Αγορά από το Book Depository
Το μυθιστόρημα αυτό που πρωτοκυκλοφόρησε 52 χρόνια πριν καταπιάνεται με τα έργα και τις ημέρες του Οκονκούο, ενός από τους σπουδαιότερους άντρες στην περιοχή των Εννέα Χωριών, σε μια χώρα που δεν κατονομάζεται αλλά είναι η Νιγηρία, πατρίδα του συγγραφέα.
Ο ήρωάς μας θα γίνει πολύ διάσημος σε νεαρή ηλικία, στα δεκαοκτώ του χρόνια, όταν θα νικήσει σ’ ένα αγώνα πάλης τον Αμαλίνζε τον Γάτο, τον μόνιμο πρωταθλητή. Αυτή η νίκη θα τον βοηθήσει να ξεφύγει απ’ τη βαριά σκιά του πατέρα του, ή μάλλον από τη ντροπή του να είναι γιος του, αφού αυτός ο άντρας ήταν ένας μουσικός της κακιάς ώρας, χορευτής, μόνιμα χρεωμένος και δειλός, που αρεσκόταν να λέει σε όλους ότι μονάχα το ποτό και η μουσική τον έκαναν ευτυχισμένο.
Ο Οκονκούο έχει ορκιστεί να γίνει όσο πιο διαφορετικός από τον πατέρα του μπορεί και όπως θα δούμε θα κρατήσει το λόγο του, αφού είκοσι χρόνια μετά τον συναντάμε να κατέχει μια αξιοσέβαστη θέση στην κοινωνία, να έχει τρεις γυναίκες και καμπόσα παιδιά και να θεωρείται πλούσιος για τα δεδομένα της περιοχής. Η κύριά του ασχολία είναι η καλλιέργεια της γλυκοπατάτας. Έχει στην κατοχή του μεγάλες εκτάσεις γης τις οποίες καλλιεργεί ακούραστα κάθε χρόνο και έτσι η περιουσία του όλο και μεγαλώνει.
Τα πράγματα μοιάζουν να πηγαίνουν από το καλό στο καλύτερο και τίποτα δεν φαίνεται να σκιάζει τα σπιτικά του. Τίποτα εκτός από την αδυναμία της τρίτης του συζύγου ν’ αποκτήσει παιδί. Η καημένη η γυναίκα μένει έγκυος ξανά και ξανά, αλλά χάνει τα παιδιά στη γέννα, μέχρι που αποκτούν τελικά μια κόρη, η οποία όπως όλα δείχνουν θα ζήσει. Τότε ο Οκονκούο νιώθει ότι η ζωή του είναι πλήρης, κι ας μη χαμογελά και πολύ αφού αυτό δεν του έρχεται εύκολα.
Στο μεταξύ, στα πλαίσια ενός διακανονισμού μ’ ένα γειτονικό χωριό, αρχίζει να φιλοξενεί στο πρώτο σπίτι του ένα ακόμη παιδί, τον Ικεμεφούνα. Σιγά σιγά αρχίζει να συμπαθεί αυτό το ήσυχο αγόρι, που είναι πάντα υπάκουο και το οποίο γίνεται καλός φίλος με τον γιο του, τον Νουόι. Ωστόσο λόγω του εθιμοτυπικού δικαίου κάποια μέρα ο άρχοντας του χωριού θα διατάξει την εκτέλεση του αγοριού, κάτι που θα οδηγήσει τον Οκονκούο στο έγκλημα και την οικογένειά του στη φτώχεια και στην εξορία. Θα καταφύγουν στο χωριό της πρώτης γυναίκας του, όπου θα παραμείνουν για εφτά χρόνια, δουλεύοντας σκληρά και αποκτώντας και πάλι μια αξιοσέβαστη περιουσία. Στη διάρκεια της παραμονής τους εκεί όμως όλα θ’ αλλάξουν, καθώς θα καταφθάσουν στην περιοχή οι ιεραπόστολοι, που θα φέρουν τα πάνω κάτω στις ζωές τους. Οι Σταχτοκώληδες, όπως αποκαλούν τους λευκούς λόγω των παντελονιών που φορούν, θ’ αρχίσουν να προσηλυτίζουν τους ντόπιους στη νέα θρησκεία, να χλευάζουν τους θεούς τους, να επιβάλλουν τους δικούς τους νόμους. Ανάμεσα σ’ αυτούς που θα στραφούν στο χριστιανισμό θα είναι και ο Νουόι, κάτι που θα γεμίσει την ψυχή του άντρα με πίκρα.
Επιστρέφοντας, στο τέλος της εξορίας του στο χωριό του, ο Οκονκούο θα νιώσει ότι επιστρέφει σ’ ένα ξένο κόσμο, σε μια νέα εποχή που δεν του ταιριάζει. Και τότε θ’ αρχίσουν να γεννιούνται μέσα του ερωτήματα και αμφιβολίες, θ’ αρχίσει να σκέφτεται ότι ίσως και να πήρε τη ζωή του λάθος τελικά.
Το Things Fall Apart είναι ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα που μας μιλά για ένα κόσμο που αλλάζει, κατακρημνίζοντας όλα τα πιστεύω και τις βεβαιότητες των ανθρώπων που τον αποτελούν. Ο συγγραφέας ρίχνει κριτικές ματιές τόσο στην παραδοσιακή κοινωνία τον Ίμπο, όσο και στο καινούριο που πρεσβεύουν οι νεοφερμένοι, και δεν χαρίζεται σε κανένα. Η γλώσσα του απλή, στρωτή, περιγράφει τα γεγονότα χωρίς να προσπαθεί να τα ωραιοποιήσει ή να τα παρουσιάσει πιο τραγικά απ’ ό,τι είναι. Όσοι ενδιαφέρονται για την σύγχρονη αφρικανική ιστορία καλό θα ήταν να το διαβάσουν.
Ο ήρωάς μας θα γίνει πολύ διάσημος σε νεαρή ηλικία, στα δεκαοκτώ του χρόνια, όταν θα νικήσει σ’ ένα αγώνα πάλης τον Αμαλίνζε τον Γάτο, τον μόνιμο πρωταθλητή. Αυτή η νίκη θα τον βοηθήσει να ξεφύγει απ’ τη βαριά σκιά του πατέρα του, ή μάλλον από τη ντροπή του να είναι γιος του, αφού αυτός ο άντρας ήταν ένας μουσικός της κακιάς ώρας, χορευτής, μόνιμα χρεωμένος και δειλός, που αρεσκόταν να λέει σε όλους ότι μονάχα το ποτό και η μουσική τον έκαναν ευτυχισμένο.
Ο Οκονκούο έχει ορκιστεί να γίνει όσο πιο διαφορετικός από τον πατέρα του μπορεί και όπως θα δούμε θα κρατήσει το λόγο του, αφού είκοσι χρόνια μετά τον συναντάμε να κατέχει μια αξιοσέβαστη θέση στην κοινωνία, να έχει τρεις γυναίκες και καμπόσα παιδιά και να θεωρείται πλούσιος για τα δεδομένα της περιοχής. Η κύριά του ασχολία είναι η καλλιέργεια της γλυκοπατάτας. Έχει στην κατοχή του μεγάλες εκτάσεις γης τις οποίες καλλιεργεί ακούραστα κάθε χρόνο και έτσι η περιουσία του όλο και μεγαλώνει.
Τα πράγματα μοιάζουν να πηγαίνουν από το καλό στο καλύτερο και τίποτα δεν φαίνεται να σκιάζει τα σπιτικά του. Τίποτα εκτός από την αδυναμία της τρίτης του συζύγου ν’ αποκτήσει παιδί. Η καημένη η γυναίκα μένει έγκυος ξανά και ξανά, αλλά χάνει τα παιδιά στη γέννα, μέχρι που αποκτούν τελικά μια κόρη, η οποία όπως όλα δείχνουν θα ζήσει. Τότε ο Οκονκούο νιώθει ότι η ζωή του είναι πλήρης, κι ας μη χαμογελά και πολύ αφού αυτό δεν του έρχεται εύκολα.
Στο μεταξύ, στα πλαίσια ενός διακανονισμού μ’ ένα γειτονικό χωριό, αρχίζει να φιλοξενεί στο πρώτο σπίτι του ένα ακόμη παιδί, τον Ικεμεφούνα. Σιγά σιγά αρχίζει να συμπαθεί αυτό το ήσυχο αγόρι, που είναι πάντα υπάκουο και το οποίο γίνεται καλός φίλος με τον γιο του, τον Νουόι. Ωστόσο λόγω του εθιμοτυπικού δικαίου κάποια μέρα ο άρχοντας του χωριού θα διατάξει την εκτέλεση του αγοριού, κάτι που θα οδηγήσει τον Οκονκούο στο έγκλημα και την οικογένειά του στη φτώχεια και στην εξορία. Θα καταφύγουν στο χωριό της πρώτης γυναίκας του, όπου θα παραμείνουν για εφτά χρόνια, δουλεύοντας σκληρά και αποκτώντας και πάλι μια αξιοσέβαστη περιουσία. Στη διάρκεια της παραμονής τους εκεί όμως όλα θ’ αλλάξουν, καθώς θα καταφθάσουν στην περιοχή οι ιεραπόστολοι, που θα φέρουν τα πάνω κάτω στις ζωές τους. Οι Σταχτοκώληδες, όπως αποκαλούν τους λευκούς λόγω των παντελονιών που φορούν, θ’ αρχίσουν να προσηλυτίζουν τους ντόπιους στη νέα θρησκεία, να χλευάζουν τους θεούς τους, να επιβάλλουν τους δικούς τους νόμους. Ανάμεσα σ’ αυτούς που θα στραφούν στο χριστιανισμό θα είναι και ο Νουόι, κάτι που θα γεμίσει την ψυχή του άντρα με πίκρα.
Επιστρέφοντας, στο τέλος της εξορίας του στο χωριό του, ο Οκονκούο θα νιώσει ότι επιστρέφει σ’ ένα ξένο κόσμο, σε μια νέα εποχή που δεν του ταιριάζει. Και τότε θ’ αρχίσουν να γεννιούνται μέσα του ερωτήματα και αμφιβολίες, θ’ αρχίσει να σκέφτεται ότι ίσως και να πήρε τη ζωή του λάθος τελικά.
Το Things Fall Apart είναι ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα που μας μιλά για ένα κόσμο που αλλάζει, κατακρημνίζοντας όλα τα πιστεύω και τις βεβαιότητες των ανθρώπων που τον αποτελούν. Ο συγγραφέας ρίχνει κριτικές ματιές τόσο στην παραδοσιακή κοινωνία τον Ίμπο, όσο και στο καινούριο που πρεσβεύουν οι νεοφερμένοι, και δεν χαρίζεται σε κανένα. Η γλώσσα του απλή, στρωτή, περιγράφει τα γεγονότα χωρίς να προσπαθεί να τα ωραιοποιήσει ή να τα παρουσιάσει πιο τραγικά απ’ ό,τι είναι. Όσοι ενδιαφέρονται για την σύγχρονη αφρικανική ιστορία καλό θα ήταν να το διαβάσουν.
No comments:
Post a Comment