Αυτό είναι ένα από εκείνα τα μυθιστορήματα που διαβάζει κανείς απλά και μόνο για να απολαύσει την περιπέτεια της γραφής. Ο Μαρίας, ένας πραγματικός δεξιοτέχνης, επιδίδεται εδώ σε κατά συρροή συγγραφικούς πειραματισμούς που δεν έχουν τόσο πολύ σκοπό το να εντυπωσιάσουν, όσο το να αναδείξουν την ομορφιά της γλώσσας.
Η δράση εδώ είναι λιγοστή, η πλοκή υποτυπώδης, ωστόσο η αφήγηση ρέει αβίαστα, χωρίς να κοντοστέκεται κάπου, και μας παρασύρει αβίαστα στους δικούς της ρυθμούς. Ρυθμούς νωχελικούς, αλλά ωφέλιμους. Όπως διαβάζουμε στην πρώτη κιόλας σελίδα: «Το να αφηγείσαι είναι σχεδόν πάντα δώρο, ακόμα κι όταν περιέχει και σταλάζει δηλητήριο η αφήγηση, είναι επίσης δεσμός και δόσιμο εμπιστοσύνης, και είναι σπάνια η εμπιστοσύνη που αργά ή γρήγορα δεν θα προδοθεί…»
Αυτή είναι η ιστορία του Ζακ Ντεθά, ενός πρόσφατα χωρισμένου άντρα, που έχει εγκατασταθεί στο Λονδίνο και εργάζεται στο BBC. Ευρισκόμενος πια εκεί έρχεται ξανά σε επαφή με κάποιους παλιούς φίλους από την Οξφόρδη και αναπτύσσει μια στενή φιλική σχέση με τον Πίτερ Γουίλερ, πρώην καθηγητή του, που κρύβει πολλά μυστικά. Αυτός με τη σειρά του τον συστήνει στον Μπέρτραμ Τούπρα, ένα μυστηριώδη χαρακτήρα, που προτού περάσει και πολύς καιρός, του προτείνει να δουλέψει μαζί του. Ο Ντεθά έχει την ικανότητα να διαβάζει καλύτερα απ’ τον καθένα την αλήθεια και το ψέμα στα πρόσωπα και στη γλώσσα των σωμάτων, κάτι που είναι ιδιαίτερα σημαντικό στον υπόγειο κόσμο των μυστικών υπηρεσιών, κι ο Τούπρα, που διευθύνει μια υπηρεσία δίχως όνομα, θεωρεί ότι ο αυτός είναι ο άνθρωπος που χρειάζεται.
Ωστόσο η περισσότερη δράση δεν διαδραματίζεται σε σκοτεινά δωμάτια παρακολουθήσεων ή μάλλον σε γραφεία ανακρίσεων, αλλά στο μεγάλο σπίτι του καθηγητή Γουίλερ. Εκεί ο Ντεθά και ο οικοδεσπότης του κάθονται και περπατούν, τρώνε, πίνουν και συζητούν, θυμούνται τα παλιά και θυμοσοφούν. Οι διάλογοί τους κάθε άλλο παρά σύντομοι είναι. Κάθε φορά που ο ένας από τους δύο ανοίγει το στόμα του μοιάζει να μονολογεί – μερικές φορές για αρκετές σελίδες. Μιλάνε για τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο, για τις μυστικές υπηρεσίες, για την πολιτική και τη λογοτεχνία. Δίνει ο ένας στον άλλο τα φώτα του, κι ας μοιάζει ο καθηγητής να τα έχει πού και πού χαμένα.
Ο Μαρίας μοιάζει να ενδιαφέρεται περισσότερο για τον τρόπο που θα πει την ιστορία του από την ιστορία την ίδια. Και οι αφορισμοί διαδέχονται ο ένας τον άλλο: «Είναι μια κατάρα το παρόν, δεν μας αφήνει να δούμε ούτε να εκτιμήσουμε τίποτα σχεδόν», «Ο καθένας αφηγείται την ιστορία του και κανένας δεν γίνεται πιστευτός…», «Η εποχή μας έχει κάνει τους ανθρώπους μικρολόγους, σχολαστικούς, στ’ αλήθεια σεμνότυφους», «Ετούτη η εποχή είναι ταγμένη στην ανοησία, στο πασιφανές και στο περιττό», «Τα πράγματα πρέπει να τα σκέφτεται κανείς στην ώρα τους, ή να τα προλαβαίνει», «Κανείς δεν θέλει να μετατραπεί στον ίδιο του τον πόνο και τον πυρετό του», «Μία και μόνη στιγμή περικλείει το σπέρμα πολλών μελλούμενων χρόνων και σχεδόν ολόκληρης της ιστορίας μας», «Τα πράγματα δεν υπάρχουν ώσπου κάποιος να τους δώσει όνομα».
Αυτό το βιβλίο αποτελεί τον πρώτο τόμο από την τριλογία «Το πρόσωπό σου αύριο» και πρέπει να διαβαστεί σιγά-σιγά, με όσο πιο αργούς ρυθμούς γίνεται, ώστε ο αναγνώστης να απολαύσει όσο περισσότερο μπορεί τα δώρα του, αφού, όπως είπαμε και πιο πάνω, εδώ η γραφή είναι το ταξίδι. Και είναι ένα ταξίδι θαυμαστό!
No comments:
Post a Comment