Ένας ιάπωνας γράφει για την -όχι και πολύ- αρχαία Κίνα, και τα καταφέρνει μια χαρά, σ’ αυτό το κυρίως πολεμικό, αλλά σχεδόν ποιητικό μυθιστόρημα.
Τα γεγονότα που παρακολουθούμε διαδραματίζονται στον ενδέκατο μ.Χ. αιώνα στην Κίνα. Εκείνη ακριβώς την εποχή διάφορες βαρβαρικές φυλές που ζούσαν δυτικά του Κίτρινου Ποταμού πολεμούσαν μεταξύ τους, προσπαθώντας να γίνουν κυρίαρχοι των δρόμων του εμπορίου, αλλά και να επεκτείνουν όσο περισσότερο μπορούσαν τα σύνορά τους. Πότε νικούσαν οι μεν, πότε οι δε, αλλά κανείς δεν παρέμενε για πολύ κυρίαρχος, αφού οι πολεμικές διαμάχες διαδέχονταν η μια την άλλη και τα πτώματα των νεκρών γέμιζαν τις αχανείς κοιλάδες και τα υψίπεδα της τεράστιας χώρας.
Από ένα γύρισμα της τύχης και κάτω από αυτές τις τραγικές συνθήκες ανακαλύπτει το σκοπό του στη ζωή αρχικά και τον έρωτα μετά, ο Χσινγκ-τε, ο βασικός πρωταγωνιστής σ’ αυτή την ιστορία. Όλα αρχίζουν όταν ο εν λόγω χάνει την ευκαιρία να προσληφθεί στην κινεζική δημόσια υπηρεσία, μέσω των Αυτοκρατορικών Εξετάσεων, επειδή… αποκοιμήθηκε. Παραδομένος στη μοίρα του, είναι σίγουρος ότι το μέλλον του προδιαγράφεται μουντό και αβέβαιο. Η τύχη ωστόσο του χαμογελά, καθώς στέλνει στο δρόμο του μια γυναίκα από τη φυλή Χσι-Χσία, την οποία σώζει από σίγουρο θάνατο. Εκείνη για να του το ανταποδώσει του χαρίζει τη μοναδική της περιουσία: ένα μαντίλι. Παρατηρώντας το ο Χσινγκ-τε αντιλαμβάνεται με έκπληξη ότι πάνω σ’ αυτό, είναι γραμμένες κάποιες λέξεις σε μια γλώσσα που δεν μπορεί να καταλάβει, και αμέσως γεννιέται μέσα του η περιέργεια. Είναι δυνατόν οι Χσι-Χσία να έχουν αποκτήσει τη δική τους γραπτή γλώσσα; Κι αν ναι, πώς και δε γνωρίζει κάνεις γι’ αυτήν; Οι απορίες του τον οδηγούν αρχικά σε ένα γέρο διδάσκαλο, όχι και πολύ μακριά, και στη συνέχεια σ’ ένα μακρύ και φαινομενικά ατελείωτο ταξίδι, που θα τον φέρει στη χώρα αυτής της φυλής. Εκεί δε θα βρει μόνο τις απαντήσεις που ζητά, αλλά θ’ αρχίσει να ζει και μια επικίνδυνη, συναρπαστική ζωή, πολύ πιο περιπετειώδη απ’ ό,τι θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί.
Στη διάρκεια των χρόνων που θα ακολουθήσουν θα συναντήσει ένα πιστό φίλο στο πρόσωπο ενός ατρόμητου στρατιωτικού, στο πλευρό του οποίου θα πολεμήσει πολλές φορές, θα ερωτευτεί με όλη του την καρδιά μια πριγκίπισσα, που θα στοιχειώνει για πάντα τα όνειρά του, θα συντάξει το πρώτο κινεζό-Χσι-Χσία λεξικό, θα διασχίσει με καραβάνια τεράστιες αποστάσεις παρέα με τους Ουιγούρους (Ουιγκούρ στο βιβλίο, που μάλλον μεταφράστηκε από τα αγγλικά, κι έτσι δεν απέφυγε τις αστοχίες) και θα σώσει κάποιους βουδιστικούς θησαυρούς από την ολοκληρωτική καταστροφή.
Ο Ινόουε έχοντας όλο αυτό το υλικό στα χέρια του θα μπορούσε να γράψει μια μεγάλη σάγκα. Αντί αυτού, σαν ιάπωνας πιστός στο πρότυπο της νουβέλας, μας χαρίζει ένα κείμενο μικρότερο από διακόσιες σελίδες, που ωστόσο λέει ολόκληρη την ιστορία. Με απλότητα, χωρίς ωραιοποιήσεις και πλατειασμούς, μας μιλά για τον έρωτα και τον πόλεμο, μας διδάσκει ιστορία και στο τέλος τέλος τονίζει ότι στη διάρκεια μιας διαμάχης εκείνο που είναι πιο σημαντικό να σώσει κανείς είναι τον πολιτισμό του, τη γραπτή του παράδοση, και όχι τα χρήματα και τα χρυσαφικά.
Ένα αξιόλογο ανάγνωσμα, που όσο κι αν δε μας λέει τίποτα για τους ιάπωνες, μας πληροφορεί, με εξαιρετικό τρόπο, για μια περίοδο της κινεζικής ιστορίας.
Saturday, October 30, 2010
Tuesday, October 26, 2010
Μάριο Βάργκας Λιόσα – Η γιορτή του τράγου
Τώρα που πήρε το νόμπελ αποφάσισα κι εγώ επιτέλους ν’ ασχοληθώ με τον Λιόσα (ή μάλλον Γιόσα). Όχι πώς έπρεπε να πάρει το βραβείο για να το κάνω, αλλά να, απλά δεν έτυχε να ασχοληθώ ποτέ πριν μαζί του. Το πρώτο βιβλίο του που διάλεξα να διαβάσω ήταν το ανά χείρας επειδή σύμφωνα με τους ξένους κριτικούς είναι το καλύτερό του.
«Η γιορτή του τράγου» δεν είναι ένα από εκείνα τα μυθιστορήματα που διαβάζονται εύκολα. Στο πρώτο μισό του μάλιστα το βρήκα κάπως βαρετό. Ωστόσο, όσο συνέχιζα την ανάγνωση τόσο με συνέπαιρνε. Η ιστορία στην αρχή κινείται με νωχελικούς ρυθμούς, αλλά όσο περνά η ώρα και γυρίζουν οι σελίδες αναπτύσσει όλο και μεγαλύτερη ταχύτητα. Την αρχική πλήξη, διαδέχεται η περιέργεια, την περιέργεια η αγωνία. Η αγωνία για την τύχη των ηρώων του, αλλά και για την αποκάλυψη ενός φοβερού μυστικού, που μοιάζει να το διατρέχει υπόγεια από την πρώτη, μέχρι και την τελευταία σχεδόν σελίδα.
Όλα αρχίζουν με την ξαφνική επιστροφή μιας γυναίκας, της Ουρανίας Καβράλ, στην πατρίδα της, τον Άγιο Δομήνικο, μετά από τριανταπέντε χρόνια εθελοντικής εξορίας. Τι την έκανε να γυρίσει εκεί; Τι την έδιωξε από εκεί; Ποιο είναι το φοβερό εκείνο γεγονός που της σημάδεψε τη ζωή, που την έκανε μια ζωντανή-νεκρή, μια επιτυχημένη γυναίκα, που αδυνατεί ωστόσο ν’ αγαπήσει;
Η ιστορία της μοιάζει να είναι η σύγχρονη ιστορία της χώρας της – της χώρας του Τρουχίλιο, του τράγου του τίτλου. Και είναι μια ιστορία που ξεχειλίζει από πόνο, αίμα, μικρές και μεγάλες προδοσίες. Μας μιλά για έναν άνθρωπο που κατόρθωσε να μεταμορφώσει όλους του υπηκόους του σε άβουλα πιόνια, για τον περίγυρό του, τους αυλοκόλακες που τον θαύμαζαν και τον έτρεμαν, και για κείνους που δεν άντεχαν πια την ιδιόρρυθμη τυραννία του και ήταν αποφασισμένοι να τον βγάλουν με κάθε τρόπο απ’ τη μέση.
Η περιβόητη CIA, ο Φιντέλ Κάστρο, οι ηγέτες-μαριονέτες της λατινικής Αμερικής και η τέταρτη εξουσία, που τείνει να συσκοτίζει τα γεγονότα αντί να τους ρίχνει φως, διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο σ’ αυτή την ιστορία, που διαβάζεται σαν πολιτικό μυθιστόρημα, τραγωδία και κωμωδία την ίδια ώρα. Ο συγγραφέας, χωρίς να προσπαθεί να γίνει διδακτικός, μιλά με άμεσο τρόπο για τα κάθε μορφής δικτατορικά καθεστώτα, που εκμεταλλευόμενα την αμάθεια και το φόβο των λαών τους, επιδίδονται σε ακατανόμαστες ενέργειες, που φτάνουν σε ακρότητες. Τα περιγράφει και τα χλευάζει την ίδια ώρα. Τα γκρεμίζει και τα αναστηλώνει. Στο τέλος της ημέρας μοιάζει να θέλει να μας πει ότι όλα εξαρτώνται από λίγους ανθρώπους, κάποια φωτισμένα μυαλά, που στις πιο κρίσιμες στιγμές αναλαμβάνουν τα ηνία και με τρόπο συνετό φέρνουν την κάθαρση.
Όσο σημαντικό ρόλο όμως κι αν παίζει η ιστορία, άλλο τόσο σημαντική είναι και η μικροϊστορία – αυτή των μονάδων. Η τραγική ιστορία της Ουρανίας και του -αρχικά συμπαθητικού, αλλά μετά όχι και τόσο- πατέρα της. Η ιστορία ενός στρατιώτη και της γυναίκας του. Η ιστορία του μηχανικού, του εργάτη και του αγρότη. Η ιστορία του χωριού. Η κρυφή ιστορία, που δεν κάνει ποτέ την εμφάνισή της στους πηχυαίους τίτλους των εφημερίδων.
Στον πόλεμο όντως δεν υπάρχουν νικητές κι ηττημένοι. Όλοι κάτι χάνουν – κάποιοι ίσως κάτι περισσότερο απ’ τους άλλους. Σ’ αυτή την ιστορία η πιο τραγική φιγούρα είναι αυτή που φαντάζει η πιο τυχερή, η πλέον βασανισμένη, αυτή που έσκαψε με τα ίδια της τα χέρια τον λάκκο της.
«Η γιορτή του τράγου» είναι όντως ένα μεγάλο μυθιστόρημα -σε όγκο, αλλά και σε σημασία- το μωσαϊκό μιας μακρινής κοινωνίας, και μιας χαμένης, άγνωστης εν πολλοίς σε μας, εποχής. Αξίζει να διαβαστεί, με υπομονή και επιμονή, αφού εκτός από το τεράστιο θέμα με το οποίο καταπιάνεται, είναι γραμμένο και με πειραματική γραφή, η οποία ίσως να δυσκολέψει κάπως τον αμύητο αναγνώστη, μα που στο τέλος σίγουρα θα τον ανταμείψει.
Πρώτο δείγμα θετικό!
«Η γιορτή του τράγου» δεν είναι ένα από εκείνα τα μυθιστορήματα που διαβάζονται εύκολα. Στο πρώτο μισό του μάλιστα το βρήκα κάπως βαρετό. Ωστόσο, όσο συνέχιζα την ανάγνωση τόσο με συνέπαιρνε. Η ιστορία στην αρχή κινείται με νωχελικούς ρυθμούς, αλλά όσο περνά η ώρα και γυρίζουν οι σελίδες αναπτύσσει όλο και μεγαλύτερη ταχύτητα. Την αρχική πλήξη, διαδέχεται η περιέργεια, την περιέργεια η αγωνία. Η αγωνία για την τύχη των ηρώων του, αλλά και για την αποκάλυψη ενός φοβερού μυστικού, που μοιάζει να το διατρέχει υπόγεια από την πρώτη, μέχρι και την τελευταία σχεδόν σελίδα.
Όλα αρχίζουν με την ξαφνική επιστροφή μιας γυναίκας, της Ουρανίας Καβράλ, στην πατρίδα της, τον Άγιο Δομήνικο, μετά από τριανταπέντε χρόνια εθελοντικής εξορίας. Τι την έκανε να γυρίσει εκεί; Τι την έδιωξε από εκεί; Ποιο είναι το φοβερό εκείνο γεγονός που της σημάδεψε τη ζωή, που την έκανε μια ζωντανή-νεκρή, μια επιτυχημένη γυναίκα, που αδυνατεί ωστόσο ν’ αγαπήσει;
Η ιστορία της μοιάζει να είναι η σύγχρονη ιστορία της χώρας της – της χώρας του Τρουχίλιο, του τράγου του τίτλου. Και είναι μια ιστορία που ξεχειλίζει από πόνο, αίμα, μικρές και μεγάλες προδοσίες. Μας μιλά για έναν άνθρωπο που κατόρθωσε να μεταμορφώσει όλους του υπηκόους του σε άβουλα πιόνια, για τον περίγυρό του, τους αυλοκόλακες που τον θαύμαζαν και τον έτρεμαν, και για κείνους που δεν άντεχαν πια την ιδιόρρυθμη τυραννία του και ήταν αποφασισμένοι να τον βγάλουν με κάθε τρόπο απ’ τη μέση.
Η περιβόητη CIA, ο Φιντέλ Κάστρο, οι ηγέτες-μαριονέτες της λατινικής Αμερικής και η τέταρτη εξουσία, που τείνει να συσκοτίζει τα γεγονότα αντί να τους ρίχνει φως, διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο σ’ αυτή την ιστορία, που διαβάζεται σαν πολιτικό μυθιστόρημα, τραγωδία και κωμωδία την ίδια ώρα. Ο συγγραφέας, χωρίς να προσπαθεί να γίνει διδακτικός, μιλά με άμεσο τρόπο για τα κάθε μορφής δικτατορικά καθεστώτα, που εκμεταλλευόμενα την αμάθεια και το φόβο των λαών τους, επιδίδονται σε ακατανόμαστες ενέργειες, που φτάνουν σε ακρότητες. Τα περιγράφει και τα χλευάζει την ίδια ώρα. Τα γκρεμίζει και τα αναστηλώνει. Στο τέλος της ημέρας μοιάζει να θέλει να μας πει ότι όλα εξαρτώνται από λίγους ανθρώπους, κάποια φωτισμένα μυαλά, που στις πιο κρίσιμες στιγμές αναλαμβάνουν τα ηνία και με τρόπο συνετό φέρνουν την κάθαρση.
Όσο σημαντικό ρόλο όμως κι αν παίζει η ιστορία, άλλο τόσο σημαντική είναι και η μικροϊστορία – αυτή των μονάδων. Η τραγική ιστορία της Ουρανίας και του -αρχικά συμπαθητικού, αλλά μετά όχι και τόσο- πατέρα της. Η ιστορία ενός στρατιώτη και της γυναίκας του. Η ιστορία του μηχανικού, του εργάτη και του αγρότη. Η ιστορία του χωριού. Η κρυφή ιστορία, που δεν κάνει ποτέ την εμφάνισή της στους πηχυαίους τίτλους των εφημερίδων.
Στον πόλεμο όντως δεν υπάρχουν νικητές κι ηττημένοι. Όλοι κάτι χάνουν – κάποιοι ίσως κάτι περισσότερο απ’ τους άλλους. Σ’ αυτή την ιστορία η πιο τραγική φιγούρα είναι αυτή που φαντάζει η πιο τυχερή, η πλέον βασανισμένη, αυτή που έσκαψε με τα ίδια της τα χέρια τον λάκκο της.
«Η γιορτή του τράγου» είναι όντως ένα μεγάλο μυθιστόρημα -σε όγκο, αλλά και σε σημασία- το μωσαϊκό μιας μακρινής κοινωνίας, και μιας χαμένης, άγνωστης εν πολλοίς σε μας, εποχής. Αξίζει να διαβαστεί, με υπομονή και επιμονή, αφού εκτός από το τεράστιο θέμα με το οποίο καταπιάνεται, είναι γραμμένο και με πειραματική γραφή, η οποία ίσως να δυσκολέψει κάπως τον αμύητο αναγνώστη, μα που στο τέλος σίγουρα θα τον ανταμείψει.
Πρώτο δείγμα θετικό!
Saturday, October 23, 2010
Τζουνίτσιρο Τανιζάκι – Σβάστικα
Μην αφήσετε να σας παρασύρει ο τίτλος – το βιβλίο αυτό δεν έχει καμία σχέση με τον Χίτλερ και τους ναζί. Αντίθετα είναι μια πρωτότυπη και πολύ τολμηρή για την εποχή της (δεκαετία του 1920 στην Ιαπωνία) ιστορία για την ερωτική σχέση που αναπτύχτηκε ανάμεσα σε δύο γυναίκες και τον αντίκτυπό της στην κοινωνία.
Ο Τανιζάκι μέσα από την ιστορία αυτών των γυναικών, μιας πολύ νέας και εκτυφλωτικά όμορφης φοιτήτριας και μιας παντρεμένης γυναίκας, μιλά με άμεσο τρόπο για τα ερωτικά πάθη και για το που μπορούσαν να οδηγήσουν κάποιον αυτά, αν αφεθούν να ξεφύγουν από τον έλεγχο. Και εδώ ξεφεύγουν, καθώς η Μιτσούκο, η νεαρή καλλονή, καταφέρνει να ξυπνά τον πόθο σε όποιον τη συναντά, άντρα ή γυναίκα, και να απολαμβάνει κάθε στιγμή προσωπικού θριάμβου, αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Γεννημένη κατακτήτρια και σε πλήρη επίγνωση της γοητείας της, το θεωρεί δεδομένο ότι οι άλλοι πρέπει να τη λατρεύουν ή ακόμη και να την υπηρετούν. Στο πρόσωπο αυτού του κακομαθημένου παιδιού, η Σονόκο, η δυστυχής παντρεμένη γυναίκα, θα βρει εκείνη τη φλόγα της ζωής, που απουσιάζει από τη σχέση της με τον άντρα της, και θα της αφεθεί απόλυτα, με όλο και πιο τραγικές συνέπειες. Τυφλωμένη καθώς είναι από τον έρωτα φτάνει να σκέφτεται: «…το ν’ αγαπάω έναν άνδρα κρυφά απ’ το σύζυγό μου θα ήταν κακό, όμως τι σημασία έχει αν μια γυναίκα ερωτευθεί μιαν άλλη γυναίκα; Ένας σύζυγος δεν έχει το δικαίωμα να σχολιάζει την οικειότητα που αναπτύσσεται ανάμεσα σε δυο γυναίκες». Ο έρωτας μας κάνει εγωιστές. Και η Σονόκο θα γίνει η απόλυτη εγωίστρια στην προσπάθεια να δικαιολογήσει τις πράξεις της.
Ο συγγραφέας σ’ αυτή τη νουβέλα αναδεικνύεται σ’ ένα εξαιρετικό ανατόμο των ψυχών. Με γραφή άμεση και ρέουσα μας μιλά για τις σκέψεις και τα συναισθήματα των ηρώων, τα αναλύει χωρίς πολλά πολλά και βγάζει κάποια συμπεράσματα, τα οποία όμως δεν καταγράφει, αλλά απλά αφήνει να εννοηθούν μέσα από τις συνομιλίες, στις πράξεις και τις παραδοχές των τελευταίων. Μοιάζει να θέλει να μας πει ότι ο έρωτας είναι όντως ανεξήγητος, και ότι όταν είμαστε ερωτευμένοι δεν σκεφτόμαστε, απλά πράττουμε. Κι αυτό ακριβώς κάνουν εδώ οι δύο γυναίκες, πράττουν. Η μια ζει τον έρωτά της, επικεντρωμένη απόλυτα στο αντικείμενό του, και η άλλη βρίσκει σ’ αυτόν εκείνο ακριβώς το πράγμα που της λείπει: την ολοκλήρωση. Γύρω τους κινούνται κάποιες άλλες φιγούρες, που παίζουν ένα μεγαλύτερο ή μικρότερο αλλά πάντοτε καταλυτικό ρόλο στην υπόθεση: ο επίδοξος και καταχθόνιος υποψήφιος σύζυγος της Μιτσούκο, ο δυστυχής μα γεμάτος κατανόηση άντρας της Σονόκο, και μια υπηρέτρια που θα καταφέρει στους πιο πάνω το πιο επιτήδειο και πλέον επιδέξιο χτύπημα, αυτό που θα επιφέρει την τελική λύση, που δε θα μπορούσε παρά να είναι τραγική.
Αυτό το βιβλίο, αν δε μιλούσε για ένα εν εξελίξει δράμα, θα μπορούσε να γίνει κωμωδία: μια κωμωδία καταστάσεων, που θα θύμιζε σε πολλά τη σύγχρονη εποχή μας. Αλλά ο συγγραφέας έζησε σε μια άλλη εποχή, και σε κάποια άλλα μέρη, έτσι αντί μιας ανάλαφρης ιστορίας μας χάρισε ένα αξιανάγνωστο μυθιστόρημα, που χωρίς να γίνεται ούτε στιγμή βαρετό, μας μιλά με άμεσο τρόπο για τους ανθρώπους και τα πλήθια πάθη τους. Διαβάζεται άνετα μέσα σε τρεις ώρες, αλλά δεν ξεχνιέται εύκολα. Η μετάφραση της Χριστίνας Φακινού είναι πολύ καλή και βάζει κι αυτή το λιθαράκι της στο οικοδόμημα της αναγνωστικής απόλαυσης.
Ο Τανιζάκι μέσα από την ιστορία αυτών των γυναικών, μιας πολύ νέας και εκτυφλωτικά όμορφης φοιτήτριας και μιας παντρεμένης γυναίκας, μιλά με άμεσο τρόπο για τα ερωτικά πάθη και για το που μπορούσαν να οδηγήσουν κάποιον αυτά, αν αφεθούν να ξεφύγουν από τον έλεγχο. Και εδώ ξεφεύγουν, καθώς η Μιτσούκο, η νεαρή καλλονή, καταφέρνει να ξυπνά τον πόθο σε όποιον τη συναντά, άντρα ή γυναίκα, και να απολαμβάνει κάθε στιγμή προσωπικού θριάμβου, αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Γεννημένη κατακτήτρια και σε πλήρη επίγνωση της γοητείας της, το θεωρεί δεδομένο ότι οι άλλοι πρέπει να τη λατρεύουν ή ακόμη και να την υπηρετούν. Στο πρόσωπο αυτού του κακομαθημένου παιδιού, η Σονόκο, η δυστυχής παντρεμένη γυναίκα, θα βρει εκείνη τη φλόγα της ζωής, που απουσιάζει από τη σχέση της με τον άντρα της, και θα της αφεθεί απόλυτα, με όλο και πιο τραγικές συνέπειες. Τυφλωμένη καθώς είναι από τον έρωτα φτάνει να σκέφτεται: «…το ν’ αγαπάω έναν άνδρα κρυφά απ’ το σύζυγό μου θα ήταν κακό, όμως τι σημασία έχει αν μια γυναίκα ερωτευθεί μιαν άλλη γυναίκα; Ένας σύζυγος δεν έχει το δικαίωμα να σχολιάζει την οικειότητα που αναπτύσσεται ανάμεσα σε δυο γυναίκες». Ο έρωτας μας κάνει εγωιστές. Και η Σονόκο θα γίνει η απόλυτη εγωίστρια στην προσπάθεια να δικαιολογήσει τις πράξεις της.
Ο συγγραφέας σ’ αυτή τη νουβέλα αναδεικνύεται σ’ ένα εξαιρετικό ανατόμο των ψυχών. Με γραφή άμεση και ρέουσα μας μιλά για τις σκέψεις και τα συναισθήματα των ηρώων, τα αναλύει χωρίς πολλά πολλά και βγάζει κάποια συμπεράσματα, τα οποία όμως δεν καταγράφει, αλλά απλά αφήνει να εννοηθούν μέσα από τις συνομιλίες, στις πράξεις και τις παραδοχές των τελευταίων. Μοιάζει να θέλει να μας πει ότι ο έρωτας είναι όντως ανεξήγητος, και ότι όταν είμαστε ερωτευμένοι δεν σκεφτόμαστε, απλά πράττουμε. Κι αυτό ακριβώς κάνουν εδώ οι δύο γυναίκες, πράττουν. Η μια ζει τον έρωτά της, επικεντρωμένη απόλυτα στο αντικείμενό του, και η άλλη βρίσκει σ’ αυτόν εκείνο ακριβώς το πράγμα που της λείπει: την ολοκλήρωση. Γύρω τους κινούνται κάποιες άλλες φιγούρες, που παίζουν ένα μεγαλύτερο ή μικρότερο αλλά πάντοτε καταλυτικό ρόλο στην υπόθεση: ο επίδοξος και καταχθόνιος υποψήφιος σύζυγος της Μιτσούκο, ο δυστυχής μα γεμάτος κατανόηση άντρας της Σονόκο, και μια υπηρέτρια που θα καταφέρει στους πιο πάνω το πιο επιτήδειο και πλέον επιδέξιο χτύπημα, αυτό που θα επιφέρει την τελική λύση, που δε θα μπορούσε παρά να είναι τραγική.
Αυτό το βιβλίο, αν δε μιλούσε για ένα εν εξελίξει δράμα, θα μπορούσε να γίνει κωμωδία: μια κωμωδία καταστάσεων, που θα θύμιζε σε πολλά τη σύγχρονη εποχή μας. Αλλά ο συγγραφέας έζησε σε μια άλλη εποχή, και σε κάποια άλλα μέρη, έτσι αντί μιας ανάλαφρης ιστορίας μας χάρισε ένα αξιανάγνωστο μυθιστόρημα, που χωρίς να γίνεται ούτε στιγμή βαρετό, μας μιλά με άμεσο τρόπο για τους ανθρώπους και τα πλήθια πάθη τους. Διαβάζεται άνετα μέσα σε τρεις ώρες, αλλά δεν ξεχνιέται εύκολα. Η μετάφραση της Χριστίνας Φακινού είναι πολύ καλή και βάζει κι αυτή το λιθαράκι της στο οικοδόμημα της αναγνωστικής απόλαυσης.
Tuesday, October 19, 2010
Σέσαρ Άιρα – Βαράμο
Αυτό είναι το πρώτο βιβλίο του Σέσαρ Άιρα που διαβάζω. Τον ανακάλυψα πριν μερικούς μήνες μέσα από την εκπομπή «Κεραίες της εποχής μας» και μου φάνηκε «ωραίος τύπος». Και όντως είναι. Όπως αντιλαμβανόμαστε από τα κείμενά του, αλλά και από το επίμετρο, είναι ένας από εκείνους τους συγγραφείς που απλά παίζουν, αστειεύονται: με τον εαυτό τους, με τους αναγνώστες, με τους κριτικούς, με όλους. Λες και θέλει να προκαλέσει, απλά με το να είναι ο εαυτός του. Αλλά, αυτό δεν το πιστεύω. Όλα με πρόγραμμα τα κάνει. Στις δύο νουβέλες που φιλοξενεί αυτός ο τόμος κυριαρχεί μια οργανωμένη… αναρχία, που θυμίζει σε ύφος τον δάσκαλο Μπόρχες. Οι ιστορίες του είναι τραβηγμένες μέχρι τα άκρα, αν και δεν είναι απόλυτα ιστορίες. Κάπου-κάπου και εντελώς στα ξαφνικά μετατρέπονται σε δοκίμια, κάνουν ιστορικές αναφορές, και συχνά πυκνά παραπαίουν ανάμεσα στην κωμωδία και την τραγωδία. Το πιο σημαντικό για μένα ωστόσο είναι ότι είναι στο σωστό μέγεθος, αυτό της νουβέλας. Πιστεύω ότι οι περισσότερες ιστορίες μπορούν να ειπωθούν σε λιγότερες από 30 χιλιάδες λέξεις και ο Άιρα το αποδεικνύει αυτό.
Η πρώτη νουβέλα, το «Βαράμο» είναι η ιστορία του… Βαράμο. Διαδραματίζεται στην πόλη Κολόν του Παναμά και περιγράφει μια μέρα στη ζωή του ομώνυμου ήρωα, στη διάρκεια της οποίας θα συμβούν πολλά και κωμικοτραγικά. Καταρχήν θα πληρωθεί από το κράτος, μια και τυγχάνει δημόσιος υπάλληλος, με πλαστά χαρτονομίσματα, κάτι το οποίο αντιλαμβάνεται αμέσως, αλλά για κάποιο λόγο δεν αποκαλύπτει σε κανένα. Μετά θα συναντήσει τον οδηγό ενός υπουργού, που τυγχάνει και τζογαδόρος, ο οποίος θα του δώσει κάποια λεφτά που κέρδισε η μητέρα του και που θα παίξει καταλυτικό ρόλο στην ιστορία. Η μητέρα που λέγαμε έχει κάποια ψυχολογικά προβλήματα και θα δώσει τη δική της παράσταση στο δρόμο, προτού την περιμαζέψει ο Βαράμο, λίγο προτού φύγει για το καφενείο. Καθοδόν προς τα εκεί θα γίνει μάρτυρας σ’ ένα ατύχημα, θ’ ανακαλύψει μερικά φοβερά μυστικά, θα ψιλοερωτευτεί και άλλα… ευτράπελα. Σα να διαβάζουμε τη λατινοαμερικάνικη εκδοχή του «Οδυσσέα» του Τζόις σε μικρογραφία ή ίσως και μια παρωδία της: «…Το μυστικό της προηγούμενης πρόθεσής του μόλυνε αναγκαστικά κι αυτή, και επομένως έπρεπε να κρύψει ότι αυτοσχεδίαζε, πράγμα που, δεδομένης της έλλειψης χρόνου, ισοδυναμούσε με το να αυτοσχεδιάσει ότι το έκρυβε. Πόσο δύσκολο!»
Στο «Ένα επεισόδιο από τη ζωή του ταξιδευτή ζωγράφου» μαθαίνουμε για… πολλά επεισόδια. Εδώ ουσιαστικά παρακολουθούμε τα έργα και τις ημέρες ενός πολύ ταλαντούχου καλλιτέχνη, που ακούει στο επίθετο Ρουγκέντας. Θεωρείται ένας από τους κορυφαίους ζωγράφους της γενιάς του, κάποιος που του αρέσει να μαθαίνει συνέχεια, να δουλεύει ακατάπαυστα και να πειραματίζεται, και χάρη σε μια γενναία χορηγία από κάποιον πλούσιο συλλέκτη, τον ακολουθούμε στο ταξίδι που πραγματοποιεί, συντροφιά μ’ ένα μαθητή-ακόλουθό του στη Λατινική Αμερική. Σκοπός του είναι να ζωγραφίσει τα άγρια αργεντίνικα τοπία, αλλά και σκηνές από τη ζωή των ντόπιων, κάτι που θα τον βάλει σε πολλούς κινδύνους. Η ιερή του τρέλα ωστόσο θα συνεχίσει να τον καθοδηγεί και αυτή ακριβώς είναι που θα τον βοηθήσει να ζωγραφίσει κάποια αριστουργήματα, ακόμη και όταν μείνει… τυφλός. Ο Άιρα κάνει και εδώ, αυτό που λέγαμε προηγουμένως: παίζει. Μας σερβίρει στο πιάτο ένα σωρό εξωφρενικά γεγονότα και μοιάζει να θέλει να μας πει, ποιητική αδεία φυσικά, ότι απλά έτσι έχουν τα πράγματα. Ωστόσο, σε αντίθεση με το Βαράμο, η γραφή του εδώ γίνεται πού και πού ποιητική: «Τα σύννεφα κατέβαιναν μέχρι σχεδόν να κουρνιάσουν στο έδαφος, αλλά το παραμικρό αεράκι έφτανε για να τα πάρει… και να φέρει άλλα, από διαδρόμους ακατάληπτους, που έμοιαζαν να συνδέουν τον ουρανό με το κέντρο της Γης. Σε αυτές τις μαγικές εναλλαγές, οι καλλιτέχνες ξανάβρισκαν οράματα ονειρεμένα, κάθε φορά και πιο ευρύχωρα».
Αν είστε φίλοι της… κουφής δουλειάς του Μπόρχες, αλλά και του είδους της νουβέλας, θα απολαύσετε πολύ αυτό το βιβλίο. Αν όχι, εσείς θα χάσετε.
Η πρώτη νουβέλα, το «Βαράμο» είναι η ιστορία του… Βαράμο. Διαδραματίζεται στην πόλη Κολόν του Παναμά και περιγράφει μια μέρα στη ζωή του ομώνυμου ήρωα, στη διάρκεια της οποίας θα συμβούν πολλά και κωμικοτραγικά. Καταρχήν θα πληρωθεί από το κράτος, μια και τυγχάνει δημόσιος υπάλληλος, με πλαστά χαρτονομίσματα, κάτι το οποίο αντιλαμβάνεται αμέσως, αλλά για κάποιο λόγο δεν αποκαλύπτει σε κανένα. Μετά θα συναντήσει τον οδηγό ενός υπουργού, που τυγχάνει και τζογαδόρος, ο οποίος θα του δώσει κάποια λεφτά που κέρδισε η μητέρα του και που θα παίξει καταλυτικό ρόλο στην ιστορία. Η μητέρα που λέγαμε έχει κάποια ψυχολογικά προβλήματα και θα δώσει τη δική της παράσταση στο δρόμο, προτού την περιμαζέψει ο Βαράμο, λίγο προτού φύγει για το καφενείο. Καθοδόν προς τα εκεί θα γίνει μάρτυρας σ’ ένα ατύχημα, θ’ ανακαλύψει μερικά φοβερά μυστικά, θα ψιλοερωτευτεί και άλλα… ευτράπελα. Σα να διαβάζουμε τη λατινοαμερικάνικη εκδοχή του «Οδυσσέα» του Τζόις σε μικρογραφία ή ίσως και μια παρωδία της: «…Το μυστικό της προηγούμενης πρόθεσής του μόλυνε αναγκαστικά κι αυτή, και επομένως έπρεπε να κρύψει ότι αυτοσχεδίαζε, πράγμα που, δεδομένης της έλλειψης χρόνου, ισοδυναμούσε με το να αυτοσχεδιάσει ότι το έκρυβε. Πόσο δύσκολο!»
Στο «Ένα επεισόδιο από τη ζωή του ταξιδευτή ζωγράφου» μαθαίνουμε για… πολλά επεισόδια. Εδώ ουσιαστικά παρακολουθούμε τα έργα και τις ημέρες ενός πολύ ταλαντούχου καλλιτέχνη, που ακούει στο επίθετο Ρουγκέντας. Θεωρείται ένας από τους κορυφαίους ζωγράφους της γενιάς του, κάποιος που του αρέσει να μαθαίνει συνέχεια, να δουλεύει ακατάπαυστα και να πειραματίζεται, και χάρη σε μια γενναία χορηγία από κάποιον πλούσιο συλλέκτη, τον ακολουθούμε στο ταξίδι που πραγματοποιεί, συντροφιά μ’ ένα μαθητή-ακόλουθό του στη Λατινική Αμερική. Σκοπός του είναι να ζωγραφίσει τα άγρια αργεντίνικα τοπία, αλλά και σκηνές από τη ζωή των ντόπιων, κάτι που θα τον βάλει σε πολλούς κινδύνους. Η ιερή του τρέλα ωστόσο θα συνεχίσει να τον καθοδηγεί και αυτή ακριβώς είναι που θα τον βοηθήσει να ζωγραφίσει κάποια αριστουργήματα, ακόμη και όταν μείνει… τυφλός. Ο Άιρα κάνει και εδώ, αυτό που λέγαμε προηγουμένως: παίζει. Μας σερβίρει στο πιάτο ένα σωρό εξωφρενικά γεγονότα και μοιάζει να θέλει να μας πει, ποιητική αδεία φυσικά, ότι απλά έτσι έχουν τα πράγματα. Ωστόσο, σε αντίθεση με το Βαράμο, η γραφή του εδώ γίνεται πού και πού ποιητική: «Τα σύννεφα κατέβαιναν μέχρι σχεδόν να κουρνιάσουν στο έδαφος, αλλά το παραμικρό αεράκι έφτανε για να τα πάρει… και να φέρει άλλα, από διαδρόμους ακατάληπτους, που έμοιαζαν να συνδέουν τον ουρανό με το κέντρο της Γης. Σε αυτές τις μαγικές εναλλαγές, οι καλλιτέχνες ξανάβρισκαν οράματα ονειρεμένα, κάθε φορά και πιο ευρύχωρα».
Αν είστε φίλοι της… κουφής δουλειάς του Μπόρχες, αλλά και του είδους της νουβέλας, θα απολαύσετε πολύ αυτό το βιβλίο. Αν όχι, εσείς θα χάσετε.
Saturday, October 16, 2010
Fumio Niwa – The Buddha Tree
Αν έπρεπε να περιγράψουμε αυτό το βιβλίο με δύο λέξεις θα λέγαμε απλά ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με μια γιαπωνέζικη σάγκα. Τόσο για το μέγεθος του βιβλίου, όσο και την ιστορία του.
Τα γεγονότα με τα οποία καταπιάνεται δεν ξέρουμε ακριβώς πότε διαδραματίζονται, αλλά όπως αφήνεται να εννοηθεί, αυτά συμβαίνουν στη διάρκεια του πολέμου της Κορέας ή λίγο μετά. Βασικοί πρωταγωνιστές είναι ένας βουδιστής ιερέας του δόγματος της Αγνής Γης, ο Σιόσιου και η οικογένειά του – μια οικογένεια που κάθε άλλο παρά συνηθισμένη είναι, και η οποία ζει κάτω από κάθε άλλο παρά συνηθισμένες συνθήκες. Κι αυτό επειδή ο ιερωμένος κηρύσσει τους λόγους του Βούδα και του Αγίου Σινράν, αλλά δεν τους ακολουθεί, καθώς διατηρεί ερωτική σχέση με την πεθερά του. Μια σχέση που άρχισε είκοσι χρόνια πριν και την οποία, όσο κι αν προσπαθεί δεν μπορεί να διακόψει. Η τελευταία, μια αδίστακτη γυναίκα που διαθέτει τη δική της ιδιαίτερη ηθική και η οποία ακούει στο όνομα Μινέγιο, είναι ένα πλάσμα απόλυτα εγωιστικό. Το μόνο που την ενδιαφέρει είναι να συνεχίσει να απολαμβάνει τον έρωτα του γαμπρού της και να εξακολουθήσει να δείχνει όσο πιο πολύ μπορεί νέα, δίχως να δίνει μία για τον κοινωνικό περίγυρο, αλλά και για τα συναισθήματα της ίδιας της κόρης. Το ξέρει ότι η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη, ότι τα αδιέξοδα είναι δεδομένα, ωστόσο δεν κάνει για να αλλάξει την πορεία των πραγμάτων. Με μουλαρίσιο μάλιστα πείσμα φτάνει στο σημείο να διώξει απ’ το ναό την κόρη της -που έτσι κι αλλιώς εδώ και καιρό είχε αρχίσει να απομακρύνεται- ώστε να κρατήσει τον γαμπρό-λαχείο μονάχα για πάρτη της. Ο Σιόσιου, ένας άνθρωπος άβουλος, που από την πρώτη κιόλας στιγμή επέτρεψε σ’ αυτή τη γυναίκα να ορίζει την κάθε του κίνηση και να τον εξουσιάζει, νιώθει άβολα με τον εαυτό του και άσχημα γι’ αυτά που άφησε να συμβούν, αλλά είναι πολύ δειλός για να προσπαθήσει να αλλάξει κάτι. Αντί αυτού προσπαθεί να βρει καταφύγιο μέσα στη ρουτίνα, μέσα στην καθημερινότητα ενός ναού, τον οποίο αγαπά, αλλά και του οποίου δε νιώθει να αποτελεί μέλος. Ωστόσο, δεν είναι απόλυτα μόνος. Στην αρχή βρίσκει ίχνη χαράς στην παρουσία του γιου του, που δεν ακολούθησε τη μάνα του στη φυγή της, και στη συνέχεια στον αμίλητο έρωτά του για μια νεαρή χήρα. Αυτή η γυναίκα, η Τομόκο, θ’ ανάψει μέσα του για πρώτη φορά τη φλόγα ενός πόθου, που καθόλου δε μοιάζει με τη λαγνεία, η οποία τον κρατάει δέσμιο στην αγκαλιά της Μινέγιο, και η οποία θα τον αναγκάσει επιτέλους να τα πει ένα χεράκι με τον εαυτό του και να πάρει τις αποφάσεις του. Αποφάσεις όμως που θα αποδειχτούν οδυνηρές για όλους -μα πιο πολύ για τον ίδιο- αλλά και, την ίδια ώρα, γενναιόψυχες.
Οι καταδικασμένοι έρωτες, τα πάθη και οι πόθοι και της ζωής τα μεγάλα λάθη δίνουν τον παλμό σ’ αυτή την ιστορία. Μια ιστορία που στάζει θλίψη και σοφία, που μιλά για την πίστη και για την υποκρισία που πολλές φορές τη συνοδεύει. Με την παράθεση παραπομπών από τις βουδιστικές γραφές, με τους αφορισμούς και τις περιγραφές από τη ζωή του Αγίου Σινράν και τα αποσπάσματα από τις σούτρες, με τις αναφορές στων ανθρώπων τα καμώματα και τους έρωτες που κάποτε φτάνουν να μοιάζουν με μίσος, ο συγγραφέας φαίνεται να θέλει να μας πει ότι υλική και πνευματική ζωή, στο τέλος της ημέρας, είναι ένα και το αυτό.
«Το Δέντρο του Βούδα» δεν είναι ένα εύκολο ανάγνωσμα και δε διαθέτει -το σχεδόν αναγκαίο για τους δυτικούς- ευτυχισμένο τέλος, αλλά αποζημιώνει τον υπομονετικό αναγνώστη με ψήγματα σοφίας και σκέψεις ζωής, που ίσως να απασχολούν και τον ίδιο, και προσφέροντας δύσκολα ερωτήματα, χωρίς να χαρίζει εύκολες λύσεις.
Tuesday, October 12, 2010
Sōseki Natsume – Botchan
Όπως μαθαίνουμε αυτό το μυθιστόρημα ήταν κάτι σαν υποχρεωτικό ανάγνωσμα για τους μαθητές στην Ιαπωνία πριν από εκατό χρόνια. Γραμμένο το 1904 μιλά για τη ζωή ενός νεαρού άντρα από αριστοκρατική, πλην ξεπεσμένη, οικογένεια που σπουδάζει στο Τόκιο και στη συνέχεια προσλαμβάνεται σαν καθηγητής των μαθηματικών σ’ ένα χωριό της επαρχίας.
Ο ήρωας του βιβλίου είναι ένας ιδιόρρυθμος χαρακτήρας, που μοιάζει να αδυνατεί να συνάψει κοινωνικές σχέσεις με τους άλλους ανθρώπους. Η μόνη ψυχή που φαίνεται να τον καταλαβαίνει είναι η πρώην υπηρέτρια της οικογένειάς του, που όχι μόνο τον στηρίζει στα δύσκολα, αλλά και η οποία φροντίζει να τον ξελασπώνει όταν τα βρίσκει σκούρα σε ό,τι αφορά τα οικονομικά. Μ’ αυτή τη γυναίκα έχει αναπτύξει μια σχέση μητέρας-γιου και παρά το ότι ο αδελφός του είναι ακόμη ζωντανός τη θεωρεί σαν τη μοναδική του συγγενή. Ακόμη και στη «ξενιτιά», όπου εξορίζεται για χάρη της δουλειάς, η ευγενής εικόνα της τον ακολουθεί, κι αυτή είναι που τον προστατεύει, έστω και εξ αποστάσεως, απ’ τα χειρότερα.
Ο συγγραφέας, ένας από τους πιο γνωστούς της Ιαπωνίας, μοιάζει μ’ αυτό το πρώτο μυθιστόρημά του να επιχειρεί να ασκήσει μια με αδρές πινελιές μαύρου χιούμορ κριτική στην κοινωνία ενός χωριού-καρικατούρας της επαρχίας, αλλά και στην ιαπωνική κοινωνία γενικότερα. Καταπιάνεται με τα θέματα της παράδοσης, των καλών τρόπων και της διακηρυχθείσας ηθικής με ύφος ελαφρώς ειρωνικό, το οποίο πού και πού γίνεται σαρκαστικό. Είναι σα να λέει στον αναγνώστη να μην πιστεύει τα ωραία λόγια και να μην παρασύρεται από τους κήρυκες, αλλά και να μη βιάζεται κιόλας να βγάλει συμπεράσματα, αφού συνήθως πίσω έχει η γάτα την ουρά. Παρακολουθώντας τα έργα και τις ημέρες του ήρωα ο αναγνώστης, θέλοντας και μη, ταυτίζεται μαζί του, αφού αυτός ζει καταστάσεις, τις οποίες λίγο-πολύ ζήσαμε όλοι: μεγάλα όνειρα και διαψευσμένες προσδοκίες, πίστη στη φιλία και απογοήτευση, αποφάσεις για μεγάλες αλλαγές και απότομες προσγειώσεις. Ο πρωταγωνιστής σ’ αυτή την ιστορία μοιάζει να βαδίζει συνεχώς, αλλά φαίνεται αδύναμος να φτάσει κάπου. Δεν είναι το ότι συναντά εμπόδια στο δρόμο του, είναι το ότι αυτά μοιάζουν να τον συνιστούν.
Παρ’ όλ’ αυτά όμως η αφήγηση παραμένει ανάλαφρη, σαν ένα αντίδοτο στη μαυρίλα των ψυχών που περιγράφει. Τα επεισόδια που διαδραματίζονται το ένα μετά από το άλλο είναι κωμικοτραγικά, οι ήρωες όσο πάει αληθινοί, αλλά και ψεύτικοι, φτιαγμένοι από χαρτόνι, οι συνθήκες τραγελαφικές με τον τρόπο τους, αλλά και αντικατοπτρισμοί μιας πραγματικότητας πνιγηρής, αποπνιχτικής.
Η μετάφραση από τα ιαπωνικά στα αγγλικά (1922) κρίνεται ως μάλλον λειψή, ανεπαρκής, κι αυτό μας στερεί κάτι από την αναγνωστική απόλαυση. Μια σύντομη αναζήτηση στο διαδίκτυο μου αποκάλυψε ότι μέχρι σήμερα παραμένει η μοναδική. Κρίμα. Δεν ξέρω αν έχει κυκλοφορήσει στα ελληνικά το βιβλίο αυτό αλλά, αν ναι, μη διστάσετε να το διαβάσετε. Οι φίλοι της γιαπωνέζικης λογοτεχνίας θ’ ανακαλύψουν εδώ ένα μάστορα του λόγου στα πρώτα του βήματα και ένα ικανοποιητικό δείγμα γραφής απ’ τις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Δεν είναι ό,τι καλύτερο έπεσε στα χέρια μας, αλλά παραμένει, 106 χρόνια μετά από την πρώτη του έκδοση, ένα αξιόλογο ανάγνωσμα.
Saturday, October 9, 2010
Yukio Mishima – Confessions of a Mask
«Όλοι λένε ότι η ζωή είναι μια σκηνή. Αλλά, κατά τα φαινόμενα, οι περισσότεροι άνθρωποι δεν παθαίνουν εμμονή μ’ αυτή την ιδέα – τουλάχιστον όχι τόσο νωρίς όσο την έπαθα εγώ».
Όπως ακριβώς υποδηλώνει ο τίτλος, σα μια εξομολόγηση διαβάζεται αυτή η νουβέλα. Ο συγγραφέας, ή ο αφηγητής τέλος πάντων, μοιάζει να κάνει μια κατάδυση στις αναμνήσεις του και να μας μιλά για όλα όσα τον σημάδεψαν: βιβλία, ανθρώπους, παραστάσεις, ιδέες, έρωτες.
Το κείμενο αυτό διαβάζεται σαν παραμύθι, ή και σα μια γραφή της αθωότητας. Ο Μισίμα μιλά νοσταλγικά για ένα παρελθόν που έσβησε οριστικά στο πέρασμά του ο χρόνος, αλλά που παραμένει πεισματικά ζωντανό μέσα του. Ένα παρελθόν πολύχρωμο, πού και πού σκληρό, χαρακωμένο από τα ψέματα και τις υπερβολές. «Για πολλά χρόνια υποστήριζα ότι θυμόμουνα πράγματα που συνέβησαν τη στιγμή της γέννησής μου». Μ’ αυτή την πρόταση ανοίγει το βιβλίο δίνοντας το στίγμα για όλα αυτά που θα ακολουθήσουν. Είναι αλήθειες ή ψέματα αυτά που θα διαβάσουμε; Βασίζονται στην πραγματικότητα ή είναι τα δημιουργήματα μιας καλπάζουσας φαντασίας; Είτε έτσι, είτε αλλιώς, δεν έχει σημασία. Εκείνο που έχει σημασία είναι το ταξίδι στο συγγραφικό χρόνο, κι αυτό είναι ένα ταξίδι παλιό και σύγχρονο, χθεσινό και σημερινό. Ο συγγραφέας για μια ακόμη φορά μας μιλά για τα χρόνια της νιότης και για το βάσανό της. Θυμάται ή ίσως και δημιουργεί γεγονότα, απ’ αυτά που ρυθμίζουν τις ζωές των ανθρώπων.
Ο έρωτας, αυτός παίζει εδώ τον πιο σημαντικό ρόλο. Ή μάλλον, τα ερωτικά ξυπνήματα. Η θέα ενός γυναικείου κορμιού, αλλά και ενός αντρικού. Οι σεξουαλικές ορμές, που ακολουθούν τους δικούς τους κανόνες. Οι σκέψεις και οι πράξεις που οδηγούν σε δυσάρεστα τετελεσμένα. Οι κόσμοι που κτίζονται στο φαντασιακό και γκρεμίζονται με πάταγο στο πραγματικό. Το άγγιγμα.
Μέσα στις ψευδαισθήσεις ζούσε καθώς ανακάλυπτε την ερωτική επιθυμία ο ήρωάς μας, όπως ο ίδιος ομολογεί. Ήταν περίεργος κι αυτή την περιέργεια την μεταμόρφωνε σ’ επιθυμία με απρόβλεπτες συνέπειες. Συνέπειες που συνήθως καλούνταν να πληρώσουν οι άλλοι. Η πρώτη εμμονή που ανέπτυξε ήταν για το φιλί: «κάπου όπου θα μπορούσα να αναζητήσω καταφύγιο», παραδέχεται. Για να βρει αυτό το καταφύγιο έπρεπε να υποδυθεί ένα ρόλο – πέρα και έξω από τον εαυτό του. Αμέτρητοι ακόμη θα ακολουθούσαν.
Οι «Εξομολογήσεις μιας μάσκας» μοιάζουν μ’ ένα μακρύ μονόλογο. Σ’ αυτόν ο ηθοποιός-πρωταγωνιστής αδειάζει το μέσα του, βγάζει στο φως τις πικρές του αλήθειες, εξομολογείται, δίχως όμως να ζητά εξιλέωση. «Θέλω μοναχά να σας πω στην ιστορία μου», μοιάζει να ψιθυρίζει μέσα απ’ τις σελίδες και τα κενά των λέξεων. Και είναι μια ιστορία πρωτότυπη, αλλά και συνηθισμένη, μια καταγραφή πράξεων και σκέψεων, που θα μπορούσαν να ανήκουν στον καθένα. Ο Μισίμα χειρίζεται με μαεστρία το, αυτοβιογραφικό ή μη, υλικό του και μας χαρίζει ένα βιβλίο τρυφερό και βίαιο, ενδοσκοπικό και διαβαστερό. Σαν ένα ταξίδι στο μέσα μας.
Wednesday, October 6, 2010
Yoko Ogawa – Άρωμα Πάγου
Και να που σιγά σιγά άρχισα να απολαμβάνω τις νουβέλες της Ογκάουα όσο αυτές της Γιοσιμότο. Αυτά τα γραπτά έχουν κάτι που απλά μαγεύει τον αναγνώστη και δε μιλώ κατ’ ανάγκη για το μεταφυσικό στοιχείο. Μάλλον είναι η απλότητα της γλώσσας και το απέριττο των περιγραφών τους, τα στοιχεία που ξεχωρίζω περισσότερο στα βιβλία τους. Και οι δύο καλές γιαπωνέζες συγγραφείς μοιάζουν να λένε απλά τις ιστορίες τους, δίχως καν να προσπαθούν, σαν κάποιους παλιούς καλούς παραμυθάδες, που γνωρίζουν από πάντα τα μυστικά μιας καλής αφήγησης.
Το «Άρωμα Πάγου» διαβάζεται σαν ένα ταξίδι: στο χώρο (Ιαπωνία και Πράγα), στο χρόνο (του βασικού, αλλά νεκρού πρωταγωνιστή) και στις ψυχές (αυτών που ο νεκρός άφησε πίσω του).
Η Ρυόκο κάποια μέρα απαντά μια κλήση στο τηλέφωνο για να μάθει ότι ο αγαπημένος της έχει βάλει τέρμα στη ζωή του. Έχοντάς τα ολότελα χαμένα, αφού τίποτα δεν προμήνυε το μεγάλο κακό, τα επόμενα λεπτά τα ξοδεύει σιδερώνοντας το πουκάμισο του νεκρού πια Χιρογιούκι. Στη συνέχεια τη συναντάμε στο νεκροτομείο, στο προσκεφάλι του αγαπημένου της απόντα, να προσπαθεί ακόμη να συνηθίσει στη ιδέα του χαμού του. Και ύστερα αρχίζουν οι ανατροπές, καθώς η έκπληκτη γυναίκα μαθαίνει ότι ο άντρας της ζωής της της έκρυβε ένα σωρό μυστικά. Καταρχήν ότι είχε μητέρα και αδελφό, αν και όταν τον γνώρισε της είπε ότι ολόκληρη η οικογένειά του ήταν νεκρή. Και μετά, ότι ήταν μια μαθηματική ιδιοφυία, που μάλιστα κέρδισε βραβεία σε μεγάλους διαγωνισμούς. Ύστερα θα ανακαλύψει και ένα άλλο ταλέντο του: το πατινάζ στον πάγο, στο οποίο ήταν εξαιρετικός.
Μετά απ’ όλ’ αυτά η καημένη η γυναίκα δεν ξέρει ποια τι να πιστέψει. Όλη η ζωή του Χιρογιούκι ήταν ψέμα, κι αυτή φαινομενικά δεν αποτελούσε παρά ένα μόνο μέρος του. Ωστόσο, δεν περνά από το μυαλό της ούτε και για μια στιγμή κάποια άσχημη σκέψη για το άτομό του. Αντίθετα, τώρα που έχει πια οριστικά φύγει, μοιάζει να τον αγαπάει πιο πολύ. Έτσι αποφασίζει ν’ ανακαλύψει όσα περισσότερα πράγματα μπορεί για την πραγματική του ζωή – αυτή που έζησε πριν αρχίσει την καριέρα του σαν αρωματοποιός. Στην προσπάθειά της αυτή θα έχει την πλήρη συμπαράσταση του Ακίρα, αδελφού του θανόντος, που ζει με την ουσιαστικά ανήμπορη μητέρα του σε μια μικρή πόλη. Από εκεί ακριβώς θα αρχίσει το ταξίδι της στο μακρινό χθες του άντρα της. Ένα ταξίδι που -με συνοδό το άρωμα που έφτιαξε αποκλειστικά για κείνην, την Πηγή της Μνήμης- θα την οδηγήσει μέχρι και την Πράγα, όπου θα της συμβούν κάποια πράγματα θαυμαστά, που θα τη βοηθήσουν να κατανοήσει πλήρως το χαρακτήρα εκείνου του ανθρώπου, που για τόσο καιρό έζησε μαζί της, χωρίς να της πει ποτέ ποιος στ’ αλήθεια ήταν. «Ίσως μέσα σ’ έναν απ’ αυτούς τους τόμους, σε ένα σάπιο βιβλίο σε κάποια ημισκοτεινή γωνία αυτών των ραφιών, να είναι γραμμένος ο λόγος του θανάτου του Χιρογιούκι. Κι εκείνη η μοναδική σελίδα, χωρίς να διαβάζεται από κανέναν, συνεχίζει να κοιμάται σαν απολίθωμα», σκέφτεται καθώς τριγυρνά σε μια έρημη βιβλιοθήκη της μυθικής πόλης. Τις απαντήσεις ωστόσο που ζητά δε θα της βρει στις σελίδες ενός βιβλίου, αλλά στο πιο απίθανο μέρος – ένα μέρος μυστικό, το οποίο μόνο λίγοι και εκλεκτοί, μπορούν να επισκεφθούν.
Ένα κείμενο καλογραμμένο και ουσιαστικό, που λόγω και της εξαιρετικής και ρέουσας μετάφρασης του Παναγιώτη Ευαγγελίδη, διαβάζεται γρήγορα και απρόσκοπτα. Οι ιάπωνες μας υπενθυμίζουν για μία ακόμη φορά ότι το να μιλά κανείς για το θάνατο και την απώλεια δεν οδηγεί κατ’ ανάγκη στη θλίψη, αλλά στην τρυφερή συνειδητοποίηση και την αυτογνωσία.
Το «Άρωμα Πάγου» διαβάζεται σαν ένα ταξίδι: στο χώρο (Ιαπωνία και Πράγα), στο χρόνο (του βασικού, αλλά νεκρού πρωταγωνιστή) και στις ψυχές (αυτών που ο νεκρός άφησε πίσω του).
Η Ρυόκο κάποια μέρα απαντά μια κλήση στο τηλέφωνο για να μάθει ότι ο αγαπημένος της έχει βάλει τέρμα στη ζωή του. Έχοντάς τα ολότελα χαμένα, αφού τίποτα δεν προμήνυε το μεγάλο κακό, τα επόμενα λεπτά τα ξοδεύει σιδερώνοντας το πουκάμισο του νεκρού πια Χιρογιούκι. Στη συνέχεια τη συναντάμε στο νεκροτομείο, στο προσκεφάλι του αγαπημένου της απόντα, να προσπαθεί ακόμη να συνηθίσει στη ιδέα του χαμού του. Και ύστερα αρχίζουν οι ανατροπές, καθώς η έκπληκτη γυναίκα μαθαίνει ότι ο άντρας της ζωής της της έκρυβε ένα σωρό μυστικά. Καταρχήν ότι είχε μητέρα και αδελφό, αν και όταν τον γνώρισε της είπε ότι ολόκληρη η οικογένειά του ήταν νεκρή. Και μετά, ότι ήταν μια μαθηματική ιδιοφυία, που μάλιστα κέρδισε βραβεία σε μεγάλους διαγωνισμούς. Ύστερα θα ανακαλύψει και ένα άλλο ταλέντο του: το πατινάζ στον πάγο, στο οποίο ήταν εξαιρετικός.
Μετά απ’ όλ’ αυτά η καημένη η γυναίκα δεν ξέρει ποια τι να πιστέψει. Όλη η ζωή του Χιρογιούκι ήταν ψέμα, κι αυτή φαινομενικά δεν αποτελούσε παρά ένα μόνο μέρος του. Ωστόσο, δεν περνά από το μυαλό της ούτε και για μια στιγμή κάποια άσχημη σκέψη για το άτομό του. Αντίθετα, τώρα που έχει πια οριστικά φύγει, μοιάζει να τον αγαπάει πιο πολύ. Έτσι αποφασίζει ν’ ανακαλύψει όσα περισσότερα πράγματα μπορεί για την πραγματική του ζωή – αυτή που έζησε πριν αρχίσει την καριέρα του σαν αρωματοποιός. Στην προσπάθειά της αυτή θα έχει την πλήρη συμπαράσταση του Ακίρα, αδελφού του θανόντος, που ζει με την ουσιαστικά ανήμπορη μητέρα του σε μια μικρή πόλη. Από εκεί ακριβώς θα αρχίσει το ταξίδι της στο μακρινό χθες του άντρα της. Ένα ταξίδι που -με συνοδό το άρωμα που έφτιαξε αποκλειστικά για κείνην, την Πηγή της Μνήμης- θα την οδηγήσει μέχρι και την Πράγα, όπου θα της συμβούν κάποια πράγματα θαυμαστά, που θα τη βοηθήσουν να κατανοήσει πλήρως το χαρακτήρα εκείνου του ανθρώπου, που για τόσο καιρό έζησε μαζί της, χωρίς να της πει ποτέ ποιος στ’ αλήθεια ήταν. «Ίσως μέσα σ’ έναν απ’ αυτούς τους τόμους, σε ένα σάπιο βιβλίο σε κάποια ημισκοτεινή γωνία αυτών των ραφιών, να είναι γραμμένος ο λόγος του θανάτου του Χιρογιούκι. Κι εκείνη η μοναδική σελίδα, χωρίς να διαβάζεται από κανέναν, συνεχίζει να κοιμάται σαν απολίθωμα», σκέφτεται καθώς τριγυρνά σε μια έρημη βιβλιοθήκη της μυθικής πόλης. Τις απαντήσεις ωστόσο που ζητά δε θα της βρει στις σελίδες ενός βιβλίου, αλλά στο πιο απίθανο μέρος – ένα μέρος μυστικό, το οποίο μόνο λίγοι και εκλεκτοί, μπορούν να επισκεφθούν.
Ένα κείμενο καλογραμμένο και ουσιαστικό, που λόγω και της εξαιρετικής και ρέουσας μετάφρασης του Παναγιώτη Ευαγγελίδη, διαβάζεται γρήγορα και απρόσκοπτα. Οι ιάπωνες μας υπενθυμίζουν για μία ακόμη φορά ότι το να μιλά κανείς για το θάνατο και την απώλεια δεν οδηγεί κατ’ ανάγκη στη θλίψη, αλλά στην τρυφερή συνειδητοποίηση και την αυτογνωσία.
Sunday, October 3, 2010
Simenon – Maigret and the Young Girl & Danger Ahead
Ο Σιμενόν είναι ένας από τους κλασικούς συγγραφείς της ευρωπαϊκής αστυνομικής λογοτεχνίας, και όπως τους αμερικανούς συναδέλφους του, Ντάσιελ Χάμετ και Ρέιμοντ Τσάντλερ, άρχισα να τον διαβάζω κάπως αργά.
Στον παρόν τόμο φιλοξενούνται τρεις νουβέλες. Στην πρώτη, Maigret and the Young Girl, πρωταγωνιστής είναι το πλέον γνωστό δημιούργημα του συγγραφέα, ο επιθεωρητής Μαιγκρέ. Όλα αρχίζουν όταν σ’ ένα σκοτεινό στενό δρομάκι του Παρισιού ανακαλύπτεται το πτώμα μιας νεαρής άγνωστης γυναίκας. Η Λουίζ, όπως θα ανακαλύψει στη διάρκεια των ερευνών του ο καλός ντετέκτιβ, ήταν μια γυναίκα με μπερδεμένο παρελθόν, με αδύνατο χαρακτήρα και πάντα εξαρτώμενη με τον ένα ή τον άλλο τρόπο από τους άλλους. Κόρη μιας αδιάφορης μητέρας και ενός άφαντου τυχοδιώκτη πατέρα, δεν μπορεί να χαρεί τη ζωή, απλά επιβιώνει από μέρα σε μέρα. Τι την οδήγησε όμως σ’ εκείνη την επικίνδυνη γωνιά του Παρισιού; Και ποιος θα ήθελε να την σκοτώσει και γιατί; Ο Σιμενόν με αφορμή αυτή την υπόθεση μας ξεναγεί στα σκοτεινά δρομάκια και τις λαμπρές λεωφόρους της διάσημης πόλης, μας μιλά για τους ανθρώπους της νύχτας και τον κίνδυνο που παραμονεύει, αλλά και περιφέρεται από μπαράκι σε μπαράκι προσπαθώντας να μάθει, πίνοντας το ένα ποτό μετά το άλλο, την αλήθεια.
Δύο νουβέλες συστεγάζονται κάτω από τον τίτλο: Danger Ahead. Το Red Lights είναι μια ιστορία ανατροπών. Ένα ζευγάρι αναχωρεί οδικώς από τη Νέα Υόρκη για το Μέιν, από όπου θα παραλάβουν τα δύο τους παιδιά από την κατασκήνωση. Στη διάρκεια της διαδρομής τσακώνονται συνεχώς, κυρίως για τον αλκοολισμό του άντρα, με αποτέλεσμα σε κάποιο σημείο η γυναίκα απλά να τον εγκαταλείψει για να πάρει το λεωφορείο. Τότε εκείνος συναντά ένα επικίνδυνο εγκληματία, που μόλις έχει δραπετεύσει από τη φυλακή, τον οποίο χωρίς πολλά-πολλά αποφασίζει να βοηθήσει. Το μόνο που δεν ξέρει τι του επιφυλάσσει η μοίρα, η οποία για ένα μικρό διάστημα θα παίξει μαζί του όπως η γάτα με το ποντίκι, δίδοντάς του διαδοχικά χτυπήματα, από εκείνα από τα οποία είναι δύσκολο να επιβιώσει κανείς. Το ένα δραματικό συμβάν διαδέχεται το άλλο, οι σελίδες στάζουν όλο και περισσότερο πόνο, αλλά η τελική λύση μοιάζει δημιούργημα ενός από μηχανής θεού, και μοιάζει να βρίσκεται σε εντελώς αντίθετη τροχιά απ’ αυτή που ακολουθεί ο αναγνώστης.
Το The Watchman of Everton, με το οποίο κλείνει η συλλογή, είναι μια ιστορία δρόμου και αργοκίνητης δράσης, απ’ αυτές που δεν μπορεί κανείς εύκολα να κατατάξει σε κάποια κατηγορία. Αν έπρεπε να πούμε ότι έχει να κάνει με κάτι, αυτό είναι η οικογένεια: η ατελής, λειψή, δυσλειτουργική οικογένεια. Ένας νέος κλέβει το βαν του ωρολογά πατέρα του και το σκάει με την κόρη κάποιων γειτόνων. Τότε αρχίζει ένα ανθρωποκυνηγητό, το οποίο θα οδηγήσει τους φυγάδες, τις αρχές, αλλά και τον ίδιο τον ωρολογά σε μέρη μακρινά και αιματοβαμμένα. Η δράση ωστόσο δε λαμβάνει χώρα μόνο στο δρόμο, αλλά και στην ψυχή του βασικού πρωταγωνιστή, ενός ανθρώπου φαινομενικά παθητικού, που μοιάζει παραδομένος στις μοίρες. Παρακολουθούμε τις σκέψεις του, μαθαίνουμε κάποιες τραγικές λεπτομέρειες απ’ την ιστορία του, θαυμάζουμε τον στωικισμό του. Μια συμπονετική και μεγαλόψυχη φιγούρα, που παρόλα τα αμείλικτα χτυπήματα της ζωής, υπομένει τα πάντα, συγχωρεί τα πάντα, φορτώνεται στις πλάτες του βάρη που δεν του αναλογούν.
Οι τρεις αυτές καλογραμμένες και πολύ ενδιαφέρουσες ιστορίες, δεν έχουν τόσο να κάνουν με το έγκλημα και τη δράση, όσο με την ανθρώπινη κατάσταση, και αξίζουν να διαβαστούν από τους φίλους της καλής λογοτεχνίας.
Subscribe to:
Posts (Atom)