Η τελευταία φορά που διάβασα κάποιο βιβλίο του Αντρέα Καμιλλέρι ήταν τον Ιούνιο του 1999 στην Κάρπαθο (για κάποιο λόγο θυμάμαι όλα τα βιβλία που διάβασα εκείνο το καλοκαίρι). Τον επισκέπτομαι λοιπόν ξανά μετά από δώδεκα σχεδόν χρόνια και σκέφτομαι πώς ήταν λάθος μου το ότι τον εγκατέλειψα για τόσο καιρό.
Το μυθιστόρημα αυτό το διάβασα μέσα σε τρεις ώρες και το απόλαυσα όσο λίγα άλλα βιβλία αστυνομικής λογοτεχνίας. Τι μού άρεσε περισσότερο σ’ αυτό; Μα, δεν υπήρχε και κάτι που να μη μου αρέσει. Η ταχύτητα της πλοκής, οι έξυπνοι διάλογοι, οι ιδιοτροπίες του Μονταλμπάνο, το χιούμορ του και η τελική ανατροπή, όλα προσθέτουν κάτι στην αναγνωστική απόλαυση. Έχοντας γίνει τα τελευταία χρόνια φανατικός φίλος των αστυνομικών αναγνωσμάτων της αγγλοσαξονικής σχολής, με μια δόση από Ιαπωνία, διαβάζοντας τώρα αυτό το βιβλίο, ένιωσα σα να ανακάλυπτα ένα καινούριο κόσμο – ένα κόσμο όπου το έγκλημα και το χιούμορ μπορούν και βαδίζουν χέρι-χέρι. Αντιγράφω ένα μικρό απόσπασμα, από τα πολλά, που με έκαναν να χαμογελάσω:
Χριστέ μου, τι να ήταν άραγε; Είχε κάνει τατουάζ στον κώλο της; Μήπως ήταν υπερβολικό ακόμη και για χορεύτρια νυχτερινού κέντρου;
«Μπορείτε να μου εξηγήσετε τι είναι;»
«Δεν ξέρετε τι είναι; Θεέ μου, δεν το πιστεύω! Όλοι ξέρουν τι είναι! Τώρα πώς θα σας το εξηγήσω;»
«Προσπαθήστε».
«Λοιπόν… είναι μεγάλη σαν μύγα, πετάει τη νύχτα κι έχει φως».
Κωλοφωτιά!
Ας περάσουμε όμως στο ψαχνό. Ο Μονταλμπάνο δεν είναι και πολύ καλά αυτές τις μέρες. Όλο σκέφτεται τη φίλη του τη Λιβία, που δεν άντεξε και έφυγε και τον παράτησε. Φυσικά εκείνος έφταιγε γι’ αυτό, αφού όλο με τις υποθέσεις του στην αστυνομία ασχολιόταν κι αυτήν την παραμελούσε. Όσο λίγο κι αν την έβλεπε όμως την αγαπούσε πολύ και δεν μπορούσε να φανταστεί τη ζωή του χωρίς αυτήν. Έπρεπε να μιλήσει μαζί της και να την πείσει να επιστρέψει, έπρεπε να προσπαθήσει να αλλάξει για κείνην, ν’ αρχίσει να νοιάζεται περισσότερο, να γίνει πιο συνεπής. Όσο κι αν υποφέρει όμως δεν τολμά να κάνει την πρώτη κίνηση. Αν δεν ήταν κι αυτές οι άτιμες οι υποθέσεις που αναλαμβάνει ίσως και να τον τρέλαιναν οι σκέψεις του. Ή ίσως και να το έχουν κάνει ήδη, αφού όπως εδώ και καιρό ανακάλυψε, κρύβει δυο Μονταλμπάνο μέσα του, που ο ένας του λέει να κάνει αυτό, κι ο άλλος εκείνο. Καθώς ζει αυτό το μικρό προσωπικό του δράμα, μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα υπόθεση φτάνει στα χέρια του. Κάποιος ανακαλύπτει σε μια χωματερή το πτώμα μιας νεαρής ρωσίδας, που στην ωμοπλάτη φέρει ένα τατουάζ, πιστό αντίγραφο μιας σπάνιας πεταλούδας. Ποια είναι αυτή; Τι έκανε για να αξίζει αυτή την τύχη; Ποιοι κρύβονται πίσω από το έγκλημα; Όσο διερευνά την υπόθεση ο καλός ντετέκτιβ, τόσο πληθαίνουν και τα ερωτήματα. Κι όσο πληθαίνουν τα ερωτήματα, τόσο αυξάνονται και οι επεμβάσεις στη δουλειά από τους ανωτέρους του. Όπως φαίνεται οι έρευνές του άγγιξαν κάποια υψηλά ιστάμενα πρόσωπα της ντόπιας κοινωνίας, τα οποία προσπαθούν να του βάλουν τρικλοποδιές, ώστε να μην του επιτρέψουν να φτάσει στη διαλεύκανση του εγκλήματος. Το μόνο που ο Μονταλμπάνο είναι πεισματάρης και έχει και κάποιο πρόβλημα ανυπακοής προς τις διαταγές των ανωτέρων, έτσι δε θα το βάλει κάτω. Θα συνεχίσει να ψάχνει μέχρι να λύσει το γρίφο, αλλά την ίδια ώρα θα ρίξει φως και σε μια υπόθεση απαγωγής, που λίγο έλειψε ν’ αρχίσει να μαζεύει σκόνη στ’ αρχείο.
Αυτό είναι ένα από εκείνα τα μυθιστορήματα που διαβάζονται γρήγορα και ευχάριστα και που προσφέρουν πραγματική απόλαυση όχι μόνο στους φίλους του αστυνομικού βιβλίου, αλλά και σε κάθε φίλο της λογοτεχνίας γενικά.
No comments:
Post a Comment