Όπως λέει και η μεταφράστρια του βιβλίου, Κλεοπάτρα Ελαιοτριβιάρη, που υπογράφει και το ενημερωτικό επίμετρο: ο Γκουτιέρες είναι ένας από εκείνους τους συγγραφείς που είτε αγαπάει είτε μισά κανείς. Εγώ τον αγαπώ. Για το χιούμορ του, για τον τρόπο γραφής του, για το γεγονός ότι πολλές φορές δε μοιάζει μοναχά να κλείνει το μάτι στον αναγνώστη, αλλά και να του βγάζει τη γλώσσα.
«Η μελαγχολία των λιονταριών» είναι μια συλλογή με μικροϊστορίες ή ιστορίες μπονζάι, όπως τις αποκαλούν κάποιοι. Η μια είναι πιο σύντομη από την άλλη, ενώ κάποιες δεν ξεπερνούν τις τρεις γραμμές. «Μα», θα απορήσετε δικαιολογημένα, «είναι στ’ αλήθεια διηγήματα αυτά;» Η απάντηση είναι ότι, ναι είναι, από τη στιγμή που καταφέρνουν να πουν στον αναγνώστη αυτά που θέλει ο συγγραφέας τους.
«Η αταξία είναι μια μεταμφίεση της τάξης» διαβάζουμε κάπου, και μέσα σ’ αυτήν ακριβώς την αταξία λειτουργεί τέλεια ο συγγραφέας, λέγοντάς μας ιστορίες παράξενες, που σχοινοβατούν ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία. Ιστορίες για μίμους που μικραίνουν στη διάρκεια μιας παράστασης, για ένα σοκολατένιο ποντίκι, το οποίο αρνείται να φάει ο γάτος αφού δεν του αρέσει η γεύση του, για ανθρώπους από πλαστικό, για καρχαρίες που τους σκοτώνουν τη μια μέρα αλλά εμφανίζονται και πάλι την επομένη, για τις μεγάλες στιγμές της ανθρωπότητας που δεν κρατάνε περισσότερο από μία στιγμή, για τη σοδειά από Πεδρίτο χωρίς την οποία δε θα μπορούσε να συνεχίσει να ζει ο συγγραφέας, ενώ μας εξηγεί και τους λόγους που οδηγούν κάποιον στο να αρχίσει να παραλογίζεται.
Αυτό είναι ένα από εκείνα τα βιβλία που καταβροχθίζει κανείς σε μια καθισιά, τα χαίρεται με την ψυχή του, και στα οποία αργά ή γρήγορα επανέρχεται. Ο Γκουτιέρες πού και πού μοιάζει να παριστάνει τον τρελό, κάνει τον αναγνώστη να σκέφτεται: «Μα τι μας λέει ρε ο άνθρωπος;», αλλά μετά χαμογελά, κι αυτό είναι θαρρώ που έχει σημασία.
Ανάμεσα σ’ αυτό το πλήθος των ιστοριών και αποκομμάτων ή στιγμιότυπων δε θα ήταν εύκολο να διαλέξουμε ένα κομμάτι, το οποίο θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «το αγαπημένο μας». Απ’ τα μεγαλύτερα ωστόσο μάς άρεσε ιδιαίτερα «Ο άλλος Χούλιο», του οποίου το σενάριο είναι άκρως εξωφρενικό, αλλά κι αυτά που μιλάνε «Περί Αγγέλων». Τα μικρότερα έως μινιατούρες προσφέρουν πολύ περισσότερες επιλογές, αλλά δε διαθέτουν τίτλους, μια και μάλλον δεν τους χρειάζονται. Επιλέξαμε δύο, τα οποία σας μεταφέρουμε εδώ αυτούσια, απλά και μόνο επειδή… Καλύτερα να τα αφήσουμε να μιλήσουν από μόνα τους:
«Ένας σιαμαίος ακολουθεί τον αδερφό του στο δάσος, αλλά μπερδεύονται παίζοντας ανάμεσα στα δέντρα και μετά κανείς δεν ξέρει ποιος πήγαινε μπροστά για να δείχνει τον δρόμο. Τώρα φοβούνται ότι θα χαθούν. Και έχει αρχίσει ήδη να νυχτώνει».
«Ο αφρός των κυμάτων πάνω στα βράχια, το νερό χλιαρό και γαλάζιο, ο αφρός των βράχων πάνω στα κύματα, το νερό που βράζει, ένας δεινόσαυρος στον ορίζοντα».
Μια ακόμη μικρή ιστορία που ξεχωρίσαμε, για τα χαμόγελα που χαρίζει, είναι η «Ώρα για τσάι», την οποία όμως θα σας αφήσουμε να απολαύσετε διαβάζοντας το βιβλίο.
«Η μελαγχολία των λιονταριών» είναι μια συλλογή διηγημάτων που κάθε άλλο παρά μελαγχολία προκαλεί. Καλογραμμένη, με κοφτή, άμεση γλώσσα, γεμίζει το μυαλό μας με εικόνες από ένα κόσμο αλλιώτικο, πολύχρωμο και σκοτεινό την ίδια ώρα. Η μετάφραση, πιστή στο συγγραφικό όραμα, μοιάζει να χορεύει κι αυτή στους τροπικούς ρυθμούς του Γκουτιέρες.
2 comments:
"Συνάντησα" τον Γκουτιέρες για πρώτη φορά μέσα από αυτή τη σειρά διηγημάτων και ενθουσιάστηκα με τον τρόπο γραφής του! Όντως κάποιες φορές είναι σαν να κλείνει το μάτι στον αναγώστη. Δεν θα μπορούσα να διαλέξω κάποιο από τα διηγήματα ως αγαπημένο μου, από τη στιγμή που καθένα έχει λόγο υπάρξης και ξεχωριστή δυναμική. Με ποιο άλλο βιβλίο του να συνεχίσω;
Σταυρούλα
Καλημέρα Σταυρούλα. Στα μυθιστορήματά του η γλώσσα είναι πιο ωμή. Θυμίζει Μπουκόφσκι αν και πιστεύω ότι είναι καλύτερος συγγραφέας από αυτόν. Νομίζω "Η τριλογία της Αβάνας" προσφέρεται για μία αρχή.
Post a Comment