Αυτή είναι μια ιστορία που διαβάζεται μέσα σε λιγότερο από μιάμιση ώρα, κι όμως μετά σου είναι δύσκολο να την ξεχάσεις. Είναι μια ιστορία για τη σύγχρονη πόλη και τη μοναξιά των ανθρώπων, για τον κόσμο που γίνεται όλο και πιο σκληρός, και για τα φαντάσματα που κουβαλούμε όλοι μέσα μας.
Βασικός πρωταγωνιστής σ’ ετούτη τη νουβέλα είναι ένας νέος άνθρωπος, ιδιοκτήτης ψιλικατζίδικου, ο οποίος είναι αφόρητα μόνος, κι έτσι μη έχοντας άλλη επιλογή -ή και έχοντας αλλά όντας ανίκανος να τη δει- γίνεται η φανταστική σκιά των άλλων ανθρώπων. Των ανθρώπων που σιχαίνεται, αλλά και που ίσως κρυφά αγαπά αφού: «Ας είναι καλά. Οι άνθρωποι. Σπάνε τη σιωπή και τη μονοτονία μου».
Οι μέρες του είναι σχεδόν όλες ίδιες -μετράει αυτούς που περνάνε έξω από το μαγαζί και τους πελάτες του-, οι νύχτες απαράλλακτες, μοναχικές και άδειες, ξοδεμένες σ’ ένα κρύο σπίτι ή στους δρόμους της πόλης, μιας πόλης άγριας μα και αγαθής την ίδια ώρα: «Τι αγαθή πόλη! Και την έχω πάθει τη ζημιά στο στήθος μου χρόνια τώρα. Μου την ξερίζωσε την καρδιά μου αυτή η πόλη και οι άνθρωποί της με τα αγαθά συναισθήματα». Αυτός ψάχνει, «μια ζωή που δεν θα ζέχνει αποφάγια τύψεων. Για όσα ήρθαν και όσα δεν ήρθαν».
Η μοναδική του φίλη, ή μάλλον η μοναδική ψυχή που του δίνει κάποια σημασία είναι μια ηλικιωμένη συγγραφέας. Περνά συχνά πυκνά απ’ το μαγαζάκι του, ψωνίζει κάτι, του μιλά για το βαρετό παρόν της και τα περασμένα μεγαλεία. Τη συμπαθεί σχεδόν χωρίς να το θέλει. Μέχρι που κάποια μέρα εξαφανίζεται μυστηριωδώς κι αυτή και τότε μοιάζει να τα χάνει για τα καλά. Για πρώτη φορά στη ζωή του νιώθει τόσο έντονα την ανάγκη για επαφή με κάποιον άλλο άνθρωπο, έτσι καταπίνοντας τις φοβίες του πηγαίνει και της χτυπάει την πόρτα. Αλλά εκείνη δεν του ανοίγει. Κι από μέσα φτάνει στη μύτη του μια αποκρουστική μυρωδιά. Λες; Λες να συνέβηκε το μοιραίο;
Αναστατωμένος αρχίζει να χτυπά τις πόρτες των γειτονικών διαμερισμάτων, αλλά κανείς δεν του απαντά -έχουν μάλλον όλοι φύγει για τις διακοπές του Αυγούστου- μέχρι που φτάνει στην πόρτα του Μάνου και της Ζένιας-Ζωής, μιας κοπέλας που ερωτεύεται με την πρώτη ματιά, μιας γυναίκας που γνωρίζει εκ των προτέρων ότι δεν πρόκειται ποτέ να κατακτήσει. Μαζί ειδοποιούν την αστυνομία, μαζί ξεπερνούν το πρώτο σοκ όταν ανακαλύπτουν ότι το πτώμα που κρύβεται στο διαμέρισμα της γηραιάς κυρίας δεν ανήκει σ’ αυτήν αλλά σ’ ένα παπαγάλο. Και το μυστήριο όλο και μεγαλώνει. Και ο μέσα του κόσμος όλο και πιο πολύ αναστατώνεται. «Πόναγα, άρα ήμουν ζωντανός… Ξεχνάω, άρα δεν υπάρχω», αναλογίζεται λίγο καιρό μετά. Η λήθη τον τρομοκρατεί, τη φοβάται όσο τίποτα άλλο, κι ας έχει ήδη πέσει στο ναρκοπέδιό της. Τώρα αγωνίζεται… «κάθε μέρα να βγω αλώβητος στην άλλη πλευρά μετρώντας, όπως μπορώ, τις μέρες και συνεχίζοντας να σκέφτομαι και να θυμάμαι. Αλλιώς χάθηκα!»
Θα σωθεί λοιπόν ή θα χαθεί; Οι σκέψεις του πάντως κάθε άλλο από φωτεινές είναι: «Όσο ζω, σκοτώνω, με την παρουσία μου», αλλά τουλάχιστον, έστω κι αργά, φτάνει και σε μια χρήσιμη διαπίστωση: «Κάποτε, φαίνεται, πρέπει να σπάσεις χίλια κομμάτια για να ξαναγίνεις ολόκληρος».
Ένα καλογραμμένο βιβλίο που στο τέλος της ανάγνωσης αφήνει μια γλυκόπικρη γεύση πίσω του. Διαφορετικό και αξιόλογο.
No comments:
Post a Comment