Με τον εμφύλιο πόλεμο στην Ισπανία καταπιάνεται αυτό το βιβλίο του πρόσφατα χαμένου συγγραφέα. Τα γεγονότα τα οποία περιγράφει διαδραματίζονται στο χωριό Κισμόντο, στην επαρχία του Τολέδου, το 1956. Εκεί, σ’ ένα μεγάλο αγρόκτημα μαζεύονται πολλοί και διάφοροι για να παρακολουθήσουν μια εντελώς πρωτότυπη για τα χρονικά, αλλά όχι για τους ίδιους, εξιλαστήρια τελετή. Στη διάρκειά της αναπαρίσταται η δολοφονία του μικρού αδελφού της οικογένειας των Αβενδάνιο από τους εξεγερμένους αγρότες.
Αυτή, έπειτα από συμφωνία ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας, θα είναι η τελευταία τελετή, που για πρώτη φορά πραγματοποιήθηκε είκοσι χρόνια πριν.
Η συνάντηση εκεί διάφορων ετερόκλητων χαρακτήρων, που μάλλον έχουν περισσότερα να χωρίσουν παρά να μοιραστούν, καταστούν την κατάσταση τουλάχιστον έκρυθμη. Την κατάσταση σώζει μάλλον με τον τρόπο της και χωρίς να φαίνεται να το επιδιώκει η γοητευτική Μερθέδες Πόμπο, χήρα του νεκρού άντρα. Αν και η αφήγηση περιπλανιέται από το ένα μέρος στο άλλο, από το ένα περιστατικό στο επόμενο, από τη Μαδρίτη στο Τολέδο, από το Παρίσι στην Ιταλία, όλα τα γεγονότα και όλοι οι άνθρωποι τελικά μοιάζουν να περιστρέφονται γύρω απ’ αυτή τη γυναίκα. Η Μερθέδες, ένα εκκωφαντικά ερωτικό πλάσμα, ξυπνάει αβίαστα τον πόθο μέσα στις ψυχές των αντρών και τα πολλά μυστικά που κρύβει προσθέτουν κάτι ακόμη στη σαγήνη που εξασκεί.
Σε κάποιο σημείο ένας από τους πρωταγωνιστές αναλογίζεται: «Προς τι να επινοείς όταν έχεις περάσει μια τόσο μυθιστορηματική ζωή, στην οποία υπάρχει άπειρο αφηγηματικό υλικό;» Μυθιστορηματικές υπήρξαν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και οι ζωές των περισσότερων από τους ήρωες σ’ αυτή την ιστορία. Όλοι πέρασαν δύσκολα, αγωνίστηκαν, μάτωσαν, έπεσαν, υπέφεραν πολύ, κυνηγοί και κυνηγημένοι, φασίστες και κομμουνιστές. Ο συγγραφέας μοιάζει να κοιτάει με συμπάθεια ακόμη και τους πιο αρνητικούς χαρακτήρες, σαν να μας λέει ότι σε τίποτα δεν φταίνε αυτοί, τουλάχιστον όχι απόλυτα, απλά τους πρόδωσαν οι άνθρωποι και τα γεγονότα. Εκείνο όμως που δεν γίνεται ποτέ ξεκάθαρο είναι το ποια πλευρά της ιστορίας οφείλουμε να πιστέψουμε, καθώς πολλές φορές οι αφηγήσεις ακυρώνουν η μια την άλλη, και κάποιες μεγάλες αλήθειες δεν λέγονται ποτέ, ή παραμένουν μισοκρυμμένες σε κάποια ντουλάπια της μνήμης.
Το «Είκοσι χρόνια και μια μέρα» είναι εκτός των άλλων (ιστορικό, ερωτικό) και ένα βιβλιοφιλικό μυθιστόρημα, αφού από τις σελίδες του κάνουν το πέρασμά τους συγγραφείς, ποιητές και φιλόσοφοι. Ο Σεμπρούν χωρίς να καταφεύγει -τουλάχιστον απ’ ό,τι καταλαβαίνουμε- στο τέχνασμα της διακειμενικότητας, εντάσσει στην αφήγησή του ποιήματα, θεατρικές και λογοτεχνικές αναφορές, φιλοσοφικές συζητήσεις. Με εξαίρεση τον επιθεωρητή της Πολιτικής-Κοινωνικής Ταξιαρχίας, όλοι έχουν κάτι να πουν για την τέχνη του λόγου, ή και για την τέχνη νέτα σκέτα, καθώς ένας πίνακας ζωγραφικής υπήρξε καθοριστικός για τη διαμόρφωση της ψυχοσύνθεσης της Μερθέδες, και γι’ αυτό επιστρέφει σ’ εκείνο ξανά και ξανά.
Αυτό είναι το πρώτο βιβλίο του συγγραφέα που διαβάζουμε, αλλά μάλλον όχι το τελευταίο, αφού όπως αποδεικνύεται υπήρξε ένας μάστορας της λογοτεχνικής γραφής, και σαν τέτοιος σίγουρα θα έχει πολλά ακόμη να μας χαρίσει.
No comments:
Post a Comment