Σ’ αυτό το βιβλίο ο τίτλος τα λέει όλα: Ομορφιά και θλίψη. Η ομορφιά του έρωτα και της νιότης, η θλίψη των γηρατειών και της οριστικής απώλειας.
Ο Καουαμπάτα ή Καβαμπάτα, μας αφηγείται την ιστορία του Όκι, ενός μεσήλικα συγγραφέα, που ακολουθώντας μια παρόρμηση θα ταξιδέψει στο Κιότο, για να συναντήσει μια γυναίκα, την οποία σχεδόν εικοσιπέντε χρόνια πριν είχε ερωτευτεί. Η Οτόκο τότε δεν ήταν παρά ένα αθώο κορίτσι, ενώ τώρα είναι μια επιτυχημένη ζωγράφος, που ζει με τη μαθήτριά της Κέικο, σ’ ένα σπίτι που νοικιάζει στον περίβολο ενός ναού.
Η συνάντησή τους θα γίνει παραμονές πρωτοχρονιάς, παρουσία της τελευταίας, σ’ ένα εστιατόριο και -χωρίς εκείνη τη στιγμή να το γνωρίζει κανείς απ’ αυτούς- θ’ αποδειχτεί καταλυτική για το μέλλον. Ο Όκι πηγαίνοντας εκεί ονειρεύεται ίσως να αναβιώσει μια παλιά φλόγα, ή απλά να ξαναζήσει το παρελθόν, κι ας είναι παντρεμένος και έχει και ένα γιο, αλλά τις πράξεις της Οτόκο μάλλον ορίζουν κάποια συναισθήματα που κατάφερε να μεταμφιέσει περίτεχνα στο πέρασμα του χρόνου, αλλά όχι και να καταπνίξει.
Τον πιο σημαντικό ρόλο τελικά στην εξέλιξη της υπόθεσης θα διαδραματίσει η Κέικο, μια κακομαθημένη κοπέλα, που είναι όλο ιδιοτροπίες και εκκεντρικότητες, αλλά που με διαβολικά ευφυείς τρόπους θα επιχειρήσει να θέσει τέλος σ’ αυτή την ιστορία, που τόσα χρόνια μετά εξακολουθεί να προκαλεί πόνο στην αγαπημένη της δασκάλα. Καθώς αυτή θα βάζει μπρος με τα σχέδιά της, εμείς θα μαθαίνουμε για το χθες και το σήμερα των αλλοτινών εραστών, μέσα από τις αναμνήσεις τους, τους διαλόγους, αλλά και τις αναφορές σ’ ένα βιβλίο που έγραψε για τη σχέση τους ο Όκι, το οποίο ήταν και το πλέον επιτυχημένο του.
Οι ήρωες εδώ είναι κατά κύριο λόγο δυστυχείς, εγκλωβισμένοι στα αδιέξοδά τους. Ο Όκι επιμένει να θυμάται τα δήθεν περασμένα μεγαλεία και να ελπίζει ότι θα μπορούσαν να επαναληφθούν. Η γυναίκα του, Φουμίκο, εξακολουθεί να αντέχει τις παρασπονδίες του άντρα της, απλά και μόνο επειδή είναι πια πολύ αργά για να χωρίσουν. Η Οτόκο, παρά το μεγάλο κακό που της έκανε κάποτε παραμένει ερωτευμένη μαζί του, κάτι που την εμποδίζει από το να φτάσει στην τελική κάθαρση. Η Κέικο που, εκτός των άλλων, έχει και μαζοχιστικές τάσεις, δεν μπορεί να φανταστεί τη ζωή της χωρίς την προηγούμενη και θα κάνει ό,τι περνά από το χέρι της για να της προσφέρει κάτι που εκείνη ποτέ δε ζήτησε. Και τέλος, ο γιος του Όκι, ο Τάιτσιρο, παρά την ομορφιά και τα νιάτα του, ευρισκόμενος κι αυτός σε μια κατάσταση σχεδόν τύφλωσης και απελπιστικής μοναξιάς, θα γίνει άθελά του το πιόνι σε μια σκακιέρα στην οποία υπάρχει ένας και μοναδικός παίχτης.
Η «Ομορφιά και θλίψη» είναι μια καλογραμμένη ιστορία που κάνει μακροβούτι στο σκοτάδι που κρύβουν μέσα τους οι ανθρώπινες ψυχές. Ο συγγραφέας, μέσω της αφήγησης μοιάζει να θέλει να μας πει ότι τα μεγαλύτερα θύματα της κάθε καταστροφής είναι εκείνα που δεν έφταιξαν ποτέ σε τίποτα.
Όπως διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο αυτό είναι το τελευταίο μεγάλο έργο του Καουαμπάτα, αλλά κυκλοφόρησε πολλά χρόνια πριν το θάνατό του. Κάτι που δεν δικαιολογεί τις επαναλήψεις που συναντάμε σ’ αυτό. Δεν ξέρω κατά πόσο ο ίδιος ή οι επιμελητές του αποφάσισαν ν’ αφήσουν το κείμενο ως έχει, αλλά όπως και να το δει κανείς, το να διαβάζεις μέσα σ’ ένα βιβλίο κάποια πράγματα ξανά και ξανά, δεν είναι και ό,τι το καλύτερο.
Friday, July 29, 2011
Thursday, July 28, 2011
Chinua Achebe – Things Fall Apart
Αγορά από το Book Depository
Το μυθιστόρημα αυτό που πρωτοκυκλοφόρησε 52 χρόνια πριν καταπιάνεται με τα έργα και τις ημέρες του Οκονκούο, ενός από τους σπουδαιότερους άντρες στην περιοχή των Εννέα Χωριών, σε μια χώρα που δεν κατονομάζεται αλλά είναι η Νιγηρία, πατρίδα του συγγραφέα.
Ο ήρωάς μας θα γίνει πολύ διάσημος σε νεαρή ηλικία, στα δεκαοκτώ του χρόνια, όταν θα νικήσει σ’ ένα αγώνα πάλης τον Αμαλίνζε τον Γάτο, τον μόνιμο πρωταθλητή. Αυτή η νίκη θα τον βοηθήσει να ξεφύγει απ’ τη βαριά σκιά του πατέρα του, ή μάλλον από τη ντροπή του να είναι γιος του, αφού αυτός ο άντρας ήταν ένας μουσικός της κακιάς ώρας, χορευτής, μόνιμα χρεωμένος και δειλός, που αρεσκόταν να λέει σε όλους ότι μονάχα το ποτό και η μουσική τον έκαναν ευτυχισμένο.
Ο Οκονκούο έχει ορκιστεί να γίνει όσο πιο διαφορετικός από τον πατέρα του μπορεί και όπως θα δούμε θα κρατήσει το λόγο του, αφού είκοσι χρόνια μετά τον συναντάμε να κατέχει μια αξιοσέβαστη θέση στην κοινωνία, να έχει τρεις γυναίκες και καμπόσα παιδιά και να θεωρείται πλούσιος για τα δεδομένα της περιοχής. Η κύριά του ασχολία είναι η καλλιέργεια της γλυκοπατάτας. Έχει στην κατοχή του μεγάλες εκτάσεις γης τις οποίες καλλιεργεί ακούραστα κάθε χρόνο και έτσι η περιουσία του όλο και μεγαλώνει.
Τα πράγματα μοιάζουν να πηγαίνουν από το καλό στο καλύτερο και τίποτα δεν φαίνεται να σκιάζει τα σπιτικά του. Τίποτα εκτός από την αδυναμία της τρίτης του συζύγου ν’ αποκτήσει παιδί. Η καημένη η γυναίκα μένει έγκυος ξανά και ξανά, αλλά χάνει τα παιδιά στη γέννα, μέχρι που αποκτούν τελικά μια κόρη, η οποία όπως όλα δείχνουν θα ζήσει. Τότε ο Οκονκούο νιώθει ότι η ζωή του είναι πλήρης, κι ας μη χαμογελά και πολύ αφού αυτό δεν του έρχεται εύκολα.
Στο μεταξύ, στα πλαίσια ενός διακανονισμού μ’ ένα γειτονικό χωριό, αρχίζει να φιλοξενεί στο πρώτο σπίτι του ένα ακόμη παιδί, τον Ικεμεφούνα. Σιγά σιγά αρχίζει να συμπαθεί αυτό το ήσυχο αγόρι, που είναι πάντα υπάκουο και το οποίο γίνεται καλός φίλος με τον γιο του, τον Νουόι. Ωστόσο λόγω του εθιμοτυπικού δικαίου κάποια μέρα ο άρχοντας του χωριού θα διατάξει την εκτέλεση του αγοριού, κάτι που θα οδηγήσει τον Οκονκούο στο έγκλημα και την οικογένειά του στη φτώχεια και στην εξορία. Θα καταφύγουν στο χωριό της πρώτης γυναίκας του, όπου θα παραμείνουν για εφτά χρόνια, δουλεύοντας σκληρά και αποκτώντας και πάλι μια αξιοσέβαστη περιουσία. Στη διάρκεια της παραμονής τους εκεί όμως όλα θ’ αλλάξουν, καθώς θα καταφθάσουν στην περιοχή οι ιεραπόστολοι, που θα φέρουν τα πάνω κάτω στις ζωές τους. Οι Σταχτοκώληδες, όπως αποκαλούν τους λευκούς λόγω των παντελονιών που φορούν, θ’ αρχίσουν να προσηλυτίζουν τους ντόπιους στη νέα θρησκεία, να χλευάζουν τους θεούς τους, να επιβάλλουν τους δικούς τους νόμους. Ανάμεσα σ’ αυτούς που θα στραφούν στο χριστιανισμό θα είναι και ο Νουόι, κάτι που θα γεμίσει την ψυχή του άντρα με πίκρα.
Επιστρέφοντας, στο τέλος της εξορίας του στο χωριό του, ο Οκονκούο θα νιώσει ότι επιστρέφει σ’ ένα ξένο κόσμο, σε μια νέα εποχή που δεν του ταιριάζει. Και τότε θ’ αρχίσουν να γεννιούνται μέσα του ερωτήματα και αμφιβολίες, θ’ αρχίσει να σκέφτεται ότι ίσως και να πήρε τη ζωή του λάθος τελικά.
Το Things Fall Apart είναι ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα που μας μιλά για ένα κόσμο που αλλάζει, κατακρημνίζοντας όλα τα πιστεύω και τις βεβαιότητες των ανθρώπων που τον αποτελούν. Ο συγγραφέας ρίχνει κριτικές ματιές τόσο στην παραδοσιακή κοινωνία τον Ίμπο, όσο και στο καινούριο που πρεσβεύουν οι νεοφερμένοι, και δεν χαρίζεται σε κανένα. Η γλώσσα του απλή, στρωτή, περιγράφει τα γεγονότα χωρίς να προσπαθεί να τα ωραιοποιήσει ή να τα παρουσιάσει πιο τραγικά απ’ ό,τι είναι. Όσοι ενδιαφέρονται για την σύγχρονη αφρικανική ιστορία καλό θα ήταν να το διαβάσουν.
Ο ήρωάς μας θα γίνει πολύ διάσημος σε νεαρή ηλικία, στα δεκαοκτώ του χρόνια, όταν θα νικήσει σ’ ένα αγώνα πάλης τον Αμαλίνζε τον Γάτο, τον μόνιμο πρωταθλητή. Αυτή η νίκη θα τον βοηθήσει να ξεφύγει απ’ τη βαριά σκιά του πατέρα του, ή μάλλον από τη ντροπή του να είναι γιος του, αφού αυτός ο άντρας ήταν ένας μουσικός της κακιάς ώρας, χορευτής, μόνιμα χρεωμένος και δειλός, που αρεσκόταν να λέει σε όλους ότι μονάχα το ποτό και η μουσική τον έκαναν ευτυχισμένο.
Ο Οκονκούο έχει ορκιστεί να γίνει όσο πιο διαφορετικός από τον πατέρα του μπορεί και όπως θα δούμε θα κρατήσει το λόγο του, αφού είκοσι χρόνια μετά τον συναντάμε να κατέχει μια αξιοσέβαστη θέση στην κοινωνία, να έχει τρεις γυναίκες και καμπόσα παιδιά και να θεωρείται πλούσιος για τα δεδομένα της περιοχής. Η κύριά του ασχολία είναι η καλλιέργεια της γλυκοπατάτας. Έχει στην κατοχή του μεγάλες εκτάσεις γης τις οποίες καλλιεργεί ακούραστα κάθε χρόνο και έτσι η περιουσία του όλο και μεγαλώνει.
Τα πράγματα μοιάζουν να πηγαίνουν από το καλό στο καλύτερο και τίποτα δεν φαίνεται να σκιάζει τα σπιτικά του. Τίποτα εκτός από την αδυναμία της τρίτης του συζύγου ν’ αποκτήσει παιδί. Η καημένη η γυναίκα μένει έγκυος ξανά και ξανά, αλλά χάνει τα παιδιά στη γέννα, μέχρι που αποκτούν τελικά μια κόρη, η οποία όπως όλα δείχνουν θα ζήσει. Τότε ο Οκονκούο νιώθει ότι η ζωή του είναι πλήρης, κι ας μη χαμογελά και πολύ αφού αυτό δεν του έρχεται εύκολα.
Στο μεταξύ, στα πλαίσια ενός διακανονισμού μ’ ένα γειτονικό χωριό, αρχίζει να φιλοξενεί στο πρώτο σπίτι του ένα ακόμη παιδί, τον Ικεμεφούνα. Σιγά σιγά αρχίζει να συμπαθεί αυτό το ήσυχο αγόρι, που είναι πάντα υπάκουο και το οποίο γίνεται καλός φίλος με τον γιο του, τον Νουόι. Ωστόσο λόγω του εθιμοτυπικού δικαίου κάποια μέρα ο άρχοντας του χωριού θα διατάξει την εκτέλεση του αγοριού, κάτι που θα οδηγήσει τον Οκονκούο στο έγκλημα και την οικογένειά του στη φτώχεια και στην εξορία. Θα καταφύγουν στο χωριό της πρώτης γυναίκας του, όπου θα παραμείνουν για εφτά χρόνια, δουλεύοντας σκληρά και αποκτώντας και πάλι μια αξιοσέβαστη περιουσία. Στη διάρκεια της παραμονής τους εκεί όμως όλα θ’ αλλάξουν, καθώς θα καταφθάσουν στην περιοχή οι ιεραπόστολοι, που θα φέρουν τα πάνω κάτω στις ζωές τους. Οι Σταχτοκώληδες, όπως αποκαλούν τους λευκούς λόγω των παντελονιών που φορούν, θ’ αρχίσουν να προσηλυτίζουν τους ντόπιους στη νέα θρησκεία, να χλευάζουν τους θεούς τους, να επιβάλλουν τους δικούς τους νόμους. Ανάμεσα σ’ αυτούς που θα στραφούν στο χριστιανισμό θα είναι και ο Νουόι, κάτι που θα γεμίσει την ψυχή του άντρα με πίκρα.
Επιστρέφοντας, στο τέλος της εξορίας του στο χωριό του, ο Οκονκούο θα νιώσει ότι επιστρέφει σ’ ένα ξένο κόσμο, σε μια νέα εποχή που δεν του ταιριάζει. Και τότε θ’ αρχίσουν να γεννιούνται μέσα του ερωτήματα και αμφιβολίες, θ’ αρχίσει να σκέφτεται ότι ίσως και να πήρε τη ζωή του λάθος τελικά.
Το Things Fall Apart είναι ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα που μας μιλά για ένα κόσμο που αλλάζει, κατακρημνίζοντας όλα τα πιστεύω και τις βεβαιότητες των ανθρώπων που τον αποτελούν. Ο συγγραφέας ρίχνει κριτικές ματιές τόσο στην παραδοσιακή κοινωνία τον Ίμπο, όσο και στο καινούριο που πρεσβεύουν οι νεοφερμένοι, και δεν χαρίζεται σε κανένα. Η γλώσσα του απλή, στρωτή, περιγράφει τα γεγονότα χωρίς να προσπαθεί να τα ωραιοποιήσει ή να τα παρουσιάσει πιο τραγικά απ’ ό,τι είναι. Όσοι ενδιαφέρονται για την σύγχρονη αφρικανική ιστορία καλό θα ήταν να το διαβάσουν.
Wednesday, July 27, 2011
Χόρχε Σεμπρούν – Είκοσι χρόνια και μια μέρα
Με τον εμφύλιο πόλεμο στην Ισπανία καταπιάνεται αυτό το βιβλίο του πρόσφατα χαμένου συγγραφέα. Τα γεγονότα τα οποία περιγράφει διαδραματίζονται στο χωριό Κισμόντο, στην επαρχία του Τολέδου, το 1956. Εκεί, σ’ ένα μεγάλο αγρόκτημα μαζεύονται πολλοί και διάφοροι για να παρακολουθήσουν μια εντελώς πρωτότυπη για τα χρονικά, αλλά όχι για τους ίδιους, εξιλαστήρια τελετή. Στη διάρκειά της αναπαρίσταται η δολοφονία του μικρού αδελφού της οικογένειας των Αβενδάνιο από τους εξεγερμένους αγρότες.
Αυτή, έπειτα από συμφωνία ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας, θα είναι η τελευταία τελετή, που για πρώτη φορά πραγματοποιήθηκε είκοσι χρόνια πριν.
Η συνάντηση εκεί διάφορων ετερόκλητων χαρακτήρων, που μάλλον έχουν περισσότερα να χωρίσουν παρά να μοιραστούν, καταστούν την κατάσταση τουλάχιστον έκρυθμη. Την κατάσταση σώζει μάλλον με τον τρόπο της και χωρίς να φαίνεται να το επιδιώκει η γοητευτική Μερθέδες Πόμπο, χήρα του νεκρού άντρα. Αν και η αφήγηση περιπλανιέται από το ένα μέρος στο άλλο, από το ένα περιστατικό στο επόμενο, από τη Μαδρίτη στο Τολέδο, από το Παρίσι στην Ιταλία, όλα τα γεγονότα και όλοι οι άνθρωποι τελικά μοιάζουν να περιστρέφονται γύρω απ’ αυτή τη γυναίκα. Η Μερθέδες, ένα εκκωφαντικά ερωτικό πλάσμα, ξυπνάει αβίαστα τον πόθο μέσα στις ψυχές των αντρών και τα πολλά μυστικά που κρύβει προσθέτουν κάτι ακόμη στη σαγήνη που εξασκεί.
Σε κάποιο σημείο ένας από τους πρωταγωνιστές αναλογίζεται: «Προς τι να επινοείς όταν έχεις περάσει μια τόσο μυθιστορηματική ζωή, στην οποία υπάρχει άπειρο αφηγηματικό υλικό;» Μυθιστορηματικές υπήρξαν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και οι ζωές των περισσότερων από τους ήρωες σ’ αυτή την ιστορία. Όλοι πέρασαν δύσκολα, αγωνίστηκαν, μάτωσαν, έπεσαν, υπέφεραν πολύ, κυνηγοί και κυνηγημένοι, φασίστες και κομμουνιστές. Ο συγγραφέας μοιάζει να κοιτάει με συμπάθεια ακόμη και τους πιο αρνητικούς χαρακτήρες, σαν να μας λέει ότι σε τίποτα δεν φταίνε αυτοί, τουλάχιστον όχι απόλυτα, απλά τους πρόδωσαν οι άνθρωποι και τα γεγονότα. Εκείνο όμως που δεν γίνεται ποτέ ξεκάθαρο είναι το ποια πλευρά της ιστορίας οφείλουμε να πιστέψουμε, καθώς πολλές φορές οι αφηγήσεις ακυρώνουν η μια την άλλη, και κάποιες μεγάλες αλήθειες δεν λέγονται ποτέ, ή παραμένουν μισοκρυμμένες σε κάποια ντουλάπια της μνήμης.
Το «Είκοσι χρόνια και μια μέρα» είναι εκτός των άλλων (ιστορικό, ερωτικό) και ένα βιβλιοφιλικό μυθιστόρημα, αφού από τις σελίδες του κάνουν το πέρασμά τους συγγραφείς, ποιητές και φιλόσοφοι. Ο Σεμπρούν χωρίς να καταφεύγει -τουλάχιστον απ’ ό,τι καταλαβαίνουμε- στο τέχνασμα της διακειμενικότητας, εντάσσει στην αφήγησή του ποιήματα, θεατρικές και λογοτεχνικές αναφορές, φιλοσοφικές συζητήσεις. Με εξαίρεση τον επιθεωρητή της Πολιτικής-Κοινωνικής Ταξιαρχίας, όλοι έχουν κάτι να πουν για την τέχνη του λόγου, ή και για την τέχνη νέτα σκέτα, καθώς ένας πίνακας ζωγραφικής υπήρξε καθοριστικός για τη διαμόρφωση της ψυχοσύνθεσης της Μερθέδες, και γι’ αυτό επιστρέφει σ’ εκείνο ξανά και ξανά.
Αυτό είναι το πρώτο βιβλίο του συγγραφέα που διαβάζουμε, αλλά μάλλον όχι το τελευταίο, αφού όπως αποδεικνύεται υπήρξε ένας μάστορας της λογοτεχνικής γραφής, και σαν τέτοιος σίγουρα θα έχει πολλά ακόμη να μας χαρίσει.
Αυτή, έπειτα από συμφωνία ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας, θα είναι η τελευταία τελετή, που για πρώτη φορά πραγματοποιήθηκε είκοσι χρόνια πριν.
Η συνάντηση εκεί διάφορων ετερόκλητων χαρακτήρων, που μάλλον έχουν περισσότερα να χωρίσουν παρά να μοιραστούν, καταστούν την κατάσταση τουλάχιστον έκρυθμη. Την κατάσταση σώζει μάλλον με τον τρόπο της και χωρίς να φαίνεται να το επιδιώκει η γοητευτική Μερθέδες Πόμπο, χήρα του νεκρού άντρα. Αν και η αφήγηση περιπλανιέται από το ένα μέρος στο άλλο, από το ένα περιστατικό στο επόμενο, από τη Μαδρίτη στο Τολέδο, από το Παρίσι στην Ιταλία, όλα τα γεγονότα και όλοι οι άνθρωποι τελικά μοιάζουν να περιστρέφονται γύρω απ’ αυτή τη γυναίκα. Η Μερθέδες, ένα εκκωφαντικά ερωτικό πλάσμα, ξυπνάει αβίαστα τον πόθο μέσα στις ψυχές των αντρών και τα πολλά μυστικά που κρύβει προσθέτουν κάτι ακόμη στη σαγήνη που εξασκεί.
Σε κάποιο σημείο ένας από τους πρωταγωνιστές αναλογίζεται: «Προς τι να επινοείς όταν έχεις περάσει μια τόσο μυθιστορηματική ζωή, στην οποία υπάρχει άπειρο αφηγηματικό υλικό;» Μυθιστορηματικές υπήρξαν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και οι ζωές των περισσότερων από τους ήρωες σ’ αυτή την ιστορία. Όλοι πέρασαν δύσκολα, αγωνίστηκαν, μάτωσαν, έπεσαν, υπέφεραν πολύ, κυνηγοί και κυνηγημένοι, φασίστες και κομμουνιστές. Ο συγγραφέας μοιάζει να κοιτάει με συμπάθεια ακόμη και τους πιο αρνητικούς χαρακτήρες, σαν να μας λέει ότι σε τίποτα δεν φταίνε αυτοί, τουλάχιστον όχι απόλυτα, απλά τους πρόδωσαν οι άνθρωποι και τα γεγονότα. Εκείνο όμως που δεν γίνεται ποτέ ξεκάθαρο είναι το ποια πλευρά της ιστορίας οφείλουμε να πιστέψουμε, καθώς πολλές φορές οι αφηγήσεις ακυρώνουν η μια την άλλη, και κάποιες μεγάλες αλήθειες δεν λέγονται ποτέ, ή παραμένουν μισοκρυμμένες σε κάποια ντουλάπια της μνήμης.
Το «Είκοσι χρόνια και μια μέρα» είναι εκτός των άλλων (ιστορικό, ερωτικό) και ένα βιβλιοφιλικό μυθιστόρημα, αφού από τις σελίδες του κάνουν το πέρασμά τους συγγραφείς, ποιητές και φιλόσοφοι. Ο Σεμπρούν χωρίς να καταφεύγει -τουλάχιστον απ’ ό,τι καταλαβαίνουμε- στο τέχνασμα της διακειμενικότητας, εντάσσει στην αφήγησή του ποιήματα, θεατρικές και λογοτεχνικές αναφορές, φιλοσοφικές συζητήσεις. Με εξαίρεση τον επιθεωρητή της Πολιτικής-Κοινωνικής Ταξιαρχίας, όλοι έχουν κάτι να πουν για την τέχνη του λόγου, ή και για την τέχνη νέτα σκέτα, καθώς ένας πίνακας ζωγραφικής υπήρξε καθοριστικός για τη διαμόρφωση της ψυχοσύνθεσης της Μερθέδες, και γι’ αυτό επιστρέφει σ’ εκείνο ξανά και ξανά.
Αυτό είναι το πρώτο βιβλίο του συγγραφέα που διαβάζουμε, αλλά μάλλον όχι το τελευταίο, αφού όπως αποδεικνύεται υπήρξε ένας μάστορας της λογοτεχνικής γραφής, και σαν τέτοιος σίγουρα θα έχει πολλά ακόμη να μας χαρίσει.
Tuesday, July 26, 2011
Janet Evanovich – Smokin’ Seventeen
Αγορά από το Book Depository
Αυτό είναι ένα από εκείνα τα αστυνομικά μυθιστορήματα που απολαμβάνει κανείς όχι τόσο για την πλοκή και τη δράση τους όσο για το χιούμορ. Η συγγραφέας μοιάζει να ενδιαφέρεται περισσότερο από καθετί άλλο να ψυχαγωγήσει τον αναγνώστη και τα καταφέρνει μια χαρά, καθώς οδηγεί τη βασική της ηρωίδα, τη Στέφανι Πλαμ από τη μια ευτράπελη κατάσταση στην άλλη.
Η Στέφανι εργάζεται στην επιχείρηση του ξαδέλφου της Βίνι, στο Τρέντον του Νιου Τζέρζι. Η δουλειά της είναι να συλλαμβάνει για λογαριασμό του Βίνι, αυτούς που ο τελευταίος έβγαλε με εγγύηση από τη φυλακή και δεν ανταποκρίθηκαν στις υποχρεώσεις τους. Όσο κι αν γκρινιάζει, κάθε τόσο, η δουλειά αυτή της πάει πολύ. Της αρέσει η δράση, η κίνηση, το γεγονός ότι τα πράγματα εκεί πέρα ποτέ δεν είναι πληκτικά. Το μόνο που κάποια μέρα αυτά γίνονται κάτι περισσότερο από ενδιαφέροντα καθώς στο πίσω μέρος του τροχόσπιτου, όπου στεγάζεται προσωρινά η επιχείρηση, ανακαλύπτεται το πτώμα ενός μαφιόζου. Κι αυτό θα είναι απλά το πρώτο, καθώς σύντομα θ’ ακολουθήσουν κι άλλα. Τα γεγονότα αυτά, για κάποιο λόγο, θα πείσουν την Στέφανι ότι μάλλον βρίσκεται κι αυτή στο στόχαστρο του δολοφόνου. Γιατί όμως;
Η απάντηση δεν είναι και τόσο εύκολο να βρεθεί, και η κοπέλα δεν έχει το χρόνο να την αναζητήσει κιόλας, αφού έχει πέσει πολλή δουλειά: καταρχήν πρέπει να συλλάβει ένα γηραιό άντρα που είναι πεπεισμένος πως είναι βρικόλακας και ο οποίος αμέλησε να παρευρεθεί στη δίκη του, αλλά και μια αρκούδα του τσίρκου, η οποία είχε δοθεί στον Βίνι για εγγύηση, προτού το σκάσει.
Σαν αυτά να μην είναι αρκετά, η Στέφανι πρέπει να αντιμετωπίσει και κάποια προβλήματα σε προσωπικό-ερωτικό επίπεδο. Καταρχήν πρέπει να διαλέξει επιτέλους ποιον από τους άντρες της ζωής της επιθυμεί για μόνιμο σύντροφό της: Τον Τζόζεφ Μορέλι, που είναι μπάτσος και ο επίσημος εραστής της ή τον Ρέιντζερ, που διευθύνει ιδιωτική εταιρεία ασφαλείας, και με τον οποίο ερωτικά μοιάζει πιο συμβατή; Ή μήπως τελικά πρέπει ν’ ακολουθήσει τη συμβουλή της μάνας της και να δοκιμάσει μια καινούρια σχέση, μ’ ένα ελκυστικό άντρα από το παρελθόν, πρώην αθλητή και καλό παιδί, που εκτός των άλλων είναι και εκπληκτικός μάγειρας;
Όπως εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς η ζωή της κάθε άλλο παρά εύκολη είναι. Ωστόσο αυτή καταφέρνει να τη ζει μέρα με τη μέρα και ν’ αντιμετωπίζει κάθε κατάσταση όποτε αυτή προκύπτει. Το θέμα είναι ότι τον τελευταίο καιρό όλα μοιάζουν να πηγαίνουν στραβά για κείνη. Λέτε να έπιασε τελικά η κατάρα που της έβαλε η γιαγιά του Μορέλι ή μήπως για τα προβλήματά της φταίει αυτή η ίδια; Αυτό το ερώτημα θα την ακολουθεί από την αρχή μέχρι το τέλος του βιβλίου και μέχρι να απαντηθεί δεν θα βρει αναπαμό.
Όσο δύσκολη όμως κι αν είναι η διαδρομή για κείνην, τόσο απολαυστική είναι για τον αναγνώστη, αφού στη διάρκειά της θα συναντήσει αρκετούς ιδιόρρυθμους χαρακτήρες, με πρώτη και καλύτερη τη Λούλα, που είναι ικανή να φάει… ένα βαν στην καθισιά της, και θα γελάσει με την ψυχή του για κάποια από τα παθήματά της. Όσο για το δολοφόνο, δεν είναι και τόσο δύσκολο να τον ανακαλύψει κανείς, αλλά αυτό δεν έχει σημασία. Σημασία έχει ότι διαβάζοντας κάποιος αυτό το βιβλίο το καταδιασκεδάζει. Τα υπόλοιπα περνούν σε δεύτερη μοίρα.
Η Στέφανι εργάζεται στην επιχείρηση του ξαδέλφου της Βίνι, στο Τρέντον του Νιου Τζέρζι. Η δουλειά της είναι να συλλαμβάνει για λογαριασμό του Βίνι, αυτούς που ο τελευταίος έβγαλε με εγγύηση από τη φυλακή και δεν ανταποκρίθηκαν στις υποχρεώσεις τους. Όσο κι αν γκρινιάζει, κάθε τόσο, η δουλειά αυτή της πάει πολύ. Της αρέσει η δράση, η κίνηση, το γεγονός ότι τα πράγματα εκεί πέρα ποτέ δεν είναι πληκτικά. Το μόνο που κάποια μέρα αυτά γίνονται κάτι περισσότερο από ενδιαφέροντα καθώς στο πίσω μέρος του τροχόσπιτου, όπου στεγάζεται προσωρινά η επιχείρηση, ανακαλύπτεται το πτώμα ενός μαφιόζου. Κι αυτό θα είναι απλά το πρώτο, καθώς σύντομα θ’ ακολουθήσουν κι άλλα. Τα γεγονότα αυτά, για κάποιο λόγο, θα πείσουν την Στέφανι ότι μάλλον βρίσκεται κι αυτή στο στόχαστρο του δολοφόνου. Γιατί όμως;
Η απάντηση δεν είναι και τόσο εύκολο να βρεθεί, και η κοπέλα δεν έχει το χρόνο να την αναζητήσει κιόλας, αφού έχει πέσει πολλή δουλειά: καταρχήν πρέπει να συλλάβει ένα γηραιό άντρα που είναι πεπεισμένος πως είναι βρικόλακας και ο οποίος αμέλησε να παρευρεθεί στη δίκη του, αλλά και μια αρκούδα του τσίρκου, η οποία είχε δοθεί στον Βίνι για εγγύηση, προτού το σκάσει.
Σαν αυτά να μην είναι αρκετά, η Στέφανι πρέπει να αντιμετωπίσει και κάποια προβλήματα σε προσωπικό-ερωτικό επίπεδο. Καταρχήν πρέπει να διαλέξει επιτέλους ποιον από τους άντρες της ζωής της επιθυμεί για μόνιμο σύντροφό της: Τον Τζόζεφ Μορέλι, που είναι μπάτσος και ο επίσημος εραστής της ή τον Ρέιντζερ, που διευθύνει ιδιωτική εταιρεία ασφαλείας, και με τον οποίο ερωτικά μοιάζει πιο συμβατή; Ή μήπως τελικά πρέπει ν’ ακολουθήσει τη συμβουλή της μάνας της και να δοκιμάσει μια καινούρια σχέση, μ’ ένα ελκυστικό άντρα από το παρελθόν, πρώην αθλητή και καλό παιδί, που εκτός των άλλων είναι και εκπληκτικός μάγειρας;
Όπως εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς η ζωή της κάθε άλλο παρά εύκολη είναι. Ωστόσο αυτή καταφέρνει να τη ζει μέρα με τη μέρα και ν’ αντιμετωπίζει κάθε κατάσταση όποτε αυτή προκύπτει. Το θέμα είναι ότι τον τελευταίο καιρό όλα μοιάζουν να πηγαίνουν στραβά για κείνη. Λέτε να έπιασε τελικά η κατάρα που της έβαλε η γιαγιά του Μορέλι ή μήπως για τα προβλήματά της φταίει αυτή η ίδια; Αυτό το ερώτημα θα την ακολουθεί από την αρχή μέχρι το τέλος του βιβλίου και μέχρι να απαντηθεί δεν θα βρει αναπαμό.
Όσο δύσκολη όμως κι αν είναι η διαδρομή για κείνην, τόσο απολαυστική είναι για τον αναγνώστη, αφού στη διάρκειά της θα συναντήσει αρκετούς ιδιόρρυθμους χαρακτήρες, με πρώτη και καλύτερη τη Λούλα, που είναι ικανή να φάει… ένα βαν στην καθισιά της, και θα γελάσει με την ψυχή του για κάποια από τα παθήματά της. Όσο για το δολοφόνο, δεν είναι και τόσο δύσκολο να τον ανακαλύψει κανείς, αλλά αυτό δεν έχει σημασία. Σημασία έχει ότι διαβάζοντας κάποιος αυτό το βιβλίο το καταδιασκεδάζει. Τα υπόλοιπα περνούν σε δεύτερη μοίρα.
Monday, July 25, 2011
Arturo Pérez-Reverte – Purity of Blood
Αγορά από το Book Depository
Τον τελευταίο καιρό ρίχνω όλο και πιο συχνές ματιές προς Ισπανία μεριά, κι έτσι αρχίζω να διαβάζω τον ένα μετά από τον άλλο κάποιους απ’ τους πιο σημαντικούς συγγραφείς αυτής της χώρας. Ανάμεσά τους συγκαταλέγεται φυσικά και ο κύριος Αρτούρο Πέρεθ-Ρεβέρτε.
Πρωταγωνιστής σ’ αυτή την ιστορία είναι ο γνωστός Κάπτεν Αλατρίστε και αφηγητής, ο προστατευόμενός του, ένα αγόρι δεκατεσσάρων χρόνων που ακούει στο όνομα Ινίγο. Τα γεγονότα της υπόθεσης διαδραματίζονται στη Μαδρίτη την εποχή της Ιεράς Εξέτασης, τότε που η πόλη είχε γύρω στις εβδομήντα χιλιάδες κατοίκους, εκ των οποίων τα δύο τρίτα συνήθιζαν να πηγαίνουν στις ταυρομαχίες.
Όλα αρχίζουν όταν μία γυναίκα ανακαλύπτεται νεκρή μπροστά από μία εκκλησία, με ένα μήνυμα τοποθετημένο στο σώμα της: «Για τις θείες λειτουργίες της ψυχής σου». Ποιος σκότωσε αυτή τη γυναίκα και γιατί; Και τι θέλει να πει ο δολοφόνος μ’ αυτό το μήνυμα; Ο αστυνομικός Μαρτίν Σολδάνα, θα αναλάβει τη διαλεύκανση της υπόθεσης, κάτι που δεν θα αποδειχτεί και τόσο εύκολο, μια και πίσω από το έγκλημα κρύβονται σκοτεινά συμφέροντα.
Στο μεταξύ ένας πλούσιος άντρας προσλαμβάνει τον Αλατρίστε και ένα φίλο του πολεμιστή και ποιητή, για να απελευθερώσουν την κόρη του από ένα μοναστήρι όπου αυτή γίνονταν θέμα σεξουαλικής κακοποίησης. Ο Ινίγο μαθαίνει κατά τύχη για τη σχεδιαζόμενη απόπειρα και καθώς τον πιάνουν στα πράσα να κρυφακούει, τα ενδιαφερόμενα μέρη συμφωνούν να τον χρησιμοποιήσουν για την επίτευξη του στόχου τους. Ο μικρός είναι πρόθυμος να κάνει τα πάντα για τον Αλατρίστε, τον οποίο θεωρεί κάτι σαν πατέρα του, κι έτσι δέχεται μετά χαράς να συμμετάσχει σ’ αυτή την περιπέτεια. Στο μεταξύ όμως, σκέφτεται ότι πρέπει να κάνει ό,τι μπορεί, για να κατακτήσει την καρδιά της αγαπημένης του Ανχέλικα, μιας νεαρής αριστοκράτισσας, που δεν φαίνεται να του δίνει καμία σημασία. Πάνω που αρχίζει να απελπίζεται ότι δεν θα τα καταφέρει να την πλησιάσει ποτέ, τον πλησιάζει η ίδια, και του χαρίζει κι ένα πολύτιμο δώρο. Ένα δώρο που θα τον βάλει σε μπόλικους μπελάδες στο μέλλον.
Ο Ρεβέρτε, αναπλάθει σαν ένας καλός παραμυθάς μια εποχή απόμακρη, όπου ο θρησκευτικός φανατισμός, οι προδοσίες και τα πισωμαχαιρώματα αποτελούσαν τον κανόνα, και όπου οι πιο άτιμοι ήταν κατά βάθος, οι αυτόκλητοι προστάτες της αρετής. Και δεν κάνει καμία προσπάθεια για να κρύψει την άποψή του σε ό,τι αφορά τα έργα και τις ημέρες της Καθολικής Εκκλησίας στη χώρα του. Παρουσιάζει τους κληρικούς σαν διεφθαρμένους, έκφυλους, συνωμότες και κερδοσκόπους, πολύ χειρότερους ακόμη και από τους ίδιους τους ιεροεξεταστές, που τρομοκρατούσαν τον κόσμο μόνο και μόνο επειδή υπήρχαν. Ο Αλατρίστε, ο ήρωάς του, θα πρέπει να τα βάλει με όλους και με όλα για να επιβάλει το δίκιο, και σ’ αυτό τον αγώνα θα έχει δίπλα του κάποιους καλούς του φίλους, συναγωνιστές σε πολέμους και στη μάχη κατά του εγκλήματος, αλλά πάνω απ’ όλους τον Δον Φρανσίσκο Κουεβέδο, τον πολεμιστή-ποιητή, του οποίου οι στίχοι διαποτίζουν συχνά-πυκνά το κείμενο.
Ο συγγραφέας πού και πού παραλληλίζει με πλάγιο τρόπο τον κόσμο του χθες μ’ αυτόν του σήμερα και ρίχνει ειρωνικές ματιές στην επίσημη ιστορία, αλλά ούτε και τότε και τώρα, όπως λέει, θα μπορούσε να εμπιστευτεί ποτέ κάποιον «που διαβάζει ένα μόνο βιβλίο» (βλέπε τις Γραφές).
Αν και το κείμενο γίνεται κάθε τόσο σκοτεινό, δεν παύει να διαβάζεται γρήγορα και δίχως καμία ιδιαίτερη δυσκολία, χαρίζοντας στον αναγνώστη γνώση αλλά και ψυχαγωγία.
Πρωταγωνιστής σ’ αυτή την ιστορία είναι ο γνωστός Κάπτεν Αλατρίστε και αφηγητής, ο προστατευόμενός του, ένα αγόρι δεκατεσσάρων χρόνων που ακούει στο όνομα Ινίγο. Τα γεγονότα της υπόθεσης διαδραματίζονται στη Μαδρίτη την εποχή της Ιεράς Εξέτασης, τότε που η πόλη είχε γύρω στις εβδομήντα χιλιάδες κατοίκους, εκ των οποίων τα δύο τρίτα συνήθιζαν να πηγαίνουν στις ταυρομαχίες.
Όλα αρχίζουν όταν μία γυναίκα ανακαλύπτεται νεκρή μπροστά από μία εκκλησία, με ένα μήνυμα τοποθετημένο στο σώμα της: «Για τις θείες λειτουργίες της ψυχής σου». Ποιος σκότωσε αυτή τη γυναίκα και γιατί; Και τι θέλει να πει ο δολοφόνος μ’ αυτό το μήνυμα; Ο αστυνομικός Μαρτίν Σολδάνα, θα αναλάβει τη διαλεύκανση της υπόθεσης, κάτι που δεν θα αποδειχτεί και τόσο εύκολο, μια και πίσω από το έγκλημα κρύβονται σκοτεινά συμφέροντα.
Στο μεταξύ ένας πλούσιος άντρας προσλαμβάνει τον Αλατρίστε και ένα φίλο του πολεμιστή και ποιητή, για να απελευθερώσουν την κόρη του από ένα μοναστήρι όπου αυτή γίνονταν θέμα σεξουαλικής κακοποίησης. Ο Ινίγο μαθαίνει κατά τύχη για τη σχεδιαζόμενη απόπειρα και καθώς τον πιάνουν στα πράσα να κρυφακούει, τα ενδιαφερόμενα μέρη συμφωνούν να τον χρησιμοποιήσουν για την επίτευξη του στόχου τους. Ο μικρός είναι πρόθυμος να κάνει τα πάντα για τον Αλατρίστε, τον οποίο θεωρεί κάτι σαν πατέρα του, κι έτσι δέχεται μετά χαράς να συμμετάσχει σ’ αυτή την περιπέτεια. Στο μεταξύ όμως, σκέφτεται ότι πρέπει να κάνει ό,τι μπορεί, για να κατακτήσει την καρδιά της αγαπημένης του Ανχέλικα, μιας νεαρής αριστοκράτισσας, που δεν φαίνεται να του δίνει καμία σημασία. Πάνω που αρχίζει να απελπίζεται ότι δεν θα τα καταφέρει να την πλησιάσει ποτέ, τον πλησιάζει η ίδια, και του χαρίζει κι ένα πολύτιμο δώρο. Ένα δώρο που θα τον βάλει σε μπόλικους μπελάδες στο μέλλον.
Ο Ρεβέρτε, αναπλάθει σαν ένας καλός παραμυθάς μια εποχή απόμακρη, όπου ο θρησκευτικός φανατισμός, οι προδοσίες και τα πισωμαχαιρώματα αποτελούσαν τον κανόνα, και όπου οι πιο άτιμοι ήταν κατά βάθος, οι αυτόκλητοι προστάτες της αρετής. Και δεν κάνει καμία προσπάθεια για να κρύψει την άποψή του σε ό,τι αφορά τα έργα και τις ημέρες της Καθολικής Εκκλησίας στη χώρα του. Παρουσιάζει τους κληρικούς σαν διεφθαρμένους, έκφυλους, συνωμότες και κερδοσκόπους, πολύ χειρότερους ακόμη και από τους ίδιους τους ιεροεξεταστές, που τρομοκρατούσαν τον κόσμο μόνο και μόνο επειδή υπήρχαν. Ο Αλατρίστε, ο ήρωάς του, θα πρέπει να τα βάλει με όλους και με όλα για να επιβάλει το δίκιο, και σ’ αυτό τον αγώνα θα έχει δίπλα του κάποιους καλούς του φίλους, συναγωνιστές σε πολέμους και στη μάχη κατά του εγκλήματος, αλλά πάνω απ’ όλους τον Δον Φρανσίσκο Κουεβέδο, τον πολεμιστή-ποιητή, του οποίου οι στίχοι διαποτίζουν συχνά-πυκνά το κείμενο.
Ο συγγραφέας πού και πού παραλληλίζει με πλάγιο τρόπο τον κόσμο του χθες μ’ αυτόν του σήμερα και ρίχνει ειρωνικές ματιές στην επίσημη ιστορία, αλλά ούτε και τότε και τώρα, όπως λέει, θα μπορούσε να εμπιστευτεί ποτέ κάποιον «που διαβάζει ένα μόνο βιβλίο» (βλέπε τις Γραφές).
Αν και το κείμενο γίνεται κάθε τόσο σκοτεινό, δεν παύει να διαβάζεται γρήγορα και δίχως καμία ιδιαίτερη δυσκολία, χαρίζοντας στον αναγνώστη γνώση αλλά και ψυχαγωγία.
Friday, July 22, 2011
Γιούκιο Μισίμα – Ο ναός της αυγής
Στην Ταϊλάνδη, την Ινδία και, φυσικά, την Ιαπωνία μάς ταξιδεύει ο τρίτος τόμος από την τετραλογία της «Θάλασσας της γονιμότητας» του Γιούκιο Μισίμα.
Σ’ αυτό το βιβλίο κεντρικός πρωταγωνιστής είναι (και πάλι, θα λέγαμε) ο δικηγόρος Χόντα, που κυνηγημένος ακόμη από τους δαίμονες, αλλά και τις πεποιθήσεις του παρελθόντος μοιάζει τώρα να βρίσκεται σε μια φάση αναζήτησης. Αφού τον είδαμε στο προηγούμενο βιβλίο να παρατάει την καριέρα του σαν δικαστικού για να αναλάβει την υπεράσπιση κάποιων φανατικών νέων, που λίγο έλειψε να καταφέρουν ένα τρομοκρατικό κτύπημα στην καρδιά της ιαπωνικής κοινωνίας, τώρα τον συναντάμε -επιτυχημένο πια δικηγόρο- να ταξιδεύει στην Μπανγκόκ για λογαριασμό μιας μεγάλης εταιρίας. Πρέπει να επιλύσει ένα νομικό πρόβλημα που προέκυψε με κάποιον από τους συνεργάτες τους και ο ίδιος δεν τρέφει καμία απολύτως αμφιβολία ότι θα τα καταφέρει.
Το ταξίδι αυτό ωστόσο θα ξυπνήσει μέσα του κάποιες αναμνήσεις, θα φέρει στο μυαλό του το θάνατο δύο νέων ανθρώπων και τη σιγουριά ενός από αυτούς ότι θα γεννιόταν ξανά σαν μια πριγκίπισσα στην Ταϊλάνδη. Ο Χόντα, πιστός όσο άλλος κανείς στην ιδέα της μετεμψύχωσης, όταν του δίνεται η ευκαιρία επιδιώκει και επιτυγχάνει μια συνάντηση με την εφτάχρονη πριγκίπισσα Σεληνόφως, που σύμφωνα με τις κακές γλώσσες δεν τα έχει τετρακόσια. Η συνάντηση επιβεβαιώνει τις υποψίες του, αφού πολύ νωρίς του αποδεικνύει ότι όντως είναι η μετεμψύχωση του νεκρού του φίλου, αφού του περιγράφει γεγονότα τα οποία θα ήταν αδύνατον να γνωρίζει.
Ο Χόντα, ταραγμένος αλλά και ανακουφισμένος από την ανακάλυψη, ξοδεύει τον υπόλοιπο χρόνο του στην Μπανγκόκ, περιφερόμενος από τον ένα ναό στον άλλο, μελετώντας τις διαφορετικές εκδοχές του βουδισμού, αλλά και επισκεπτόμενος παρέα με τη μικρή πριγκίπισσα ένα λίγο πολύ εξωτικό προορισμό. Ο συγγραφέας, δοθείσης της ευκαιρίας, κάνει εκτενείς αναφορές στην ιστορία της χώρας, αλλά και της πόλης.
Όταν ο πρωταγωνιστής φέρνει εις πέρας με επιτυχία την αποστολή του εκεί, αποδέχεται με χαρά την προσφορά των εργοδοτών του για ένα ταξίδι. Αναχωρεί λοιπόν για την Ινδία, έχοντας και πάλι κατά νου τις πνευματικές αναζητήσεις. Εκεί έρχεται σ’ επαφή μ’ ένα πολιτισμό πολύ διαφορετικό απ’ αυτόν της γειτονικής χώρας, μαθαίνει αρκετά πράγματα, αλλά φτάνει και σε αρκετές συνειδητοποιήσεις σε σχέση με τη ζωή του.
Επιστρέφοντας στην Μπανγκόκ συναντάει για μια τελευταία φορά την πριγκίπισσα Σεληνόφως, η οποία εκδηλώνει την επιθυμία να ταξιδέψει μαζί του στην Ιαπωνία, κάτι το οποίο φυσικά δεν θα της επέτρεπαν οι δικοί της. Καθώς τα σύννεφα του πολέμου αρχίζουν να εξαπλώνονται πάνω από την Ασία, το 1941, ο Χόντα γυρίζει στη χώρα του.
Εκεί είναι που τον συναντάμε δώδεκα χρόνια μετά, συνταξιούχο πια, να ζει μια ζωή δίχως νόημα και σκοπό. Έχοντας κερδίσει μια δίκη που του έχει αποφέρει πολλά εκατομμύρια σαν αμοιβή, δεν έχει πια ανάγκη τη δουλειά, αλλά και δεν έχει καμία απολύτως όρεξη να δουλεύει κιόλας. Έτσι ξοδεύει το χρόνο του χτίζοντας ένα σπίτι μακριά από την πόλη, περιφερόμενος από το ένα μέρος στο άλλο, έχοντας συζητήσεις με αδιάφορους και μη ανθρώπους, και πάρε δώσε με μερικούς εξαιρετικά εκκεντρικούς χαρακτήρες. Αυτά μέχρι που καταφθάνει στα μέρη του η πριγκίπισσα Σεληνόφως, η οποία με την παρουσία της και μόνο του αναστατώνει την καθημερινότητα. Το μικρό κοριτσάκι που είχε άλλοτε γνωρίσει έχει τώρα μεταμορφωθεί σε μια όμορφη νέα γυναίκα, που ξυπνάει μέσα του τον πόθο. Ο έρωτάς του που παραπαίει ανάμεσα στη μανία και τη διαστροφή, τον κάνει πού και πού να χάνει τα λογικά του, να ενεργεί απερίσκεπτα. Η λύση τελικά στο πρόβλημά του θα δοθεί με τρόπο αρχικά απρόβλεπτο και μετά τραγικό. Ο συγγραφέας μοιάζει να θέλει να μας πει ότι όλη η ζωή του ήρωά του υπήρξε μια παταγώδης αποτυχία. Κι ας υπήρξε ο χρονικογράφος πολλών ζωών.
Συγκρίνοντας αυτό τον τόμο με τους προηγούμενους θα λέγαμε ότι τον βρήκαμε κάπως «βαρετό», μια και σε αρκετά σημεία θυμίζει δοκίμιο. Εδώ ο συγγραφέας μοιάζει να ενδιαφέρεται περισσότερο για τη φιλοσοφία παρά για την πλοκή, γεγονός που αφαιρεί από το κείμενο κάτι από την αναγνωστική απόλαυση. Ωστόσο, υπάρχει η πιθανότητα το τέταρτο βιβλίο να δικαιώσει αυτή του την επιλογή. Θα δείξει.
Σ’ αυτό το βιβλίο κεντρικός πρωταγωνιστής είναι (και πάλι, θα λέγαμε) ο δικηγόρος Χόντα, που κυνηγημένος ακόμη από τους δαίμονες, αλλά και τις πεποιθήσεις του παρελθόντος μοιάζει τώρα να βρίσκεται σε μια φάση αναζήτησης. Αφού τον είδαμε στο προηγούμενο βιβλίο να παρατάει την καριέρα του σαν δικαστικού για να αναλάβει την υπεράσπιση κάποιων φανατικών νέων, που λίγο έλειψε να καταφέρουν ένα τρομοκρατικό κτύπημα στην καρδιά της ιαπωνικής κοινωνίας, τώρα τον συναντάμε -επιτυχημένο πια δικηγόρο- να ταξιδεύει στην Μπανγκόκ για λογαριασμό μιας μεγάλης εταιρίας. Πρέπει να επιλύσει ένα νομικό πρόβλημα που προέκυψε με κάποιον από τους συνεργάτες τους και ο ίδιος δεν τρέφει καμία απολύτως αμφιβολία ότι θα τα καταφέρει.
Το ταξίδι αυτό ωστόσο θα ξυπνήσει μέσα του κάποιες αναμνήσεις, θα φέρει στο μυαλό του το θάνατο δύο νέων ανθρώπων και τη σιγουριά ενός από αυτούς ότι θα γεννιόταν ξανά σαν μια πριγκίπισσα στην Ταϊλάνδη. Ο Χόντα, πιστός όσο άλλος κανείς στην ιδέα της μετεμψύχωσης, όταν του δίνεται η ευκαιρία επιδιώκει και επιτυγχάνει μια συνάντηση με την εφτάχρονη πριγκίπισσα Σεληνόφως, που σύμφωνα με τις κακές γλώσσες δεν τα έχει τετρακόσια. Η συνάντηση επιβεβαιώνει τις υποψίες του, αφού πολύ νωρίς του αποδεικνύει ότι όντως είναι η μετεμψύχωση του νεκρού του φίλου, αφού του περιγράφει γεγονότα τα οποία θα ήταν αδύνατον να γνωρίζει.
Ο Χόντα, ταραγμένος αλλά και ανακουφισμένος από την ανακάλυψη, ξοδεύει τον υπόλοιπο χρόνο του στην Μπανγκόκ, περιφερόμενος από τον ένα ναό στον άλλο, μελετώντας τις διαφορετικές εκδοχές του βουδισμού, αλλά και επισκεπτόμενος παρέα με τη μικρή πριγκίπισσα ένα λίγο πολύ εξωτικό προορισμό. Ο συγγραφέας, δοθείσης της ευκαιρίας, κάνει εκτενείς αναφορές στην ιστορία της χώρας, αλλά και της πόλης.
Όταν ο πρωταγωνιστής φέρνει εις πέρας με επιτυχία την αποστολή του εκεί, αποδέχεται με χαρά την προσφορά των εργοδοτών του για ένα ταξίδι. Αναχωρεί λοιπόν για την Ινδία, έχοντας και πάλι κατά νου τις πνευματικές αναζητήσεις. Εκεί έρχεται σ’ επαφή μ’ ένα πολιτισμό πολύ διαφορετικό απ’ αυτόν της γειτονικής χώρας, μαθαίνει αρκετά πράγματα, αλλά φτάνει και σε αρκετές συνειδητοποιήσεις σε σχέση με τη ζωή του.
Επιστρέφοντας στην Μπανγκόκ συναντάει για μια τελευταία φορά την πριγκίπισσα Σεληνόφως, η οποία εκδηλώνει την επιθυμία να ταξιδέψει μαζί του στην Ιαπωνία, κάτι το οποίο φυσικά δεν θα της επέτρεπαν οι δικοί της. Καθώς τα σύννεφα του πολέμου αρχίζουν να εξαπλώνονται πάνω από την Ασία, το 1941, ο Χόντα γυρίζει στη χώρα του.
Εκεί είναι που τον συναντάμε δώδεκα χρόνια μετά, συνταξιούχο πια, να ζει μια ζωή δίχως νόημα και σκοπό. Έχοντας κερδίσει μια δίκη που του έχει αποφέρει πολλά εκατομμύρια σαν αμοιβή, δεν έχει πια ανάγκη τη δουλειά, αλλά και δεν έχει καμία απολύτως όρεξη να δουλεύει κιόλας. Έτσι ξοδεύει το χρόνο του χτίζοντας ένα σπίτι μακριά από την πόλη, περιφερόμενος από το ένα μέρος στο άλλο, έχοντας συζητήσεις με αδιάφορους και μη ανθρώπους, και πάρε δώσε με μερικούς εξαιρετικά εκκεντρικούς χαρακτήρες. Αυτά μέχρι που καταφθάνει στα μέρη του η πριγκίπισσα Σεληνόφως, η οποία με την παρουσία της και μόνο του αναστατώνει την καθημερινότητα. Το μικρό κοριτσάκι που είχε άλλοτε γνωρίσει έχει τώρα μεταμορφωθεί σε μια όμορφη νέα γυναίκα, που ξυπνάει μέσα του τον πόθο. Ο έρωτάς του που παραπαίει ανάμεσα στη μανία και τη διαστροφή, τον κάνει πού και πού να χάνει τα λογικά του, να ενεργεί απερίσκεπτα. Η λύση τελικά στο πρόβλημά του θα δοθεί με τρόπο αρχικά απρόβλεπτο και μετά τραγικό. Ο συγγραφέας μοιάζει να θέλει να μας πει ότι όλη η ζωή του ήρωά του υπήρξε μια παταγώδης αποτυχία. Κι ας υπήρξε ο χρονικογράφος πολλών ζωών.
Συγκρίνοντας αυτό τον τόμο με τους προηγούμενους θα λέγαμε ότι τον βρήκαμε κάπως «βαρετό», μια και σε αρκετά σημεία θυμίζει δοκίμιο. Εδώ ο συγγραφέας μοιάζει να ενδιαφέρεται περισσότερο για τη φιλοσοφία παρά για την πλοκή, γεγονός που αφαιρεί από το κείμενο κάτι από την αναγνωστική απόλαυση. Ωστόσο, υπάρχει η πιθανότητα το τέταρτο βιβλίο να δικαιώσει αυτή του την επιλογή. Θα δείξει.
Thursday, July 21, 2011
Neil Gaiman – Stardust
Αγορά από το Book Depository
Σιγά σιγά αλλά σταθερά άρχισα να καταβροχθίζω όλα τα βιβλία αυτού του εξαιρετικού συγγραφέα φαντασίας. Ο Γκέιμαν είναι ένας παραμυθάς πρώτης γραμμής, που με τα γραπτά του πάντα καταφέρνει να με ταξιδεύει. Η φλυαρία και ο διδακτισμός απουσιάζουν απ’ όσα κείμενά του έχω διαβάσει μέχρι τώρα. Το μόνο που φαίνεται να τον ενδιαφέρει είναι το να πει μια ιστορία και να την πει καλά.
Αυτό είναι και το Stardust, μια καλογραμμένη ιστορία που μας μιλά για τις περιπέτειες του Τρίστραν, γιου του Ντάνσταν. Και οι δυο τους ζουν σ’ ένα απομονωμένο χωριό, που ακούει στο όνομα Τοίχος. Ο Τοίχος είναι ένα μέρος διαφορετικό από τα άλλα αφού μέσα στα… τείχη του δεν υπάρχει καθόλου μαγεία. Οι κάτοικοί του προσπαθούν με νύχια και με δόντια να το κρατήσουν όπως ακριβώς είναι και ουσιαστικά η μοναδική τους επαφή με τον έξω κόσμο είναι μία μεγάλη πανήγυρης, που λαμβάνει χώρα κάθε εννιά χρόνια και στην οποία καταφθάνουν κι από τα πιο μακρινά μέρη πολλοί και διάφοροι: μάγοι, θεραπευτές, έμποροι, τσαρλατάνοι. Στη διάρκεια της γιορτής όλοι χαλαρώνουν κάπως, ξεχνιούνται, γεύονται με όλες τους τις αισθήσεις κάποιες πρωτόγνωρες χαρές.
Ο Τρίστραν, στα δεκαεπτά του χρόνια, είναι ερωτευμένος με την πιο όμορφη κοπέλα του χωριού, τη Βικτώρια και είναι διατεθειμένος να κάνει τα πάντα για να την κατακτήσει, ακόμη και να βγει από τον Τοίχο και να ταξιδέψει μοναχός σ’ άγνωστα μέρη ώστε να βρει και να της χαρίσει ένα δώρο μοναδικό. Τι είναι αυτό; Ένα αστέρι, το οποίο όπως κάθονταν παρέα στη σκοτεινιά, κάποια ρομαντική βραδιά, είδαν να πέφτει από τον ουρανό.
Έχοντας λοιπόν δώσει αυτή την απίστευτη υπόσχεση, ο νεαρός αποχαιρετά τους γονείς του και την αδελφή του Λουΐζα και χαράζει πορεία προς το άγνωστο. Δεν ξέρει ωστόσο ότι δεν είναι ο μοναδικός που ψάχνει το αστέρι. Στο κατόπιν του βρίσκεται και μία μάγισσα, η οποία αισιοδοξεί ότι αυτό -το πρώτο που πέφτει εδώ και διακόσια χρόνια- θα μπορέσει να την κάνει νέα ξανά, καθώς και οι τρεις γιοι ενός άρχοντα, που χάρη σ’ αυτό θα μπορέσουν ν’ αποκτήσουν το βασίλειο του πατέρα τους.
Στη διάρκεια της μακράς και επικίνδυνής του πορείας ο Τρίστραν θα συναντήσει ένα μικρό και παράξενο τριχωτό άντρα, ο οποίος θα τον βοηθήσει να φτάσει στον προορισμό του, όπου προς μεγάλη του έκπληξη θ’ ανακαλύψει ότι το αστέρι στην πραγματικότητα είναι ένα κορίτσι – ένα κορίτσι, που πέφτοντας από τον ουρανό έχει τραυματιστεί και τώρα χρειάζεται τη βοήθειά του. Ο νέος στην αρχή, τυφλωμένος ακόμη από τον έρωτα, δεν της συμπεριφέρεται και τόσο καλά, ενώ κι εκείνη δεν μοιάζει να τον πολυσυμπαθεί αφού δεν της αρέσει η ιδέα του να γίνει δώρο για κάποια κοπέλα. Ωστόσο, οι δυσκολίες που θα συναντήσουν στο δρόμο θα αρχίσουν σιγά σιγά να τους φέρνουν πιο κοντά και προτού περάσει και πολύς καιρός οι προτεραιότητές τους θ’ αρχίσουν να αλλάζουν.
Με τη βοήθεια ενός υπέροχου μονόκερου, μιας νύμφης του δάσους που έχει μεταμορφωθεί σε δέντρο, μιας κακιάς γυναίκας την οποία δωροδοκούν, αλλά και της τύχης, κάποια στιγμή θ’ ανακαλύψουν ότι τίποτα δεν γίνεται εντελώς στην τύχη τελικά και πώς η συνάντησή τους μάλλον σε κάποια αρχαία κιτάπια ήταν γραμμένη. Στο πέρασμα του χρόνου εκείνος θ’ αρχίσει να μεταμορφώνεται από παιδί σε άντρα, κι εκείνη από αστέρι σε πραγματική γυναίκα. Ωστόσο οι εχθροί τους, οι άγνωστοι ακόμη εχθροί, παραμονεύουν σε κάθε γωνία και κάθε άλλο παρά εύκολο θα είναι γι’ αυτούς να επιβιώσουν σ’ ένα κόσμο σκληρό και απρόβλεπτο.
Στη μάχη αυτή ανάμεσα στο καλό και στο κακό ποιος θα είναι τελικά ο νικητής; Αυτή είναι η απορία. Εκείνο όμως που πιότερο έχει σημασία δεν είναι ο προορισμός αλλά το ταξίδι. Κι αυτό το ταξίδι είναι συναρπαστικό.
Αυτό είναι και το Stardust, μια καλογραμμένη ιστορία που μας μιλά για τις περιπέτειες του Τρίστραν, γιου του Ντάνσταν. Και οι δυο τους ζουν σ’ ένα απομονωμένο χωριό, που ακούει στο όνομα Τοίχος. Ο Τοίχος είναι ένα μέρος διαφορετικό από τα άλλα αφού μέσα στα… τείχη του δεν υπάρχει καθόλου μαγεία. Οι κάτοικοί του προσπαθούν με νύχια και με δόντια να το κρατήσουν όπως ακριβώς είναι και ουσιαστικά η μοναδική τους επαφή με τον έξω κόσμο είναι μία μεγάλη πανήγυρης, που λαμβάνει χώρα κάθε εννιά χρόνια και στην οποία καταφθάνουν κι από τα πιο μακρινά μέρη πολλοί και διάφοροι: μάγοι, θεραπευτές, έμποροι, τσαρλατάνοι. Στη διάρκεια της γιορτής όλοι χαλαρώνουν κάπως, ξεχνιούνται, γεύονται με όλες τους τις αισθήσεις κάποιες πρωτόγνωρες χαρές.
Ο Τρίστραν, στα δεκαεπτά του χρόνια, είναι ερωτευμένος με την πιο όμορφη κοπέλα του χωριού, τη Βικτώρια και είναι διατεθειμένος να κάνει τα πάντα για να την κατακτήσει, ακόμη και να βγει από τον Τοίχο και να ταξιδέψει μοναχός σ’ άγνωστα μέρη ώστε να βρει και να της χαρίσει ένα δώρο μοναδικό. Τι είναι αυτό; Ένα αστέρι, το οποίο όπως κάθονταν παρέα στη σκοτεινιά, κάποια ρομαντική βραδιά, είδαν να πέφτει από τον ουρανό.
Έχοντας λοιπόν δώσει αυτή την απίστευτη υπόσχεση, ο νεαρός αποχαιρετά τους γονείς του και την αδελφή του Λουΐζα και χαράζει πορεία προς το άγνωστο. Δεν ξέρει ωστόσο ότι δεν είναι ο μοναδικός που ψάχνει το αστέρι. Στο κατόπιν του βρίσκεται και μία μάγισσα, η οποία αισιοδοξεί ότι αυτό -το πρώτο που πέφτει εδώ και διακόσια χρόνια- θα μπορέσει να την κάνει νέα ξανά, καθώς και οι τρεις γιοι ενός άρχοντα, που χάρη σ’ αυτό θα μπορέσουν ν’ αποκτήσουν το βασίλειο του πατέρα τους.
Στη διάρκεια της μακράς και επικίνδυνής του πορείας ο Τρίστραν θα συναντήσει ένα μικρό και παράξενο τριχωτό άντρα, ο οποίος θα τον βοηθήσει να φτάσει στον προορισμό του, όπου προς μεγάλη του έκπληξη θ’ ανακαλύψει ότι το αστέρι στην πραγματικότητα είναι ένα κορίτσι – ένα κορίτσι, που πέφτοντας από τον ουρανό έχει τραυματιστεί και τώρα χρειάζεται τη βοήθειά του. Ο νέος στην αρχή, τυφλωμένος ακόμη από τον έρωτα, δεν της συμπεριφέρεται και τόσο καλά, ενώ κι εκείνη δεν μοιάζει να τον πολυσυμπαθεί αφού δεν της αρέσει η ιδέα του να γίνει δώρο για κάποια κοπέλα. Ωστόσο, οι δυσκολίες που θα συναντήσουν στο δρόμο θα αρχίσουν σιγά σιγά να τους φέρνουν πιο κοντά και προτού περάσει και πολύς καιρός οι προτεραιότητές τους θ’ αρχίσουν να αλλάζουν.
Με τη βοήθεια ενός υπέροχου μονόκερου, μιας νύμφης του δάσους που έχει μεταμορφωθεί σε δέντρο, μιας κακιάς γυναίκας την οποία δωροδοκούν, αλλά και της τύχης, κάποια στιγμή θ’ ανακαλύψουν ότι τίποτα δεν γίνεται εντελώς στην τύχη τελικά και πώς η συνάντησή τους μάλλον σε κάποια αρχαία κιτάπια ήταν γραμμένη. Στο πέρασμα του χρόνου εκείνος θ’ αρχίσει να μεταμορφώνεται από παιδί σε άντρα, κι εκείνη από αστέρι σε πραγματική γυναίκα. Ωστόσο οι εχθροί τους, οι άγνωστοι ακόμη εχθροί, παραμονεύουν σε κάθε γωνία και κάθε άλλο παρά εύκολο θα είναι γι’ αυτούς να επιβιώσουν σ’ ένα κόσμο σκληρό και απρόβλεπτο.
Στη μάχη αυτή ανάμεσα στο καλό και στο κακό ποιος θα είναι τελικά ο νικητής; Αυτή είναι η απορία. Εκείνο όμως που πιότερο έχει σημασία δεν είναι ο προορισμός αλλά το ταξίδι. Κι αυτό το ταξίδι είναι συναρπαστικό.
Wednesday, July 20, 2011
Javier Marías – Πυρετός και λόγχη
Αυτό είναι ένα από εκείνα τα μυθιστορήματα που διαβάζει κανείς απλά και μόνο για να απολαύσει την περιπέτεια της γραφής. Ο Μαρίας, ένας πραγματικός δεξιοτέχνης, επιδίδεται εδώ σε κατά συρροή συγγραφικούς πειραματισμούς που δεν έχουν τόσο πολύ σκοπό το να εντυπωσιάσουν, όσο το να αναδείξουν την ομορφιά της γλώσσας.
Η δράση εδώ είναι λιγοστή, η πλοκή υποτυπώδης, ωστόσο η αφήγηση ρέει αβίαστα, χωρίς να κοντοστέκεται κάπου, και μας παρασύρει αβίαστα στους δικούς της ρυθμούς. Ρυθμούς νωχελικούς, αλλά ωφέλιμους. Όπως διαβάζουμε στην πρώτη κιόλας σελίδα: «Το να αφηγείσαι είναι σχεδόν πάντα δώρο, ακόμα κι όταν περιέχει και σταλάζει δηλητήριο η αφήγηση, είναι επίσης δεσμός και δόσιμο εμπιστοσύνης, και είναι σπάνια η εμπιστοσύνη που αργά ή γρήγορα δεν θα προδοθεί…»
Αυτή είναι η ιστορία του Ζακ Ντεθά, ενός πρόσφατα χωρισμένου άντρα, που έχει εγκατασταθεί στο Λονδίνο και εργάζεται στο BBC. Ευρισκόμενος πια εκεί έρχεται ξανά σε επαφή με κάποιους παλιούς φίλους από την Οξφόρδη και αναπτύσσει μια στενή φιλική σχέση με τον Πίτερ Γουίλερ, πρώην καθηγητή του, που κρύβει πολλά μυστικά. Αυτός με τη σειρά του τον συστήνει στον Μπέρτραμ Τούπρα, ένα μυστηριώδη χαρακτήρα, που προτού περάσει και πολύς καιρός, του προτείνει να δουλέψει μαζί του. Ο Ντεθά έχει την ικανότητα να διαβάζει καλύτερα απ’ τον καθένα την αλήθεια και το ψέμα στα πρόσωπα και στη γλώσσα των σωμάτων, κάτι που είναι ιδιαίτερα σημαντικό στον υπόγειο κόσμο των μυστικών υπηρεσιών, κι ο Τούπρα, που διευθύνει μια υπηρεσία δίχως όνομα, θεωρεί ότι ο αυτός είναι ο άνθρωπος που χρειάζεται.
Ωστόσο η περισσότερη δράση δεν διαδραματίζεται σε σκοτεινά δωμάτια παρακολουθήσεων ή μάλλον σε γραφεία ανακρίσεων, αλλά στο μεγάλο σπίτι του καθηγητή Γουίλερ. Εκεί ο Ντεθά και ο οικοδεσπότης του κάθονται και περπατούν, τρώνε, πίνουν και συζητούν, θυμούνται τα παλιά και θυμοσοφούν. Οι διάλογοί τους κάθε άλλο παρά σύντομοι είναι. Κάθε φορά που ο ένας από τους δύο ανοίγει το στόμα του μοιάζει να μονολογεί – μερικές φορές για αρκετές σελίδες. Μιλάνε για τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο, για τις μυστικές υπηρεσίες, για την πολιτική και τη λογοτεχνία. Δίνει ο ένας στον άλλο τα φώτα του, κι ας μοιάζει ο καθηγητής να τα έχει πού και πού χαμένα.
Ο Μαρίας μοιάζει να ενδιαφέρεται περισσότερο για τον τρόπο που θα πει την ιστορία του από την ιστορία την ίδια. Και οι αφορισμοί διαδέχονται ο ένας τον άλλο: «Είναι μια κατάρα το παρόν, δεν μας αφήνει να δούμε ούτε να εκτιμήσουμε τίποτα σχεδόν», «Ο καθένας αφηγείται την ιστορία του και κανένας δεν γίνεται πιστευτός…», «Η εποχή μας έχει κάνει τους ανθρώπους μικρολόγους, σχολαστικούς, στ’ αλήθεια σεμνότυφους», «Ετούτη η εποχή είναι ταγμένη στην ανοησία, στο πασιφανές και στο περιττό», «Τα πράγματα πρέπει να τα σκέφτεται κανείς στην ώρα τους, ή να τα προλαβαίνει», «Κανείς δεν θέλει να μετατραπεί στον ίδιο του τον πόνο και τον πυρετό του», «Μία και μόνη στιγμή περικλείει το σπέρμα πολλών μελλούμενων χρόνων και σχεδόν ολόκληρης της ιστορίας μας», «Τα πράγματα δεν υπάρχουν ώσπου κάποιος να τους δώσει όνομα».
Αυτό το βιβλίο αποτελεί τον πρώτο τόμο από την τριλογία «Το πρόσωπό σου αύριο» και πρέπει να διαβαστεί σιγά-σιγά, με όσο πιο αργούς ρυθμούς γίνεται, ώστε ο αναγνώστης να απολαύσει όσο περισσότερο μπορεί τα δώρα του, αφού, όπως είπαμε και πιο πάνω, εδώ η γραφή είναι το ταξίδι. Και είναι ένα ταξίδι θαυμαστό!
Η δράση εδώ είναι λιγοστή, η πλοκή υποτυπώδης, ωστόσο η αφήγηση ρέει αβίαστα, χωρίς να κοντοστέκεται κάπου, και μας παρασύρει αβίαστα στους δικούς της ρυθμούς. Ρυθμούς νωχελικούς, αλλά ωφέλιμους. Όπως διαβάζουμε στην πρώτη κιόλας σελίδα: «Το να αφηγείσαι είναι σχεδόν πάντα δώρο, ακόμα κι όταν περιέχει και σταλάζει δηλητήριο η αφήγηση, είναι επίσης δεσμός και δόσιμο εμπιστοσύνης, και είναι σπάνια η εμπιστοσύνη που αργά ή γρήγορα δεν θα προδοθεί…»
Αυτή είναι η ιστορία του Ζακ Ντεθά, ενός πρόσφατα χωρισμένου άντρα, που έχει εγκατασταθεί στο Λονδίνο και εργάζεται στο BBC. Ευρισκόμενος πια εκεί έρχεται ξανά σε επαφή με κάποιους παλιούς φίλους από την Οξφόρδη και αναπτύσσει μια στενή φιλική σχέση με τον Πίτερ Γουίλερ, πρώην καθηγητή του, που κρύβει πολλά μυστικά. Αυτός με τη σειρά του τον συστήνει στον Μπέρτραμ Τούπρα, ένα μυστηριώδη χαρακτήρα, που προτού περάσει και πολύς καιρός, του προτείνει να δουλέψει μαζί του. Ο Ντεθά έχει την ικανότητα να διαβάζει καλύτερα απ’ τον καθένα την αλήθεια και το ψέμα στα πρόσωπα και στη γλώσσα των σωμάτων, κάτι που είναι ιδιαίτερα σημαντικό στον υπόγειο κόσμο των μυστικών υπηρεσιών, κι ο Τούπρα, που διευθύνει μια υπηρεσία δίχως όνομα, θεωρεί ότι ο αυτός είναι ο άνθρωπος που χρειάζεται.
Ωστόσο η περισσότερη δράση δεν διαδραματίζεται σε σκοτεινά δωμάτια παρακολουθήσεων ή μάλλον σε γραφεία ανακρίσεων, αλλά στο μεγάλο σπίτι του καθηγητή Γουίλερ. Εκεί ο Ντεθά και ο οικοδεσπότης του κάθονται και περπατούν, τρώνε, πίνουν και συζητούν, θυμούνται τα παλιά και θυμοσοφούν. Οι διάλογοί τους κάθε άλλο παρά σύντομοι είναι. Κάθε φορά που ο ένας από τους δύο ανοίγει το στόμα του μοιάζει να μονολογεί – μερικές φορές για αρκετές σελίδες. Μιλάνε για τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο, για τις μυστικές υπηρεσίες, για την πολιτική και τη λογοτεχνία. Δίνει ο ένας στον άλλο τα φώτα του, κι ας μοιάζει ο καθηγητής να τα έχει πού και πού χαμένα.
Ο Μαρίας μοιάζει να ενδιαφέρεται περισσότερο για τον τρόπο που θα πει την ιστορία του από την ιστορία την ίδια. Και οι αφορισμοί διαδέχονται ο ένας τον άλλο: «Είναι μια κατάρα το παρόν, δεν μας αφήνει να δούμε ούτε να εκτιμήσουμε τίποτα σχεδόν», «Ο καθένας αφηγείται την ιστορία του και κανένας δεν γίνεται πιστευτός…», «Η εποχή μας έχει κάνει τους ανθρώπους μικρολόγους, σχολαστικούς, στ’ αλήθεια σεμνότυφους», «Ετούτη η εποχή είναι ταγμένη στην ανοησία, στο πασιφανές και στο περιττό», «Τα πράγματα πρέπει να τα σκέφτεται κανείς στην ώρα τους, ή να τα προλαβαίνει», «Κανείς δεν θέλει να μετατραπεί στον ίδιο του τον πόνο και τον πυρετό του», «Μία και μόνη στιγμή περικλείει το σπέρμα πολλών μελλούμενων χρόνων και σχεδόν ολόκληρης της ιστορίας μας», «Τα πράγματα δεν υπάρχουν ώσπου κάποιος να τους δώσει όνομα».
Αυτό το βιβλίο αποτελεί τον πρώτο τόμο από την τριλογία «Το πρόσωπό σου αύριο» και πρέπει να διαβαστεί σιγά-σιγά, με όσο πιο αργούς ρυθμούς γίνεται, ώστε ο αναγνώστης να απολαύσει όσο περισσότερο μπορεί τα δώρα του, αφού, όπως είπαμε και πιο πάνω, εδώ η γραφή είναι το ταξίδι. Και είναι ένα ταξίδι θαυμαστό!
Tuesday, July 19, 2011
Mario Vargas Llosa – Who Killed Palomino Molero?
Αγορά από το Book Depository
Με τα σκοτάδια που κρύβουν μέσα τους οι ψυχές των ανθρώπων καταπιάνεται αυτό το μυθιστόρημα του νομπελίστα συγγραφέα.
Τα γεγονότα της υπόθεσης διαδραματίζονται στο αγροτικό Περού, σε μια περιοχή όπου υπάρχει έντονο το στοιχείο των διακρίσεων, αφού οι κάτοικοι χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: στους λευκούς και προνομιούχους και στους μελαψούς και φτωχούς.
Όλα αρχίζουν όταν ένας νεαρός βοσκός ανακαλύπτει στην Ταλάρα το διαμελισμένο πτώμα του Παλομίνο Μολέρο, του μικρότερου γιου μιας χήρας, που έχασε τα υπόλοιπα παιδιά της στον πόλεμο. Ο Παλομίνο, που κατάγεται όπως μαθαίνουμε από ένα γειτονικό χωριό, δεν είχε καμία απολύτως υποχρέωση να καταταγεί στο στρατό, αλλά το έκανε για να βρίσκεται κοντά σε μια όμορφη και μυστηριώδη γυναίκα. Ποια ήταν αυτή και πώς τα κατάφερε να τον παρασύρει μέχρι εκεί; Και ποιοι τον σκότωσαν και γιατί;
Την υπόθεση αναλαμβάνουν να διαλευκάνουν ο αστυνομικός Λιτούμα και ο υπολοχαγός Σίλβα. Ο πρώτος δεν διακρίνεται και τόσο για την ευφυΐα του, αλλά ο δεύτερος είναι ένας πανέξυπνος άντρας, που όσο κι αν χτυπά σε πόρτες που δεν ανοίγουν ποτέ, είναι αποφασισμένος να φτάσει στην άκρη του νήματος και να αναγκάσει τους υπεύθυνους για τη δολοφονία να λογοδοτήσουν. Και οι δύο γνώριζαν λιγότερο ή περισσότερο το θύμα, και σύντομα πείθονται ότι πίσω από το έγκλημα κρύβονται κάποια υψηλά ιστάμενα πρόσωπα, μια και ο Παλομίνο μόνο φίλους είχε ανάμεσα στους απλούς ανθρώπους. Οι περισσότεροι θα λέγαμε ότι τον αγαπούσαν κιόλας, αφού ήταν ευχάριστος τύπος, ένας δεξιοτέχνης της κιθάρας και καλός τραγουδιστής, που συνήθιζε να κάνει καντάδες στα κορίτσια, αλλά και να χαρίζει εκπληκτικές εκτελέσεις μπολερό στο κοινό σε διάφορες εκδηλώσεις.
Ο Λιτούμα και ο Σίλβα πηγαινοέρχονται από το ένα μέρος στο άλλο, γνωρίζουν κόσμο, κάνουν ατελείωτες ερωτήσεις και παίρνουν μισές απαντήσεις, και σιγά σιγά αρχίζουν να βγάζουν κάποια συμπεράσματα, να κλέβουν σχεδόν απ’ αυτούς που ανακρίνουν ψηφίδες αλήθειας. Με την υπομονή και την επιμονή τους θα φτάσουν τελικά στο τέλος της διαδρομής θριαμβευτές, αλλά και νικημένοι την ίδια ώρα, αφού ειδικά για έναν απ’ αυτούς η μοίρα θα επιφυλάξει ένα παράξενο παιχνίδι.
Ο Λιόσα, με αφορμή μια απλή -αλλά όχι και τόσο συνηθισμένη λόγω της υπερβολικής βίας που χρησιμοποιήθηκε- δολοφονία, καταφέρνει να μας ανοίξει την πόρτα σε μια μικρή κοινωνία όπου τα κυρίαρχα στοιχεία είναι ο φόβος και η υποκρισία, αλλά και να μας μιλήσει για τα όρια: για τα όρια που υπάρχουν ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς, ανάμεσα στις φυλές, ανάμεσα σ’ αυτούς που κατέχουν την εξουσία και τους αιώνιους υποτακτικούς τους.
Παρά το σοβαρό του θέμα το βιβλίο αυτό διαβάζεται ευχάριστα και πού και πού βγάζει και αρκετό γέλιο, ειδικά όταν αναφέρεται στον απελπισμένο έρωτα του Σίλβα για την πληθωρική Δόνα Αντριάνα. Η τελευταία είναι μια από εκείνες τις γυναίκες που ξέρουν πώς να παίζουν στα δάχτυλά τους τούς άντρες, που τα πάχη τους είναι τα κάλλη τους και οι οποίες αναδίδουν ένα νοσηρό σχεδόν ερωτισμό. Ο έρωτας του Σίλβα γι’ αυτήν θα αποδειχτεί καταλυτικός, όχι για τη διαλεύκανση του εγκλήματος, αλλά για ένα οδυνηρό ξεγύμνωμα των ψυχών.
Τα γεγονότα της υπόθεσης διαδραματίζονται στο αγροτικό Περού, σε μια περιοχή όπου υπάρχει έντονο το στοιχείο των διακρίσεων, αφού οι κάτοικοι χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: στους λευκούς και προνομιούχους και στους μελαψούς και φτωχούς.
Όλα αρχίζουν όταν ένας νεαρός βοσκός ανακαλύπτει στην Ταλάρα το διαμελισμένο πτώμα του Παλομίνο Μολέρο, του μικρότερου γιου μιας χήρας, που έχασε τα υπόλοιπα παιδιά της στον πόλεμο. Ο Παλομίνο, που κατάγεται όπως μαθαίνουμε από ένα γειτονικό χωριό, δεν είχε καμία απολύτως υποχρέωση να καταταγεί στο στρατό, αλλά το έκανε για να βρίσκεται κοντά σε μια όμορφη και μυστηριώδη γυναίκα. Ποια ήταν αυτή και πώς τα κατάφερε να τον παρασύρει μέχρι εκεί; Και ποιοι τον σκότωσαν και γιατί;
Την υπόθεση αναλαμβάνουν να διαλευκάνουν ο αστυνομικός Λιτούμα και ο υπολοχαγός Σίλβα. Ο πρώτος δεν διακρίνεται και τόσο για την ευφυΐα του, αλλά ο δεύτερος είναι ένας πανέξυπνος άντρας, που όσο κι αν χτυπά σε πόρτες που δεν ανοίγουν ποτέ, είναι αποφασισμένος να φτάσει στην άκρη του νήματος και να αναγκάσει τους υπεύθυνους για τη δολοφονία να λογοδοτήσουν. Και οι δύο γνώριζαν λιγότερο ή περισσότερο το θύμα, και σύντομα πείθονται ότι πίσω από το έγκλημα κρύβονται κάποια υψηλά ιστάμενα πρόσωπα, μια και ο Παλομίνο μόνο φίλους είχε ανάμεσα στους απλούς ανθρώπους. Οι περισσότεροι θα λέγαμε ότι τον αγαπούσαν κιόλας, αφού ήταν ευχάριστος τύπος, ένας δεξιοτέχνης της κιθάρας και καλός τραγουδιστής, που συνήθιζε να κάνει καντάδες στα κορίτσια, αλλά και να χαρίζει εκπληκτικές εκτελέσεις μπολερό στο κοινό σε διάφορες εκδηλώσεις.
Ο Λιτούμα και ο Σίλβα πηγαινοέρχονται από το ένα μέρος στο άλλο, γνωρίζουν κόσμο, κάνουν ατελείωτες ερωτήσεις και παίρνουν μισές απαντήσεις, και σιγά σιγά αρχίζουν να βγάζουν κάποια συμπεράσματα, να κλέβουν σχεδόν απ’ αυτούς που ανακρίνουν ψηφίδες αλήθειας. Με την υπομονή και την επιμονή τους θα φτάσουν τελικά στο τέλος της διαδρομής θριαμβευτές, αλλά και νικημένοι την ίδια ώρα, αφού ειδικά για έναν απ’ αυτούς η μοίρα θα επιφυλάξει ένα παράξενο παιχνίδι.
Ο Λιόσα, με αφορμή μια απλή -αλλά όχι και τόσο συνηθισμένη λόγω της υπερβολικής βίας που χρησιμοποιήθηκε- δολοφονία, καταφέρνει να μας ανοίξει την πόρτα σε μια μικρή κοινωνία όπου τα κυρίαρχα στοιχεία είναι ο φόβος και η υποκρισία, αλλά και να μας μιλήσει για τα όρια: για τα όρια που υπάρχουν ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς, ανάμεσα στις φυλές, ανάμεσα σ’ αυτούς που κατέχουν την εξουσία και τους αιώνιους υποτακτικούς τους.
Παρά το σοβαρό του θέμα το βιβλίο αυτό διαβάζεται ευχάριστα και πού και πού βγάζει και αρκετό γέλιο, ειδικά όταν αναφέρεται στον απελπισμένο έρωτα του Σίλβα για την πληθωρική Δόνα Αντριάνα. Η τελευταία είναι μια από εκείνες τις γυναίκες που ξέρουν πώς να παίζουν στα δάχτυλά τους τούς άντρες, που τα πάχη τους είναι τα κάλλη τους και οι οποίες αναδίδουν ένα νοσηρό σχεδόν ερωτισμό. Ο έρωτας του Σίλβα γι’ αυτήν θα αποδειχτεί καταλυτικός, όχι για τη διαλεύκανση του εγκλήματος, αλλά για ένα οδυνηρό ξεγύμνωμα των ψυχών.
Monday, July 18, 2011
Esther Freud – hideous kinky
Αγορά από το Book Depository
Αυτό είναι ένα από εκείνα τα βιβλία που αναδίδουν νοσταλγία. Ίσως κάποιοι από εσάς να έχουν δει την ταινία με την Κέιτ Ουίνσλετ και να γνωρίζουν ήδη περί τίνος πρόκειται, αλλά και να μην το έχετε κάνει σίγουρα αξίζει τον κόπο να διαβάσετε αυτό το βιβλίο.
Το hideous kinky είναι η ιστορία μιας γυναίκας από την Αγγλία, της Τζούλια και των δύο κόρων της: της εφτάχρονης Μπέα και της πεντάχρονης Λούσι. Η πρώτη δεν αντέχει τη συμβατική ζωή στην Αγγλία κι έτσι, σε μια προσπάθεια να «βρει τον εαυτό της» αποφασίζει να ταξιδέψει μ’ ένα βαν στο Μαρακές του Μαρόκου, παίρνοντας τα κορίτσια μαζί της. Οδηγός τους είναι ο Τζον, ενώ μαζί τους είναι και η Μαρέττα, η μάλλον σοβαρά άρρωστη πρώην γυναίκα του πρώτου, που κάθεται όλη την ώρα αμίλητη. Οι μόνες λέξεις που βγαίνουν από τα χείλη της στη διάρκεια της διαδρομής είναι οι: hideous και kinky, τις οποίες χρησιμοποιούν συνεχώς στα διάφορα παιχνίδια τους τα κορίτσια.
Η διαδρομή τους είναι δύσκολη αλλά λίγο πολύ διασκεδαστική, ωστόσο με το που φτάνουν εκεί το βαν τους χαλά, ενώ και η Μαρέττα, που αρνείται πια ακόμη και το φαγητό πάει από το κακό στο χειρότερο. Έτσι, τόσο αυτή τόσο και ο Τζον αναχωρούν εσπευσμένα για την Αγγλία, με αποτέλεσμα η μάνα κι οι κόρες να παραμείνουν μόνες, σε μια άγνωστη πόλη. Αυτό ωστόσο δεν τις πτοεί. Αντίθετα τους δίνει την ευκαιρία να εξερευνήσουν και ν’ ανακαλύψουν ένα θαυμαστό καινούριο κόσμο, μακριά από τις όποιες επιρροές από το παρελθόν. Ένα παρελθόν ωστόσο το οποίο πού και πού λείπει στα κορίτσια.
Η κάθε μέρα της νέας ζωής προσφέρει στις τρεις τους νέες συγκινήσεις, καινούριες αποκαλύψεις. Τα κορίτσια συνηθίζουν σιγά σιγά τους νωχελικούς ρυθμούς του παράξενου εκείνου τόπου, γνωρίζουν κόσμο, κάνουν φίλους, ενώ βρίσκουν ακόμη και άντρα για τη μάνα τους. Ο Μπιλάλ είναι ένας ακροβάτης και μικροαπατεώνας, που για μια εποχή παίρνει τη θέση του πατέρα στο ιδιόρρυθμο σπιτικό τους. Η έλλειψη χρημάτων ωστόσο και η αστάθεια, που μοιάζει να αποτελεί κανόνα στη ζωή τους, δεν τους επιτρέπει να μείνουν για πάντα μαζί. Έτσι πότε αυτός φεύγει για να βρει δουλειά σε κάποια άλλη πόλη, πότε εκείνες μετακομίζουν από το ένα μέρος στο άλλο ή και, ακόμη χειρότερα, όταν η μητέρα τους αποφασίζει να αφοσιωθεί στο σουφισμό, χάνονται από προσώπου γης.
Τα κορίτσια ζουν την κάθε μέρα σαν μια περιπέτεια, ενώ η μάνα -που πολλές φορές μοιάζει ν’ αδιαφορεί εγκληματικά για τις ανάγκες τους- σαν ένα ταξίδι αναζήτησης. Οι καταστάσεις οι οποίες περιγράφονται είναι κάποτε εύθυμες, μα πού και πού τραγικές επίσης. Η αφηγήτρια, η μικρή Λούσι, μοιάζει να προσπαθεί με όλες τις δυνάμεις της να καταλάβει τι σκέφτονται οι άλλοι και γιατί κάνουν αυτά που κάνουν – ειδικά η μάνα της. Μιλά με άμεσο, αλλά όχι και πολύ παιδικό τρόπο για τις εμπειρίες μιας ζωής, για όλ’ αυτά που κέρδισε και για τα πολλά που έχασε, και μοιάζει να κρίνει χωρίς να επικρίνει την τελευταία.
Ένα καλογραμμένο βιβλίο, που μάς ταξιδεύει όμορφα στον κόσμο του χθες και στις φευγάτες ψυχές του χθες και του σήμερα. Σαν νοσταλγική μπαλάντα.
Το hideous kinky είναι η ιστορία μιας γυναίκας από την Αγγλία, της Τζούλια και των δύο κόρων της: της εφτάχρονης Μπέα και της πεντάχρονης Λούσι. Η πρώτη δεν αντέχει τη συμβατική ζωή στην Αγγλία κι έτσι, σε μια προσπάθεια να «βρει τον εαυτό της» αποφασίζει να ταξιδέψει μ’ ένα βαν στο Μαρακές του Μαρόκου, παίρνοντας τα κορίτσια μαζί της. Οδηγός τους είναι ο Τζον, ενώ μαζί τους είναι και η Μαρέττα, η μάλλον σοβαρά άρρωστη πρώην γυναίκα του πρώτου, που κάθεται όλη την ώρα αμίλητη. Οι μόνες λέξεις που βγαίνουν από τα χείλη της στη διάρκεια της διαδρομής είναι οι: hideous και kinky, τις οποίες χρησιμοποιούν συνεχώς στα διάφορα παιχνίδια τους τα κορίτσια.
Η διαδρομή τους είναι δύσκολη αλλά λίγο πολύ διασκεδαστική, ωστόσο με το που φτάνουν εκεί το βαν τους χαλά, ενώ και η Μαρέττα, που αρνείται πια ακόμη και το φαγητό πάει από το κακό στο χειρότερο. Έτσι, τόσο αυτή τόσο και ο Τζον αναχωρούν εσπευσμένα για την Αγγλία, με αποτέλεσμα η μάνα κι οι κόρες να παραμείνουν μόνες, σε μια άγνωστη πόλη. Αυτό ωστόσο δεν τις πτοεί. Αντίθετα τους δίνει την ευκαιρία να εξερευνήσουν και ν’ ανακαλύψουν ένα θαυμαστό καινούριο κόσμο, μακριά από τις όποιες επιρροές από το παρελθόν. Ένα παρελθόν ωστόσο το οποίο πού και πού λείπει στα κορίτσια.
Η κάθε μέρα της νέας ζωής προσφέρει στις τρεις τους νέες συγκινήσεις, καινούριες αποκαλύψεις. Τα κορίτσια συνηθίζουν σιγά σιγά τους νωχελικούς ρυθμούς του παράξενου εκείνου τόπου, γνωρίζουν κόσμο, κάνουν φίλους, ενώ βρίσκουν ακόμη και άντρα για τη μάνα τους. Ο Μπιλάλ είναι ένας ακροβάτης και μικροαπατεώνας, που για μια εποχή παίρνει τη θέση του πατέρα στο ιδιόρρυθμο σπιτικό τους. Η έλλειψη χρημάτων ωστόσο και η αστάθεια, που μοιάζει να αποτελεί κανόνα στη ζωή τους, δεν τους επιτρέπει να μείνουν για πάντα μαζί. Έτσι πότε αυτός φεύγει για να βρει δουλειά σε κάποια άλλη πόλη, πότε εκείνες μετακομίζουν από το ένα μέρος στο άλλο ή και, ακόμη χειρότερα, όταν η μητέρα τους αποφασίζει να αφοσιωθεί στο σουφισμό, χάνονται από προσώπου γης.
Τα κορίτσια ζουν την κάθε μέρα σαν μια περιπέτεια, ενώ η μάνα -που πολλές φορές μοιάζει ν’ αδιαφορεί εγκληματικά για τις ανάγκες τους- σαν ένα ταξίδι αναζήτησης. Οι καταστάσεις οι οποίες περιγράφονται είναι κάποτε εύθυμες, μα πού και πού τραγικές επίσης. Η αφηγήτρια, η μικρή Λούσι, μοιάζει να προσπαθεί με όλες τις δυνάμεις της να καταλάβει τι σκέφτονται οι άλλοι και γιατί κάνουν αυτά που κάνουν – ειδικά η μάνα της. Μιλά με άμεσο, αλλά όχι και πολύ παιδικό τρόπο για τις εμπειρίες μιας ζωής, για όλ’ αυτά που κέρδισε και για τα πολλά που έχασε, και μοιάζει να κρίνει χωρίς να επικρίνει την τελευταία.
Ένα καλογραμμένο βιβλίο, που μάς ταξιδεύει όμορφα στον κόσμο του χθες και στις φευγάτες ψυχές του χθες και του σήμερα. Σαν νοσταλγική μπαλάντα.
Saturday, July 16, 2011
Yoko Ogawa – The Housekeeper and the Professor
Αγορά από το Book Depository
Αυτή είναι η ιστορία ενός καθηγητή, της οικονόμου του και του Ρίζα, του γιου της. Αυτό δεν ήταν το πραγματικό όνομα του μικρού αλλά ο καθηγητής τον αποκαλούσε έτσι, επειδή το κεφάλι του θύμιζε το σύμβολο της τετραγωνικής ρίζας.
Ο καθηγητής ήταν ένας πολύ άτυχος άνθρωπος. Στα νιάτα του υπήρξε διάνοια στα μαθηματικά, κι αν η τύχη του το επέτρεπε θα μπορούσε να γίνει πολύ επιτυχημένος, αλλά και ευτυχισμένος. Ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα ωστόσο, το 1975, ήταν αρκετό για να φέρει τα πάνω κάτω στη ζωή του. Αν και δεν επηρέασε τις πνευματικές του ικανότητες, επέδρασε καθοριστικά στη μνήμη του. Θα λέγαμε ότι ουσιαστικά από εκείνη τη μέρα έπαψε να ζει, αφού δεν θυμόταν τίποτα πια. Οι αναμνήσεις που διατηρεί είναι είτε από το μακρινό παρελθόν ή από τα τελευταία ογδόντα λεπτά που έζησε. Βγάζει την κάθε μέρα περιφέροντας παντού και συνεχώς σημειώσεις, τις οποίες καρφιτσώνει στο κουστούμι του. Αυτές είναι που του λένε τι να κάνει κάθε μέρα, του θυμίζουν ποιοι είναι οι λίγοι άνθρωποι που συναντά, καθορίζουν τις επαναλήψεις του.
Τα πράγματα ωστόσο αλλάζουν λίγο προς το καλύτερο όταν καταφθάνει στο σπίτι του, η νέα οικονόμος, η δέκατη που προσλαμβάνει η κουνιάδα του, που μένει μόνη σ’ ένα σπίτι ακριβώς απέναντι από το δικό του. Η γυναίκα συναντά στο πρόσωπο του καθηγητή έναν δυστυχή αλλά όχι και δυστυχισμένο άνθρωπο, συνηθίζει σιγά σιγά τις διάφορες ιδιοτροπίες του και αρχίζει να τον συμπαθεί όλο και πιο πολύ – ειδικά μετά τη συνάντησή του με τον γιο της. Ο μικρός, για κάποιον λόγο δένεται πολύ με τον παράξενο εκείνο άντρα και κάθεται και ξοδεύει πολλές ώρες μαζί του. Μαθαίνει πράγματα από αυτόν, αλλά προσπαθεί κιόλας να τον καταλάβει. Ίσως να τον θεωρεί, κατά κάποιο τρόπο, ένα υποκατάστατο του πατέρα που δεν γνώρισε ποτέ.
Παρακολουθούμε πώς εξελίσσονται οι κοινές ζωές των τριών αυτών φαινομενικά αταίριαστων ανθρώπων, μέσα από ένα κείμενο στρωτό με λίγες κορυφώσεις, που μοιάζει να διυλίζει τις ψυχές με μαθηματική ακρίβεια. Η συγγραφέας φτιάχνοντας το ψυχογράφημα του καθηγητή μάς χαρίζει ένα χαρακτήρα ξεχωριστό: κάποιον που είχε τους αριθμούς σαν το μοναδικό του μέσο επαφής με τον έξω κόσμο, που υποστήριζε ότι δεν είναι ντροπή να παραδέχεσαι ότι δεν ξέρεις κάτι, στον οποίο άρεσαν οι σωστοί λάθος υπολογισμοί, που ήταν ερωτευμένος με τους πρωτεύοντες αριθμούς και του οποίου το κορμί καταβρόχθισε ο δαίμονας των μαθηματικών. Η γυναίκα κουβαλά κι αυτή το δικό της σταυρό, τα βάρη από το παρελθόν, ενώ κι ο μικρός μοιάζει να βαδίζει χωρίς ελπίδα στη ζωή και κανένα όνειρο, μέχρι που γνωρίζει τον καθηγητή και μαθαίνει ότι μοιράζονται ένα πάθος: την αγάπη για το Μπέιζμπολ. Οι αριθμοί και το παιχνίδι είναι που θα τους φέρουν πιο κοντά, που θα αναγκάσουν βήμα το βήμα τον απομονωμένο άντρα να βγει από το καβούκι του και να μπορέσει να ζήσει λίγο πιο ανθρώπινα, σ’ επαφή με την απτή, αλλά πολύ μικρής διάρκειας για κείνον, πραγματικότητα.
Μια ιστορία ανθρώπινη, κι ένα κείμενο τρυφερό, πού και πού νοσταλγικό. Κι ένας ύμνος για τους αριθμούς και τα πολλά μυστήριά τους. Αξιόλογο βιβλίο.
Ο καθηγητής ήταν ένας πολύ άτυχος άνθρωπος. Στα νιάτα του υπήρξε διάνοια στα μαθηματικά, κι αν η τύχη του το επέτρεπε θα μπορούσε να γίνει πολύ επιτυχημένος, αλλά και ευτυχισμένος. Ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα ωστόσο, το 1975, ήταν αρκετό για να φέρει τα πάνω κάτω στη ζωή του. Αν και δεν επηρέασε τις πνευματικές του ικανότητες, επέδρασε καθοριστικά στη μνήμη του. Θα λέγαμε ότι ουσιαστικά από εκείνη τη μέρα έπαψε να ζει, αφού δεν θυμόταν τίποτα πια. Οι αναμνήσεις που διατηρεί είναι είτε από το μακρινό παρελθόν ή από τα τελευταία ογδόντα λεπτά που έζησε. Βγάζει την κάθε μέρα περιφέροντας παντού και συνεχώς σημειώσεις, τις οποίες καρφιτσώνει στο κουστούμι του. Αυτές είναι που του λένε τι να κάνει κάθε μέρα, του θυμίζουν ποιοι είναι οι λίγοι άνθρωποι που συναντά, καθορίζουν τις επαναλήψεις του.
Τα πράγματα ωστόσο αλλάζουν λίγο προς το καλύτερο όταν καταφθάνει στο σπίτι του, η νέα οικονόμος, η δέκατη που προσλαμβάνει η κουνιάδα του, που μένει μόνη σ’ ένα σπίτι ακριβώς απέναντι από το δικό του. Η γυναίκα συναντά στο πρόσωπο του καθηγητή έναν δυστυχή αλλά όχι και δυστυχισμένο άνθρωπο, συνηθίζει σιγά σιγά τις διάφορες ιδιοτροπίες του και αρχίζει να τον συμπαθεί όλο και πιο πολύ – ειδικά μετά τη συνάντησή του με τον γιο της. Ο μικρός, για κάποιον λόγο δένεται πολύ με τον παράξενο εκείνο άντρα και κάθεται και ξοδεύει πολλές ώρες μαζί του. Μαθαίνει πράγματα από αυτόν, αλλά προσπαθεί κιόλας να τον καταλάβει. Ίσως να τον θεωρεί, κατά κάποιο τρόπο, ένα υποκατάστατο του πατέρα που δεν γνώρισε ποτέ.
Παρακολουθούμε πώς εξελίσσονται οι κοινές ζωές των τριών αυτών φαινομενικά αταίριαστων ανθρώπων, μέσα από ένα κείμενο στρωτό με λίγες κορυφώσεις, που μοιάζει να διυλίζει τις ψυχές με μαθηματική ακρίβεια. Η συγγραφέας φτιάχνοντας το ψυχογράφημα του καθηγητή μάς χαρίζει ένα χαρακτήρα ξεχωριστό: κάποιον που είχε τους αριθμούς σαν το μοναδικό του μέσο επαφής με τον έξω κόσμο, που υποστήριζε ότι δεν είναι ντροπή να παραδέχεσαι ότι δεν ξέρεις κάτι, στον οποίο άρεσαν οι σωστοί λάθος υπολογισμοί, που ήταν ερωτευμένος με τους πρωτεύοντες αριθμούς και του οποίου το κορμί καταβρόχθισε ο δαίμονας των μαθηματικών. Η γυναίκα κουβαλά κι αυτή το δικό της σταυρό, τα βάρη από το παρελθόν, ενώ κι ο μικρός μοιάζει να βαδίζει χωρίς ελπίδα στη ζωή και κανένα όνειρο, μέχρι που γνωρίζει τον καθηγητή και μαθαίνει ότι μοιράζονται ένα πάθος: την αγάπη για το Μπέιζμπολ. Οι αριθμοί και το παιχνίδι είναι που θα τους φέρουν πιο κοντά, που θα αναγκάσουν βήμα το βήμα τον απομονωμένο άντρα να βγει από το καβούκι του και να μπορέσει να ζήσει λίγο πιο ανθρώπινα, σ’ επαφή με την απτή, αλλά πολύ μικρής διάρκειας για κείνον, πραγματικότητα.
Μια ιστορία ανθρώπινη, κι ένα κείμενο τρυφερό, πού και πού νοσταλγικό. Κι ένας ύμνος για τους αριθμούς και τα πολλά μυστήριά τους. Αξιόλογο βιβλίο.
Friday, July 8, 2011
Ζαν-Κλωντ Ιζζό – Το μαύρο τραγούδι της Μασσαλίας
Αυτό είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Ιζζό που διάβασα και μπορώ να πω ότι το απόλαυσα, τόσο για τις αστυνομικό-λογοτεχνικές του αρετές, όσο και επειδή μυρίζει Μεσόγειο.
Πρωταγωνιστής σ’ αυτή την ιστορία είναι ο θυμόσοφος επιθεωρητής Φαμπιό Μοντάλ, ο οποίος διερευνά μια υπόθεση που τον αφορά προσωπικά: τη δολοφονία δυο φίλων του. Ποιοι τους σκότωσαν και γιατί; Και τι ήταν εκείνο που οδήγησε τον έναν από αυτούς να επιστρέψει στην πόλη μετά από πολλά χρόνια;
Ο συγγραφέας με αφορμή αυτά τα εγκλήματα κάνει μια βαθιά βουτιά στα βρώμικα νερά της πόλης της Μασσαλίας, εκεί όπου το οργανωμένο έγκλημα είναι στα πάνω του και ο ρατσισμός διατρέχει τους δρόμους, όπου η αστυνομική βία αποτελεί καθημερινή πραγματικότητα και η πορνεία το πλέον φανερό μυστικό.
Ακολουθώντας κατά βήμα τον αντισυμβατικό επιθεωρητή Μοντάλ περιπλανιόμαστε σε μια πόλη σκοτεινή, μελαγχολική, η οποία όμως εκπέμπει και κάποιου είδους γοητεία, μια πόλη με την οποία οι κάτοικοί της είναι, παρόλα τα προβλήματα, ερωτευμένοι.
Η δράση εδώ είναι λιγοστή, αλλά η βία δεν λείπει. Η κάθε μορφή βίας. Το μόνο που ο συγγραφέας επιλέγει να ασχοληθεί περισσότερο με τα συμπτώματα μιας κοινωνίας, παρά με το να επιδιώξει τον εντυπωσιασμό μέσω της πλοκής. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί είναι ωμή και δεν χαρίζεται σε κανένα: ούτε στον ήρωά του, αλλά ούτε και στους υπόλοιπους πρωταγωνιστές αυτής της ιστορίας, επώνυμους και μη. Ο Μοντάλ σαρκάζει και αυτοσαρκάζεται, λυπάται και οργίζεται και πυροβολεί – περισσότερο λεκτικά παρά με ένα όπλο, καθώς δεν πιστεύει στη βία. «Τα χαστούκια είναι τα γλειφιτζούρια του φτωχού», διαβάζουμε κάπου, κι αυτός είναι ένας καίριος αφορισμός για την κοινωνία που περιγράφει. «Η ζωή τίποτε άλλο δεν είναι από μια σειρά γύρων, ο ένας μετά από τον άλλο. Να τρως και να δίνεις γροθιές, ξανά και ξανά. Να τις αντέχεις. Να μη λυγίζεις. Και να βαράς εκεί που πρέπει, τη στιγμή που πρέπει». Όλα δύσκολα, όλα σκοτεινά, η απαισιοδοξία διάχυτη: «Ήθελα να πιστέψω ξανά στη δουλειά μου, του μπάτσου. Μου χρειαζόταν να υπάρχουν φραγμοί, κανόνες, κώδικες. Και να ανατρέχω σε αυτούς για να μπορώ να συγκρατώ τον εαυτό μου. Όμως κάθε βήμα που θα έκανα θα με απομάκρυνε από το νόμο». Πώς μπορεί να ζει και να λειτουργεί κανείς κάτω από τέτοιες συνθήκες; Πίνοντας ίσως πολύ και τρώγοντας, περπατώντας και βρίζοντας, απειλώντας, αλλά και σιωπώντας: «Ήξερα να ακούω, όμως ποτέ μου δεν έμαθα να εμπιστεύομαι σε άλλους τα δικά μου. Την τελευταία στιγμή κατέφευγα, λες, στη σιωπή». Ο Μοντάλ ήταν ένας άνθρωπος απελπισμένος: «Οι γυναίκες με παρατούσαν. Μεσίστια ήταν τα όνειρά και οι θυμοί μου. Γερνούσα χωρίς καμιάν επιθυμία. Μήτε πάθος. Γαμούσα πουτάνες. Την ευτυχία την έβρισκα στην άκρη της πετονιάς μου». Για το ό,τι η ευτυχία του διέφευγε δεν έφταιγε όμως άλλος από τον ίδιο. Δεν φοβόταν το θάνατο, αλλά οι γυναίκες πάντα κάπου τον τρόμαζαν, οι γυναίκες τις οποίες έφτανε στο σημείο να ερωτευτεί. Τις άλλες τις αγαπούσε απλά κι ας μην μπορούσε στ’ αλήθεια να τις καταλάβει.
«Το μαύρο τραγούδι της Μασσαλίας» είναι ένα βιβλίο για τη φιλία και τον έρωτα, για το έγκλημα και την τιμωρία. Ένα νουάρ για τα σκοτάδια που κρύβουν μέσα τους οι ψυχές των ανθρώπων, μα και για τη σωτηρία που τις περισσότερες φορές ποτέ δεν έρχεται.
Πρωταγωνιστής σ’ αυτή την ιστορία είναι ο θυμόσοφος επιθεωρητής Φαμπιό Μοντάλ, ο οποίος διερευνά μια υπόθεση που τον αφορά προσωπικά: τη δολοφονία δυο φίλων του. Ποιοι τους σκότωσαν και γιατί; Και τι ήταν εκείνο που οδήγησε τον έναν από αυτούς να επιστρέψει στην πόλη μετά από πολλά χρόνια;
Ο συγγραφέας με αφορμή αυτά τα εγκλήματα κάνει μια βαθιά βουτιά στα βρώμικα νερά της πόλης της Μασσαλίας, εκεί όπου το οργανωμένο έγκλημα είναι στα πάνω του και ο ρατσισμός διατρέχει τους δρόμους, όπου η αστυνομική βία αποτελεί καθημερινή πραγματικότητα και η πορνεία το πλέον φανερό μυστικό.
Ακολουθώντας κατά βήμα τον αντισυμβατικό επιθεωρητή Μοντάλ περιπλανιόμαστε σε μια πόλη σκοτεινή, μελαγχολική, η οποία όμως εκπέμπει και κάποιου είδους γοητεία, μια πόλη με την οποία οι κάτοικοί της είναι, παρόλα τα προβλήματα, ερωτευμένοι.
Η δράση εδώ είναι λιγοστή, αλλά η βία δεν λείπει. Η κάθε μορφή βίας. Το μόνο που ο συγγραφέας επιλέγει να ασχοληθεί περισσότερο με τα συμπτώματα μιας κοινωνίας, παρά με το να επιδιώξει τον εντυπωσιασμό μέσω της πλοκής. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί είναι ωμή και δεν χαρίζεται σε κανένα: ούτε στον ήρωά του, αλλά ούτε και στους υπόλοιπους πρωταγωνιστές αυτής της ιστορίας, επώνυμους και μη. Ο Μοντάλ σαρκάζει και αυτοσαρκάζεται, λυπάται και οργίζεται και πυροβολεί – περισσότερο λεκτικά παρά με ένα όπλο, καθώς δεν πιστεύει στη βία. «Τα χαστούκια είναι τα γλειφιτζούρια του φτωχού», διαβάζουμε κάπου, κι αυτός είναι ένας καίριος αφορισμός για την κοινωνία που περιγράφει. «Η ζωή τίποτε άλλο δεν είναι από μια σειρά γύρων, ο ένας μετά από τον άλλο. Να τρως και να δίνεις γροθιές, ξανά και ξανά. Να τις αντέχεις. Να μη λυγίζεις. Και να βαράς εκεί που πρέπει, τη στιγμή που πρέπει». Όλα δύσκολα, όλα σκοτεινά, η απαισιοδοξία διάχυτη: «Ήθελα να πιστέψω ξανά στη δουλειά μου, του μπάτσου. Μου χρειαζόταν να υπάρχουν φραγμοί, κανόνες, κώδικες. Και να ανατρέχω σε αυτούς για να μπορώ να συγκρατώ τον εαυτό μου. Όμως κάθε βήμα που θα έκανα θα με απομάκρυνε από το νόμο». Πώς μπορεί να ζει και να λειτουργεί κανείς κάτω από τέτοιες συνθήκες; Πίνοντας ίσως πολύ και τρώγοντας, περπατώντας και βρίζοντας, απειλώντας, αλλά και σιωπώντας: «Ήξερα να ακούω, όμως ποτέ μου δεν έμαθα να εμπιστεύομαι σε άλλους τα δικά μου. Την τελευταία στιγμή κατέφευγα, λες, στη σιωπή». Ο Μοντάλ ήταν ένας άνθρωπος απελπισμένος: «Οι γυναίκες με παρατούσαν. Μεσίστια ήταν τα όνειρά και οι θυμοί μου. Γερνούσα χωρίς καμιάν επιθυμία. Μήτε πάθος. Γαμούσα πουτάνες. Την ευτυχία την έβρισκα στην άκρη της πετονιάς μου». Για το ό,τι η ευτυχία του διέφευγε δεν έφταιγε όμως άλλος από τον ίδιο. Δεν φοβόταν το θάνατο, αλλά οι γυναίκες πάντα κάπου τον τρόμαζαν, οι γυναίκες τις οποίες έφτανε στο σημείο να ερωτευτεί. Τις άλλες τις αγαπούσε απλά κι ας μην μπορούσε στ’ αλήθεια να τις καταλάβει.
«Το μαύρο τραγούδι της Μασσαλίας» είναι ένα βιβλίο για τη φιλία και τον έρωτα, για το έγκλημα και την τιμωρία. Ένα νουάρ για τα σκοτάδια που κρύβουν μέσα τους οι ψυχές των ανθρώπων, μα και για τη σωτηρία που τις περισσότερες φορές ποτέ δεν έρχεται.
Thursday, July 7, 2011
Bret Easton Ellis – Imperial Bedrooms
Αγορά από το Book Depository
Αυτό είναι το πρώτο βιβλίο του Μπρετ Ίστον Έλις που διαβάζω και μπορώ να πω ότι το απόλαυσα. Κάπου θυμίζει ταινία-παρωδία του θαυμαστού κόσμου του Χόλιγουντ.
Ο Κλέι, ένας επιτυχημένος σεναριογράφος, επιστρέφει στο Λος Άντζελες από τη Νέα Υόρκη για να δουλέψει σε μία ταινία. Είχε αφήσει την πόλη μήνες πριν όταν συνέβησαν αρκετά συνταρακτικά γεγονότα που έφεραν τα πάνω κάτω στη ζωή του. Τώρα είναι αποφασισμένος να συνεχίσει από κει που σταμάτησε, κι ας ξέρει πολύ καλά ότι τα πράγματα δεν θα είναι ποτέ πια τα ίδια.
Ακολουθώντας τα βήματά του από το ένα μέρος στο άλλο, από πάρτι σε πάρτι, κι από κλαμπ σε κλαμπ, απ’ τη μια αυτοκρατορική κρεβατοκάμαρα στην άλλη, αντιλαμβανόμαστε ότι ο Κλέι είναι αυτοκαταστροφικός, όπως και όλοι οι άνθρωποι που τον περιτριγυρίζουν άλλωστε. Παραδομένοι στα ναρκωτικά και το αλκοόλ, ναρκισσιστές και αλαζόνες, όλοι δείχνουν να νοιάζονται για τον εαυτό τους και μόνο. Ή μάλλον για τον εαυτό τους και για μια γυναίκα: τη Ρέιν. Η Ρέιν είναι κάποια που θα χαρακτηρίζαμε, δίχως κανένα ενδοιασμό, μοιραία γυναίκα. Όλοι την ερωτεύονται, όλοι υπόσχονται να τη βοηθήσουν να βρει το δρόμο της στον κόσμο του θεάματος, κι όλοι αργά ή γρήγορα την απογοητεύουν. Κι αυτό επειδή είναι εντελώς ατάλαντη, ή όπως το θέτει ο αφηγητής, επειδή είναι κακή ηθοποιός στα φιλμ, αλλά καλή στη ζωή.
Ο κόσμος που συναντάμε εδώ είναι ένας κόσμος πέρα για πέρα ψεύτικος, βουτηγμένος στο βούρκο, παραδομένος στο ψέμα και την υποκρισία. Οι πρωταγωνιστές αντιπαθούν ο ένας τον άλλο, ανταλλάζουν λόγια σκληρά και φιλιά στον αέρα, αγωνίζονται με νύχια και με δόντια να παραμείνουν νέοι με τη βοήθεια εμφυτευμάτων, πλαστικών εγχειρήσεων και γυναικών-τροπαίων. Κι ο Κλέι ανήκει απόλυτα σ’ αυτή τη μικροκοινωνία. Το μόνο που διαφέρει σε κάτι από τους άλλους: αυτός αγαπά αληθινά. Όχι τη Ρέιν, αλλά τη Μπλαιρ, τη γυναίκα με την οποία χώρισε κι απ’ την οποία δεν μπορεί να ξεφύγει. Αν η πρώτη προκαλεί στη ζωή του τρικυμίες, η δεύτερη του θυμίζει γαλήνιο λιμάνι. Αλλά, όπως θα αποδειχτεί κάθε άλλο παρά εύκολο θα είναι γι’ αυτόν να ζήσει είτε με τη μία είτε με την άλλη. Η μια βασίζει σταθερά στη ζωή, γνωρίζει που πατά και που πηγαίνει και είναι σίγουρη ότι ο Κλέι δεν έχει θέση στο μέλλον της, ενώ η άλλη, περιπλανιέται από κρεβάτι σε κρεβάτι, ανήμπορη να καταλάβει ότι η ομορφιά της δεν μπορεί να τη σώσει από την αταλαντοσύνη της.
Αν θα έπρεπε να το περιγράψουμε με λίγα λόγια θα λέγαμε ότι το Imperial Bedrooms είναι ένα βιβλίο για τη ματαιοδοξία, το σεξ, τα ναρκωτικά και τον κάθε άλλο παρά λαμπερό κόσμο του θεάματος. Ο συγγραφέας ρίχνει μια ματιά πίσω από τη φωτεινή βιτρίνα και τα πράγματα που βλέπει και μάς περιγράφει κάθε άλλο παρά μαγευτικά είναι. Το ύφος του είναι μόνιμα ειρωνικό, η γραφή του κοφτή και λιτή, οι περιγραφές του άμεσες και ανεπιτήδευτες. Μοιάζει να κλείνει το μάτι στον αναγνώστη και να του λέει ότι τίποτα δεν είναι όπως ακριβώς φαίνεται. Απ’ την αφήγηση δεν λείπει το μυστήριο, αλλά κάποιες μικρές ή μεγαλύτερες ανατροπές που κρατούν το ενδιαφέρον αμείωτο από την αρχή μέχρι το τέλος.
Αν σας αρέσουν τα φώτα του Χόλιγουντ σίγουρα θα σας αρέσει κι αυτό το βιβλίο. Ακόμη όμως κι αν δεν σας προσελκύουν τα πρώτα, διαβάζοντάς το θα έχετε την ευκαιρία να πάρετε ένα δείγμα γραφής από έναν από τους πιο επιτυχημένους αμερικανούς συγγραφείς.
Ο Κλέι, ένας επιτυχημένος σεναριογράφος, επιστρέφει στο Λος Άντζελες από τη Νέα Υόρκη για να δουλέψει σε μία ταινία. Είχε αφήσει την πόλη μήνες πριν όταν συνέβησαν αρκετά συνταρακτικά γεγονότα που έφεραν τα πάνω κάτω στη ζωή του. Τώρα είναι αποφασισμένος να συνεχίσει από κει που σταμάτησε, κι ας ξέρει πολύ καλά ότι τα πράγματα δεν θα είναι ποτέ πια τα ίδια.
Ακολουθώντας τα βήματά του από το ένα μέρος στο άλλο, από πάρτι σε πάρτι, κι από κλαμπ σε κλαμπ, απ’ τη μια αυτοκρατορική κρεβατοκάμαρα στην άλλη, αντιλαμβανόμαστε ότι ο Κλέι είναι αυτοκαταστροφικός, όπως και όλοι οι άνθρωποι που τον περιτριγυρίζουν άλλωστε. Παραδομένοι στα ναρκωτικά και το αλκοόλ, ναρκισσιστές και αλαζόνες, όλοι δείχνουν να νοιάζονται για τον εαυτό τους και μόνο. Ή μάλλον για τον εαυτό τους και για μια γυναίκα: τη Ρέιν. Η Ρέιν είναι κάποια που θα χαρακτηρίζαμε, δίχως κανένα ενδοιασμό, μοιραία γυναίκα. Όλοι την ερωτεύονται, όλοι υπόσχονται να τη βοηθήσουν να βρει το δρόμο της στον κόσμο του θεάματος, κι όλοι αργά ή γρήγορα την απογοητεύουν. Κι αυτό επειδή είναι εντελώς ατάλαντη, ή όπως το θέτει ο αφηγητής, επειδή είναι κακή ηθοποιός στα φιλμ, αλλά καλή στη ζωή.
Ο κόσμος που συναντάμε εδώ είναι ένας κόσμος πέρα για πέρα ψεύτικος, βουτηγμένος στο βούρκο, παραδομένος στο ψέμα και την υποκρισία. Οι πρωταγωνιστές αντιπαθούν ο ένας τον άλλο, ανταλλάζουν λόγια σκληρά και φιλιά στον αέρα, αγωνίζονται με νύχια και με δόντια να παραμείνουν νέοι με τη βοήθεια εμφυτευμάτων, πλαστικών εγχειρήσεων και γυναικών-τροπαίων. Κι ο Κλέι ανήκει απόλυτα σ’ αυτή τη μικροκοινωνία. Το μόνο που διαφέρει σε κάτι από τους άλλους: αυτός αγαπά αληθινά. Όχι τη Ρέιν, αλλά τη Μπλαιρ, τη γυναίκα με την οποία χώρισε κι απ’ την οποία δεν μπορεί να ξεφύγει. Αν η πρώτη προκαλεί στη ζωή του τρικυμίες, η δεύτερη του θυμίζει γαλήνιο λιμάνι. Αλλά, όπως θα αποδειχτεί κάθε άλλο παρά εύκολο θα είναι γι’ αυτόν να ζήσει είτε με τη μία είτε με την άλλη. Η μια βασίζει σταθερά στη ζωή, γνωρίζει που πατά και που πηγαίνει και είναι σίγουρη ότι ο Κλέι δεν έχει θέση στο μέλλον της, ενώ η άλλη, περιπλανιέται από κρεβάτι σε κρεβάτι, ανήμπορη να καταλάβει ότι η ομορφιά της δεν μπορεί να τη σώσει από την αταλαντοσύνη της.
Αν θα έπρεπε να το περιγράψουμε με λίγα λόγια θα λέγαμε ότι το Imperial Bedrooms είναι ένα βιβλίο για τη ματαιοδοξία, το σεξ, τα ναρκωτικά και τον κάθε άλλο παρά λαμπερό κόσμο του θεάματος. Ο συγγραφέας ρίχνει μια ματιά πίσω από τη φωτεινή βιτρίνα και τα πράγματα που βλέπει και μάς περιγράφει κάθε άλλο παρά μαγευτικά είναι. Το ύφος του είναι μόνιμα ειρωνικό, η γραφή του κοφτή και λιτή, οι περιγραφές του άμεσες και ανεπιτήδευτες. Μοιάζει να κλείνει το μάτι στον αναγνώστη και να του λέει ότι τίποτα δεν είναι όπως ακριβώς φαίνεται. Απ’ την αφήγηση δεν λείπει το μυστήριο, αλλά κάποιες μικρές ή μεγαλύτερες ανατροπές που κρατούν το ενδιαφέρον αμείωτο από την αρχή μέχρι το τέλος.
Αν σας αρέσουν τα φώτα του Χόλιγουντ σίγουρα θα σας αρέσει κι αυτό το βιβλίο. Ακόμη όμως κι αν δεν σας προσελκύουν τα πρώτα, διαβάζοντάς το θα έχετε την ευκαιρία να πάρετε ένα δείγμα γραφής από έναν από τους πιο επιτυχημένους αμερικανούς συγγραφείς.
Tuesday, July 5, 2011
Daniel Kehlmann – Me and Kaminski
Αγορά από το Book Depository
Το βιβλίο αυτό το απόλαυσα για δύο λόγους: για τη γλώσσα του, που ρέει απαλά, όμορφα και αβίαστα, και για τον ανεκδιήγητο πρωταγωνιστή του.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Ένας αποτυχημένος καλλιτεχνικός συντάκτης ονόματι Σεμπάστιαν Ζόλνερ, ταξιδεύει με το τρένο με προορισμό ένα απομονωμένο χωριό στις Άλπεις, όπου ζει ή μάλλον πεθαίνει ο σπουδαίος, για τον ίδιο, ζωγράφος Μανουέλ Καμίνσκι.
Ο Ζόλνερ είναι ένας τύπος που, όπως λέμε, ζει στον κόσμο του. Όλη του η ζωή, όλη η μελλοντική δόξα βρίσκονται μέσα στο κεφάλι του. Σχεδιάζει να γράψει τη βιογραφία του Καμίνσκι, ο οποίος σύντομα θα πεθάνει και θα τον κάνει διάσημο, και είναι σίγουρος ότι είναι ο κατάλληλος άνθρωπος γι’ αυτή τη δουλειά. Εξάλλου κανένας δεν γνωρίζει το έργο του ζωγράφου περισσότερο από τον ίδιο, κανείς δεν γράφει καλύτερα από εκείνον, και όλοι, μα όλοι τον θαυμάζουν. Αρέσει σε όλες τις γυναίκες και καμία δεν μπορεί στ’ αλήθεια να του αντισταθεί -μέσα στο νου του φυσικά- ενώ δεν του λείπει η αυτοπεποίθηση. Φυσικά δεν του λείπει ούτε και η μικρότητα, που αποτελεί κανόνα στο χώρο, μια και ένα από τα χόμπι του είναι να θάβει, χωρίς το γάντι, το κάθε νέο βιβλίο ενός συγγραφέα που ακούει στο όνομα Μπάρινγκ.
Φτάνει λοιπόν στο χωριό, εγκαθίσταται στο πανδοχείο και κινάει μεμιάς και απρόσκλητος για το σπίτι του ζωγράφου, που ζει με την κόρη του Μίριαμ και όπου τον περίμεναν την επόμενη μέρα. Εκεί επιβάλλει με το έτσι θέλω την παρουσία του και σύντομα αντιλαμβάνεται δύο πράγματα: α) Ότι ο Καμίνσκι είναι σχεδόν τελείως τυφλός και β) Ότι η δόξα τον περιμένει στη γωνία. Φυσικά όμως για να καταφέρει να φτιάξει το βιβλίο όπως ακριβώς θέλει, πρέπει να ξεφορτωθεί για λίγο την υπερπροστατευτική Μίριαμ, που δεν αφήνει στιγμή από τα μάτια της το γέρο. Αν μείνει μόνος μαζί του είναι σίγουρος ότι ο ζωγράφος θα του αποκαλύψει φοβερά μυστικά. Κι εκείνος το κάνει: αποκαλύπτει κάποια μυστικά, αλλά όχι σ’ εκείνον. Τα μοιράζεται με τις πόρνες, κάποιον που κάνει ωτοστόπ, ακόμη και με την πρώην φίλη του Ζόλνερ.
Ο Κέλμαν γράφει ένα βιβλίο όχι τόσο για την τέχνη, όσο για τα «ψώνια» που ασχολούνται μ’ αυτή. Κι οι πρωταγωνιστές του ρίχνουν πού και πού μπηχτές γι’ αυτό το θέμα: «Η τέχνη δεν σημαίνει τίποτα. Όλα είναι μία ψευδαίσθηση» και «Η φιλοδοξία είναι μια παιδική ασθένεια. Την ξεπερνάς και γίνεσαι πιο δυνατός». Ο επίδοξος βιογράφος βλέπει τους άλλους, τους ακούει, αλλά μοιάζει να μην μπορεί να συλλάβει το νόημα των έργων και των πράξεών τους. Ό,τι δεν λέει ή δεν κάνει ο ίδιος μοιάζει να του διαφεύγει, γι’ αυτό και δεν έρχεται σαν έκπληξη η κατάληξη της προσπάθειάς του. Ωστόσο, σαν έκπληξη έρχεται το τέλος του βιβλίου, το οποίο μοιάζει να είναι το επιστέγασμα αυτής της περιπέτειας. Εκεί που ξαφνικά ο ανεπίδεκτος μαθήσεως ήρωας, δείχνει επιτέλους να πιάνει το νόημα και δρώντας αυθόρμητα να ξεφεύγει από τη νόρμα. Ίσως η απελπισία να οδηγεί τελικά στη λύτρωση.
Ένα βιβλίο καλογραμμένο, που ξεχειλίζει από χιούμορ, και ευτράπελες καταστάσεις και που αξίζει να διαβαστεί από κάθε φίλο της καλής λογοτεχνίας. Γιατί καλή λογοτεχνία δεν είναι μόνο αυτή που παίρνει τον εαυτό της στα σοβαρά.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Ένας αποτυχημένος καλλιτεχνικός συντάκτης ονόματι Σεμπάστιαν Ζόλνερ, ταξιδεύει με το τρένο με προορισμό ένα απομονωμένο χωριό στις Άλπεις, όπου ζει ή μάλλον πεθαίνει ο σπουδαίος, για τον ίδιο, ζωγράφος Μανουέλ Καμίνσκι.
Ο Ζόλνερ είναι ένας τύπος που, όπως λέμε, ζει στον κόσμο του. Όλη του η ζωή, όλη η μελλοντική δόξα βρίσκονται μέσα στο κεφάλι του. Σχεδιάζει να γράψει τη βιογραφία του Καμίνσκι, ο οποίος σύντομα θα πεθάνει και θα τον κάνει διάσημο, και είναι σίγουρος ότι είναι ο κατάλληλος άνθρωπος γι’ αυτή τη δουλειά. Εξάλλου κανένας δεν γνωρίζει το έργο του ζωγράφου περισσότερο από τον ίδιο, κανείς δεν γράφει καλύτερα από εκείνον, και όλοι, μα όλοι τον θαυμάζουν. Αρέσει σε όλες τις γυναίκες και καμία δεν μπορεί στ’ αλήθεια να του αντισταθεί -μέσα στο νου του φυσικά- ενώ δεν του λείπει η αυτοπεποίθηση. Φυσικά δεν του λείπει ούτε και η μικρότητα, που αποτελεί κανόνα στο χώρο, μια και ένα από τα χόμπι του είναι να θάβει, χωρίς το γάντι, το κάθε νέο βιβλίο ενός συγγραφέα που ακούει στο όνομα Μπάρινγκ.
Φτάνει λοιπόν στο χωριό, εγκαθίσταται στο πανδοχείο και κινάει μεμιάς και απρόσκλητος για το σπίτι του ζωγράφου, που ζει με την κόρη του Μίριαμ και όπου τον περίμεναν την επόμενη μέρα. Εκεί επιβάλλει με το έτσι θέλω την παρουσία του και σύντομα αντιλαμβάνεται δύο πράγματα: α) Ότι ο Καμίνσκι είναι σχεδόν τελείως τυφλός και β) Ότι η δόξα τον περιμένει στη γωνία. Φυσικά όμως για να καταφέρει να φτιάξει το βιβλίο όπως ακριβώς θέλει, πρέπει να ξεφορτωθεί για λίγο την υπερπροστατευτική Μίριαμ, που δεν αφήνει στιγμή από τα μάτια της το γέρο. Αν μείνει μόνος μαζί του είναι σίγουρος ότι ο ζωγράφος θα του αποκαλύψει φοβερά μυστικά. Κι εκείνος το κάνει: αποκαλύπτει κάποια μυστικά, αλλά όχι σ’ εκείνον. Τα μοιράζεται με τις πόρνες, κάποιον που κάνει ωτοστόπ, ακόμη και με την πρώην φίλη του Ζόλνερ.
Ο Κέλμαν γράφει ένα βιβλίο όχι τόσο για την τέχνη, όσο για τα «ψώνια» που ασχολούνται μ’ αυτή. Κι οι πρωταγωνιστές του ρίχνουν πού και πού μπηχτές γι’ αυτό το θέμα: «Η τέχνη δεν σημαίνει τίποτα. Όλα είναι μία ψευδαίσθηση» και «Η φιλοδοξία είναι μια παιδική ασθένεια. Την ξεπερνάς και γίνεσαι πιο δυνατός». Ο επίδοξος βιογράφος βλέπει τους άλλους, τους ακούει, αλλά μοιάζει να μην μπορεί να συλλάβει το νόημα των έργων και των πράξεών τους. Ό,τι δεν λέει ή δεν κάνει ο ίδιος μοιάζει να του διαφεύγει, γι’ αυτό και δεν έρχεται σαν έκπληξη η κατάληξη της προσπάθειάς του. Ωστόσο, σαν έκπληξη έρχεται το τέλος του βιβλίου, το οποίο μοιάζει να είναι το επιστέγασμα αυτής της περιπέτειας. Εκεί που ξαφνικά ο ανεπίδεκτος μαθήσεως ήρωας, δείχνει επιτέλους να πιάνει το νόημα και δρώντας αυθόρμητα να ξεφεύγει από τη νόρμα. Ίσως η απελπισία να οδηγεί τελικά στη λύτρωση.
Ένα βιβλίο καλογραμμένο, που ξεχειλίζει από χιούμορ, και ευτράπελες καταστάσεις και που αξίζει να διαβαστεί από κάθε φίλο της καλής λογοτεχνίας. Γιατί καλή λογοτεχνία δεν είναι μόνο αυτή που παίρνει τον εαυτό της στα σοβαρά.
Friday, July 1, 2011
Patrick Ness – The Knife of Never Letting Go
Αγορά από το Book Depository
Το κακό με τις τριλογίες, ειδικά όταν είναι καλογραμμένες, είναι ότι όταν φτάνεις στο τέλος των πρώτων δύο τόμων, νιώθεις κάποιο κενό μέσα σου. Κι αυτό επειδή αγωνιάς να μάθεις τη συνέχεια. Αυτό ακριβώς νιώσαμε κι εμείς φτάνοντας στο τέλος του The Knife of Never Letting Go. Ο συγγραφέας έφτιαξε ένα κόσμο όχι τόσο πρωτότυπο, όσο σκληρό και κάθε τόσο μαγικό, ένα κόσμο που συνεπαίρνει τη φαντασία μας, και δυο ήρωες αξιαγάπητους παρόλες τις εμμονές και τα πάθη τους. Αυτό είναι ένα βιβλίο ενηλικίωσης, αλλά και μια περιπέτεια: μια περιπλάνηση στις ψυχές των ανθρώπων, τις χαρακωμένες από ψέματα και απώλειες, από λάθη τραγικά και πράξεις ασυγχώρητες. Ένα βιβλίο για μια πραγματικότητα που είναι πιο σκληρή από κάθε φαντασία. Και ένα βιβλίο για την αγάπη. Αυτήν την αγάπη που μόνο οι μεγάλες θυσίες μπορούν να δικαιώσουν.
Όλα αρχίζουν ένα μήνα προτού ο Τοντ, ένα αγόρι δώδεκα χρονών και δώδεκα μηνών (στον τόπο του ο χρόνος έχει δεκατρείς μήνες), γίνει δεκατριών χρόνων, δηλαδή ενήλικας. Ο Τοντ ζει σε μια πόλη, όπου δεν υπάρχουν γυναίκες, την Πρέντισταουν, σε ένα πλανήτη που ονομάζουν Νέο Κόσμο, και ο οποίος είναι κατασκευασμένος εξ’ ολοκλήρου μ’ ελπίδα. Το στοιχείο που επικρατεί στη μικρή του πόλη είναι ο Θόρυβος. Όλοι μπορούν ν’ ακούσουν τις σκέψεις όλων των άλλων ανθρώπων, αλλά ακόμη και των ζώων, με τα οποία συνομιλούν. Ο Θόρυβος είναι για τον Τοντ μια κατάρα και, προσπαθώντας να τον αποφύγει, περιπλανιέται συχνά εδώ κι εκεί, στα χωράφια και στους βάλτους του τόπου του. Μέχρι που κάποια στιγμή μυστηριωδώς τα καταφέρνει. Φτάνει σ’ ένα σημείο όπου όλος ο θόρυβος σταματά, δεν μπορεί να ακούσει καν τις σκέψεις του Μάντσι, του πιστού του σκύλου που τον ακολουθεί παντού. Πώς όμως έγινε αυτό και γιατί; Αυτά αναρωτιέται καθώς επιστρέφει στη φάρμα όπου ζει. Κάποιοι όμως διαβάζουν τις σκέψεις του και προτού καλά καλά να το καταλάβει βρίσκεται στο στόχαστρο των αρχών της πόλης. Τώρα πρέπει να φύγει από κει για να σώσει τη ζωή του, αλλά και για να προειδοποιήσει τους κάτοικους μιας κοντινής πόλης για… Για τι ακριβώς δεν μπορεί να πει, αφού δεν καταφέρνει να διαβάσει αυτά που του έγραψε ένας από τους προστάτες του ο Μπεν. Καθοδόν λοιπόν προς αυτή την πόλη θα γνωρίσει τη Βιόλα, ένα κορίτσι -ξέρει ότι είναι κορίτσι, κι ας μην έχει δει ένα ποτέ πριν- που όπως θ’ ανακαλύψει ήταν η πηγή της ησυχίας που ένιωσε νωρίτερα εκείνη την ημέρα. Η Βιόλα δεν έχει Θόρυβο, κι ας μπορεί η ίδια να διαβάσει τις σκέψεις του. Στην αρχή θα την αντιμετωπίσει επιφυλακτικά, σχεδόν εχθρικά, αλλά σιγά σιγά θ’ αρχίσουν να αλλάζουν τα συναισθήματά του προς το μέρος της. Αυτό ίσως να οφείλεται στο μυστήριο που αναδίδει. Ίσως και στο ό,τι έχει την ανάγκη του. Νιώθει πως πρέπει να τη βοηθήσει, κι ας μην μπορεί να καταλάβει το γιατί. Κυνηγημένοι από τους άντρες της Πρέντισταουν και μόνιμα θύματα της άγνοιας τους, θα επιδοθούν σε ένα αγώνα επιβίωσης – έναν αγώνα που θα τους αλλάξει την οπτική, αλλά και που θα βγάλει στο φως τις σκληρές αλήθειες που επισκιάζουν την ύπαρξή τους, που απώλεια την απώλεια θα τους οδηγήσει στην αυτογνωσία.
Ο Τοντ προσπαθεί απεγνωσμένα να ξεχάσει τον τόπο του για να επιβιώσει, αλλά: «Το μόνο μέρος που ανήκεις είναι εκείνο στο οποίο δεν μπορείς να επιστρέψεις», σκέφτεται, ενώ η Βιόλα απλά αναζητεί μια νέα πατρίδα. Θα καταφέρει ο Τοντ να επιστρέψει στην πόλη του κι η Βιόλα να επιτύχει το στόχο της; Η απάντηση θα δοθεί, υποθέτω, στους δύο επόμενους τόμους.
«Η γνώση είναι επικίνδυνη» διαβάζουμε κάποιου. Η μη γνώση είναι ακόμη χειρότερη, θα λέγαμε. Αφού αυτή είναι που αρχικά θα φέρει την καταστροφή, ενώ θα συνεχίσει να κατατρέχει τον Τοντ σε ολόκληρη τη διάρκεια της διαδρομής του προς μια αιματοβαμμένη ενηλικίωση.
Ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα φαντασίας, με εξαιρετική πλοκή και με άμεση κοφτή γλώσσα, που θα ικανοποιήσει τόσο τους νεαρούς όσο και τους μεγαλύτερους σε ηλικία φίλους του είδους.
Όλα αρχίζουν ένα μήνα προτού ο Τοντ, ένα αγόρι δώδεκα χρονών και δώδεκα μηνών (στον τόπο του ο χρόνος έχει δεκατρείς μήνες), γίνει δεκατριών χρόνων, δηλαδή ενήλικας. Ο Τοντ ζει σε μια πόλη, όπου δεν υπάρχουν γυναίκες, την Πρέντισταουν, σε ένα πλανήτη που ονομάζουν Νέο Κόσμο, και ο οποίος είναι κατασκευασμένος εξ’ ολοκλήρου μ’ ελπίδα. Το στοιχείο που επικρατεί στη μικρή του πόλη είναι ο Θόρυβος. Όλοι μπορούν ν’ ακούσουν τις σκέψεις όλων των άλλων ανθρώπων, αλλά ακόμη και των ζώων, με τα οποία συνομιλούν. Ο Θόρυβος είναι για τον Τοντ μια κατάρα και, προσπαθώντας να τον αποφύγει, περιπλανιέται συχνά εδώ κι εκεί, στα χωράφια και στους βάλτους του τόπου του. Μέχρι που κάποια στιγμή μυστηριωδώς τα καταφέρνει. Φτάνει σ’ ένα σημείο όπου όλος ο θόρυβος σταματά, δεν μπορεί να ακούσει καν τις σκέψεις του Μάντσι, του πιστού του σκύλου που τον ακολουθεί παντού. Πώς όμως έγινε αυτό και γιατί; Αυτά αναρωτιέται καθώς επιστρέφει στη φάρμα όπου ζει. Κάποιοι όμως διαβάζουν τις σκέψεις του και προτού καλά καλά να το καταλάβει βρίσκεται στο στόχαστρο των αρχών της πόλης. Τώρα πρέπει να φύγει από κει για να σώσει τη ζωή του, αλλά και για να προειδοποιήσει τους κάτοικους μιας κοντινής πόλης για… Για τι ακριβώς δεν μπορεί να πει, αφού δεν καταφέρνει να διαβάσει αυτά που του έγραψε ένας από τους προστάτες του ο Μπεν. Καθοδόν λοιπόν προς αυτή την πόλη θα γνωρίσει τη Βιόλα, ένα κορίτσι -ξέρει ότι είναι κορίτσι, κι ας μην έχει δει ένα ποτέ πριν- που όπως θ’ ανακαλύψει ήταν η πηγή της ησυχίας που ένιωσε νωρίτερα εκείνη την ημέρα. Η Βιόλα δεν έχει Θόρυβο, κι ας μπορεί η ίδια να διαβάσει τις σκέψεις του. Στην αρχή θα την αντιμετωπίσει επιφυλακτικά, σχεδόν εχθρικά, αλλά σιγά σιγά θ’ αρχίσουν να αλλάζουν τα συναισθήματά του προς το μέρος της. Αυτό ίσως να οφείλεται στο μυστήριο που αναδίδει. Ίσως και στο ό,τι έχει την ανάγκη του. Νιώθει πως πρέπει να τη βοηθήσει, κι ας μην μπορεί να καταλάβει το γιατί. Κυνηγημένοι από τους άντρες της Πρέντισταουν και μόνιμα θύματα της άγνοιας τους, θα επιδοθούν σε ένα αγώνα επιβίωσης – έναν αγώνα που θα τους αλλάξει την οπτική, αλλά και που θα βγάλει στο φως τις σκληρές αλήθειες που επισκιάζουν την ύπαρξή τους, που απώλεια την απώλεια θα τους οδηγήσει στην αυτογνωσία.
Ο Τοντ προσπαθεί απεγνωσμένα να ξεχάσει τον τόπο του για να επιβιώσει, αλλά: «Το μόνο μέρος που ανήκεις είναι εκείνο στο οποίο δεν μπορείς να επιστρέψεις», σκέφτεται, ενώ η Βιόλα απλά αναζητεί μια νέα πατρίδα. Θα καταφέρει ο Τοντ να επιστρέψει στην πόλη του κι η Βιόλα να επιτύχει το στόχο της; Η απάντηση θα δοθεί, υποθέτω, στους δύο επόμενους τόμους.
«Η γνώση είναι επικίνδυνη» διαβάζουμε κάποιου. Η μη γνώση είναι ακόμη χειρότερη, θα λέγαμε. Αφού αυτή είναι που αρχικά θα φέρει την καταστροφή, ενώ θα συνεχίσει να κατατρέχει τον Τοντ σε ολόκληρη τη διάρκεια της διαδρομής του προς μια αιματοβαμμένη ενηλικίωση.
Ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα φαντασίας, με εξαιρετική πλοκή και με άμεση κοφτή γλώσσα, που θα ικανοποιήσει τόσο τους νεαρούς όσο και τους μεγαλύτερους σε ηλικία φίλους του είδους.
Subscribe to:
Posts (Atom)