Η τελευταία φορά που διάβασα ένα βιβλίο της Πατρίσια Κόρνουελ ήταν το 1999 στην Κάρπαθο. Και σ’ εκείνο, του οποίου ο τίτλος τώρα μου διαφεύγει, ηρωίδα ήταν η ιατροδικαστής Κέι Σκαρπέτα, η αγαπημένη ηρωίδα της συγγραφέως.
Στον ανά χείρας τόμο παρακολουθούμε τις προσπάθειες της τελευταίας να βάλει ένα τέλος στα φρικτά εγκλήματα ενός κατά συρροή δολοφόνου – προσπάθειες που μοιάζουν να πέφτουν στο κενό.
Όλα αρχίζουν με τη δολοφονία στη Ρώμη μιας νεαρής και διάσημης τενίστριας, που μοιάζει να εκτελέστηκε τελετουργικά από κάποιο σαδιστή δολοφόνο. Η Σκαρπέτα καλείται να βοηθήσει στη διερεύνηση του εγκλήματος, αλλά δεν μπορεί να κάνει και πολλά, αφού όποιος και να κρύβεται πίσω απ’ αυτό, είναι ένας πολύ έξυπνος άνθρωπος, που ξέρει να καλύπτει τα νότα του.
Την πιο πάνω δολοφονία θα ακολουθήσουν κι άλλες, στις ΗΠΑ όμως. Καθώς η Σκαρπέτα, σιγά-σιγά κι οδυνηρά θ’ αρχίσει να ξετυλίγει το νήμα της υπόθεσης, η μια ανατροπή θα οδηγεί στην άλλη, η μια απογοήτευση στην επόμενη. Μέχρι που θα αντιληφθεί ότι τα εγκλήματα, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, σχετίζονται και με την ίδια.
Την ώρα που συμβαίνουν αυτά, η ιατροδικαστής έχει ν’ ασχοληθεί και με πολλά άλλα πράγματα που της κλέβουν τη γαλήνη, που δεν την αφήνουν στιγμή να ησυχάσει. Το ένα είναι ο δεσμός της με τον πράκτορα Μπέντον που μοιάζει να οδεύει προς γάμου κοινωνία, αλλά με την ίδια να διατηρεί τις επιφυλάξεις της κατά πόσο αυτός μπορεί να πετύχει. Ύστερα είναι η αρρώστια της αγαπημένης της γραμματέως, Ρόουζ, οι παρασπονδίες του παντοτινού της υπάλληλου -και παντοτινά ερωτευμένου μαζί της- Μαρίνο, η τρέλα κι η οδύνη της ανιψιάς της, Λούσι, η αδιάκριτη γειτόνισσά της, που τη βάζει σε μπελάδες, αλλά κι ο μικρόκοσμος της πόλης που δεν τη βλέπει με καλό μάτι.
Μ’ αυτά κι αυτά η Κόρνουελ μοιάζει να μας λέει ότι τα εγκλήματα δεν είναι παρά η αφορμή για να διυλίσει με το μικροσκόπιό της το σώμα της κοινωνίας, να επισημάνει τα στραβά της, να μιλήσει για την υποκρισία, αλλά και την αυθαιρεσία, που έχουν γίνει ο κανόνας στη σύγχρονη ζωή.
Αν και ακολουθεί τη δοκιμασμένη συνταγή του «ποιος το έχει κάνει» η συγγραφέας δεν φαίνεται να έχει και πολλά κοινά με τους άλλους αμερικανούς ομότεχνους της. Τα δικά της βιβλία είναι περισσότερο λογοτεχνικά κι ανθρωποκεντρικά. Δεν δείχνει να την ενδιαφέρουν τόσο η καταιγιστική δράση κι οι συνεχείς ανατροπές, όσο τα γιατί. Τι είναι εκείνο που όπλισε το χέρι του δολοφόνου; Σε τι ψυχική κατάσταση βρίσκεται; Πώς έφτασε στο σημείο ν’ απαρνηθεί εντελώς κάθε στοιχείο ανθρωπιάς; Γιατί βρίσκεται πάντα ένα βήμα πιο μπροστά από εκείνους;
Αν συνηθίσατε στα απολαυστικά, σαν πυροτεχνήματα αναγνώσματα των (επίσης αγαπημένων μου συγγραφέων) Ντέιβιντ Μπαλτάτσι, Τζέφρι Ντίβερ, Μάικλ Κόνελι και Τζον Κόνολι, αυτό το βιβλίο πιθανόν να μη σας αρέσει. Αλλά, αν «μεγαλώσατε» με τα μυθιστορήματα των ευρωπαίων γραφιάδων της αστυνομικής λογοτεχνίας, των γιαπωνέζων ή έστω των παλιών αμερικανών, σίγουρα θα το χαρείτε. Όσο κι αν ακούγεται παράξενο για ένα σύγγραμμα του είδους, το «Βιβλίο των Νεκρών» δεν προσφέρεται για ανάγνωση στην παραλία το καλοκαίρι. Για τις χειμωνιάτικες νύχτες είναι γραμμένο.
No comments:
Post a Comment