Με το θέμα του θανάτου καταπιάνεται στις δύο νουβέλες που αποτελούν αυτό το βιβλίο, η γιαπωνέζα μαστόρισσα της αφηγηματικής τέχνης, Μπανάνα Γιοσιμότο.
Η πρώτη μιλά για το ταξίδι μιας νεαρής γυναίκας, την οποία κατατρέχουν πολλά φαντάσματα, στην ιαπωνική επαρχία. Το ταξίδι της, που το κάνει με τα πόδια, την οδηγεί μέσα από κάποια φαινομενικά στοιχειωμένα βουνά, σε μια μικρή πόλη και σ’ ένα πέρα ως πέρα στοιχειωμένο πανδοχείο. Τα συναισθήματα της μέρας, εκείνα που ένιωσε διασχίζοντας τα βουνά, δεν την εγκαταλείπουν τη νύχτα, αλλά αντίθετα παίρνουν μορφή μέσα από τον ύπνο και τον ξύπνιο της και την οδηγούν στα όρια της παράκρουσης. Τι ονειρεύεται; Μια κοπέλα-ξωτικό, με την οποία για μια εποχή συγκατοίκησε και πού για ένα σύντομο χρονικό διάστημα ήταν η ερωμένη της. Τι βλέπει; Μια γυναίκα-φάντασμα, η οποία χρόνια πριν είχε αυτοκτονήσει στο ξενοδοχείο και τη συγκεκριμένη νύχτα κάθε χρόνο επισκέπτεται το μέρος, όπου είχε βάλει τέλος στη ζωή της.
Αν και τα πιο πάνω ακούγονται κάπως τρομακτικά, το κείμενο κάθε άλλο από θρίλερ θυμίζει. Μοιάζει λες και το άγγιξε με το ραβδί της κάποια μάγισσα, μεταμορφώνοντάς το σ’ ένα τρυφερό παραμύθι για τον έρωτα και την απώλεια, αλλά και για τα μικρά παράξενα πράγματα που συμβαίνουν καθημερινά δίπλα μας, χωρίς να τα προσέχουμε. Όταν διαβάζει κανείς ότι η ερωμένη της κοπέλας απάντησε σ’ ένα τηλεφώνημα, την επομένη του θανάτου της, δεν μπορεί παρά να νιώσει ένα ρίγος να τον διαπερνά. Αλλά, όταν μια στιγμή μετά ακούει κάποιο φίλο να... εξηγεί το κουφό λέγοντας απλά: «Αυτό... ξέρεις. Ξέρεις τη Chizuru. Αυτό θα μπορούσε να συμβεί...», θα νιώσει ένα χαμόγελο να σχηματίζεται στα χείλη του.
Το Hard Luck είναι η ιστορία μιας νέας γυναίκας που αργοπεθαίνει, αφήνοντας πίσω της, ένα αρραβωνιαστικό που μοιάζει ολότελα χαμένος, τον αδελφό του, που φαίνεται ν’ αναλαμβάνει τις ευθύνες που αναλογούν στον προηγούμενο, και μια οικογένεια στα όρια της απελπισίας.
Την ιστορία την αφηγείται η αδελφή της κοπέλας, που προσπαθεί με κάθε τρόπο να φανεί δυνατή και να χαράξει το δρόμο για την επόμενη μέρα. Σκέψεις, συναισθήματα, αναμνήσεις, καταγράφονται με ευαισθησία πολλή απ’ τη γραφίδα της συγγραφέως, που μοιάζει να θέλει να μας ταξιδέψει στον εσωτερικό κόσμο των ηρώων της και να μας μιλήσει για τους διαφορετικούς τρόπους που ο κάθε άνθρωπος ξεχωριστά αντιμετωπίζει το θέμα του θανάτου.
Καθώς η Κούνι, ένα κορίτσι γεμάτο ζωή, οδεύει αμετάκλητα προς την άλλη όχθη, αυτοί που θα μείνουν πίσω, αυτοί που θα επιβιώσουν, θα πέσουν σ’ ένα είδος περισυλλογής σε ό,τι αφορά τα της ζήσης, θ’ αναρωτηθούν για τα λάθη και τα σωστά τους, θα μιλήσουν για ό,τι δεν μίλησαν ποτέ.
Αλλά, αν και καταπιάνεται με το θάνατο και την απώλεια, αυτή η ιστορία αναδίδει ένα έντονο συναίσθημα αισιοδοξίας, αφού καθώς βλέπουμε δυο απ’ τους ήρωές της να περιφέρουν τη θλίψη τους στους δρόμους και στις καφετέριες, την ίδια ώρα τους ακούμε να μιλάνε για την ομορφιά της ζωής, να εκφράζουν το θαυμασμό τους για την από καρδιάς καλοσύνη εκείνης που φεύγει, για το αύριο που, παρά το σημερινό πόνο, δεν μπορεί παρά να είναι καλύτερο, λίγο πιο φωτεινό.
Η Μπανάνα Γιοσιμότο, για μια ακόμη φορά με λόγια απλά και λιτά μας μιλά για τη μεγάλη περιπέτεια της ζωής, για την ομορφιά της, για την πολυχρωμία και τα σκοτάδια της, που κι αυτά στο τέλος πλημμυρίζουν με φως. Απλά, εξαιρετική.