Η «Εφεύρεση της σκιάς» είναι ένα πυκνογραμμένο βιβλίο, που καταπιάνεται κατά κύριο λόγο με τον παραλογισμό της εξουσίας. Τα γεγονότα που ανιστορούνται εδώ λαμβάνουν χώρα στη διάρκεια της δικτατορίας των συνταγματαρχών.
Ο Ισίδωρος Γεωργίου είναι ένας βαθιά μορφωμένος, ευαίσθητος, αλλά και πού και πού αναίσθητος, και ελκυστικός άντρας, που διδάσκει μαθήματα στη νοηματική γλώσσα. Μια ευτυχής συγκυρία τον οδηγεί στο μονοπάτι ενός από τους ισχυρούς παράγοντες της εποχής, ο οποίος αποφασίζει να τον βοηθήσει να αναδείξει το ταλέντο του, υπηρετώντας ταυτόχρονα τα ιδανικά της χώρας. Έτσι μεσολαβεί ώστε να προσληφθεί σαν ο πρώτος παρουσιαστής ειδήσεων στη νοηματική στην κρατική τηλεόραση, και η ζωή του αλλάζει ριζικά από τη μια στιγμή στην άλλη. Ο άλλοτε άσημος καθηγητής θα βρεθεί ξαφνικά στη μέση ενός κυκλώνα: του κυκλώνα της δημοσιότητας, κάτι που μοιάζει να του δίνει χαρά και λύπη την ίδια ώρα. Χαρά γι’ αυτά που απέκτησε, το χρήμα και τη δόξα, λύπη γι’ αυτά που έχασε, την πραγματική ελευθερία και την ακεραιότητα του χαρακτήρα του. Για πολλή καιρό μοιάζει να ακροβατεί ανάμεσα στις ευλογίες και τις ενοχές του, μεταξύ των αρχών του και της αναγκαιότητας. Και πηγαίνει από λάθος σε λάθος, αποφεύγει τους σκοπέλους μα πέφτει σε παγίδες. Ερωτεύεται παράφορα και σχοινοβατεί πάνω από την άβυσσο.
Σαν ένα ψυχολογικό ταξίδι είναι αυτό το μυθιστόρημα: ένα ταξίδι στον κόσμο του ήρωα, στις εμμονές του, σ’ αυτά που τον ορίζουν και σ’ εκείνα που τελικά του χαράζουν πορεία. Τι είναι εκείνο που τον κάνει να γίνει ένα με το σύστημα και ύστερα να επαναστατήσει ενάντια σ’ αυτό; Είναι η αποφασιστικότητα ή η παραίτηση το βασικό του χαρακτηριστικό; Κι όταν επαναστατεί, επαναστατεί ενάντια σε ποιους; Στο καθεστώς; Σε όλους και σε όλα; Στον εαυτό του;
Αν μπορούσαμε να περιγράψουμε με λίγα λόγια την «Εφεύρεση της σκιάς» θα λέγαμε ότι πρόκειται για την ιστορία μιας πτώσης. Τα αγαθά εύκολα κερδίζονται και εύκολα χάνονται. Οι ψυχές εύκολα ευφραίνονται, κι ακόμη πιο εύκολα υποφέρουν. Οι άνθρωποι γίνονται καλοί, όταν δεν τους συμφέρει να είναι κακοί. Η αλήθεια έχει πολλές όψεις, το ποια θα δούμε, αυτό αποτελεί δική μας επιλογή.
Στην αρχή ο Γεωργίου βλέπει την αλήθεια που βολικά του πλασάρουν κι αυτή μεταδίδει με τα χέρια και τις εκφράσεις του στο κοινό. Στη συνέχεια ωστόσο κάτι αρχίζει να τον τρώει μέσα του, γι’ αυτό και ξεκινά να ψάχνει τα πράγματα περισσότερο. Όσο περισσότερο τα ψάχνει τόσο περισσότερο εκπλήσσεται, και τόσο πιο πολύ παίζει με τη φωτιά. Μια φωτιά που απειλεί να τον κάψει, αλλά δεν. Άλλη φλόγα είναι εκείνη που θα τον τσουρουφλίσει, άλλες ενέργειες είναι που θα τον οδηγήσουν στα όρια του φόβου («Ο φόβος είναι σαν την αναγούλα, δεν σου επιτρέπει να χαρείς ούτε τις αγαπημένες γεύσεις», γράφει κάπου ο συγγραφέας) και την αναπόφευκτη καταστροφή.
Η «Εφεύρεση της σκιάς» δεν είναι ένα εύκολο ανάγνωσμα, αλλά είναι πέρα για πέρα χορταστικό. Ο συγγραφέας, με την πλούσια γλώσσα του και τις δίχως τέλος παραγράφους του, μας παρασύρει αβίαστα στον κόσμο του ήρωά του, μας επιτρέπει να παρακολουθήσουμε με αγωνία τη μακρά του πορεία από την άνοδο στην πτώση, από τη δικαίωση στην καταδίκη. Δεν του χαρίζεται, κι αυτό ακριβώς είναι που τον κάνει συμπαθή στο βλέμμα μας.
Thursday, April 22, 2010
Monday, April 19, 2010
Haruki Murakami – Blind Willow, Sleeping Woman
Τους τελευταίους μήνες δεν απολαμβάνω τίποτα περισσότερο από το να διαβάζω συλλογές διηγημάτων. Είτε στο ίντερνετ, είτε σε τυπωμένη μορφή. Ο ιάπωνας Χαρούκι Μουρακάμι, που έγινε κυρίως γνωστός στο δυτικό αναγνωστικό κοινό για τα μυθιστορήματά του, εδώ αποδεικνύει ότι είναι μάστορας και στη μικρή φόρμα. Το ανά χείρας βιβλίο αποτελείται από εικοσιτέσσερις ιστορίες, που κινούνται στα γνώριμα μονοπάτια του καλού γραφιά. Καθημερινοί άνθρωποι, εξωπραγματικές καταστάσεις, ρεαλισμός και φαντασία, και, φυσικά, πολλή -τζαζ κυρίως- μουσική. Όπως το συνηθίζουμε τώρα τελευταία θα πάρουμε ένα-ένα τα διηγήματα και θα σας δώσουμε μια μικρή περίληψη.
Blind Willow, Sleeping Woman: Αυτή είναι μια ιστορία που κρύβει μέσα της ένα διήγημα που κρύβει μέσα του ένα παραμύθι. Κάποιος επισκέπτεται το νοσοκομείο, όπου για λίγο κάνει παρέα μ’ ένα κουφό εξάδελφό του. Τα γεγονότα που διαδραματίζονται εκεί του θυμίζουν μια παρόμοια επίσκεψη, που τώρα στα μάτια του μοιάζει αποκύημα φαντασίας.
Birthday Girl: Μια νέα γυναίκα γιορτάζει τα γενέθλιά της και ο γέρο-ιδιοκτήτης ενός εστιατορίου της λέει ότι μπορεί να πραγματοποιήσει μια επιθυμία της, όποια κι αν είναι αυτή. Τι θα ευχηθεί;
New York Mining Disaster: Εδώ παρακολουθούμε κατά κύριο λόγο τη συζήτηση ενός άντρα του οποίου πέντε φίλοι έχουν πεθάνει ως τα 28 τους χρόνια, με κάποιον που του δανείζει το κουστούμι του για τις κηδείες, κι ο οποίος συνηθίζει να πηγαίνει στο ζωολογικό κήπο όταν έρχεται κυκλώνας. Σ’ ένα πρωτοχρονιάτικο πάρτι, που μοιάζει εντελώς άσχετο με την ιστορία, πιάνει την κουβέντα με μια άγνωστη γυναίκα, η οποία όμως τελικά με την παρουσία της δένει τον τίτλο με την ιστορία.
Airplane: Or, How He Talked to Himself as If Reciting Poetry: Η ιστορία ενός εικοσάχρονου άντρα που έχει σαν ερωμένη του μια γυναίκα επτά χρόνια μεγαλύτερη, που κάθε που συναντιούνται κλαίει τουλάχιστον μια φορά. Παρακολουθούμε τις συζητήσεις τους.
The Mirror: Ο νυχτοφύλακας κάποιου σχολείου βλέπει τον εαυτό σου σ’ ένα καθρέφτη και τρομάζει, αφού τον δείχνει γεμάτο κακία και μίσος. Το μόνο που εκείνος ο καθρέφτης δεν υπήρξε ποτέ. Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα μεταφυσικό γεγονός.
A Folklore for My Generation: A Pre-History of Late-Stage Capitalism: Μια ιστορία ειπωμένη υποτίθεται από δεύτερο χέρι, από ένα συμμαθητή του συγγραφέα. Μιλάει για τον έρωτά του για μια όμορφη κοπέλα, η οποία όμως δεν του επιτρέπει να την αγγίξει ερωτικά. Του υπόσχεται όμως πώς όταν μεγαλώσει και παντρευτεί, θα τον κάνει εραστή της. Οι ανατροπές της ζωής ωστόσο καραδοκούν.
Hunting Knife: Ένα ζευγάρι περνάει τις διακοπές του σ’ ένα παραθαλάσσιο θέρετρο. Δίπλα τους μένουν μια γυναίκα και ο καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι γιος της. Ο άντρας γνωρίζει τον δεύτερο την τελευταία νύχτα πριν την αναχώρησή τους, κι εκείνος του δίνει να δοκιμάσει ένα εκπληκτικό κυνηγετικό μαχαίρι.
A Perfect Day for Kangaroos: Κάποιος πηγαίνει με τη φίλη του στο ζωολογικό κήπο για να δούνε ένα νεογέννητο καγκουρό, το οποίο έχει στο μεταξύ μεγαλώσει. Εκείνη τον τρελαίνει στις ερωτήσεις.
Dabchick: Η παράξενη ιστορία ενός άντρα, που ακολουθώντας κάτι, κάθε άλλο παρά συνηθισμένες οδηγίες, φτάνει σ’ ένα περίεργο μέρος για δουλειά. Εκεί, οι της ασφαλείας, απαιτούν να τους πει τη λέξη-σύνθημα για να του επιτρέψουν την είσοδο, αλλά αυτός δεν την ξέρει.
Man-Eating Cats: Τα γεγονότα διαδραματίζονται σ’ ένα ανώνυμο ελληνικό νησί. Εκεί καταφεύγει ο συγγραφέας, μαζί με τη φίλη του Ιζούμι, μετά που οι γάμοι και των δύο διαλύονται. Κάποια μέρα διαβάζει στην εφημερίδα ένα άρθρο, για μια γυναίκα την οποία έφαγαν οι γάτες στην Αθήνα, και ξυπνούν μέσα του παλιοί φόβοι.
A “Pour Aunt” Story: Μια από τις πιο παράξενες ιστορίες στη συλλογή. Ένας άντρας σκέφτεται μια ανύπαρκτη θεία, κι αυτή… φυτρώνει στην πλάτη του. Για όσο καιρό βρίσκεται εκεί, τον κακόμοιρο άντρα απασχολούν υπαρξιακά ερωτήματα, όπως αυτό: «Πού πηγαίνουν τα χαμένα ονόματα;» Στο τέλος αντιλαμβάνεται ότι: «Ο κόσμος όλος είναι μια φάρσα».
Nausea 1979: Για σαράντα συνεχείς μέρες κάποιος κάνει εμετό. Και για σαράντα μέρες κάποιος του τηλεφωνεί, όπου κι αν βρίσκεται, καθημερινά και ψιθυρίζει απλά το όνομά του. Πληρώνει τις πολλές του αμαρτίες;
The Seventh Man: Ένα αγόρι βλέπει το κύμα να καταπίνει τον καλύτερό του φίλο στο διάλειμμα ενός κυκλώνα. Για χρόνια και χρόνια τον κατατρέχουν οι εφιάλτες, αφού μπορούσε να τον σώσει αλλά δεν το έκανε. Ωστόσο στο τέλος καταλαβαίνει ότι για να σωθεί πρέπει ν’ αγκαλιάσει τους φόβους του.
The Year of Spaghetti: Αυτό ήταν το 1971. Για ένα ολόκληρο χρόνο ένας άντρας μαγείρευε καθημερινά σπαγγέτι, επειδή ήθελε να είναι μόνος. «Το ήξεραν οι ιταλοί το 1971 ότι εξήγαγαν μοναξιά;» αναρωτιέται κάπου ο αφηγητής.
Tony Takinani: Η ιστορία ενός τζαζ μουσικού και του γιου του, που είναι σχεδιαστής. Ο πρώτος, αλλάζει τις γυναίκες σαν τα πουκάμισα. Ο δεύτερος δεν ερωτεύεται στ’ αλήθεια μέχρι που γνωρίζει μια γυναίκα, στην οποία αρέσει πάνω απ’ όλα ν’ αγοράζει ρούχα και παπούτσια. Αυτή η συνήθεια θ’ αποδειχτεί κι η καταδίκη τους.
The Rice and Fall of Sharpie Cakes: Ένας άντρας λαμβάνει μέρος σ’ ένα διαγωνισμό, στη διάρκεια του οποίου οι διαγωνιζόμενοι πρέπει να φτιάξουν κέικ βασισμένοι σε μια παραδοσιακή συνταγή. Οι δοκιμαστές είναι κοράκια.
The Ice Man: Μια γυναίκα γνωρίζει έναν άντρα που μοιάζει να είναι φτιαγμένος από πάγο και τον παντρεύεται. Στην αρχή νιώθει ευτυχισμένη αλλά σιγά-σιγά αρχίζει να βαριέται, έτσι του προτείνει ένα ταξίδι στο Νότιο Πόλο. Ξεμένουν τελικά εκεί. Εκείνη μένει έγκυος και είναι σίγουρη ότι θα γεννήσει ένα παγοπαίδι.
Crabs: Ένα ζευγάρι από το Τόκιο επισκέπτεται τη Σιγκαπούρη. Για τέσσερις συνεχείς μέρες τρώνε καβούρια φτιαγμένα με απίθανες συνταγές. Στο τέλος ο άντρας αρρωσταίνει κι αντιλαμβάνεται δύο πράγματα. Το δεύτερο είναι ότι δε θα φάει ποτέ ξανά καβούρια. Το πρώτο το κρατάμε για έκπληξη.
Firefly: «Πάντα διάβαζα και έτσι οι άνθρωποι σκέφτονταν ότι ήθελα να γίνω συγγραφέας. Αλλά δεν ήθελα. Δεν ήθελα να γίνω οτιδήποτε». Κάποιος συναντά τυχαία το κορίτσι του νεκρού του φίλου. Κάνουν σιωπηλά παρέα περπατώντας πολλά χιλιόμετρα κάθε Κυριακή. Τη νύχτα των εικοστών της γενεθλίων κάνουν έρωτα, αλλά μετά…
Chance Traveler: Μια ιστορία συμπτώσεων και… καρκινωμάτων. Τραγική και λυτρωτική την ίδια ώρα. Ο ήρωάς της, κάποιος που δουλεύει σαν κουρδιστής πιάνων λέει: «Όταν εγκατέλειψα την ιδέα να γίνω πιανίστας επιτέλους κατάλαβα πόσο απολαυστικό μπορεί να γίνει το παίξιμο του πιάνου».
Hanalei Bay: Ο γιος μιας πιανίστριας σκοτώνεται, καθώς κάνει σέρφινγκ, από ένα καρχαρία στη Χαβάη. Εκείνη επισκέπτεται κάθε χρόνο για τρεις βδομάδες το μέρος όπου έγινε το κακό. Το φάντασμα του γιου της εμφανίζεται μπροστά στα μάτια δυο νεαρών γιαπωνέζων σέρφερ.
Where I’m Likely to Find It: Μια γυναίκα προσλαμβάνει ένα εθελοντή ντετέκτιβ για ν’ ανακαλύψει τον άντρα της, ο οποίος εξαφανίστηκε ανάμεσα στον 24ο και 26ο όροφο του κτηρίου όπου διέμεναν. Εκείνος πηγαίνει εκεί καθημερινά και γνωρίζει τους υπόλοιπους κάτοικους, αλλά τον άντρα δεν τον βρίσκει. Ωστόσο…
The Kidney-Shaped Stone That Moves Every Day: Εδώ έχουμε δυο ιστορίες, τη μια μέσα στην άλλη. Ένας συγγραφέας γνωρίζει μια μυστηριώδη γυναίκα στην οποία λέει την ιστορία με την πέτρα που έμοιαζε με νεφρό. Ταυτόχρονα αναρωτιέται κατά πόσο αυτή είναι η δεύτερη σημαντική γυναίκα που γνωρίζει στη ζωή του, αφού συνεχίζει να τον κατατρέχει ο αφορισμός του πατέρα του, σύμφωνα με τον οποίο στη ζωή κάθε άντρα αναλογούν τρεις σημαντικές γυναίκες.
A Shinagawa Monkey: Μια γυναίκα ξεχνάει συνεχώς το όνομά της. Για να αποφεύγει τις δύσκολες καταστάσεις φτιάχνει ένα βραχιόλι, πάνω στο οποίο το χαράζει. Όπως θα αποδειχτεί στη συνέχεια, το όνομα το έκλεψε ένας ομιλών πίθηκος, που υπήρξε ερωτευμένος με μια νεκρή συμμαθήτριά της.
Και, τέλος! Μια εκπληκτική συλλογή, που μπορεί να σας χαρίσει αρκετά βράδια αναγνωστικής απόλαυσης. Μη τη διαβάσετε μεμιάς. Καλύτερα είναι να τη χαρείτε λίγο-λίγο, ιστορία την ιστορία, να πλημμυρίσετε από τις εικόνες της, να ταξιδεύσετε με τη φαντασία του συγγραφέα.
Thursday, April 15, 2010
Μαρία Φακίνου – Το καπρίτσιο της κυρίας Ν.
«Υπάρχουν ειδών και ειδών πάθη. Λιγότερο ή περισσότερο καταστροφικά, πάντως πάθη. Είτε για να τα ζεις είτε για να τα καταγράφεις. Χωρίς τα πάθη, δε θα υπήρχε τέχνη».
Ιστορίες παθών περιλαμβάνει και το σπονδυλωτό αυτό μυθιστόρημα της Μαρίας Φακίνου. Μεγάλων παθών και μεγάλων λαθών. Η συγγραφέας φτιάχνει μια πρωτότυπη ιστορία σε τρία μέρη, το καθένα από τα οποία μπορεί να λειτουργήσει αυτόνομα, αλλά και σε σχέση με τα άλλα.
Τα «Διάσημα τελευταία λόγια» με τα οποία ανοίγει το βιβλίο θα μπορούσε να είναι μια αυτόνομη νουβέλα. Ένας ηλικιωμένος διανοούμενος ασχολείται με ένα μεγαλειώδες έργο: την καταγραφή των τελευταίων λόγων διάφορων σημαντικών ανθρώπων. Απ’ αυτούς συναντάμε μοναχά τον Σάμουελ Μπέκετ, τον οποίο επισκέπτεται στο Παρίσι όταν μαθαίνει ότι χαροπαλεύει, μια φήμη που θα αποδειχτεί υπερβολική. Ο εν λόγω κύριος δε μοιάζει να αποτελεί και τόσο το βασικό χαρακτήρα, όσο το κέντρο ενός κύκλου, αφού η πλοκή μοιάζει να περιστρέφεται γύρω από αυτόν, που στο τέλος της ημέρας θυμίζει τον πιο αδύναμο κρίκο. Κάποιον δηλαδή που αδυνατεί να ορίσει τη μοίρα του, αφού όπως με τρόμο μαθαίνει, όλα είναι από καιρό σε κάποιο τεφτέρι γραμμένα.
Η δεύτερη ιστορία περιγράφει τα συνταρακτικά και απίστευτα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα στο «Σπίτι της οδού Γκούσταβ Μάλερ». Εκεί ζει μια διάσημη συγγραφέας, που έγραψε ένα σημαντικό βιβλίο, αλλά από τότε παραπαίει. Η εν λόγω βάζει αγγελία σε μια εφημερίδα ζητώντας «συγκάτοικο», στην οποία ανταποκρίνεται μια νέα γυναίκα. Η κοπέλα είναι πολύ συμπαθητική, αλλά και καθηγήτρια γαλλικών, κάτι που αποτελεί μεγάλο προτέρημα στα μάτια της συγγραφέως, αφού θεωρεί ότι αυτή θα μπορούσε να διδάξει την απείθαρχη κόρη της. Με μια δόση αγωνίας και κάποιο μικρό δισταγμό η μετακόμιση τελικά γίνεται, αλλά η ζωή της κοπέλας αντί ν’ αλλάξει προς το καλύτερο μάλλον χειρότερη γίνεται, κι αυτό αφού πέφτει βαριά άρρωστη. Για πολύ καιρό παραπαίει ανάμεσα στους κόσμους της πραγματικότητας και του ονείρου και όσο κι αν προσπαθεί να βάλει το νου της να δουλέψει δεν μπορεί να καταλάβει τι στ’ αλήθεια της συμβαίνει. Όταν τελικά, με τη βοήθεια της μαθήτριάς της, ανοίξει τα μάτια στην σκληρή πραγματικότητα θ’ αποφασίσει να πάρει την κατάσταση στα χέρια της, αφού δεν πάει άλλο. Δεν αντέχει πια να υποφέρει δίχως λόγο. Πρέπει να γράψει η ίδια το σενάριο της ζωής της, ή μάλλον της ζωής τους.
«Μια δική τους ζωή» τιτλοφορείται το τρίτο μέρος της ιστορίας, κι αυτό τα λέει όλα. Μια γυναίκα και η κόρη της βρίσκονται σ’ ένα ξενοδοχείο για διακοπές. Γύρω τους κινείται ένας συρφετός ιδιόρρυθμων χαρακτήρων: ένα ζευγάρι το οποίο συνεχώς τσακώνεται, ένας ηλικιωμένος άντρας που μοιάζει να γνωρίζει τους πάντες και τα πάντα αφού επισκέπτεται εκείνο το μέρος για χρόνια και χρόνια, το σαγηνευτικό αγόρι της πισίνας, ένας ύποπτος λατίνος και άλλοι πολλοί. Σ’ αυτό το σκηνικό διαδραματίζονται πολλά, μικρά και μεγάλα, σημαντικά και ασήμαντα γεγονότα, που θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στην απόφαση ζωής που θα πάρει η γυναίκα γι’ αυτή και την κόρη της. Μια απόφαση που θ’ αλλάξει τα πάντα, διατηρώντας τα σχεδόν όπως ακριβώς είναι, που θα τις οδηγήσει στο τέλος παίρνοντάς τες ξανά στην αρχή.
Το «Καπρίτσιο της κυρίας Ν.» είναι ένα έξυπνο, καλογραμμένο βιβλίο, που χαρίζει πολλές στιγμές απολαυστικής ανάγνωσης. Η συγγραφέας πλέκει μαστορικά το μύθος τη παρασύροντάς μας σε κόσμους όπου η πραγματικότητα και η φαντασία μοιάζουν να είναι ένα και το αυτό.
Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.
Ιστορίες παθών περιλαμβάνει και το σπονδυλωτό αυτό μυθιστόρημα της Μαρίας Φακίνου. Μεγάλων παθών και μεγάλων λαθών. Η συγγραφέας φτιάχνει μια πρωτότυπη ιστορία σε τρία μέρη, το καθένα από τα οποία μπορεί να λειτουργήσει αυτόνομα, αλλά και σε σχέση με τα άλλα.
Τα «Διάσημα τελευταία λόγια» με τα οποία ανοίγει το βιβλίο θα μπορούσε να είναι μια αυτόνομη νουβέλα. Ένας ηλικιωμένος διανοούμενος ασχολείται με ένα μεγαλειώδες έργο: την καταγραφή των τελευταίων λόγων διάφορων σημαντικών ανθρώπων. Απ’ αυτούς συναντάμε μοναχά τον Σάμουελ Μπέκετ, τον οποίο επισκέπτεται στο Παρίσι όταν μαθαίνει ότι χαροπαλεύει, μια φήμη που θα αποδειχτεί υπερβολική. Ο εν λόγω κύριος δε μοιάζει να αποτελεί και τόσο το βασικό χαρακτήρα, όσο το κέντρο ενός κύκλου, αφού η πλοκή μοιάζει να περιστρέφεται γύρω από αυτόν, που στο τέλος της ημέρας θυμίζει τον πιο αδύναμο κρίκο. Κάποιον δηλαδή που αδυνατεί να ορίσει τη μοίρα του, αφού όπως με τρόμο μαθαίνει, όλα είναι από καιρό σε κάποιο τεφτέρι γραμμένα.
Η δεύτερη ιστορία περιγράφει τα συνταρακτικά και απίστευτα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα στο «Σπίτι της οδού Γκούσταβ Μάλερ». Εκεί ζει μια διάσημη συγγραφέας, που έγραψε ένα σημαντικό βιβλίο, αλλά από τότε παραπαίει. Η εν λόγω βάζει αγγελία σε μια εφημερίδα ζητώντας «συγκάτοικο», στην οποία ανταποκρίνεται μια νέα γυναίκα. Η κοπέλα είναι πολύ συμπαθητική, αλλά και καθηγήτρια γαλλικών, κάτι που αποτελεί μεγάλο προτέρημα στα μάτια της συγγραφέως, αφού θεωρεί ότι αυτή θα μπορούσε να διδάξει την απείθαρχη κόρη της. Με μια δόση αγωνίας και κάποιο μικρό δισταγμό η μετακόμιση τελικά γίνεται, αλλά η ζωή της κοπέλας αντί ν’ αλλάξει προς το καλύτερο μάλλον χειρότερη γίνεται, κι αυτό αφού πέφτει βαριά άρρωστη. Για πολύ καιρό παραπαίει ανάμεσα στους κόσμους της πραγματικότητας και του ονείρου και όσο κι αν προσπαθεί να βάλει το νου της να δουλέψει δεν μπορεί να καταλάβει τι στ’ αλήθεια της συμβαίνει. Όταν τελικά, με τη βοήθεια της μαθήτριάς της, ανοίξει τα μάτια στην σκληρή πραγματικότητα θ’ αποφασίσει να πάρει την κατάσταση στα χέρια της, αφού δεν πάει άλλο. Δεν αντέχει πια να υποφέρει δίχως λόγο. Πρέπει να γράψει η ίδια το σενάριο της ζωής της, ή μάλλον της ζωής τους.
«Μια δική τους ζωή» τιτλοφορείται το τρίτο μέρος της ιστορίας, κι αυτό τα λέει όλα. Μια γυναίκα και η κόρη της βρίσκονται σ’ ένα ξενοδοχείο για διακοπές. Γύρω τους κινείται ένας συρφετός ιδιόρρυθμων χαρακτήρων: ένα ζευγάρι το οποίο συνεχώς τσακώνεται, ένας ηλικιωμένος άντρας που μοιάζει να γνωρίζει τους πάντες και τα πάντα αφού επισκέπτεται εκείνο το μέρος για χρόνια και χρόνια, το σαγηνευτικό αγόρι της πισίνας, ένας ύποπτος λατίνος και άλλοι πολλοί. Σ’ αυτό το σκηνικό διαδραματίζονται πολλά, μικρά και μεγάλα, σημαντικά και ασήμαντα γεγονότα, που θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στην απόφαση ζωής που θα πάρει η γυναίκα γι’ αυτή και την κόρη της. Μια απόφαση που θ’ αλλάξει τα πάντα, διατηρώντας τα σχεδόν όπως ακριβώς είναι, που θα τις οδηγήσει στο τέλος παίρνοντάς τες ξανά στην αρχή.
Το «Καπρίτσιο της κυρίας Ν.» είναι ένα έξυπνο, καλογραμμένο βιβλίο, που χαρίζει πολλές στιγμές απολαυστικής ανάγνωσης. Η συγγραφέας πλέκει μαστορικά το μύθος τη παρασύροντάς μας σε κόσμους όπου η πραγματικότητα και η φαντασία μοιάζουν να είναι ένα και το αυτό.
Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.
Monday, April 12, 2010
Jeffery Deaver – Roadside Crosses
Δεν μπορώ να πω ότι δεν το περίμενα: Ο Τζέφρι Ντίβερ άρχισε να κάνει κοιλιά! Όχι κυριολεκτικά βέβαια (ίσως και κυριολεκτικά, δεν ξέρω), αλλά στη γραφή του. Το νέο του βιβλίο με τίτλο “Roadside Crosses” θυμίζει σε όλα τα παλιά του, και έτσι τίποτα απ’ αυτά που παρουσιάζει εδώ δε μοιάζει να μας εκπλήσσει πια. Οι ανατροπές αναμενόμενες, οι ρυθμοί πιο αργοί παρά ποτέ, αλλά και η δράση, όπου υπάρχει, πολλή και η αγωνία στα ύψη. Αν και όπως διαβάζω ετοιμάζει τρίτο τόμο με τις περιπέτειες της κινησιολόγου Κάθριν Ντανς, κάτι μου λέει ότι αυτή η ηρωίδα έφαγε τα ψωμιά της προτού καλά-καλά πάρει μορφή. Ίσως ο καλός συγγραφέας να προσπάθησε μ’ αυτή να φτιάξει τη θηλυκή εκδοχή του Λίνκολν Ράιμ, αλλά σαν να μην τα πολυκατάφερε. Γύρω από το Ράιμ (που σύντομα επιστρέφει με μια νέα περιπέτεια) κινούνται πολλοί ενδιαφέροντες και «ζωντανοί» χαρακτήρες, ενώ εδώ όλα περιστρέφονται γύρω από τη Ντανς, μια ηρωίδα πιο «θνητή», αλλά και πολύ πιο αδύναμη, που σε τίποτα δε θυμίζει το άλλο του σημαντικό γυναικείο δημιούργημα, τη Ρουν, που με τα κατορθώματά της μας καθήλωσε για τρεις τόμους.
Ας πάρουμε τα πράγματα όμως από την αρχή. Όλα αρχίζουν με ένα δυστύχημα. Το αυτοκίνητο που οδηγεί ένας νεαρός ξεφεύγει από την πορεία του με αποτέλεσμα να σκοτωθούν δύο νεαρές γυναίκες και άλλη μία να τραυματιστεί. Ως εδώ, όλα σχετικά καλά. Η κατάσταση ωστόσο δε θα αργήσει να ξεφύγει, καθώς το άρθρο ενός γνωστού μπλόγκερ για το δυστύχημα, θα σταθεί η αφορμή για το ξέσπασμα ενός ανώνυμου κυρίως κύματος μίσους εναντίον του νεαρού οδηγού. Θ’ αρχίσουν όλοι να τον κατηγορούν για το ένα και για το άλλο, θα κατηγορούν τις αρχές για ολιγωρία, και θα τον καταδικάζουν στα μάτια του κόσμου σαν ένα διεστραμμένο εγκληματία. Μέχρι που δε θα αντέξει πια και θα ραγίσει. Και τότε θα πάρει την κατάσταση στα χέρια του, ψάχνοντας για εκδίκηση. Μια εκδίκηση που θα είναι σκληρή και πέρα από κάθε φαντασία.
Το βιβλίο αυτό μοιάζει με κατασκευή. Ο προσεκτικός αναγνώστης πολύ εύκολα θα αντιληφθεί ότι τα πράγματα δεν είναι όπως ακριβώς δείχνουν, και ο τακτικός θα καταλάβει δίχως κόπο ότι ο συγγραφέας παρατραβάει κάπως το κείμενό του στην προσπάθεια να γράψει τις «αναγκαίες» τετρακόσιες σελίδες. Ωστόσο, για να πούμε και του στραβού το δίκιο, ο Ντίβερ τολμά. Τολμά να βουτήξει βαθιά στον απίθανο ψηφιακό κόσμο, γράφοντας για ηλεκτρονικά παιχνίδια, άβαταρ, μπλογκς, για την άλλη πραγματικότητα, εκείνη που οι περισσότεροι συνάδελφοί του της ίδιας ηλικίας αγνοούν. Αλλά επιμένουμε: το βιβλίο χωλαίνει. Αν ήταν εκατό σελίδες πιο μικρό θα μιλούσαμε για μια καταιγιστική περιπέτεια. Όπως είναι όμως, δε θα μπορούσαμε παρά να το χαρακτηρίσουμε απλά, σα μια περιπέτεια που κρατάει πολύ, κι ας διαδραματίζονται σε λίγες μόλις μέρες τα γεγονότα που ανιστορεί.
Όσοι δεν ξέρουν καλά τη δουλειά του συγγραφέα θα το απολαύσουν. Οι υπόλοιποι ας κρατήσουν ζωντανή την ελπίδα για μια καλύτερη συνέχεια.
Friday, April 9, 2010
Νίκος Βλαντής – Λήθη
«Λήθη δεν είναι να μη σε θυμούνται οι άλλοι αλλά να ξεχνάς τον εαυτό σου», λέει ένας από τους ήρωές του βιβλίου και μάλλον έχει δίκιο, αφού αυτός ακριβώς ο κίνδυνος παραμονεύει για τον βασικό πρωταγωνιστή της πρωτότυπης αυτής ιστορίας.
Η «Λήθη» είναι ένα από εκείνα τα βιβλία που είτε αρέσουν σε κάποιον πολύ είτε τα απεχθάνεται. Η «Λήθη» είναι ένα παιχνίδι: με το χώρο, με το χρόνο, με την ψυχική κατάσταση του ήρωά του. Η «Λήθη» είναι μια ιστορία φαντασίας και έρωτα, αλλά και ένα ψυχολογικό θρίλερ με μικρότερες ή μεγαλύτερες δόσεις μακάβριου και μη χιούμορ. Και ναι, θυμίζει Κάφκα, περισσότερο τον «Πύργο» του, αν και ο ήρωας που δίνει το παρόν του εδώ είναι ο Γκρέγκορ Σάμσα της «Μεταμόρφωσης».
Ο Βλαντής δανείζεται υλικό, πρωταγωνιστές και ιδέες, από μεγάλα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας και κατασκευάζει ένα ξεχωριστό δικό του κόσμο, όπου όλα μπορούν να συμβούν ανά πάσα στιγμή και συμβαίνουν, όπου όλες οι βεβαιότητες ανατρέπονται και επιβεβαιώνονται, και τέλος, όπου πού και πού δεν μπορεί πια κανείς να ξεχωρίσει την πραγματικότητα από τη φαντασία.
Όλα αρχίζουν όταν ένας συγγραφέας, που μάλλον δεν τα πάει και πολύ καλά με τους συνάδελφούς του, λαμβάνει ένα περίεργο τηλεφώνημα πολύ αργά τη νύχτα. Στην άλλη άκρη της γραμμής είναι ο μοναδικός γραφιάς με τον οποίο κάπου τα βρίσκει, ο οποίος του λέει ότι είναι επείγον να τον συναντήσει. Στην αρχή σκέφτεται να του αρνηθεί, αλλά από την άλλη γεννιέται μέσα του η περιέργεια για το τι θέλει άραγε να του πει. Έτσι ντύνεται και βγαίνει έξω, στους δρόμους της νυχτερινής Θεσσαλονίκης, τους οποίους άξαφνα μοιάζει να τυλίγει μια μαγική και παράταιρη ομίχλη. Τότε ακριβώς σταματά μπροστά του ένα λεωφορείο, που μοιάζει βγαλμένο από αμερικανική ταινία, και του οποίου ο οδηγός τον καλεί να μπει μέσα για να τον πάει στον προορισμό του. Εκείνος, διστακτικά, δέχεται. Στο λεωφορείο υπάρχουν και κάποιοι άλλοι επιβάτες οι οποίοι όμως μοιάζουν να κοιμούνται. Από εκείνη τη στιγμή αρχίζει μια μεγάλη και φαινομενικά ατελείωτη διαδρομή, που θα τον οδηγήσει σε μια πολιτεία μαγική και την καταδίκη του, αφού από τη στιγμή που θα φτάσει εκεί θα γίνει ο με το ζόρι κατ’ οίκον συγγραφέας του πατέρα Καραμαζόφ. Όπως θα μάθει με σκληρό τρόπο θα μείνει για πάντα αιχμάλωτος εκεί και το καταναγκαστικό του έργο θα είναι να γράφει. Να γράφει κάθε μέρα χρησιμοποιώντας σαν ήρωες τους κατοίκους της αποικίας, τους ήρωες δηλαδή των μεγάλων μυθιστορημάτων αλλά και τους συγγραφείς τους, που αν δεν συνεχίσει κάποιος να αφηγείται τις ιστορίες τους θα ξεχαστούν και θα πεθάνουν. Στην αρχή αρνείται, αλλά δε θα του πάρει και πολύ να καταλάβει ότι δεν έχει άλλη επιλογή από το να υπακούσει, αν θέλει να επιβιώσει, αφού να αποδράσει δεν μπορεί. Το μοναδικό άτομο που του προσφέρει κάποιου είδους παρηγοριά στη ζοφερή αυτή πραγματικότητα που ζει είναι η μυστηριώδης Άλια, που γίνεται η ερωμένη του, ενώ κάπου εκεί κόβει βόλτες και ο καλός υιός Καραμαζόφ, ο Αλιόσα, που μοιάζει να του προσφέρει μια κάποια ψευδαίσθηση ελπίδας.
Εδώ έχουμε ένα καλογραμμένο βιβλιοφιλικό και κλειστοφοβικό βιβλίο, που χαρίζει μερικές στιγμές αναγνωστικής απόλαυσης στους φίλους της καλής, κλασικής και μη, παγκόσμιας και μη λογοτεχνίας.
Η «Λήθη» είναι ένα από εκείνα τα βιβλία που είτε αρέσουν σε κάποιον πολύ είτε τα απεχθάνεται. Η «Λήθη» είναι ένα παιχνίδι: με το χώρο, με το χρόνο, με την ψυχική κατάσταση του ήρωά του. Η «Λήθη» είναι μια ιστορία φαντασίας και έρωτα, αλλά και ένα ψυχολογικό θρίλερ με μικρότερες ή μεγαλύτερες δόσεις μακάβριου και μη χιούμορ. Και ναι, θυμίζει Κάφκα, περισσότερο τον «Πύργο» του, αν και ο ήρωας που δίνει το παρόν του εδώ είναι ο Γκρέγκορ Σάμσα της «Μεταμόρφωσης».
Ο Βλαντής δανείζεται υλικό, πρωταγωνιστές και ιδέες, από μεγάλα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας και κατασκευάζει ένα ξεχωριστό δικό του κόσμο, όπου όλα μπορούν να συμβούν ανά πάσα στιγμή και συμβαίνουν, όπου όλες οι βεβαιότητες ανατρέπονται και επιβεβαιώνονται, και τέλος, όπου πού και πού δεν μπορεί πια κανείς να ξεχωρίσει την πραγματικότητα από τη φαντασία.
Όλα αρχίζουν όταν ένας συγγραφέας, που μάλλον δεν τα πάει και πολύ καλά με τους συνάδελφούς του, λαμβάνει ένα περίεργο τηλεφώνημα πολύ αργά τη νύχτα. Στην άλλη άκρη της γραμμής είναι ο μοναδικός γραφιάς με τον οποίο κάπου τα βρίσκει, ο οποίος του λέει ότι είναι επείγον να τον συναντήσει. Στην αρχή σκέφτεται να του αρνηθεί, αλλά από την άλλη γεννιέται μέσα του η περιέργεια για το τι θέλει άραγε να του πει. Έτσι ντύνεται και βγαίνει έξω, στους δρόμους της νυχτερινής Θεσσαλονίκης, τους οποίους άξαφνα μοιάζει να τυλίγει μια μαγική και παράταιρη ομίχλη. Τότε ακριβώς σταματά μπροστά του ένα λεωφορείο, που μοιάζει βγαλμένο από αμερικανική ταινία, και του οποίου ο οδηγός τον καλεί να μπει μέσα για να τον πάει στον προορισμό του. Εκείνος, διστακτικά, δέχεται. Στο λεωφορείο υπάρχουν και κάποιοι άλλοι επιβάτες οι οποίοι όμως μοιάζουν να κοιμούνται. Από εκείνη τη στιγμή αρχίζει μια μεγάλη και φαινομενικά ατελείωτη διαδρομή, που θα τον οδηγήσει σε μια πολιτεία μαγική και την καταδίκη του, αφού από τη στιγμή που θα φτάσει εκεί θα γίνει ο με το ζόρι κατ’ οίκον συγγραφέας του πατέρα Καραμαζόφ. Όπως θα μάθει με σκληρό τρόπο θα μείνει για πάντα αιχμάλωτος εκεί και το καταναγκαστικό του έργο θα είναι να γράφει. Να γράφει κάθε μέρα χρησιμοποιώντας σαν ήρωες τους κατοίκους της αποικίας, τους ήρωες δηλαδή των μεγάλων μυθιστορημάτων αλλά και τους συγγραφείς τους, που αν δεν συνεχίσει κάποιος να αφηγείται τις ιστορίες τους θα ξεχαστούν και θα πεθάνουν. Στην αρχή αρνείται, αλλά δε θα του πάρει και πολύ να καταλάβει ότι δεν έχει άλλη επιλογή από το να υπακούσει, αν θέλει να επιβιώσει, αφού να αποδράσει δεν μπορεί. Το μοναδικό άτομο που του προσφέρει κάποιου είδους παρηγοριά στη ζοφερή αυτή πραγματικότητα που ζει είναι η μυστηριώδης Άλια, που γίνεται η ερωμένη του, ενώ κάπου εκεί κόβει βόλτες και ο καλός υιός Καραμαζόφ, ο Αλιόσα, που μοιάζει να του προσφέρει μια κάποια ψευδαίσθηση ελπίδας.
Εδώ έχουμε ένα καλογραμμένο βιβλιοφιλικό και κλειστοφοβικό βιβλίο, που χαρίζει μερικές στιγμές αναγνωστικής απόλαυσης στους φίλους της καλής, κλασικής και μη, παγκόσμιας και μη λογοτεχνίας.
Wednesday, April 7, 2010
Waris Dirie – Desert Children
«Η αγάπη πονάει τρεις φορές: όταν σε Κόβουν, όταν παντρεύεσαι και όταν γεννάς». Αυτή είναι η πραγματικότητα για ένα μεγάλο αριθμών γυναικών στην κεντρική Αφρική και την Ασία, αλλά ακόμη και στην «πολιτισμένη» Ευρώπη και τις ΗΠΑ.
Τα «Παιδιά της ερήμου» δεν είναι ένα ευκολοδιάβαστο βιβλίο, θα λέγαμε μάλιστα ότι είναι κάπως κακογραμμένο, αλλά αυτό δεν αφαιρεί τίποτα από την ουσία του, τις σκληρές δηλαδή αλήθειες που καταθέτει. Η Γουάρις Ντίρι γράφει με πάθος γι’ αυτό που της συνέβηκε, για τον ακρωτηριασμό δηλαδή των γεννητικών της οργάνων σε μικρή ηλικία, και καταγράφει με πάθος τις μαρτυρίες γυναικών που πέρασαν τα ίδια ή και χειρότερα από αυτή. Προσπαθεί να δει τα πράγματα λίγο ψυχρά, από απόσταση, αλλά δεν τα καταφέρνει, έτσι τα περιγράφει όλα ακριβώς όπως συνέβηκαν: σαν στρατευμένος δημοσιογράφος, αλλά και σαν στατιστικολόγος. Ναι, στατιστικολόγος, αφού η αριθμητική του τρόμου είναι το στοιχείο που πιότερο την τρομάζει. Αυτή η αριθμητική που λέει ότι στο μέλλον τα πράγματα θα γίνουν ακόμη χειρότερα, πώς δεκάδες ή ακόμη και εκατοντάδες χιλιάδες γυναίκες θα ακρωτηριαστούν, απλά και μόνο επειδή κάποιοι αντιλαμβάνονται με μια δική τους διεστραμμένη οπτική το Κοράνι, διαιωνίζοντας μια πρακτική, η οποία άρχισε να εφαρμόζεται πριν αυτό γραφτεί ακόμη.
«Θρησκεία για μένα δεν είναι μόνο η Γραφή», λέει η Ντίρι, «αλλά και το τι κάνουμε εμείς, τα ανθρώπινα όντα με τους Ιερούς Λόγους». Η αλήθεια είναι ότι κάνουμε πολλά και… κακά. Είτε αυτά λέγονται σταυροφορίες, είτε τρομοκρατία, είτε υποδούλωση και ακρωτηριασμός των γυναικών. Στο όνομα της θρησκείας πολλές γυναίκες, ακόμη και όταν έχουν επιλογή, αποφασίζουν να επιτρέψουν σε κάποιους να ακρωτηριάσουν τα γεννητικά τους όργανα ώστε να μην είναι «ακάθαρτες». Αυτές γίνονται «καθαρές» και οι γριές που τις πετσοκόβουν, βάζοντας σε κίνδυνο ακόμη και την ίδια τους τη ζωή, γίνονται πλούσιες και απολαμβάνουν το σεβασμό των συμπολιτών τους. Τέτοια διαστροφή. Και το μεγαλύτερο κακό είναι ότι συμβαίνει και σε πολλές χώρες της Ευρώπης. Αυτό το οδοιπορικό στην οδύνη της συγγραφέως την ταξιδεύει στην Αυστρία, την Αγγλία, τη Γερμανία, τη Γαλλία και αλλού, και παντού ακούει τις ίδιες ιστορίες, μαζεύει αποκόμματα από τον πίνακα του ίδιου δράματος. Κι οι κοινωνίες που φιλοξενούν αυτές τις γυναίκες, σε ό,τι αφορά αυτό το φαινόμενο σφυρίζουν αδιάφορα. Μόνο στη Γαλλία θεωρείται έγκλημα. Στις υπόλοιπες δεν αποτελεί παρά ένα πταίσμα, συνώνυμο με την πολυπολιτισμικότητα, και σαν τέτοιο επιλέγουν να το κρύβουν επιμελώς κάτω από το χαλί.
Ίσως η γραφή να γίνεται πού και πού μελό, ίσως ο πόνος να ξεχειλίζει απ’ αυτή τη μαρτυρία, αλλά εμείς δεν μπορούμε παρά να εκφράσουμε το θαυμασμό μας για τη Ντίρι. Ενώ θα μπορούσε να καθίσει στα αυγά της και ν’ απολαύσει τη φήμη που απέκτησε σαν μοντέλο, αφιερώνει όλο και περισσότερο χρόνο, όλο και μεγαλύτερη ενέργεια, στην προσπάθεια να βάλει για τα καλά στο χρονοντούλαπο της ιστορίας τη βάρβαρη αυτή συνήθεια. Αν έχετε αδύνατο στομάχι μη διαβάσετε αυτή την ιστορία. Αλλά, αν το αντέχετε και θέλετε να μάθετε τι πάει πραγματικά να πει πόνος και καταπίεση στη σύγχρονη εποχή των δήθεν ίσων ευκαιριών, δεν έχετε παρά να το πάρετε στα χέρια σας και να ρουφήξετε την κάθε σελίδα του. Τότε ίσως αντιληφθείτε πόσο τυχεροί/ες είστε – πόσο τυχεροί/ες είμαστε όλοι/ες.
Tuesday, April 6, 2010
Subscribe to:
Posts (Atom)