το μόνο που μοιράζονται οι δυο τους είναι η σιωπή, αλλά όσο περνά η ώρα, τόσο λύνονται και οι γλώσσες. Αρχίζουν λοιπόν να συζητούν τα τεκταινόμενα, μιλούν για τις πληγές και τις πραγματικότητές τους. Και σε κάποιο σημείο η γυναίκα του ζητά να αρχίσει να της μιλά ερωτικά. Εκείνος, χωρίς καλά καλά να καταλαβαίνει το γιατί, υπακούει. Της λέει αυτά που θέλει ν’ ακούσει, και την ακούει καθώς ξεδιψάει μοναχή τους πόθους της. Την επόμενη μέρα, καθώς οι δρόμοι τους ετοιμάζονται να χωρίσουν της ρίχνει μια πρώτη βιαστική ματιά, και τότε ακριβώς είναι που αντιλαμβάνεται ότι παρά το νεανικό της φωνής της, δεν είναι παρά μια ηλικιωμένη γυναίκα.
Σύντομα επιστρέφει στο Τόκιο, όπου λίγες βδομάδες μετά τον συναντάμε στα εκεί γραφεία της εταιρείας του, να δουλεύει σ’ ένα ουσιαστικά ανύπαρκτο κλάδο. Εκεί είναι που τοποθετούν όσους έχουν ψυχολογικά προβλήματα, ώστε να τους χαρίσουν μια ψευδαίσθηση ασφάλειας και χρησιμότητας. Κι εκεί είναι που τον εντοπίζει η γυναίκα. Εκείνος, αν και αρχικά δεν θέλει να τη δει, τελικά τη συναντάει, μόνο και μόνο για να αντιληφθεί με μεγάλη του έκπληξη ότι τώρα είναι στα σαράντα της. Με κάποιο τρόπο έχει γίνει πιο νέα, ενώ και ο ίδιος χωρίς καλά καλά να το καταλάβει έχει αρχίσει να μιλάει γαλλικά. Αυτή δεν θα είναι παρά η πρώτη από μία σειρά από σποραδικές συναντήσεις, στη διάρκεια των οποίων θα συζητούν, θα περιπλανιούνται και θα κάνουν έρωτα, προτού η γυναίκα εξαφανιστεί ξανά. Μετά από κάθε εξαφάνιση όμως θα επανέρχεται όλο και πιο νέα, κι έτσι όπως πάνε τα πράγματα η κατάληξη μοιάζει προδιαγεγραμμένη. Στο τέλος το μοναδικό ίσως πράγμα που τους απομένει να κάνουν είναι να απολαύσουν τη στιγμή και ό,τι θέλει ας τους ξημερώσει μετά.
Μια γλυκόπικρη ιστορία για τα μεγάλη πάθη και τους ακατάπαυστους πόθους, για τη μοναξιά που μας περιτριγυρίζει και για τις ψευδαισθήσεις ευτυχίας που μας ορίζουν τις ζωές, για την απώλεια. Ένα αριστούργημα; Όχι. Είναι ένα καλογραμμένο βιβλίο ωστόσο, που όλο και κάτι έχει να πει στον αναγνώστη.
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment