Ο Έλμορ Λέοναρντ γράφει ένα βιβλίο που κάθε άλλο παρά πολιτικώς ορθό είναι, και καλά κάνει δηλαδή.
Το Pagan Babies είναι η ιστορία ενός ιερέα που μάλλον μοιάζει να ξεφεύγει απ’ την πεπατημένη. Στην αρχή τον συναντάμε στη Ρουάντα στη διάρκεια της γενοκτονίας, όπου γίνεται μάρτυρας στη σφαγή γυναικών και παιδιών από τους Χούτου, μέσα στο ναό, την ώρα της λειτουργίας, και σκεφτόμαστε: τι καλός και τι βασανισμένος άνθρωπος! Αλλά, σιγά να μη μας άφηνε ο Λέοναρντ να σκεφτούμε ότι κάποιος από τους πρωταγωνιστές του είναι καλός και τίμιος. Απατεώνας είναι ο Τέρι. Ένας απατεώνας που όντως σπούδασε στη θεολογική σχολή, αλλά ποτέ δεν την τελείωσε και ούτε χειροτονήθηκε. Ωστόσο ξέρει τα λόγια του, τη λειτουργία και πού και πού δέχεται και εξομολογήσεις.
Πώς όμως βρέθηκε στη Ρουάντα; Η σπαραγμένη από τον εμφύλιο χώρα ήταν βασικά το τελευταίο καταφύγιο για τον Τέρι, αφού μετά από μια κομπίνα που αφορούσε την παράνομη μεταφορά τσιγάρων, έπρεπε να εγκαταλείψει εσπευσμένα το Ντιτρόιτ και τις ΗΠΑ. Γιατί στη Ρουάντα; Επειδή εκεί ήταν πάστορας ο αγαπημένος του θείος, ο οποίος και τον προσκάλεσε, λίγο προτού εγκαταλείψει τον μάταιο ετούτο κόσμο.
Τη μια μικροαπατεώνας λοιπόν, την επόμενη παπάς, τη μεθεπόμενη άραγε τι; Απλά αφαιρέστε το «μικρό» από την αρχή της προηγούμενης πρότασης. Θα μεταμορφωθεί απλά σε απατεώνα, αφού αφήσει άρον-άρον τη Ρουάντα και τη μονόχειρα ερωμένη του Σιαντέλ. Τι τον ώθησε σ’ αυτή την απέλπιδα κίνηση; Ένας παραστρατιωτικός, που του εξομολογήθηκε ότι σχεδίαζε νέα φονικά, σκεφτόμενος ότι σαν παπάς δε θα μπορούσε να κάνει κάτι για να τον εμποδίσει. Αλλά, είπαμε, ο Τέρι δεν ήταν παπάς. Έτσι, δανείστηκε το όπλο της Σιαντέλ, πήγε στο στέκι του μάγκα και των φίλων του και τους σκότωσε εν ψυχρώ, φωνάζοντας: Die mother-fuckers!
Πίσω στο Ντιτρόιτ πια, τον υποδέχεται ο σχετικά ενάρετος αδελφός του, Φραν, αλλά και η Ντέμπι, μια συνεργάτιδα του τελευταίου που μόλις βγήκε από τη φυλακή, όπου ξόδεψε τρία χρόνια, επειδή συνάντησε τον πρώην άντρα της με… τους τροχούς μιας Μπιούικ, και τώρα προσπαθεί να τα βγάλει πέρα σαν σταντ απ κωμικός. Ο Τέρι και η Ντέμπι μοιάζουν να ερωτεύονται με την πρώτη ματιά, κι έτσι σύντομα θα καταλήξουν στο κρεβάτι, κι ακόμη πιο σύντομα θ’ αρχίσουν να καταστρώνουν σχέδια τόσο για να εκδικηθούν τον πρώην της, που επέζησε, όσο και για να βγάλουν ένα σωρό λεφτά στο πι και φι. Στο μεταξύ στην υπόθεση μπλέκονται πια και κάποιοι μαφιόζοι, μπράβοι, επί πληρωμή δολοφόνοι και όλα τα καλά παιδιά. Τι θα γίνει στο τέλος; Αυτό είναι το μεγάλο ερώτημα.
Αυτό είναι το πρώτο βιβλίο του Λέοναρντ που διαβάζω και μπορώ να πω ότι δε μοιάζει με τους άλλους σύγχρονους αμερικανούς συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας που ξέρω. Αν μου θυμίζει κάποιον, σε ένα βαθμό, είναι τον παλιοσειρά Ντάσιελ Χάμετ, σε ό,τι αφορά τους ήρωες, αλλά και τους ρυθμούς που κινείται το κείμενο. Ο συγγραφέας μοιάζει να θέλει να μας πει ότι στο τέλος της ημέρας κανείς δεν είναι καλός, όλοι κρύβουν κάτι το σκοτεινό μέσα τους. Ακόμη κι ο αξιοπρεπής Φραν, ακόμη και η καλή νοικοκυρά και γυναίκα του τελευταίου Μαίρη Πατ.
Διαβάζεται γρήγορα και ευχάριστα, όπως κάθε καλή εγκληματική ιστορία, αν και ίσως φτάνοντας στην τελευταία του σελίδα κάποιος αρχίσει να σκέφτεται ότι ο κύριος Λέοναρντ απλά παίζει μαζί μας, μας δουλεύει. Γιατί όχι; λέω εγώ.