Αγορά από το Book Depository
Το βιβλίο αυτό το απόλαυσα για δύο λόγους: για τη γλώσσα του, που ρέει απαλά, όμορφα και αβίαστα, και για τον ανεκδιήγητο πρωταγωνιστή του.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Ένας αποτυχημένος καλλιτεχνικός συντάκτης ονόματι Σεμπάστιαν Ζόλνερ, ταξιδεύει με το τρένο με προορισμό ένα απομονωμένο χωριό στις Άλπεις, όπου ζει ή μάλλον πεθαίνει ο σπουδαίος, για τον ίδιο, ζωγράφος Μανουέλ Καμίνσκι.
Ο Ζόλνερ είναι ένας τύπος που, όπως λέμε, ζει στον κόσμο του. Όλη του η ζωή, όλη η μελλοντική δόξα βρίσκονται μέσα στο κεφάλι του. Σχεδιάζει να γράψει τη βιογραφία του Καμίνσκι, ο οποίος σύντομα θα πεθάνει και θα τον κάνει διάσημο, και είναι σίγουρος ότι είναι ο κατάλληλος άνθρωπος γι’ αυτή τη δουλειά. Εξάλλου κανένας δεν γνωρίζει το έργο του ζωγράφου περισσότερο από τον ίδιο, κανείς δεν γράφει καλύτερα από εκείνον, και όλοι, μα όλοι τον θαυμάζουν. Αρέσει σε όλες τις γυναίκες και καμία δεν μπορεί στ’ αλήθεια να του αντισταθεί -μέσα στο νου του φυσικά- ενώ δεν του λείπει η αυτοπεποίθηση. Φυσικά δεν του λείπει ούτε και η μικρότητα, που αποτελεί κανόνα στο χώρο, μια και ένα από τα χόμπι του είναι να θάβει, χωρίς το γάντι, το κάθε νέο βιβλίο ενός συγγραφέα που ακούει στο όνομα Μπάρινγκ.
Φτάνει λοιπόν στο χωριό, εγκαθίσταται στο πανδοχείο και κινάει μεμιάς και απρόσκλητος για το σπίτι του ζωγράφου, που ζει με την κόρη του Μίριαμ και όπου τον περίμεναν την επόμενη μέρα. Εκεί επιβάλλει με το έτσι θέλω την παρουσία του και σύντομα αντιλαμβάνεται δύο πράγματα: α) Ότι ο Καμίνσκι είναι σχεδόν τελείως τυφλός και β) Ότι η δόξα τον περιμένει στη γωνία. Φυσικά όμως για να καταφέρει να φτιάξει το βιβλίο όπως ακριβώς θέλει, πρέπει να ξεφορτωθεί για λίγο την υπερπροστατευτική Μίριαμ, που δεν αφήνει στιγμή από τα μάτια της το γέρο. Αν μείνει μόνος μαζί του είναι σίγουρος ότι ο ζωγράφος θα του αποκαλύψει φοβερά μυστικά. Κι εκείνος το κάνει: αποκαλύπτει κάποια μυστικά, αλλά όχι σ’ εκείνον. Τα μοιράζεται με τις πόρνες, κάποιον που κάνει ωτοστόπ, ακόμη και με την πρώην φίλη του Ζόλνερ.
Ο Κέλμαν γράφει ένα βιβλίο όχι τόσο για την τέχνη, όσο για τα «ψώνια» που ασχολούνται μ’ αυτή. Κι οι πρωταγωνιστές του ρίχνουν πού και πού μπηχτές γι’ αυτό το θέμα: «Η τέχνη δεν σημαίνει τίποτα. Όλα είναι μία ψευδαίσθηση» και «Η φιλοδοξία είναι μια παιδική ασθένεια. Την ξεπερνάς και γίνεσαι πιο δυνατός». Ο επίδοξος βιογράφος βλέπει τους άλλους, τους ακούει, αλλά μοιάζει να μην μπορεί να συλλάβει το νόημα των έργων και των πράξεών τους. Ό,τι δεν λέει ή δεν κάνει ο ίδιος μοιάζει να του διαφεύγει, γι’ αυτό και δεν έρχεται σαν έκπληξη η κατάληξη της προσπάθειάς του. Ωστόσο, σαν έκπληξη έρχεται το τέλος του βιβλίου, το οποίο μοιάζει να είναι το επιστέγασμα αυτής της περιπέτειας. Εκεί που ξαφνικά ο ανεπίδεκτος μαθήσεως ήρωας, δείχνει επιτέλους να πιάνει το νόημα και δρώντας αυθόρμητα να ξεφεύγει από τη νόρμα. Ίσως η απελπισία να οδηγεί τελικά στη λύτρωση.
Ένα βιβλίο καλογραμμένο, που ξεχειλίζει από χιούμορ, και ευτράπελες καταστάσεις και που αξίζει να διαβαστεί από κάθε φίλο της καλής λογοτεχνίας. Γιατί καλή λογοτεχνία δεν είναι μόνο αυτή που παίρνει τον εαυτό της στα σοβαρά.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Ένας αποτυχημένος καλλιτεχνικός συντάκτης ονόματι Σεμπάστιαν Ζόλνερ, ταξιδεύει με το τρένο με προορισμό ένα απομονωμένο χωριό στις Άλπεις, όπου ζει ή μάλλον πεθαίνει ο σπουδαίος, για τον ίδιο, ζωγράφος Μανουέλ Καμίνσκι.
Ο Ζόλνερ είναι ένας τύπος που, όπως λέμε, ζει στον κόσμο του. Όλη του η ζωή, όλη η μελλοντική δόξα βρίσκονται μέσα στο κεφάλι του. Σχεδιάζει να γράψει τη βιογραφία του Καμίνσκι, ο οποίος σύντομα θα πεθάνει και θα τον κάνει διάσημο, και είναι σίγουρος ότι είναι ο κατάλληλος άνθρωπος γι’ αυτή τη δουλειά. Εξάλλου κανένας δεν γνωρίζει το έργο του ζωγράφου περισσότερο από τον ίδιο, κανείς δεν γράφει καλύτερα από εκείνον, και όλοι, μα όλοι τον θαυμάζουν. Αρέσει σε όλες τις γυναίκες και καμία δεν μπορεί στ’ αλήθεια να του αντισταθεί -μέσα στο νου του φυσικά- ενώ δεν του λείπει η αυτοπεποίθηση. Φυσικά δεν του λείπει ούτε και η μικρότητα, που αποτελεί κανόνα στο χώρο, μια και ένα από τα χόμπι του είναι να θάβει, χωρίς το γάντι, το κάθε νέο βιβλίο ενός συγγραφέα που ακούει στο όνομα Μπάρινγκ.
Φτάνει λοιπόν στο χωριό, εγκαθίσταται στο πανδοχείο και κινάει μεμιάς και απρόσκλητος για το σπίτι του ζωγράφου, που ζει με την κόρη του Μίριαμ και όπου τον περίμεναν την επόμενη μέρα. Εκεί επιβάλλει με το έτσι θέλω την παρουσία του και σύντομα αντιλαμβάνεται δύο πράγματα: α) Ότι ο Καμίνσκι είναι σχεδόν τελείως τυφλός και β) Ότι η δόξα τον περιμένει στη γωνία. Φυσικά όμως για να καταφέρει να φτιάξει το βιβλίο όπως ακριβώς θέλει, πρέπει να ξεφορτωθεί για λίγο την υπερπροστατευτική Μίριαμ, που δεν αφήνει στιγμή από τα μάτια της το γέρο. Αν μείνει μόνος μαζί του είναι σίγουρος ότι ο ζωγράφος θα του αποκαλύψει φοβερά μυστικά. Κι εκείνος το κάνει: αποκαλύπτει κάποια μυστικά, αλλά όχι σ’ εκείνον. Τα μοιράζεται με τις πόρνες, κάποιον που κάνει ωτοστόπ, ακόμη και με την πρώην φίλη του Ζόλνερ.
Ο Κέλμαν γράφει ένα βιβλίο όχι τόσο για την τέχνη, όσο για τα «ψώνια» που ασχολούνται μ’ αυτή. Κι οι πρωταγωνιστές του ρίχνουν πού και πού μπηχτές γι’ αυτό το θέμα: «Η τέχνη δεν σημαίνει τίποτα. Όλα είναι μία ψευδαίσθηση» και «Η φιλοδοξία είναι μια παιδική ασθένεια. Την ξεπερνάς και γίνεσαι πιο δυνατός». Ο επίδοξος βιογράφος βλέπει τους άλλους, τους ακούει, αλλά μοιάζει να μην μπορεί να συλλάβει το νόημα των έργων και των πράξεών τους. Ό,τι δεν λέει ή δεν κάνει ο ίδιος μοιάζει να του διαφεύγει, γι’ αυτό και δεν έρχεται σαν έκπληξη η κατάληξη της προσπάθειάς του. Ωστόσο, σαν έκπληξη έρχεται το τέλος του βιβλίου, το οποίο μοιάζει να είναι το επιστέγασμα αυτής της περιπέτειας. Εκεί που ξαφνικά ο ανεπίδεκτος μαθήσεως ήρωας, δείχνει επιτέλους να πιάνει το νόημα και δρώντας αυθόρμητα να ξεφεύγει από τη νόρμα. Ίσως η απελπισία να οδηγεί τελικά στη λύτρωση.
Ένα βιβλίο καλογραμμένο, που ξεχειλίζει από χιούμορ, και ευτράπελες καταστάσεις και που αξίζει να διαβαστεί από κάθε φίλο της καλής λογοτεχνίας. Γιατί καλή λογοτεχνία δεν είναι μόνο αυτή που παίρνει τον εαυτό της στα σοβαρά.
No comments:
Post a Comment