Συνήθως όταν διαβάζω ένα σωρό θετικές κριτικές σχεδόν ταυτόχρονα για ένα βιβλίο, δεν ξέρω γιατί, αλλά τείνω να το αντιμετωπίζω επιφυλακτικά. Ίσως να φταίει η μόνιμη καχυποψία μου απέναντι στους κριτικούς, ίσως κάτι άλλο. Όπως και νάχει, όταν διάβαζα πέρυσι τα συνεχή σχόλια στις εφημερίδες για το «Ο ήχος του ακάλυπτου» τα θεωρούσα τουλάχιστον υπερβολικά. Και χαίρομαι που έπεσα έξω. Αυτή η συλλογή που περιλαμβάνει «έξι κοινόχρηστες ιστορίες», τις οποίες συνδέει σα νήμα μαγικό ο ακάλυπτος του τίτλου αλλά και δύο ιδιόρρυθμες γειτόνισσες, είναι το καλύτερο ελληνικό βιβλίο που έχει πέσει στα χέρια μου τα τελευταία χρόνια, σε ό,τι αφορά την κατηγορία του διηγήματος. Η Παπαδάκη παρά το νεαρό της ηλικίας της γράφει σαν ένας παλιός μάστορας-παραμυθάς, πειραματίζεται με τη γλώσσα, το χρόνο και τη φόρμα και κλείνει το μάτι στις μεγάλες μαστόρισσες του είδους στη δύση, όπως την Λόρι Μουρ και την Άλις Μάνρο, των οποίων τα διηγήματα, απ’ ό,τι τουλάχιστον γνωρίζω, παραμένουν αμετάφραστα στην Ελλάδα.
Οι ιστορίες μιλούν για τα λάθη και τα πάθη των ανθρώπων, φλερτάρουν με την απώλεια, ζωντανεύουν τραγελαφικές καταστάσεις, προσεγγίζουν με χιούμορ και συμπάθεια κάποιους τραγικούς ήρωες και μερικές όχι και τόσο ευχάριστες καταστάσεις.
Η συλλογή ανοίγει μ’ ένα «Ραντεβού στα τυφλά», στη διάρκεια του οποίου κάποιοι απαγάγουν έναν άντρα στο κέντρο της Αθήνας -μιας πόλης που εγκυμονεί υπερβολή- αφού πιστεύουν ότι στάθηκε μάρτυρας σε μια εγκληματική τους ενέργεια. Το μόνο που είναι τυφλός. Και σαν τέτοιος προσπαθεί να μαντέψει τις εθνικότητες των απαγωγέων του από τις μυρωδιές που αναδίδει ο καθένας. Μυρωδιές που κάποτε θα αναγνωρίσει.
Ο εν λόγω τυφλός ζει στην ίδια πολυκατοικία με τις άσπονδες φίλες Τάδε -σύζυγο του Δείνα- και Μαριλένα, τις οποίες συναντάμε στις «Κοινόχρηστες ιστορίες». Οι δυο τους είναι η διαχειρίστρια και η ταμίας του κτηρίου αντίστοιχα και το μόνο που φαίνεται να της ενδιαφέρει είναι να χώνουν τις μύτες τους στις υποθέσεις των άλλων. Μέχρι που μπαίνει στη ζωή τους ο επιστήμονας κύριος Ποντικάκης ταράζοντας τις ισορροπίες.
Απέναντι ακριβώς από τους πιο πάνω ζει ο συγγραφέας Στράτος, τον οποίο μοιάζει μοναχά να ενδιαφέρει «Η μοναξιά του ακάλυπτου». Α, ναι, και το να παραδώσει έγκαιρα στον εκδότη το νέο του βιβλίο. Πώς να το κάνει όμως αυτό από τη στιγμή που η ζωή του είναι άνω-κάτω; Η φίλη του τον έχει εγκαταλείψει με τον καλύτερό του φίλο, κοιμάται άσκημα, πίνει πολύ, έχει και τα νεύρα του. Καθώς προσπαθεί να συγκεντρωθεί και να γράψει μέσα σε μια αυγουστιάτικη Αθήνα που μοιάζει να φλέγεται, κάνει μια αναδρομή στα παιδικά του καλοκαίρια, τότε που: «Η μαμά ήθελε θάλασσα, ο μπαμπάς βουνό, εγώ πάλι την ησυχία μου», αλλά θυμάται κι ένα παλιό του έρωτα, την Κλοντίν, που κι αυτή τον παράτησε για τον καλύτερο φίλο του εκείνης της εποχής -παρά το ότι δεν εμπιστεύεται τις αναμνήσεις αφού «βουτάνε στο συναίσθημα και θολώνουν την εικόνα»- ένα φίλο που αυτή τη στιγμή, και μετά από μια τυχαία συνάντηση στο διαδίκτυο τον επισκέπτεται. Γραμμένο με πυρετικό θα έλεγα τρόπο αυτό το διήγημα είναι το κορυφαίο της συλλογής.
Το «Με λένε Δήμητρα» είναι η ιστορία μιας νέας γυναίκας που ζει μια μονότονη συνηθισμένη ζωή. Δουλεύει σ’ ένα γραφείο και η κάθε της μέρα είναι ένα αντίγραφο της προηγούμενης και της επόμενης. Τη νηνεμία της ύπαρξής της ωστόσο θα έρθει να διαταράξει μια τυχαία συνάντηση με κάποιον άντρα από το παρελθόν, που θα ξυπνήσει μέσα της τραγικές και μη αναμνήσεις. Θα της θυμίσει ποια ήταν, πως άρχισε και τι έκανε, μέχρι να γίνει… Δήμητρα.
«Σε σαράντα μέρες» έρχονται τα πάνω κάτω στη ζωή του Κώστα. Ο αδελφός του πεθαίνει, κι αφήνει την κορούλα του από τον πρώτο του γάμο ορφανή, η μητέρα του του κάνει τη ζωή ποδήλατο, και τα λεφτά που όλο περιμένει για να πραγματοποιήσει το μεγάλο του όνειρο, να αποκτήσει μια μεγάλη επίπεδη οθόνη τηλεοράσεως, δε μοιάζουν να έρχονται. Φαίνεται συνεχώς να παραπαίει ανάμεσα στη σιωπηλή οργή και την κατάθλιψη. Αλλά, πού θα πάει, αναπόφευκτα κάποτε ο τροχός θα γυρίσει και η τύχη θα του χαμογελάσει κι αυτού. Με ποιο τρόπο; Μ’ αυτόν ακριβώς που περιμένει.
Η Ζωή είναι μια γυναίκα βασανισμένη που δε θέλει να ζει «την παρωδία που της δώσανε για όνομα». Αυτό το καλοκαίρι βρίσκεται με το γιο της στη Χίο και δουλεύουν στο πανδοχείο που τους άφησε ο μακαρίτης σύζυγος και πατέρας. Ο Σωτήρης κάνει όλες σχεδόν τις δουλειές και φροντίζει και τη μητέρα του, η οποία ουσιαστικά το μόνο που επιχειρεί είναι να τα διατηρεί «Όλα σε τάξη». Κάποιες ατυχείς ή ίσως και ευτυχείς συγκυρίες όμως θα τους αναγκάσουν να πουλήσουν το πανδοχείο μισοτιμής και να φύγουν άρον-άρον απ’ το νησί, για να επιστρέψουν στον γνωστό ακάλυπτο. Εκεί που θα δοθούν λύσεις και απαντήσεις σε όλα, ή σχεδόν, τα θέματα με τα οποία καταπιάστηκαν οι πιο πάνω ιστορίες.
Αν είστε φίλοι της καλής ελληνικής λογοτεχνίας σίγουρα θα απολαύσετε αυτό το βιβλίο. Αν σας αρέσουν τα διηγήματα θα το αγαπήσετε από καρδιάς. Είναι απλά, εξαιρετικό!
Tuesday, November 30, 2010
Saturday, November 27, 2010
Σιουσακού Έντο – Σιωπή
Η «Σιωπή» είναι ένα από εκείνα τα μυθιστορήματα που είτε σου αρέσουν είτε όχι – ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία σου. Και είναι ένα από εκείνα τα βιβλία που σηκώνουν διαφορετικές ερμηνείες. Κάποιος θα το αποκαλούσε ύμνο στην πίστη του ανθρώπου στο θεό και κάποιος άλλος αποκάλυψη της αδυναμίας αυτής της πίστης. Ίσως κάποιον να τον ενοχλούσε η θρησκευτικότητά του και τα ερωτήματα που θέτει, και μπορεί κάποιον άλλον να τον εξόργιζαν οι πράξεις του ήρωά του. Αν έπρεπε να περιγράψουμε τη «Σιωπή» με λίγα λόγια θα λέγαμε ότι είναι μια ιστορία που μιλάει για την πίστη και την πτώση.
Όλα αρχίζουν το 1640 όταν δύο πορτογάλοι ιεραπόστολοι αναχωρούν μυστικά για την Ιαπωνία, σε μια προσπάθεια να συμπαρασταθούν στον υπό δίωξη χριστιανικό πληθυσμό της χώρας. Το μακρινό και επίπονό τους ταξίδι θα τους φέρει από τη Λισαβόνα στο Μακάο, από όπου θα ψάξουν να βρουν κάποιο άλλο καράβι για να φτάσουν στον προορισμό τους, αφού η έλευση πορτογαλικών πλοίων στη χώρα του ανατέλλοντος ηλίου έχει απαγορευθεί. Τελικά θα επιβιβαστούν σ’ ένα κινέζικο πλοίο, παρέα μ’ ένα βρώμικο ιάπωνα χριστιανό, που μέλλεται να παίξει σημαντικό ρόλο στη συνέχεια της ιστορίας, και θα καταπλεύσουν -με το φόβο να τους τρώει τα σωθικά- για την εξωτική χώρα των χριστιανικών τους ονείρων.
Όταν τελικά καταφέρουν να φτάσουν εκεί θα εγκατασταθούν σε μια καλύβα πάνω από ένα χωριό, στο οποίο κατοικούν χριστιανοί. Για όσο καιρό θα παραμείνουν εκεί θα κοιμούνται και θα ξυπνούν κάθε μέρα με το φόβο, αφού αν τύχει και συλληφθούν, αν δεν αποκηρύξουν τη θρησκεία τους, τους περιμένει ο θάνατος.
Στην αρχή όλα πηγαίνουν καλά. Οι χωρικοί τους εξασφαλίζουν τα προς το ζην, και τους επισκέπτονται δύο-δύο κάθε μέρα, για να μην κινούν υποψίες, εξομολογούνται τις αμαρτίες τους, ακούνε την κατήχηση και παίρνουν τις ευλογίες των ιερωμένων. Ωστόσο μετά την επίσκεψη τους σ’ ένα μικρό γειτονικό νησί, η τύχη τους θ’ αλλάξει συνταρακτικά. Κάποιος θα τους προδώσει, βάζοντας σε μεγάλους μπελάδες τόσο τους ίδιους, όσο και τους χριστιανούς που μέχρι τότε εξασκούσαν την πίστη τους στα κρυφά. Σαμουράι θα καταφθάσουν απροειδοποίητα στην περιοχή αναζητώντας τους, και από τη στιγμή που αυτοί παραμένουν άφαντοι θα αποφασίσουν να τιμωρήσουν τους χωρικούς για την απείθειά τους. Θα συλλάβουν λοιπόν κάποιους και θα τους υποβάλουν σ’ ένα μαρτυρικό θάνατο, ενώ κάποιους άλλους, που θα αποκηρύξουν την πίστη τους, θα τους αφήσουν να ζήσουν.
Οι δύο ιερωμένοι, μη έχοντας άλλη επιλογή, θα αναχωρήσουν εσπευσμένα, ακολουθώντας διαφορετικούς δρόμους. Ο ένας από αυτούς, και βασικός πρωταγωνιστής του βιβλίου, ο Σεμπαστιάου Ροντρίγκες, καθώς θα περιπλανιέται στις ερημιές της άγνωστης ιαπωνικής φύσης, θ’ απασχολεί το μυαλό του με «βλάσφημα» ερωτήματα του τύπου: γιατί δεν επενέβη ο θεός για να σώσει τους πιστούς του; Και θα σκέφτεται κι εκείνον τον καημένο τον Ιούδα, με φανερή συμπάθεια, αφού θεωρεί ότι υπήρξε θύμα της μοίρας του και τίποτα περισσότερο.
Οι περιπλανήσεις του θα τον οδηγήσουν μακριά, αλλά όχι στην ασφάλεια, αφού κάποτε θα συλληφθεί. Και τότε θα βρεθεί αντιμέτωπος με τους χειρότερους φόβους του: θα αντέξει τα βασανιστήρια και θα μαρτυρήσει στο όνομα του Χριστού ή θ’ αποκηρύξει την πίστη του και θα ζήσει; Η απάντηση δίνεται από τον πρόλογο ουσιαστικά του βιβλίου, τον οποίο υπογράφει ο Μάρτιν Σκορσέζε, έτσι δεν έχουμε κι εμείς κάποιο λόγο να την κρύψουμε. Την παραθέτουμε με τα δικά του λόγια: «…Όποτε προσευχόμουν, το πρόσωπό σου εμφανιζόταν μπροστά μου. Όταν βρισκόμουν ολομόναχος, έβλεπα το πρόσωπό σου να με ευλογεί. Όταν με συνέλαβαν, το πρόσωπό σου, που μου παρουσιάστηκε όπως τότε που σήκωνες το σταυρό σου, μου έδωσε ζωή. Αυτό το πρόσωπο είναι βαθιά χαραγμένο στην ψυχή μου – το ωραιότερο, το πολυτιμότερο πράγμα στον κόσμο ζούσε μέσα στην καρδιά μου. Και τώρα πρόκειται να το ποδοπατήσω μ’ αυτό το πόδι».
Ο αγώνας, η αγωνία και η πτώση. Η ιστορία ενός ανθρώπου που πίστευε ότι μπορούσε να αντέξει τα πάντα, αλλά που πρόδωσε την πίστη του. Ο Ιούδας το έκανε επειδή δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, αυτός από δική του επιλογή. Ποιος είναι ο μεγαλύτερος προδότης;
Ένα βιβλίο κάπως δύσκολο, καλογραμμένο, αλλά όχι υποβλητικό. Όπως διαβάζω κάποιοι το χαρακτηρίζουν σαν το αριστούργημα του Έντο. Είναι; Δεν ξέρω. Το «Ένας υπέροχος τρελός», που ήδη παρουσίασα εδώ μου άρεσε περισσότερο. Όσο για τη μετάφραση, από τη στιγμή που έγινε από τα αγγλικά, δεν μπορούμε να την κρίνουμε. Επισημαίνουμε ωστόσο κάποιες παρατυπίες: Κάπου η Παναγία αναφέρεται σαν Μαρία, ακολουθώντας το αγγλικό κείμενο, ενώ και οι χριστιανικές ημερομηνίες δεν ξέρω κατά πόσο υπήρχαν στο πρωτότυπο, αφού τότε στην Ιαπωνία αυτές καθορίζονταν από τις διάφορες «αυτοκρατορικές» εποχές.
Όλα αρχίζουν το 1640 όταν δύο πορτογάλοι ιεραπόστολοι αναχωρούν μυστικά για την Ιαπωνία, σε μια προσπάθεια να συμπαρασταθούν στον υπό δίωξη χριστιανικό πληθυσμό της χώρας. Το μακρινό και επίπονό τους ταξίδι θα τους φέρει από τη Λισαβόνα στο Μακάο, από όπου θα ψάξουν να βρουν κάποιο άλλο καράβι για να φτάσουν στον προορισμό τους, αφού η έλευση πορτογαλικών πλοίων στη χώρα του ανατέλλοντος ηλίου έχει απαγορευθεί. Τελικά θα επιβιβαστούν σ’ ένα κινέζικο πλοίο, παρέα μ’ ένα βρώμικο ιάπωνα χριστιανό, που μέλλεται να παίξει σημαντικό ρόλο στη συνέχεια της ιστορίας, και θα καταπλεύσουν -με το φόβο να τους τρώει τα σωθικά- για την εξωτική χώρα των χριστιανικών τους ονείρων.
Όταν τελικά καταφέρουν να φτάσουν εκεί θα εγκατασταθούν σε μια καλύβα πάνω από ένα χωριό, στο οποίο κατοικούν χριστιανοί. Για όσο καιρό θα παραμείνουν εκεί θα κοιμούνται και θα ξυπνούν κάθε μέρα με το φόβο, αφού αν τύχει και συλληφθούν, αν δεν αποκηρύξουν τη θρησκεία τους, τους περιμένει ο θάνατος.
Στην αρχή όλα πηγαίνουν καλά. Οι χωρικοί τους εξασφαλίζουν τα προς το ζην, και τους επισκέπτονται δύο-δύο κάθε μέρα, για να μην κινούν υποψίες, εξομολογούνται τις αμαρτίες τους, ακούνε την κατήχηση και παίρνουν τις ευλογίες των ιερωμένων. Ωστόσο μετά την επίσκεψη τους σ’ ένα μικρό γειτονικό νησί, η τύχη τους θ’ αλλάξει συνταρακτικά. Κάποιος θα τους προδώσει, βάζοντας σε μεγάλους μπελάδες τόσο τους ίδιους, όσο και τους χριστιανούς που μέχρι τότε εξασκούσαν την πίστη τους στα κρυφά. Σαμουράι θα καταφθάσουν απροειδοποίητα στην περιοχή αναζητώντας τους, και από τη στιγμή που αυτοί παραμένουν άφαντοι θα αποφασίσουν να τιμωρήσουν τους χωρικούς για την απείθειά τους. Θα συλλάβουν λοιπόν κάποιους και θα τους υποβάλουν σ’ ένα μαρτυρικό θάνατο, ενώ κάποιους άλλους, που θα αποκηρύξουν την πίστη τους, θα τους αφήσουν να ζήσουν.
Οι δύο ιερωμένοι, μη έχοντας άλλη επιλογή, θα αναχωρήσουν εσπευσμένα, ακολουθώντας διαφορετικούς δρόμους. Ο ένας από αυτούς, και βασικός πρωταγωνιστής του βιβλίου, ο Σεμπαστιάου Ροντρίγκες, καθώς θα περιπλανιέται στις ερημιές της άγνωστης ιαπωνικής φύσης, θ’ απασχολεί το μυαλό του με «βλάσφημα» ερωτήματα του τύπου: γιατί δεν επενέβη ο θεός για να σώσει τους πιστούς του; Και θα σκέφτεται κι εκείνον τον καημένο τον Ιούδα, με φανερή συμπάθεια, αφού θεωρεί ότι υπήρξε θύμα της μοίρας του και τίποτα περισσότερο.
Οι περιπλανήσεις του θα τον οδηγήσουν μακριά, αλλά όχι στην ασφάλεια, αφού κάποτε θα συλληφθεί. Και τότε θα βρεθεί αντιμέτωπος με τους χειρότερους φόβους του: θα αντέξει τα βασανιστήρια και θα μαρτυρήσει στο όνομα του Χριστού ή θ’ αποκηρύξει την πίστη του και θα ζήσει; Η απάντηση δίνεται από τον πρόλογο ουσιαστικά του βιβλίου, τον οποίο υπογράφει ο Μάρτιν Σκορσέζε, έτσι δεν έχουμε κι εμείς κάποιο λόγο να την κρύψουμε. Την παραθέτουμε με τα δικά του λόγια: «…Όποτε προσευχόμουν, το πρόσωπό σου εμφανιζόταν μπροστά μου. Όταν βρισκόμουν ολομόναχος, έβλεπα το πρόσωπό σου να με ευλογεί. Όταν με συνέλαβαν, το πρόσωπό σου, που μου παρουσιάστηκε όπως τότε που σήκωνες το σταυρό σου, μου έδωσε ζωή. Αυτό το πρόσωπο είναι βαθιά χαραγμένο στην ψυχή μου – το ωραιότερο, το πολυτιμότερο πράγμα στον κόσμο ζούσε μέσα στην καρδιά μου. Και τώρα πρόκειται να το ποδοπατήσω μ’ αυτό το πόδι».
Ο αγώνας, η αγωνία και η πτώση. Η ιστορία ενός ανθρώπου που πίστευε ότι μπορούσε να αντέξει τα πάντα, αλλά που πρόδωσε την πίστη του. Ο Ιούδας το έκανε επειδή δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, αυτός από δική του επιλογή. Ποιος είναι ο μεγαλύτερος προδότης;
Ένα βιβλίο κάπως δύσκολο, καλογραμμένο, αλλά όχι υποβλητικό. Όπως διαβάζω κάποιοι το χαρακτηρίζουν σαν το αριστούργημα του Έντο. Είναι; Δεν ξέρω. Το «Ένας υπέροχος τρελός», που ήδη παρουσίασα εδώ μου άρεσε περισσότερο. Όσο για τη μετάφραση, από τη στιγμή που έγινε από τα αγγλικά, δεν μπορούμε να την κρίνουμε. Επισημαίνουμε ωστόσο κάποιες παρατυπίες: Κάπου η Παναγία αναφέρεται σαν Μαρία, ακολουθώντας το αγγλικό κείμενο, ενώ και οι χριστιανικές ημερομηνίες δεν ξέρω κατά πόσο υπήρχαν στο πρωτότυπο, αφού τότε στην Ιαπωνία αυτές καθορίζονταν από τις διάφορες «αυτοκρατορικές» εποχές.
Tuesday, November 23, 2010
Κωστής Γκιμοσούλης – το φάντασμά της
Πάνε χρόνια απ’ την τελευταία φορά που διάβασα Γκιμοσούλη, από τότε που κυκλοφόρησε το εξαιρετικό «Βρέχει φως» για και με τη Μαρία Πολυδούρη, και μπορώ να πω, με μια δόση ικανοποίησης, ότι δεν άλλαξε. Τι εννοώ; Ότι ο Γκιμοσούλης είναι ένας από εκείνους τους συγγραφείς των οποίων μου αρέσει να διαβάζω βιβλία κάθε τόσο ξανά και που μου προσφέρουν πάντα την ίδια χαρά: για τη λυρική τους πού και πού γραφή, για τα θέματά τους, για την ελευθερία που αποπνέουν. Κάποιες φορές δεν υπάρχει λόγος να αλλάζει η επιτυχημένη συνταγή κι αυτό το βιβλίο το αποδεικνύει.
«το φάντασμά της» είναι μια ιστορία έρωτα και μια ιστορία φυγής μ’ ένα μικρό άγγιγμα από το μεταφυσικό στοιχείο. Είναι η ιστορία κάποιου που αφήνει την πόλη και πιάνει τα βουνά με τη μοτοσικλέτα του, για να ξεφύγει από τα προσωπικά του φαντάσματα, κάποιου που πιστεύει ότι «η πραγματικότητα είναι μια παραζάλη» και πως «τίποτα δεν πρέπει εκτός από όσα επιτάσσει η ανάγκη». Ενός ελεύθερου πνεύματος, το οποίο ωστόσο μοιάζει να τα έχει χαμένα. Θα του δώσει η φυγή τις απαντήσεις που αναζητά ή θα του προσφέρει νέα ερωτήματα στο πιάτο;
Σ’ αυτή την ιστορία οι νεκροί με τους ζωντανούς μοιάζουν να συνυπάρχουν αρμονικά. Τα φαντάσματα περιφέρονται από δω κι από κει, συνομιλούν με τους ανθρώπους και τους επιβάλλουν χωρίς πίεση τα θέλω τους, αφού οι τελευταίοι νιώθουν ότι από τη στιγμή που δεν έχουν τίποτα να χάσουν, μπορούν να δοκιμάσουν τα πάντα. Εξάλλου κι αυτή η ελευθερία που όλοι τους μοιάζουν να αποζητούν τι είναι; «Είναι ένα άπιαστο πουλί που φτερουγίζει μέσα σου. Όλο απλώνεις το χέρι να το πιάσεις κι εκείνο ανοίγει τα φτερά και πετάει παραπέρα».
Ένας άντρας και μια γυναίκα λοιπόν συναντώνται, μιλάνε, αδειάζουν το μέσα τους, κάνουν έρωτα, ταξιδεύουν, φιλοσοφούν και μοιράζονται τους φόβους τους, αν και «το μόνο που οφείλει να μας τρομάζει είναι ο ψεύτικος εαυτός μας». Ακροβατούν ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία, το χθες που τους στοιχειώνει και το αύριο που ξεπροβάλλει αβέβαιο στον ορίζοντα. Πού θα τους οδηγήσει αυτή η σχέση; Θα τους πάει κάπου ή θα τους αφήσει μοναχούς να παραδέρνουν στις ερημιές της ύπαρξης; Οι απαντήσεις θα δοθούν στο τέλος, αλλά μέχρι τότε ο αναγνώστης θα έχει απολαύσει το ταξίδι, θα έχει συμμεριστεί την αμίλητη άποψη του αφηγητή ότι, όλοι χρειαζόμαστε κάποιον στον οποίο να μιλάμε, αλλά και να τον ακούμε, θα μοιραστεί μαζί του την αποκάλυψη μιας όμορφης, νωχελικής, γεμάτης έρωτα και σιωπής, αλλά και ξέχειλης από ουσία μικρής ζωής.
Ένα βιβλίο σαν ερωτική μπαλάντα.
«το φάντασμά της» είναι μια ιστορία έρωτα και μια ιστορία φυγής μ’ ένα μικρό άγγιγμα από το μεταφυσικό στοιχείο. Είναι η ιστορία κάποιου που αφήνει την πόλη και πιάνει τα βουνά με τη μοτοσικλέτα του, για να ξεφύγει από τα προσωπικά του φαντάσματα, κάποιου που πιστεύει ότι «η πραγματικότητα είναι μια παραζάλη» και πως «τίποτα δεν πρέπει εκτός από όσα επιτάσσει η ανάγκη». Ενός ελεύθερου πνεύματος, το οποίο ωστόσο μοιάζει να τα έχει χαμένα. Θα του δώσει η φυγή τις απαντήσεις που αναζητά ή θα του προσφέρει νέα ερωτήματα στο πιάτο;
Σ’ αυτή την ιστορία οι νεκροί με τους ζωντανούς μοιάζουν να συνυπάρχουν αρμονικά. Τα φαντάσματα περιφέρονται από δω κι από κει, συνομιλούν με τους ανθρώπους και τους επιβάλλουν χωρίς πίεση τα θέλω τους, αφού οι τελευταίοι νιώθουν ότι από τη στιγμή που δεν έχουν τίποτα να χάσουν, μπορούν να δοκιμάσουν τα πάντα. Εξάλλου κι αυτή η ελευθερία που όλοι τους μοιάζουν να αποζητούν τι είναι; «Είναι ένα άπιαστο πουλί που φτερουγίζει μέσα σου. Όλο απλώνεις το χέρι να το πιάσεις κι εκείνο ανοίγει τα φτερά και πετάει παραπέρα».
Ένας άντρας και μια γυναίκα λοιπόν συναντώνται, μιλάνε, αδειάζουν το μέσα τους, κάνουν έρωτα, ταξιδεύουν, φιλοσοφούν και μοιράζονται τους φόβους τους, αν και «το μόνο που οφείλει να μας τρομάζει είναι ο ψεύτικος εαυτός μας». Ακροβατούν ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία, το χθες που τους στοιχειώνει και το αύριο που ξεπροβάλλει αβέβαιο στον ορίζοντα. Πού θα τους οδηγήσει αυτή η σχέση; Θα τους πάει κάπου ή θα τους αφήσει μοναχούς να παραδέρνουν στις ερημιές της ύπαρξης; Οι απαντήσεις θα δοθούν στο τέλος, αλλά μέχρι τότε ο αναγνώστης θα έχει απολαύσει το ταξίδι, θα έχει συμμεριστεί την αμίλητη άποψη του αφηγητή ότι, όλοι χρειαζόμαστε κάποιον στον οποίο να μιλάμε, αλλά και να τον ακούμε, θα μοιραστεί μαζί του την αποκάλυψη μιας όμορφης, νωχελικής, γεμάτης έρωτα και σιωπής, αλλά και ξέχειλης από ουσία μικρής ζωής.
Ένα βιβλίο σαν ερωτική μπαλάντα.
Saturday, November 20, 2010
Κενζαμπούρο Όε – Η σιωπηλή κραυγή
Πιο κατάλληλος τίτλος γι’ αυτό το βιβλίο δε θα μπορούσε να βρεθεί. Το μόνο που εδώ δεν ακούγεται μία σιωπηλή κραυγή, αλλά πολλές. Η κραυγή του Μίτσου και του Τακάσι, που επιστρέφουν για πρώτη φορά μετά από χρόνια πολλά στο χωριό που γεννήθηκαν, ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Η κραυγή της Νατσούμι, γυναίκας του πρώτου, που από τότε που γέννησε ένα παραμορφωμένο μωρό, έχει χάσει κάθε ερωτική ορμή, και απλά δε ζει: επιβιώνει πίνοντας μέρα και νύχτα ουίσκι. Οι κραυγές των Χόσι και Μομόκο, ακόλουθων ουσιαστικά του Τακάσι, που τους συνοδεύουν, ψάχνοντας ένα νέο ξεκίνημα στη ζωή. Και τέλος, οι κραυγές των κατοίκων του χωριού που αργοπεθαίνει – θύμα του Αυτοκράτορα των σουπερμάρκετ και ενός Δάσους που μοιάζει να κρύβει πολλά μυστικά στις σκιές του.
Το βιβλίο αυτό θυμίζει κωμωδία και τραγωδία την ίδια ώρα. Μας περιγράφει τον ανθρώπινο πόνο και τον περιγελά, μας μιλά για τα ανθρώπινα πάθη και τα χλευάζει. Είναι σα να μας λέει ότι οι ήρωές του έτσι όπως ακριβώς έστρωσαν θα κοιμηθούν. Και όλοι είναι με τον τρόπο τους ήρωες τραγικοί. Ο μονόφθαλμος Μίτσου, του οποίου ο καλύτερος φίλος αυτοκτονεί μ’ ένα παράδοξο και, όπως και να το κάνει κανείς, αστείο τρόπο, και που δε μοιάζει ικανός για τίποτα το ουσιαστικό. Ο Τακάσι, που κρύβει ένα φοβερό μυστικό, το οποίο τον σπρώχνει να αναζητεί ξανά και ξανά την τιμωρία, και που επιστρέφοντας από την Αμερική δε μοιάζει να έχει βρει ακόμη την εξιλέωση, με αποτέλεσμα να ζει τη ζωή στα άκρα. Η Νατσούμι που είναι μια γυναίκα πόνος, μέσα της νεκρή, και που φαίνεται να εξακολουθεί να αναπνέει μόνο από συνήθεια. Οι Χόσι και η Μομόκο, που η τυφλή πίστη τους σε μια επανάσταση θα τους χαράξει ανεξίτηλα τα σώματα και τις ψυχές.
Γύρω απ’ αυτούς περιστρέφονται αρκετοί άλλοι ιδιόρρυθμοι χαρακτήρες, που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αφήνουν το στίγμα τους στην ιστορία: φαντάσματα από το παρελθόν, ο τρελός του χωριού, ένας λαϊκιστής ιερωμένος, ο αυτοκράτορας των σουπερμάρκετ, η πιο χοντρή γυναίκα της Ιαπωνίας και άλλοι πολλοί.
Ο Όε, φτιάχνοντας ένα σουρεαλιστικό σκηνικό μοιάζει να θέλει να μας μιλήσει για την κωμικό-τραγωδία της πραγματικής ζωής. Τα μυστικά, τα ψέματα, τα μεγάλα λόγια και οι ακόμη μεγαλύτερες διαψεύσεις, οι δυνάμεις και οι αδυναμίες μας – όλα αυτά μας ορίζουν.
«Ο θάνατος κόβει απότομα το στημόνι της κατανόησης. Υπάρχουν πράγματα που ποτέ δεν τα μαθαίνουν αυτοί που επιβιώνουν». Αυτά ακριβώς είναι τα πράγματα που στοιχειώνουν τις ζωές των ηρώων μας. Ο θάνατος τους δίνει χαστούκια ξανά και ξανά, κι αυτοί απλά προσπαθούν να καταλάβουν το γιατί, αφού το «τωρινό (τους) εγώ είχε χάσει την πραγματική του ταυτότητα».
Την ταυτότητά τους λοιπόν προσπαθούν να βρουν όλοι, μ’ εξαίρεση τον Τακάσι: αυτός θέλει να τη χάσει. Κι αυτός ίσως να είναι ο πιο τραγικός απ’ όλους, αφού στη ζωή του τα έκανε όλα λάθος. Αλλά αντί ν’ αλλάξει ζωή, επιμένει να τρέχει συστηματικά προς το τέρμα της. Όλα τον οδηγούν εκεί. Όλες οι σκέψεις και οι πράξεις του. Του θολώνει το μυαλό το σκληρό περίβλημα με το οποίο έχει ντύσει τις ενοχές του. Η ψυχή του δεν είναι μέσα στο σκοτάδι, το έχει ξεπεράσει. Γι’ αυτό και η πτώση του όταν έρθει θα μοιάζει πια σα σωτηρία.
Ένα σκληρό βιβλίο, ωμά ρεαλιστικό, που απλά μιλά για την ανθρώπινη κατάσταση. Διαβάζεται γρήγορα, μα όχι και τόσο ευχάριστα, και στο τέλος αφήνει μια πικρή γεύση στο στόμα του αναγνώστη.
Το βιβλίο αυτό θυμίζει κωμωδία και τραγωδία την ίδια ώρα. Μας περιγράφει τον ανθρώπινο πόνο και τον περιγελά, μας μιλά για τα ανθρώπινα πάθη και τα χλευάζει. Είναι σα να μας λέει ότι οι ήρωές του έτσι όπως ακριβώς έστρωσαν θα κοιμηθούν. Και όλοι είναι με τον τρόπο τους ήρωες τραγικοί. Ο μονόφθαλμος Μίτσου, του οποίου ο καλύτερος φίλος αυτοκτονεί μ’ ένα παράδοξο και, όπως και να το κάνει κανείς, αστείο τρόπο, και που δε μοιάζει ικανός για τίποτα το ουσιαστικό. Ο Τακάσι, που κρύβει ένα φοβερό μυστικό, το οποίο τον σπρώχνει να αναζητεί ξανά και ξανά την τιμωρία, και που επιστρέφοντας από την Αμερική δε μοιάζει να έχει βρει ακόμη την εξιλέωση, με αποτέλεσμα να ζει τη ζωή στα άκρα. Η Νατσούμι που είναι μια γυναίκα πόνος, μέσα της νεκρή, και που φαίνεται να εξακολουθεί να αναπνέει μόνο από συνήθεια. Οι Χόσι και η Μομόκο, που η τυφλή πίστη τους σε μια επανάσταση θα τους χαράξει ανεξίτηλα τα σώματα και τις ψυχές.
Γύρω απ’ αυτούς περιστρέφονται αρκετοί άλλοι ιδιόρρυθμοι χαρακτήρες, που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αφήνουν το στίγμα τους στην ιστορία: φαντάσματα από το παρελθόν, ο τρελός του χωριού, ένας λαϊκιστής ιερωμένος, ο αυτοκράτορας των σουπερμάρκετ, η πιο χοντρή γυναίκα της Ιαπωνίας και άλλοι πολλοί.
Ο Όε, φτιάχνοντας ένα σουρεαλιστικό σκηνικό μοιάζει να θέλει να μας μιλήσει για την κωμικό-τραγωδία της πραγματικής ζωής. Τα μυστικά, τα ψέματα, τα μεγάλα λόγια και οι ακόμη μεγαλύτερες διαψεύσεις, οι δυνάμεις και οι αδυναμίες μας – όλα αυτά μας ορίζουν.
«Ο θάνατος κόβει απότομα το στημόνι της κατανόησης. Υπάρχουν πράγματα που ποτέ δεν τα μαθαίνουν αυτοί που επιβιώνουν». Αυτά ακριβώς είναι τα πράγματα που στοιχειώνουν τις ζωές των ηρώων μας. Ο θάνατος τους δίνει χαστούκια ξανά και ξανά, κι αυτοί απλά προσπαθούν να καταλάβουν το γιατί, αφού το «τωρινό (τους) εγώ είχε χάσει την πραγματική του ταυτότητα».
Την ταυτότητά τους λοιπόν προσπαθούν να βρουν όλοι, μ’ εξαίρεση τον Τακάσι: αυτός θέλει να τη χάσει. Κι αυτός ίσως να είναι ο πιο τραγικός απ’ όλους, αφού στη ζωή του τα έκανε όλα λάθος. Αλλά αντί ν’ αλλάξει ζωή, επιμένει να τρέχει συστηματικά προς το τέρμα της. Όλα τον οδηγούν εκεί. Όλες οι σκέψεις και οι πράξεις του. Του θολώνει το μυαλό το σκληρό περίβλημα με το οποίο έχει ντύσει τις ενοχές του. Η ψυχή του δεν είναι μέσα στο σκοτάδι, το έχει ξεπεράσει. Γι’ αυτό και η πτώση του όταν έρθει θα μοιάζει πια σα σωτηρία.
Ένα σκληρό βιβλίο, ωμά ρεαλιστικό, που απλά μιλά για την ανθρώπινη κατάσταση. Διαβάζεται γρήγορα, μα όχι και τόσο ευχάριστα, και στο τέλος αφήνει μια πικρή γεύση στο στόμα του αναγνώστη.
Tuesday, November 16, 2010
Αλέξης Σταμάτης – Οδός Θησέως
«Ο Στέφανος δεν ήταν από εκείνα τα παιδιά που διασκεδάζουν παίζοντας με τα παιχνίδια τους. Ήταν από εκείνα που τα χαλάνε για να δουν τι γίνεται μέσα…»
Αυτός είναι ο ήρωας του μυθιστορήματος του Αλέξη Σταμάτη «Οδός Θησέως», που πρωτοκυκλοφόρησε το 2003.
Πού και πού μου αρέσει να παρακολουθώ την πορεία κάποιων συγγραφέων ταξιδεύοντας από το παρόν προς το παρελθόν. Κάποιες φορές απογοητεύομαι από τα παλαιότερά τους γραπτά και κάποιες όχι. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ισχύει το δεύτερο.
Όλα αρχίζουν με μια εξαφάνιση – αγαπημένο θέμα του συγγραφέα. Η Ελένη, η φίλη του Στέφανου, εξαφανίζεται από προσώπου γης εντελώς στα ξαφνικά, χωρίς να αφήσει πίσω της σημείο ζωής. Κι αυτό ανατρέπει τη συγυρισμένη, ορθολογικά δομημένη καθημερινότητα του ήρωα. Αυτός έχει συνηθίσει να ζει σε ένα κόσμο όπου οι μόνες συγκινήσεις που μπορεί να νιώσει είναι αυτές που του προσφέρει η τεχνολογία. Μέχρι που συναντά την Ελένη, κι αυτός ακόμη ο έρωτας του διαφεύγει – είναι μια αφηρημένη ιδέα την οποία δεν μπορεί να επεξεργαστεί. Η Ελένη μοιάζει να ήρθε για να του αλλάξει λίγο τις συνήθειες, να τον κάνει πιο ανθρώπινο, να προσθέσει κάποια νέα στοιχεία στην προσωπικότητά του. Η εξαφάνισή της, τον κάνει να αντιληφθεί πόσο πραγματικά την έχει ανάγκη. Και πόσο του λείπει. Πρέπει να κάνει κάτι για να τη βρει, δεν μπορεί να την αφήσει να του ξεφύγει. Επιδίδεται λοιπόν σε μια μικρή έρευνα, που αρχικά αποδεικνύεται μάταια. Κανείς δεν ξέρει που πήγε και γιατί. Ούτε ακόμη και ο πατέρας του στην εταιρεία του οποίου εργαζόταν.
Ο Στέφανος, που υπολόγιζε να ξοδέψει την άδειά του χαλαρά και άνετα, τώρα συλλαμβάνει τον εαυτό του ανίκανο να ηρεμήσει έστω και για μία στιγμή. Νιώθει ότι η ζωή του δε θα είναι ποτέ η ίδια χωρίς εκείνη. Η ανακάλυψή της ή έστω η λύση του μυστηρίου της εξαφάνισης του γίνεται έμμονη ιδέα. Τι να κάνει όμως; Τη λύση του τη δίνει μία άγνωστη γυναίκα, που επικοινωνεί μαζί του ηλεκτρονικά. Του λέει ότι θέλει να τον βοηθήσει, αλλά για να γίνει αυτό πρέπει να ακολουθήσει πιστά τις οδηγίες της. Εκείνος, με μισή καρδιά και μη έχοντας άλλη επιλογή, δέχεται. Και τότε αρχίζει το ταξίδι. Ένα ταξίδι δύο σχεδόν εβδομάδων που θα τον ταξιδέψει στο Λονδίνο του χθες και την Αθήνα του σήμερα, αλλά και σε κάποιες ερημιές όπου ζει ένας ιδιόρρυθμος μοναχός. Ένα ταξίδι που θα του ανοίξει τα μάτια σε αλήθειες τρομακτικές και που θα τον φέρει πρόσωπο με πρόσωπο με το θάνατο. Ένα ταξίδι λυτρωτικό και οδυνηρό την ίδια ώρα.
Ο συγγραφέας με αφορμή την απαγωγή μας μιλά για τις ψυχές των ανθρώπων και τα σκοτάδια που αυτές κρύβουν μέσα τους και μοιάζει να μας λέει ότι κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από το παρελθόν, αλλά τουλάχιστον μπορεί να προσπαθήσει να χαρεί όσο περισσότερο γίνεται το παρόν. Η ζωή περνάει και χάνεται και μαζί της φεύγουν και οι χαρές μας. Τι αξία έχουν τα υλικά αγαθά, η καριέρα, η φήμη, αν δεν μπορούμε να απολαύσουμε τη στιγμή, να νιώσουμε το ιερό ρίγος της αγάπης;
Ένα ακόμη καλογραμμένο μυθιστόρημα που διαβάζεται εύκολα και γρήγορα σαν θρίλερ, αλλά και σαν ένα οδοιπορικό προς την αυτογνωσία.
Αυτός είναι ο ήρωας του μυθιστορήματος του Αλέξη Σταμάτη «Οδός Θησέως», που πρωτοκυκλοφόρησε το 2003.
Πού και πού μου αρέσει να παρακολουθώ την πορεία κάποιων συγγραφέων ταξιδεύοντας από το παρόν προς το παρελθόν. Κάποιες φορές απογοητεύομαι από τα παλαιότερά τους γραπτά και κάποιες όχι. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ισχύει το δεύτερο.
Όλα αρχίζουν με μια εξαφάνιση – αγαπημένο θέμα του συγγραφέα. Η Ελένη, η φίλη του Στέφανου, εξαφανίζεται από προσώπου γης εντελώς στα ξαφνικά, χωρίς να αφήσει πίσω της σημείο ζωής. Κι αυτό ανατρέπει τη συγυρισμένη, ορθολογικά δομημένη καθημερινότητα του ήρωα. Αυτός έχει συνηθίσει να ζει σε ένα κόσμο όπου οι μόνες συγκινήσεις που μπορεί να νιώσει είναι αυτές που του προσφέρει η τεχνολογία. Μέχρι που συναντά την Ελένη, κι αυτός ακόμη ο έρωτας του διαφεύγει – είναι μια αφηρημένη ιδέα την οποία δεν μπορεί να επεξεργαστεί. Η Ελένη μοιάζει να ήρθε για να του αλλάξει λίγο τις συνήθειες, να τον κάνει πιο ανθρώπινο, να προσθέσει κάποια νέα στοιχεία στην προσωπικότητά του. Η εξαφάνισή της, τον κάνει να αντιληφθεί πόσο πραγματικά την έχει ανάγκη. Και πόσο του λείπει. Πρέπει να κάνει κάτι για να τη βρει, δεν μπορεί να την αφήσει να του ξεφύγει. Επιδίδεται λοιπόν σε μια μικρή έρευνα, που αρχικά αποδεικνύεται μάταια. Κανείς δεν ξέρει που πήγε και γιατί. Ούτε ακόμη και ο πατέρας του στην εταιρεία του οποίου εργαζόταν.
Ο Στέφανος, που υπολόγιζε να ξοδέψει την άδειά του χαλαρά και άνετα, τώρα συλλαμβάνει τον εαυτό του ανίκανο να ηρεμήσει έστω και για μία στιγμή. Νιώθει ότι η ζωή του δε θα είναι ποτέ η ίδια χωρίς εκείνη. Η ανακάλυψή της ή έστω η λύση του μυστηρίου της εξαφάνισης του γίνεται έμμονη ιδέα. Τι να κάνει όμως; Τη λύση του τη δίνει μία άγνωστη γυναίκα, που επικοινωνεί μαζί του ηλεκτρονικά. Του λέει ότι θέλει να τον βοηθήσει, αλλά για να γίνει αυτό πρέπει να ακολουθήσει πιστά τις οδηγίες της. Εκείνος, με μισή καρδιά και μη έχοντας άλλη επιλογή, δέχεται. Και τότε αρχίζει το ταξίδι. Ένα ταξίδι δύο σχεδόν εβδομάδων που θα τον ταξιδέψει στο Λονδίνο του χθες και την Αθήνα του σήμερα, αλλά και σε κάποιες ερημιές όπου ζει ένας ιδιόρρυθμος μοναχός. Ένα ταξίδι που θα του ανοίξει τα μάτια σε αλήθειες τρομακτικές και που θα τον φέρει πρόσωπο με πρόσωπο με το θάνατο. Ένα ταξίδι λυτρωτικό και οδυνηρό την ίδια ώρα.
Ο συγγραφέας με αφορμή την απαγωγή μας μιλά για τις ψυχές των ανθρώπων και τα σκοτάδια που αυτές κρύβουν μέσα τους και μοιάζει να μας λέει ότι κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από το παρελθόν, αλλά τουλάχιστον μπορεί να προσπαθήσει να χαρεί όσο περισσότερο γίνεται το παρόν. Η ζωή περνάει και χάνεται και μαζί της φεύγουν και οι χαρές μας. Τι αξία έχουν τα υλικά αγαθά, η καριέρα, η φήμη, αν δεν μπορούμε να απολαύσουμε τη στιγμή, να νιώσουμε το ιερό ρίγος της αγάπης;
Ένα ακόμη καλογραμμένο μυθιστόρημα που διαβάζεται εύκολα και γρήγορα σαν θρίλερ, αλλά και σαν ένα οδοιπορικό προς την αυτογνωσία.
Saturday, November 13, 2010
Yoko Ogawa – Ξενοδοχείο Ίρις
«Όσο πιο άσχημη είναι η σάρκα που υπηρετώ τόσο το καλύτερο. Μ’ αυτόν τον τρόπο μπορώ να νιώθω εντελώς αξιοθρήνητη. Όταν βιαιοπραγούν επάνω μου, όταν καταλήγω να γίνω ένα κομμάτι ωμό κρέας, τότε επιτέλους από τα βάθη μου αναβλύζει η ηδονή καθαρή».
Τα πιο πάνω τα λέει η πρωταγωνίστρια σ’ αυτή την ιστορία, η έφηβη Μάρι. Και είναι μια πρωταγωνίστρια ασυνήθιστη, μια και δε μοιάζει σε τίποτα με τις άλλες γυναίκες που «γνώρισα» στα υπόλοιπα βιβλία της Ογκάουα. Στο μόνο που τις θυμίζει είναι το ότι είναι κι αυτή λυπημένη, ή ίσως και παρατημένη. Εδώ συναντάμε μια νέα γυναίκα, απογοητευμένη από τη ζωή της, που κυλά ακύμαντη, σε μια τρομακτική επανάληψη. Μια νέα που θέλει να νιώσει γυναίκα και ν’ ανακαλύψει τον κόσμο εκεί έξω. Μια νέα που είναι αιχμάλωτη στον κόσμο της μάνας της – τον κόσμο του ξενοδοχείου Ίρις.
Η συγγραφέας μας περιγράφει τη σταδιακή μεταμόρφωση ενός αθώου κοριτσιού σ’ ένα ατίθασο και άγριο νέο πλάσμα, ένα πλάσμα που επιθυμεί την ελευθερία από τα κοινωνικά δεσμά, αλλά και τη σκλαβιά ενός άντρα αφέντη, που θα την κάνει το ερωτικό του παιχνιδάκι – που θα την αναγκάσει, με τον τρόπο του, να μάθει να αναζητά την ευχαρίστηση στο σαδομαζοχιστικό σεξ, την ικανοποίηση στον πόνο.
Η Μάρι θα βρει στο πρόσωπο του ηλικιωμένου εραστή της και βασανιστή, τη λύτρωση από τη ρουτίνα, και μέσα από τη σχέση της μ’ αυτόν θα πάρει και την εκδίκησή της από τη μητέρα της, αυτήν που πέρα από τη φροντίδα των μαλλιών της δεν μοιάζει να την νοιάζεται καθόλου. Μέσα από τον σωματικό πόνο θα γνωρίσει την ηδονή, μέσα από τη μικρή της επανάσταση θα αποκτήσει τη δική της φωνή: «Η χαριτωμένη σου Μάρι ξεθώριασε κι έγινε το πιο άσχημο πλάσμα της γης, ψιθύρισα στα βάθη της ψυχής μου».
Στο Ξενοδοχείο Ίρις η Ογκάουα μοιάζει να θέλει να μας μιλήσει για τα σκοτάδια της ψυχής, φαίνεται να θέλει να μας πει ότι ο καθένας μας είναι, είτε το καταλαβαίνει είτε όχι, έτοιμος για όλα. Για όλα τα χειρότερα. Κάποιοι τα τολμούν και βρίσκουν έστω και στην οδύνη τη χαρά, κάποιοι άλλοι συνεχίζουν επ’ αόριστον ν’ ανακυκλώνουν τα αδιέξοδά τους. Η Μάρι είναι ένας ακραίος χαρακτήρας, αλλά ούτε και για μία στιγμή δε γίνεται αντιπαθητική στον αναγνώστη. Ο γηραλέος εραστής της αντίθετα, ο μεταφραστής, είναι κάποιος για τον οποίο πολύ δύσκολα θα μπορούσε κανείς να νιώσει συμπάθεια. Είναι ωστόσο και οι δύο καλά σκιαγραφημένοι χαρακτήρες, που μοιάζουν αμετάκλητα μεταξύ τους ενωμένοι από τη ζωή. Ο ένας συμπληρώνει τον άλλο, ο ένας σκοτώνει τον άλλο. Ο πόνος είναι το σημείο επαφής τους, και είναι τόσο αμείλικτα στέρεο, που η Μάρι φτάνει μέχρι και το σημείο να κάνει κάποια πράγματα, επιζητώντας απλά και μόνο την τιμωρία. Όσο πιο σκληρή, τόσο το καλύτερο.
Το βιβλίο αυτό διαβάζεται σαν την ωμή περιγραφή μιας πραγματικότητας που κρύβεται στις σκιές, που είναι πολύ τρομακτική για να δει το φως της μέρας.
Η πλοκή και η αφήγηση εδώ θυμίζει Μουρακάμι, όχι τον Χαρούκι, αλλά τον Ρίου, αφού και αυτός ο τελευταίος, καταπιάνεται στα γραπτά του με τις σεξουαλικές ορμές και τα σκοτάδια που κρύβονται βαθιά στις ψυχές των ανθρώπων.
Η μετάφραση από τα ιαπωνικά του Παναγιώτη Ευαγγελίδη, απλά εξαιρετική.
Τα πιο πάνω τα λέει η πρωταγωνίστρια σ’ αυτή την ιστορία, η έφηβη Μάρι. Και είναι μια πρωταγωνίστρια ασυνήθιστη, μια και δε μοιάζει σε τίποτα με τις άλλες γυναίκες που «γνώρισα» στα υπόλοιπα βιβλία της Ογκάουα. Στο μόνο που τις θυμίζει είναι το ότι είναι κι αυτή λυπημένη, ή ίσως και παρατημένη. Εδώ συναντάμε μια νέα γυναίκα, απογοητευμένη από τη ζωή της, που κυλά ακύμαντη, σε μια τρομακτική επανάληψη. Μια νέα που θέλει να νιώσει γυναίκα και ν’ ανακαλύψει τον κόσμο εκεί έξω. Μια νέα που είναι αιχμάλωτη στον κόσμο της μάνας της – τον κόσμο του ξενοδοχείου Ίρις.
Η συγγραφέας μας περιγράφει τη σταδιακή μεταμόρφωση ενός αθώου κοριτσιού σ’ ένα ατίθασο και άγριο νέο πλάσμα, ένα πλάσμα που επιθυμεί την ελευθερία από τα κοινωνικά δεσμά, αλλά και τη σκλαβιά ενός άντρα αφέντη, που θα την κάνει το ερωτικό του παιχνιδάκι – που θα την αναγκάσει, με τον τρόπο του, να μάθει να αναζητά την ευχαρίστηση στο σαδομαζοχιστικό σεξ, την ικανοποίηση στον πόνο.
Η Μάρι θα βρει στο πρόσωπο του ηλικιωμένου εραστή της και βασανιστή, τη λύτρωση από τη ρουτίνα, και μέσα από τη σχέση της μ’ αυτόν θα πάρει και την εκδίκησή της από τη μητέρα της, αυτήν που πέρα από τη φροντίδα των μαλλιών της δεν μοιάζει να την νοιάζεται καθόλου. Μέσα από τον σωματικό πόνο θα γνωρίσει την ηδονή, μέσα από τη μικρή της επανάσταση θα αποκτήσει τη δική της φωνή: «Η χαριτωμένη σου Μάρι ξεθώριασε κι έγινε το πιο άσχημο πλάσμα της γης, ψιθύρισα στα βάθη της ψυχής μου».
Στο Ξενοδοχείο Ίρις η Ογκάουα μοιάζει να θέλει να μας μιλήσει για τα σκοτάδια της ψυχής, φαίνεται να θέλει να μας πει ότι ο καθένας μας είναι, είτε το καταλαβαίνει είτε όχι, έτοιμος για όλα. Για όλα τα χειρότερα. Κάποιοι τα τολμούν και βρίσκουν έστω και στην οδύνη τη χαρά, κάποιοι άλλοι συνεχίζουν επ’ αόριστον ν’ ανακυκλώνουν τα αδιέξοδά τους. Η Μάρι είναι ένας ακραίος χαρακτήρας, αλλά ούτε και για μία στιγμή δε γίνεται αντιπαθητική στον αναγνώστη. Ο γηραλέος εραστής της αντίθετα, ο μεταφραστής, είναι κάποιος για τον οποίο πολύ δύσκολα θα μπορούσε κανείς να νιώσει συμπάθεια. Είναι ωστόσο και οι δύο καλά σκιαγραφημένοι χαρακτήρες, που μοιάζουν αμετάκλητα μεταξύ τους ενωμένοι από τη ζωή. Ο ένας συμπληρώνει τον άλλο, ο ένας σκοτώνει τον άλλο. Ο πόνος είναι το σημείο επαφής τους, και είναι τόσο αμείλικτα στέρεο, που η Μάρι φτάνει μέχρι και το σημείο να κάνει κάποια πράγματα, επιζητώντας απλά και μόνο την τιμωρία. Όσο πιο σκληρή, τόσο το καλύτερο.
Το βιβλίο αυτό διαβάζεται σαν την ωμή περιγραφή μιας πραγματικότητας που κρύβεται στις σκιές, που είναι πολύ τρομακτική για να δει το φως της μέρας.
Η πλοκή και η αφήγηση εδώ θυμίζει Μουρακάμι, όχι τον Χαρούκι, αλλά τον Ρίου, αφού και αυτός ο τελευταίος, καταπιάνεται στα γραπτά του με τις σεξουαλικές ορμές και τα σκοτάδια που κρύβονται βαθιά στις ψυχές των ανθρώπων.
Η μετάφραση από τα ιαπωνικά του Παναγιώτη Ευαγγελίδη, απλά εξαιρετική.
Tuesday, November 9, 2010
Πέτρος Μάρκαρης – Ο Τσε αυτοκτόνησε
Διαβάζοντας για πρώτη φορά Πέτρο Μάρκαρη αντιλήφθηκα ότι δεν είναι τυχαία η επιτυχία που σημειώνουν τα βιβλία του στο εξωτερικό. Πρόκειται για ένα συγγραφέα που ακολουθεί τα σύγχρονα μονοπάτια της αστυνομικής λογοτεχνίας, μιλώντας για τους ανθρώπους και τις πόλεις. Οι ξένοι συνάδελφοί του, τους οποίους κάπως μου θυμίζει, είναι οι Ίαν Ράνκιν και Μάικλ Κόνελι, αφού όπως αυτός περιγράφει την Αθήνα και τους κάτοικούς της, έτσι κι εκείνοι καταπιάνονται λεπτομερώς με το Εδιμβούργο και το Λος Άντζελες και τις δικές τους ανθρωπογεωγραφίες αντίστοιχα.
Πρωταγωνιστής σ’ αυτή την ιστορία είναι ο αγαπημένος ντετέκτιβ-δημιούργημα του συγγραφέα, Κώστας Χαρίτος, ο οποίος αναρρώνει μετά από μία αιματηρή υπόθεση που λίγο έλειψε να του κοστίσει τη ζωή. Μένοντας αναγκαστικά για αρκετό καιρό στο σπίτι και υποχρεωμένος να υπομείνει τις φροντίδες και τη μουρμούρα της γυναίκας του Αδριανής νιώθει να πνίγεται, κι ανυπομονεί όσο οτιδήποτε άλλο να επιστρέψει πίσω στη δουλειά και τη ρουτίνα του. Δεν ξέρει όμως ότι στη διάρκεια της απουσίας του από την αστυνομική διεύθυνση, πολλά έχουν αλλάξει. Κάποιος εποφθαλμιά τη θέση του, οι μετοχές του στο τμήμα έχουν πιάσει πάτο, και, όταν κάποτε αποφασίσει να περάσει από εκεί, φτάνει να νιώθει σαν ξένο σώμα. Ωστόσο εκεί που νομίζει ότι έχει πια πιάσει πάτο, κάποια γεγονότα έρχονται για ν’ ανατρέψουν και πάλι τις ισορροπίες: μια δημόσια αυτοκτονία και η εν ψυχρώ εκτέλεση δύο μεταναστών εργατών. Η αστυνομία προσπαθεί, μετά από άνωθεν εντολές, να κλείσει όπως-όπως αυτές τις υποθέσεις, κάτι που δεν είναι και τόσο εύκολο όμως, καθώς ο διάβολος, όπως λένε, έχει πολλά ποδάρια. Στο τέλος, και μη έχοντας άλλη επιλογή, θα στραφούν όλοι στον Χαρίτο, ζητώντας από αυτόν να βγάλει το φίδι από την τρύπα. Κι αυτός θα δεχθεί, αφού ευρισκόμενος άτυπα υπό την προστασία και έχοντας τη συμπαράσταση του προϊσταμένους, διερευνά ήδη τις μυστηριώδεις αυτές υποθέσεις. Υποθέσεις που έχουν να κάνουν με τη χούντα και τον αντιδικτατορικό αγώνα, με οικονομικά σκάνδαλα και διαφθορά, με ανθρώπους που ξεκίνησαν σαν επαναστάτες και κατέληξαν στυλοβάτες του συστήματος που έλεγαν ότι ήθελαν να γκρεμίσουν. Όπως λέει κι ένας από τους φίλους του Χαρίτου: «Η επανάσταση κατάντησε μπλουζάκι».
Ακολουθώντας το μίτο που θα τον οδηγήσει έξω από το λαβύρινθο των μυστικών και των ψεμάτων που αποτελούν τον πυρήνα αυτής της ιστορίας ο συγγραφέας δε χάνει την ευκαιρία να ρίξει και τις μπηχτές του, άλλοτε με χιούμορ κι άλλοτε με μια δόση πίκρας, για την κατάσταση, που επικρατεί στη σύγχρονη ελληνική τηλεορασιόπληκτη κοινωνία: «Πόρτα ανοίγει, πόρτα κλείνει, τραγουδούσε σαράντα ατέλειωτα χρόνια η Σωτηρία Μπέλλου και στο τέλος νίκησαν τα παράθυρα». Μας παρουσιάζει επίσης την προ-ολυμπιακή Αθήνα σα μια πόλη στα πρόθυρα νευρικού κλονισμού και καταπιάνεται με τα θέματα των μεταναστών, των βρώμικων πολιτικών, του ρατσισμού και της πάντοτε επίκαιρης φοροδιαφυγής. Κάποιοι απ’ τους πρωταγωνιστές μας θυμίζουν αναπόφευκτα μερικά πρόσωπα που δε λείπουν ποτέ από τα παράθυρα της τηλεπικαιρότητας, τους γνωστούς φωνακλάδες. Ωστόσο δεν είναι αυτοί που κλέβουν την παράσταση, αλλά οι γυναίκες. Οι γυναίκες-επιχειρηματίες κι οι γυναίκες-αστυνομικοί, μα πάνω απ’ όλες η γυναίκα-ένα σε όλα, η Αδριανή. Αυτή, με τον ιδιόρρυθμο χαρακτήρα της, με τις εμμονές και τα τερτίπιά της, αναβλύζει στο μέσα μας βλέμμα πολύχρωμη, φωνακλού, γεμάτη ζωή – μια σύγχρονη θυμόσοφη, την οποία δύσκολα δε θα μπορούσε να συμπαθήσει κανείς.
Το «Ο Τσε αυτοκτόνησε» είναι ένα εξαιρετικό αστυνομικό-κοινωνικό μυθιστόρημα, που αξίζει να διαβαστεί απ’ τον καθένα.
Πρωταγωνιστής σ’ αυτή την ιστορία είναι ο αγαπημένος ντετέκτιβ-δημιούργημα του συγγραφέα, Κώστας Χαρίτος, ο οποίος αναρρώνει μετά από μία αιματηρή υπόθεση που λίγο έλειψε να του κοστίσει τη ζωή. Μένοντας αναγκαστικά για αρκετό καιρό στο σπίτι και υποχρεωμένος να υπομείνει τις φροντίδες και τη μουρμούρα της γυναίκας του Αδριανής νιώθει να πνίγεται, κι ανυπομονεί όσο οτιδήποτε άλλο να επιστρέψει πίσω στη δουλειά και τη ρουτίνα του. Δεν ξέρει όμως ότι στη διάρκεια της απουσίας του από την αστυνομική διεύθυνση, πολλά έχουν αλλάξει. Κάποιος εποφθαλμιά τη θέση του, οι μετοχές του στο τμήμα έχουν πιάσει πάτο, και, όταν κάποτε αποφασίσει να περάσει από εκεί, φτάνει να νιώθει σαν ξένο σώμα. Ωστόσο εκεί που νομίζει ότι έχει πια πιάσει πάτο, κάποια γεγονότα έρχονται για ν’ ανατρέψουν και πάλι τις ισορροπίες: μια δημόσια αυτοκτονία και η εν ψυχρώ εκτέλεση δύο μεταναστών εργατών. Η αστυνομία προσπαθεί, μετά από άνωθεν εντολές, να κλείσει όπως-όπως αυτές τις υποθέσεις, κάτι που δεν είναι και τόσο εύκολο όμως, καθώς ο διάβολος, όπως λένε, έχει πολλά ποδάρια. Στο τέλος, και μη έχοντας άλλη επιλογή, θα στραφούν όλοι στον Χαρίτο, ζητώντας από αυτόν να βγάλει το φίδι από την τρύπα. Κι αυτός θα δεχθεί, αφού ευρισκόμενος άτυπα υπό την προστασία και έχοντας τη συμπαράσταση του προϊσταμένους, διερευνά ήδη τις μυστηριώδεις αυτές υποθέσεις. Υποθέσεις που έχουν να κάνουν με τη χούντα και τον αντιδικτατορικό αγώνα, με οικονομικά σκάνδαλα και διαφθορά, με ανθρώπους που ξεκίνησαν σαν επαναστάτες και κατέληξαν στυλοβάτες του συστήματος που έλεγαν ότι ήθελαν να γκρεμίσουν. Όπως λέει κι ένας από τους φίλους του Χαρίτου: «Η επανάσταση κατάντησε μπλουζάκι».
Ακολουθώντας το μίτο που θα τον οδηγήσει έξω από το λαβύρινθο των μυστικών και των ψεμάτων που αποτελούν τον πυρήνα αυτής της ιστορίας ο συγγραφέας δε χάνει την ευκαιρία να ρίξει και τις μπηχτές του, άλλοτε με χιούμορ κι άλλοτε με μια δόση πίκρας, για την κατάσταση, που επικρατεί στη σύγχρονη ελληνική τηλεορασιόπληκτη κοινωνία: «Πόρτα ανοίγει, πόρτα κλείνει, τραγουδούσε σαράντα ατέλειωτα χρόνια η Σωτηρία Μπέλλου και στο τέλος νίκησαν τα παράθυρα». Μας παρουσιάζει επίσης την προ-ολυμπιακή Αθήνα σα μια πόλη στα πρόθυρα νευρικού κλονισμού και καταπιάνεται με τα θέματα των μεταναστών, των βρώμικων πολιτικών, του ρατσισμού και της πάντοτε επίκαιρης φοροδιαφυγής. Κάποιοι απ’ τους πρωταγωνιστές μας θυμίζουν αναπόφευκτα μερικά πρόσωπα που δε λείπουν ποτέ από τα παράθυρα της τηλεπικαιρότητας, τους γνωστούς φωνακλάδες. Ωστόσο δεν είναι αυτοί που κλέβουν την παράσταση, αλλά οι γυναίκες. Οι γυναίκες-επιχειρηματίες κι οι γυναίκες-αστυνομικοί, μα πάνω απ’ όλες η γυναίκα-ένα σε όλα, η Αδριανή. Αυτή, με τον ιδιόρρυθμο χαρακτήρα της, με τις εμμονές και τα τερτίπιά της, αναβλύζει στο μέσα μας βλέμμα πολύχρωμη, φωνακλού, γεμάτη ζωή – μια σύγχρονη θυμόσοφη, την οποία δύσκολα δε θα μπορούσε να συμπαθήσει κανείς.
Το «Ο Τσε αυτοκτόνησε» είναι ένα εξαιρετικό αστυνομικό-κοινωνικό μυθιστόρημα, που αξίζει να διαβαστεί απ’ τον καθένα.
Saturday, November 6, 2010
Akira Yoshimura – One Man’s Justice
Αυτό είναι ένα από εκείνα τα βιβλία που πιάνουν εξ απροόπτου τον αναγνώστη. Όχι τόσο για το θέμα τους, ούτε και για τη γραφή τους, αλλά για τον τρόπο που λένε την ιστορία τους. Το One Man’s Justice είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα, αλλά και ένα ψυχογράφημα την ίδια ώρα. Μας μιλά για τα γεγονότα που συντάραξαν την Ιαπωνία στη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, αλλά μας περιγράφει κιόλας τον ψυχικό κόσμο ενός νέου άντρα, φλογερού πατριώτη, που στο τέλος της διαμάχης νιώθει το έδαφος να χάνεται κάτω από τα πόδια του. Κι αυτό επειδή από τη μια στιγμή στην άλλη βλέπει τα πιστεύω και τη ζωή του να γκρεμίζονται, και τον εαυτό του να βρίσκεται ξαφνικά κυνηγημένος, ένας δραπέτης από τη νέα πραγματικότητα της πατρίδας του – αυτής που μόλις έχει συνθηκολογήσει με τον εχθρό. Τη μια ημέρα λοιπόν είναι στρατιώτης και την επόμενη φυγάς. Ο φόβος και τα γιατί του θα τον οδηγήσουν από τον ένα τόπο στον άλλο, από τη μια συνειδητοποίηση στην επόμενη. Και στο τέλος θα ανατρέψουν τα πάντα μέσα του. Το λάθος θα πάρει τη θέση του σωστού και αντίστροφα. Τα παλιά του πιστεύω θα αντικαταστήσουν κάποια νέα. Θα δει τον παλιό του κόσμου να γκρεμίζεται και μέσα από τα συντρίμμια να αναδύεται κάποιος θαυμαστός καινούριος.
Όπως υποδεικνύει και ο τίτλος του βιβλίου εδώ έχουμε μια προσωπική ιστορία, ενταγμένη μέσα σ’ ένα ιστορικό πλαίσιο. Ο συγγραφέας μέσω των περιπετειών του ήρωά του και των μεταλλαγών των σκέψεων και των συναισθημάτων του, θέλει να μας μιλήσει για τη χώρα του και όλα τα σύγχρονα δεινά της, να μας πει ότι δεν υπάρχει απόλυτη αλήθεια. Χωρίς να χαρίζεται ούτε στιγμή στους συμπατριώτες του, δε χάνει την ευκαιρία να τα χώσει και στους αμερικανούς κατακτητές, τους δήθεν πολιτισμένους που φέρθηκαν με βαρβαρότητα στη χώρα του.
Ο σκληρός πόλεμος κι η ακόμη πιο οδυνηρή ειρήνη, οι νίκες και οι ήττες, οι μεγάλες προσδοκίες και οι τεράστιες απογοητεύσεις, αυτές είναι που χαράζουν τις ζωές των ανθρώπων – κάποιων λιγότερο, κάποιων περισσότερο. Αυτές τις προκλήσεις της κάθε μέρας κάποιοι έχουν τη δύναμη να τις αντιμετωπίσουν και κάποιοι όχι. Ο ήρωας της ιστορίας μας είναι δυνατός κι αδύναμος την ίδια ώρα, καθώς προσπαθεί απεγνωσμένα να προσαρμοστεί σ’ ένα κόσμο που αλλάζει, και τον οποίο πια δυσκολεύεται ν’ αναγνωρίσει. Ένας ήρωας τραγικός; Ναι! Αλλά και ένας ήρωας που κουβαλά ένα τεράστιο φορτίο στους ώμους του: είναι ύποπτος για εγκλήματα πολέμου. Εγκλήματα που στην αρχή δε βαραίνουν τη συνείδησή του, τα οποία όμως στη συνέχεια του καταντούν βραχνάς. Εγκλήματα που του επέβαλαν ο πόλεμος, οι αρχές και οι πεποιθήσεις του. Εγκλήματα που ωστόσο ωχριούν, μπροστά σ’ εκείνα στα οποία υπέπεσαν οι αμερικανοί σε βάρος των συμπατριωτών του.
Αυτό το μυθιστόρημα δεν είναι εύκολο ανάγνωσμα, αλλά ξεχειλίζει από ουσία. Μας μιλά με συνταρακτική απλότητα για τον πόλεμο και τα δεινά που επιφέρει, αλλά και για το φανατισμό, που πολλές φορές θολώνει τα βλέμματα των ανθρώπων. Ο βασικός του πρωταγωνιστής, ένας λεπτομερώς σκιαγραφημένος χαρακτήρας, θα μπορούσε να είναι ο καθένας -κάποιος γνωστός, ένας φίλος μας, όποιος πολέμησε για μια πατρίδα, κι απογοητεύτηκε- και η εικόνα του παραμένει χαραγμένη στη σκέψη του αναγνώστη πολύ μετά αφού κλείσει το βιβλίο. Ο Γιοσιμούρα δε μοιάζει να αρέσκεται στις εύκολες λύσεις, κι αυτό ακριβώς το στοιχείο είναι που κάνει αυτή του τη δουλειά να ξεχωρίζει. Αξιανάγνωστο.
Tuesday, November 2, 2010
Τομ Ρόμπινς – Ακόμα και οι καουμπόισσες μελαγχολούν
Αυτό είναι ένα από εκείνα τα μαγικά, θα λέγαμε, βιβλία τα οποία διαβάζει κανείς με μόνιμα ζωγραφισμένο το χαμόγελο στα χείλη. Ο Ρόμπινς μας δίνει ένα μυθιστόρημα-αχταρμά που βγάζει πολλή νόημα – αν βγάζετε κι εσείς νόημα απ’ αυτά που γράφω τόσο το καλύτερο.
Το «Ακόμα και οι καουμπόισσες μελαγχολούν» είναι η ιστορία της Σίσσυ, ή μάλλον των αντιχείρων της. Η κακόμοιρη η κοπέλα γεννήθηκε με μια μικρή δυσμορφία: δύο αντίχειρες τόσο μεγάλους, που της κάνουν αρχικά τη ζωή δύσκολη, αλλά οι οποίοι στην πορεία αναδεικνύονται σαν ένα… τεράστιο πλεονέκτημα. Πότε συμβαίνει αυτό; Μα όταν μαθαίνει να τους χρησιμοποιεί για να κάνει ωτοστόπ. Οι αντίχειρές της θα γίνουν το διαβατήριο για μια νέα ζωή, στη διάρκεια της οποίας θα γυρίσει όλες τις αμερικανικές πολιτείες και τη μισή υφήλιο, θα μοιραστεί μια ρομαντική στιγμή με τον Τζακ Κέρουακ, που μάλλον σε ό,τι αφορά την περιπλάνηση νιώθει ένα δέος απέναντί της, και θα εργαστεί περιστασιακά σα μοντέλο – αυτό φυσικά όχι σηκώνοντας τους αντίχειρές της στον αέρα, αλλά κρύβοντάς τους διακριτικά.
Τα ταξίδια της κρατάνε αρκετά χρόνια, αλλά φυσικά δεν μπορεί να συνεχίσει να ζει για πάντα στους δρόμους, οπότε όταν της συστήνει ο… προστάτης της, η… Δούκισσα, έναν νεαρό ινδιάνο καλλιτέχνη, αυτή κάνει μία προσπάθεια να… αφυπηρετήσει. Ωστόσο, όπως κάποτε στο μέλλον θα αντιληφθεί, όσο κι αν αγαπά (όχι και πολύ) τον ινδιάνο της, αυτή η ζωή, η καθιστική, δεν της πάει. Οι αντίχειρές της επαναστατούν κι αρχίζουν να κάνουν ωτοστόπ στις σκιές στους τοίχους, στον άνεμο, στις κουρτίνες και νιώθει να πνίγεται. Ο/Η Δούκισσα αποφασίζει τότε να της αναθέσει μία ακόμη δουλειά σαν μοντέλο. Την ξαποστέλνει στο ράντσο της στη Ντακότα, εκεί που οι καουμπόισσες μελαγχολούν, για να συμμετάσχει σε μια διαφήμιση με φόντο κάποια αποδημητικά πουλιά, τους γερανούς. Εκεί η Σίσσυ ανακαλύπτει ένα καινούριο, θαυμαστό και απόλυτα γυναικείο κόσμο και οι αντίχειρές της γίνονται ευτυχισμένοι. Οι γυναίκες που ζουν γύρω της, η μια πιο ιδιόρρυθμη από την άλλη, την εντυπωσιάζουν. Ειδικά η Τζέλυ-μπην που φορούσε «μια φούστα τόσο κοντή που αν τα μπούτια της ήταν ρολόι η φούστα θα ήταν στο δώδεκα παρά πέντε».
Όμως δεν είναι μόνο οι γυναίκες που την ελκύουν εκεί, είναι και ο Τσινγκ: ένας κινέζος γέρο-σοφός από την Ιαπωνία, που είναι κάτι σα σαμάνος ινδιάνος. Τι; Χαθήκατε; Κι όμως, όλα έχουν την εξήγησή τους. Το μόνο που βαριόμαστε να τη γράψουμε.
Όπως και νάχει, το «Ακόμα και οι καουμπόισσες μελαγχολούν» είναι το πιο ανάλαφρα σοβαρό βιβλίο που διάβασα τα τελευταία χρόνια. Μιλά για τον πόλεμο και την ειρήνη, για τις διαφορετικές μορφές του έρωτα, για την ακατανίκητη αίσθηση της ελευθερίας, για τον καταναλωτισμό και το περιβάλλον, για τα αγύριστα κεφάλια, για εκείνους που προσπαθούν ν’ ανακαλύψουν ποιοι είναι και γι’ αυτούς που αγωνίζονται να το ξεχάσουν.
Ο Ρόμπινς μοιάζει να μας λέει ότι μπορούμε να γελάσουμε με το καθετί, η σκέψη δεν προϋποθέτει τη θλίψη, η σοφία μπορεί να είναι ανάλαφρη. Όπως ο Τσινγκ, ο βαφτισμένος από τους άλλους γκουρού, θύμα των δικών τους πεποιθήσεων, φαίνεται να μας κλείνει συνωμοτικά και το μάτι και να μας ψιθυρίζει: μην τα πολυσκέφτεστε τα πράγματα, μην τα αναλύετε, ζήστε το τώρα. Και μην αναζητάτε τους σωτήρες, εσείς είστε οι σωτήρες του εαυτού σας.
Η μετάφραση του 1985, σπιρτόζικη, μοιάζει να συλλαμβάνει και να μας μεταφέρει εξαιρετικά το πνεύμα του βιβλίου, ωστόσο δεν αποφεύγει τις αστοχίες. Σημειώνουμε χαρακτηριστικά: το όνομα μιας κοπέλας αναφέρεται σαν Χήθερ αντί Χέδερ, κάπου μιλά για τη Μπούρμα αντί για τη Βιρμανία, ενώ τα κουτάκια της μπίρας γίνονται… κονσέρβες.
Το «Ακόμα και οι καουμπόισσες μελαγχολούν» είναι η ιστορία της Σίσσυ, ή μάλλον των αντιχείρων της. Η κακόμοιρη η κοπέλα γεννήθηκε με μια μικρή δυσμορφία: δύο αντίχειρες τόσο μεγάλους, που της κάνουν αρχικά τη ζωή δύσκολη, αλλά οι οποίοι στην πορεία αναδεικνύονται σαν ένα… τεράστιο πλεονέκτημα. Πότε συμβαίνει αυτό; Μα όταν μαθαίνει να τους χρησιμοποιεί για να κάνει ωτοστόπ. Οι αντίχειρές της θα γίνουν το διαβατήριο για μια νέα ζωή, στη διάρκεια της οποίας θα γυρίσει όλες τις αμερικανικές πολιτείες και τη μισή υφήλιο, θα μοιραστεί μια ρομαντική στιγμή με τον Τζακ Κέρουακ, που μάλλον σε ό,τι αφορά την περιπλάνηση νιώθει ένα δέος απέναντί της, και θα εργαστεί περιστασιακά σα μοντέλο – αυτό φυσικά όχι σηκώνοντας τους αντίχειρές της στον αέρα, αλλά κρύβοντάς τους διακριτικά.
Τα ταξίδια της κρατάνε αρκετά χρόνια, αλλά φυσικά δεν μπορεί να συνεχίσει να ζει για πάντα στους δρόμους, οπότε όταν της συστήνει ο… προστάτης της, η… Δούκισσα, έναν νεαρό ινδιάνο καλλιτέχνη, αυτή κάνει μία προσπάθεια να… αφυπηρετήσει. Ωστόσο, όπως κάποτε στο μέλλον θα αντιληφθεί, όσο κι αν αγαπά (όχι και πολύ) τον ινδιάνο της, αυτή η ζωή, η καθιστική, δεν της πάει. Οι αντίχειρές της επαναστατούν κι αρχίζουν να κάνουν ωτοστόπ στις σκιές στους τοίχους, στον άνεμο, στις κουρτίνες και νιώθει να πνίγεται. Ο/Η Δούκισσα αποφασίζει τότε να της αναθέσει μία ακόμη δουλειά σαν μοντέλο. Την ξαποστέλνει στο ράντσο της στη Ντακότα, εκεί που οι καουμπόισσες μελαγχολούν, για να συμμετάσχει σε μια διαφήμιση με φόντο κάποια αποδημητικά πουλιά, τους γερανούς. Εκεί η Σίσσυ ανακαλύπτει ένα καινούριο, θαυμαστό και απόλυτα γυναικείο κόσμο και οι αντίχειρές της γίνονται ευτυχισμένοι. Οι γυναίκες που ζουν γύρω της, η μια πιο ιδιόρρυθμη από την άλλη, την εντυπωσιάζουν. Ειδικά η Τζέλυ-μπην που φορούσε «μια φούστα τόσο κοντή που αν τα μπούτια της ήταν ρολόι η φούστα θα ήταν στο δώδεκα παρά πέντε».
Όμως δεν είναι μόνο οι γυναίκες που την ελκύουν εκεί, είναι και ο Τσινγκ: ένας κινέζος γέρο-σοφός από την Ιαπωνία, που είναι κάτι σα σαμάνος ινδιάνος. Τι; Χαθήκατε; Κι όμως, όλα έχουν την εξήγησή τους. Το μόνο που βαριόμαστε να τη γράψουμε.
Όπως και νάχει, το «Ακόμα και οι καουμπόισσες μελαγχολούν» είναι το πιο ανάλαφρα σοβαρό βιβλίο που διάβασα τα τελευταία χρόνια. Μιλά για τον πόλεμο και την ειρήνη, για τις διαφορετικές μορφές του έρωτα, για την ακατανίκητη αίσθηση της ελευθερίας, για τον καταναλωτισμό και το περιβάλλον, για τα αγύριστα κεφάλια, για εκείνους που προσπαθούν ν’ ανακαλύψουν ποιοι είναι και γι’ αυτούς που αγωνίζονται να το ξεχάσουν.
Ο Ρόμπινς μοιάζει να μας λέει ότι μπορούμε να γελάσουμε με το καθετί, η σκέψη δεν προϋποθέτει τη θλίψη, η σοφία μπορεί να είναι ανάλαφρη. Όπως ο Τσινγκ, ο βαφτισμένος από τους άλλους γκουρού, θύμα των δικών τους πεποιθήσεων, φαίνεται να μας κλείνει συνωμοτικά και το μάτι και να μας ψιθυρίζει: μην τα πολυσκέφτεστε τα πράγματα, μην τα αναλύετε, ζήστε το τώρα. Και μην αναζητάτε τους σωτήρες, εσείς είστε οι σωτήρες του εαυτού σας.
Η μετάφραση του 1985, σπιρτόζικη, μοιάζει να συλλαμβάνει και να μας μεταφέρει εξαιρετικά το πνεύμα του βιβλίου, ωστόσο δεν αποφεύγει τις αστοχίες. Σημειώνουμε χαρακτηριστικά: το όνομα μιας κοπέλας αναφέρεται σαν Χήθερ αντί Χέδερ, κάπου μιλά για τη Μπούρμα αντί για τη Βιρμανία, ενώ τα κουτάκια της μπίρας γίνονται… κονσέρβες.
Subscribe to:
Posts (Atom)