Αγορά από το Book Depository
Ο συγγραφέας είναι αμερικανός βοσνιακής καταγωγής. Όπως διαβάζουμε στην ιστοσελίδα του παλιά ήταν μόνο βόσνιος, αλλά μετά έμαθε λίγα αγγλικά και του έδωσαν ένα χαρτί που έλεγε ότι τώρα ήταν αμερικανός.
Αν κρίνουμε απ’ αυτό, το πρώτο του μυθιστόρημα, που κυκλοφορεί σήμερα στην Αμερική, πρόκειται για ένα βαλκάνιο συγγραφέα με τα όλα του, καθώς μιλά για όλα αυτά τα πράγματα που απασχολούν την περιοχή: τους εμφυλίους πολέμους, την προσφυγιά, τη μετανάστευση, τις θρησκείες που χωρίζουν αντί να ενώνουν τους λαούς.
Η αφήγησή του κινείται σε παράλληλα επίπεδα και μας ταξιδεύει μπρος πίσω στο χρόνο, ώστε να μας πει με το δικό του μοναδικό τρόπο την ιστορία. Την ιστορία ενός παιδιού και δύο νέων. Το παιδί και ο πρώτος νέος είναι ο Ισμέτ, ο δεύτερος νέος είναι ο Μουσταφά. Αλλά υπάρχει στ’ αλήθεια η Μουσταφά ή μήπως είναι ένα αποκύημα της φαντασίας του συγγραφέα; Όλα δείχνουν ότι υπάρχει, αλλά κάποια στοιχεία δείχνουν ότι ίσως και να μην υπήρξε ποτέ, και ότι αποτελεί απλά τον άλλο εαυτό του αφηγητή. Ο Ισμέτ δεν έχει πάει στο στρατό, δεν έχει πολεμήσει, αλλά ο Μουσταφά το έχει κάνει. Ο Ισμέτ έχει ταξιδέψει, ενώ ο Μουσταφά όχι. Ο Ισμέτ ζει, ενώ ο Μουσταφά έχει πεθάνει. Ή όχι;
Ο συγγραφέας πλέκοντας μαστορικά το υφαντό της αφήγησής του μοιάζει να παίζει με τον αναγνώστη και το χρόνο, να χτίζει βεβαιότητες και να τις γκρεμίζει, να του λέει ότι όλα είναι πιθανά, ακόμη και τα πλέον απίθανα. Οι δύο ήρωές του μοιάζουν να συμπληρώνουν ο ένας τον άλλο, να σμίγουν υποσυνείδητα τις ζωές τους για να φτιάξουν τον ιδανικό, κάτω από τις περιστάσεις, άνθρωπο. Έναν άνθρωπο που αγαπάει πολύ και μισά άλλο τόσο. Που αγωνίζεται και που το βάζει στα πόδια. Που ονειρεύεται μια όμορφη ζωή και που φλερτάρει με το θάνατο.
Οι φυλετικοί και θρησκευτικοί φανατισμοί, οι απατεώνες πολιτικοί, η διαφθορά, η απάτη, η αγωνία για την επιβίωση, αλλά και ο έρωτας είναι τα στοιχεία που αφήνουν το στίγμα τους σ’ αυτό το βιβλίο. Επιστρατεύοντας το μαύρο χιούμορ, ο συγγραφέας ρίχνει όλους τους ήρωές του σε ευτράπελες καταστάσεις, τους χτυπά αλύπητα και τους χαρίζεται, τους ανοίγει το δρόμο και τους βάζει τρικλοποδιές. Μοιάζει να τους λέει ότι στο τέλος της ημέρας τίποτα δεν εξαρτάται απ’ τους ίδιους. Κάποιοι απ’ αυτούς τα καταφέρνουν, επιβιώνουν και κτίζουν μια καλύτερη ζωή, και κάποιοι όχι, απλά σβήνουν και χάνονται κάτω από τα συντρίμμια του πολέμου και των αλλοτινών ζωών. Αλλά κι αυτοί ακόμη που επιβιώνουν δεν τη βγάζουν ακριβώς καθαρή αφού όπου και να πάνε κουβαλούν πάντα μαζί τα φαντάσματά τους. Είτε αυτά είναι κάποιοι επιτυχημένοι ή αποτυχημένοι έρωτες, είτε κάποιες ενοχές, είτε η αδυναμία τους να απολαύσουν τη ζωή χωρίς τη βοήθεια κάποιων ουσιών.
Από ένα πόλεμο όλοι βγαίνουν νικημένοι. «Όλα άρχισαν από κάποιους πολιτικούς που τσακώνονταν στην τηλεόραση», λέει ο Ισμέτ, και προτού περάσει και πολύς καιρός οι αλλοτινοί φίλοι άρχισαν να στρέφονται ο ένας ενάντια στον άλλο, η συμβίωση των λαών αποδείχτηκε μια απλή ψευδαίσθηση και στο τέλος όλοι οι εμπλεκόμενοι κατάντησαν «ήρωες της μαλακίας που τους δέρνει» (σε ελεύθερη μετάφραση).
Ο συγγραφέας μέσα από ημερολογιακές καταχωρήσεις, αποκόμματα, αναμνήσεις και προφορικές αφηγήσεις στήνει το μωσαϊκό κάποιων ζωών θρυμματισμένων, όπως υποδηλώνει και ο τίτλος, ζωών που θυσιάστηκαν στο βωμό της παράνοιας του πολέμου. Η γραφή του άμεση, και πού και πού ποιητική, μας ταξιδεύει αβίαστα στο χθες κάποιων λαών και μας βοηθά ν’ ακολουθήσουμε τ’ αχνάρια της ιστορίας τους που βάφτηκαν με αίμα. Ένα από τα καλύτερα βιβλία που διάβασα φέτος – και διάβασα όντως πολλά.
Αν κρίνουμε απ’ αυτό, το πρώτο του μυθιστόρημα, που κυκλοφορεί σήμερα στην Αμερική, πρόκειται για ένα βαλκάνιο συγγραφέα με τα όλα του, καθώς μιλά για όλα αυτά τα πράγματα που απασχολούν την περιοχή: τους εμφυλίους πολέμους, την προσφυγιά, τη μετανάστευση, τις θρησκείες που χωρίζουν αντί να ενώνουν τους λαούς.
Η αφήγησή του κινείται σε παράλληλα επίπεδα και μας ταξιδεύει μπρος πίσω στο χρόνο, ώστε να μας πει με το δικό του μοναδικό τρόπο την ιστορία. Την ιστορία ενός παιδιού και δύο νέων. Το παιδί και ο πρώτος νέος είναι ο Ισμέτ, ο δεύτερος νέος είναι ο Μουσταφά. Αλλά υπάρχει στ’ αλήθεια η Μουσταφά ή μήπως είναι ένα αποκύημα της φαντασίας του συγγραφέα; Όλα δείχνουν ότι υπάρχει, αλλά κάποια στοιχεία δείχνουν ότι ίσως και να μην υπήρξε ποτέ, και ότι αποτελεί απλά τον άλλο εαυτό του αφηγητή. Ο Ισμέτ δεν έχει πάει στο στρατό, δεν έχει πολεμήσει, αλλά ο Μουσταφά το έχει κάνει. Ο Ισμέτ έχει ταξιδέψει, ενώ ο Μουσταφά όχι. Ο Ισμέτ ζει, ενώ ο Μουσταφά έχει πεθάνει. Ή όχι;
Ο συγγραφέας πλέκοντας μαστορικά το υφαντό της αφήγησής του μοιάζει να παίζει με τον αναγνώστη και το χρόνο, να χτίζει βεβαιότητες και να τις γκρεμίζει, να του λέει ότι όλα είναι πιθανά, ακόμη και τα πλέον απίθανα. Οι δύο ήρωές του μοιάζουν να συμπληρώνουν ο ένας τον άλλο, να σμίγουν υποσυνείδητα τις ζωές τους για να φτιάξουν τον ιδανικό, κάτω από τις περιστάσεις, άνθρωπο. Έναν άνθρωπο που αγαπάει πολύ και μισά άλλο τόσο. Που αγωνίζεται και που το βάζει στα πόδια. Που ονειρεύεται μια όμορφη ζωή και που φλερτάρει με το θάνατο.
Οι φυλετικοί και θρησκευτικοί φανατισμοί, οι απατεώνες πολιτικοί, η διαφθορά, η απάτη, η αγωνία για την επιβίωση, αλλά και ο έρωτας είναι τα στοιχεία που αφήνουν το στίγμα τους σ’ αυτό το βιβλίο. Επιστρατεύοντας το μαύρο χιούμορ, ο συγγραφέας ρίχνει όλους τους ήρωές του σε ευτράπελες καταστάσεις, τους χτυπά αλύπητα και τους χαρίζεται, τους ανοίγει το δρόμο και τους βάζει τρικλοποδιές. Μοιάζει να τους λέει ότι στο τέλος της ημέρας τίποτα δεν εξαρτάται απ’ τους ίδιους. Κάποιοι απ’ αυτούς τα καταφέρνουν, επιβιώνουν και κτίζουν μια καλύτερη ζωή, και κάποιοι όχι, απλά σβήνουν και χάνονται κάτω από τα συντρίμμια του πολέμου και των αλλοτινών ζωών. Αλλά κι αυτοί ακόμη που επιβιώνουν δεν τη βγάζουν ακριβώς καθαρή αφού όπου και να πάνε κουβαλούν πάντα μαζί τα φαντάσματά τους. Είτε αυτά είναι κάποιοι επιτυχημένοι ή αποτυχημένοι έρωτες, είτε κάποιες ενοχές, είτε η αδυναμία τους να απολαύσουν τη ζωή χωρίς τη βοήθεια κάποιων ουσιών.
Από ένα πόλεμο όλοι βγαίνουν νικημένοι. «Όλα άρχισαν από κάποιους πολιτικούς που τσακώνονταν στην τηλεόραση», λέει ο Ισμέτ, και προτού περάσει και πολύς καιρός οι αλλοτινοί φίλοι άρχισαν να στρέφονται ο ένας ενάντια στον άλλο, η συμβίωση των λαών αποδείχτηκε μια απλή ψευδαίσθηση και στο τέλος όλοι οι εμπλεκόμενοι κατάντησαν «ήρωες της μαλακίας που τους δέρνει» (σε ελεύθερη μετάφραση).
Ο συγγραφέας μέσα από ημερολογιακές καταχωρήσεις, αποκόμματα, αναμνήσεις και προφορικές αφηγήσεις στήνει το μωσαϊκό κάποιων ζωών θρυμματισμένων, όπως υποδηλώνει και ο τίτλος, ζωών που θυσιάστηκαν στο βωμό της παράνοιας του πολέμου. Η γραφή του άμεση, και πού και πού ποιητική, μας ταξιδεύει αβίαστα στο χθες κάποιων λαών και μας βοηθά ν’ ακολουθήσουμε τ’ αχνάρια της ιστορίας τους που βάφτηκαν με αίμα. Ένα από τα καλύτερα βιβλία που διάβασα φέτος – και διάβασα όντως πολλά.
No comments:
Post a Comment