Friday, June 26, 2009

Isabel Allende – Ines of My Soul

 
Αγορά από το Book Depository

Αυτό που θα γράψω πιο κάτω ίσως να μην αρέσει σε κάποιους, αλλά προσωπικά το πιστεύω ακράδαντα. Η Ιζαμπέλ Αλιέντε είναι για τη Λατινική Αμερική ότι είναι για την Αφρική ο Ουίλμπουρ Σμιθ. Μοιάζουν στο ότι με βάση πραγματικά γεγονότα φτιάχνουν υπέροχες φανταστικές ιστορίες, στο ότι τα μυθιστορήματά τους είναι πάντα αιματοβαμμένα και στο ότι η γραφίδα τους δημιουργεί κατά κόρον «μεγαλύτερους από τη ζωή» ήρωες. Το μόνο που ο δεύτερος είναι περισσότερο λάτρης της δράσης κι η πρώτη της γραφής.
Σαν ένα κέντημα είναι αυτό το μεγάλο μυθιστόρημα, σαν ένα μωσαϊκό το οποίο αποκτά τη ξεχωριστή άγρια ομορφιά του από τις πολλές διαφορετικές ψηφίδες που το αποτελούν. Με αφορμή την ανακάλυψη και κατάκτηση της νοτίου Αμερικής από τους κονκισταδόρες, η Αλιέντε μας αφηγείται μια επική ιστορία, όπου η περιπέτεια, η προδοσία, ο ηρωισμός κι ο τυχοδιωκτισμός βαδίζουν χέρι-χέρι.
Αυτή είναι η ιστορία της Ινές, μιας φτωχής μα δυναμικής νέας γυναίκας, που κάποια μέρα ξεκινάει από την Εξτρεμαδούρα της Ισπανίας με προορισμό το νέο κόσμο, σε αναζήτηση του άντρα της. Το ταξίδι μακρινό και περιπετειώδες, αλλά και επουσιώδες, αφού στη διάρκειά του η γυναίκα θ’ αρχίσει σιγά-σιγά να προετοιμάζεται ψυχολογικά για το τι θα συναντήσει και θ’ αντιμετωπίσει όταν θα φτάσει στην Αμερική.
Η μεταμόρφωσή της από μια απλή ράφτρα σε μια σκληρή γυναίκα γίνεται σταδιακά και τα χαρακτηριστικά της διαμορφώνονται από σελίδα σε σελίδα, καθώς η Ινές αντιλαμβάνεται ότι μόνο με τη δύναμη και τη βία θα μπορέσει να επιβιώσει.
Το πρώτο πράγμα που νιώθει φτάνοντας στον προορισμό της είναι η απογοήτευση, αφού μαθαίνει ότι ο άντρας της είναι νεκρός. Ωστόσο, από τη στιγμή που έκανε το ταξίδι δεν υπάρχει πιθανότητα να τα παρατήσει. Κι έτσι, μετά από μια σειρά ατυχών και ευτυχών συγκυριών τη βλέπουμε να συναντάει τον Πέδρο ντε Βαλδίβια, ένα αξιωματικό που είναι αποφασισμένος όσο κανένας άλλος να κατακτήσει τη νέα γη. Με τη βοήθεια της δυναμικής Ινές θ’ αρχίσει να εξερευνά τον άγνωστο τόπο, πηγαίνοντας όλο και πιο μακριά, σε μέρη ακόμη απάτητα από τους ευρωπαίους. Η πορεία τους θα τους οδηγήσει στη Χιλή, όπου θα δημιουργήσουν τις πρώτες πόλεις, ζώντας διαρκώς υπό την απειλή των ιθαγενών φιλών που κάθε άλλο με καλό μάτι κοιτούν τους νεοφερμένους.
Έρωτας και πόλεμος, μεγαλοψυχία και εν ψυχρώ εγκλήματα, βία και προδοσία, προσδοκίες και διαψεύσεις, αποτελούν την καθημερινότητα στις ζωές των ηρώων. Σ’ εκείνα τα μέρη, μέσα σε χαλεπούς καιρούς θα λάμψει το άστρο της Ινές, χαρίζοντας στη λογοτεχνία ένα από τους πιο αξιομνημόνευτούς της χαρακτήρες.
Το Ines of My Soul είναι ένα μεγάλο καλογραμμένο μυθιστόρημα, που πιστό στην παράδοση των άλλων ιεραρχών των γραμμάτων της Λατινικής Αμερικής συχνά-πυκνά αναμιγνύει το πραγματικό με το φανταστικό, με εξαιρετικά αποτελέσματα. Η Ιζαμπέλ Αλιέντε, προφανώς σε συγγραφική φόρμα, μας ταξιδεύει και πάλι όμορφα σε μέρη μακρινά, που για κάποιους από εμάς μοιάζουν να ανήκουν στη χώρα των παραμυθιών.
Στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ωκεανίδα με τίτλο Ινές, ψυχή μου.
Ιστοσελίδα: Ιζαμπέλ Αλιέντε

Sunday, June 21, 2009

Ένα κείμενο για τον Όμηρο Αβραμίδη

Το πρώτο βιβλίο του Όμηρου Αβραμίδη που διάβασα ήταν το τρίτο και το στερνό το δεύτερο. Ανάμεσα στο «Με τα μάτια της ψυχής» και το «Ο δρόμος του φεγγαριού» είχα την ευκαιρία να βυθιστώ αρκετές ακόμη φορές στα ταξίδια στην αγάπη που τόσο γενναιόδωρα μας χαρίζει ο συγγραφέας. Ναι, ταξίδια στην αγάπη, αυτό ακριβώς είναι οι ιστορίες του. Στην παρατημένη αγάπη, στην αγάπη που γεννιέται και ξεψυχά, στην αγάπη που θριαμβεύει, κι ας συχνά-πυκνά χάνει το αντικείμενό της. Στην αγάπη και στο θάνατο.
Ο θάνατος και η αγάπη μοιάζουν να πηγαίνουν χέρι-χέρι στα βιβλία του Όμηρου. Οι ήρωές του ζουν με πάθος, αγαπούν απελπισμένα και κάποιοι απ’ αυτούς πεθαίνουν πριν να δουν τον έρωτά τους να φτάνει στο αποκορύφωμά του. Όχι, η ζωή δεν είναι ένα κουτί με σοκολατάκια, όπως επιμένει ο κύριος Φόρεστ Γκαμπ. Η ζωή είναι αγώνας κι αγωνία, άνοδος και πτώση, κακία και καλοσύνη. Η ζωή είναι ο άνθρωπος με τα θετικά και τα αρνητικά του, με τους πόθους και τα πάθη του, με τις μικροπρέπειες και τα κουσούρια του. Ο άνθρωπος, που σε μια ιστορία βλέπουμε να δείχνει της ψυχής του την όμορφη ουσία, απ’ την πρώτη στιγμή ως την τελευταία, και να πεθαίνει αφήνοντας πίσω του μια «Ακριβή κληρονομιά», κι ας αδυνατεί η κοινωνία να του συγχωρέσει το παρελθόν του. Ο άνθρωπος που σε μια ιστορία διαφορετική αγωνίζεται με νύχια και με δόντια ν’ απελευθερώσει την πατρίδα του, που γίνεται θύμα και θύτης στο βωμό μιας «Κίτρινης Σημαίας». Ο άνθρωπος που στέκεται σθεναρά δίπλα στον αγαπημένο ή την αγαπημένη του, για ν’ ακούσουν συντροφιά το «Τραγούδι της βροχής», που περισσότερο με καταιγίδα μοιάζει. Ο άνθρωπος, που πέφτει με τα μούτρα στη δίνη του έρωτα, που αψηφά θεούς και δαίμονες για να ζήσει με της ψυχής του το ομορφότερο μισό, εκείνο που εξωγενείς παράγοντες προσπαθούν με νύχια και με δόντια, με μίσος και βία να του στερήσουν.
Θύματα θυμίζουν οι περισσότεροι πρωταγωνιστές στο έργο του Όμηρου Αβραμίδη. Θύματα και ήρωες. Μα ήρωες ανθρώπινους. Ήρωες που γνωρίζουν τι πάει να πει πόνος, που τον έζησαν από πρώτο χέρι, που γεύτηκαν χάρη σ’ αυτόν την πίκρα της ζωής. Ήρωες της διπλανής πόρτας. Γι’ αυτό και οι αναγνώστες ταυτίζονται τόσο συχνά μ’ αυτούς. Γι’ αυτό τους αγαπούν. Αυτός/αυτή, θα μπορούσα να είμαι εγώ, σκέφτονται, κι έτσι μπορούν και νιώθουν βαθιά μέσα τους το φανταστικό, μα ωστόσο, βαθιά πραγματικό τους δράμα, και τη δημιουργημένη από τη γραφίδα του συγγραφέα και της ζωής, χαρά.
«Αν θες να σ’ αγαπούν οι άνθρωποι, μάθε να τους αγαπάς» διαβάζουμε σ’ ένα από τα έντεκα απανθίσματα ζωής στο «Η αγάπη είναι το μυστικό.» Κι αυτό ακριβώς είναι το μυστικό της επιτυχίας του συγγραφέα: γράφει για την αγάπη – με τρόπο άμεσο, προσπαθώντας να πορευτεί με ηρεμία και ανησυχία στις ψυχές των ανθρώπων, να βρει που θα τον πάνε «Οι δρόμοι της καρδιάς». Αυτοί οι επίφοβοι δρόμοι, με τα κρυφά μονοπάτια και τις κρυμμένες στις στροφές τους οδύνες. Αυτοί που μπορεί να οδηγήσουν στη φυγή, ή και στην αναπότρεπτη επιστροφή. Αυτοί που ίσως σε κάνουν να πετάξεις στα ουράνια, «Με τα φτερά της ελπίδας» ή να σε ρίξουν στο βάραθρο ύστερα από μια «Ανοιξιάτικη μπόρα.»
Η ζωή είναι ένα ταξίδι: όμορφο, οδυνηρό, ονειρικό, εφιαλτικό. Ένα ταξίδι σε τόπους, ψυχές και στου καθενός την άγνωστη ουσία. Κι οι ήρωες των ιστοριών, που είχαμε την τύχη να διαβάσουμε, ταξιδεύουν ακατάπαυστα. Στην Κύπρο, στην Αθήνα, στην Αυστραλία, στη Νέα Ζηλανδία. Και παντού χαίρονται το ίδιο. Και παντού πονάνε το ίδιο. Και πεθαίνουν παντού. Ναι, ο συγγραφέας, με τρόπο τρυφερά σκληρό, σκοτώνει ξανά και ξανά τους ήρωες, τα δημιουργήματά του. Μοιάζει να θέλει να μας πει ότι δεν έχει σημασία το αν κάποιος ζει και πεθαίνει, μα το πώς έζησε και τι άφησε πίσω του πεθαίνοντας. Κι αυτή, η άκρως αντιεμπορική επιλογή πετυχαίνει. Αυτή χαρίζει στις ιστορίες του το ιδιαίτερο χρώμα τους, αναδεικνύουν την ουσία. Και καταρρίπτει τους μύθους. Και τους καταρρίπτει επειδή τους απορρίπτει. Απορρίπτει την ιδέα της εικονικής ευτυχίας και επικεντρώνει στα πιο σημαντικά, κι ας είναι οδυνηρά. Ο θάνατος είναι το μόνο σίγουρο πράγμα στη ζωή, φαίνεται να είναι το μότο του Αβραμίδη, και οι αναγνώστες προφανώς συμφωνούν μ’ αυτό.
Ο θάνατος, που δίνει επιβλητικά το παρόν του και στο νέο μυθιστόρημά του, το «Τρίτο πρόσωπο», στο οποίο παρατηρούμε μια μικρή στροφή στη μέχρι τώρα συγγραφική του πορεία. Κι αυτό επειδή, για πρώτη φορά, η αγάπη δεν μοιάζει να έχει το πάνω χέρι στην υπόθεση, ή, ίσως, και να το έχει. Εκείνο που κάνει ετούτο το γραπτό να διαφέρει από τα προηγούμενα είναι ότι ξεχειλίζει από αναπάντητα ερωτήματα, το διατρέχει απ’ άκρη ως άκρη, μια αύρα μυστηρίου. Όχι, μην ανησυχείτε, το βιβλίο δεν είναι αστυνομικό. Είναι ωστόσο μια ιστορία γραμμένη κινηματογραφικά, με καταιγιστικούς ρυθμούς, που δεν σε αφήνουν στιγμή να την παρατήσεις, που δεν το κάνει η καρδιά σου να την αφήσεις στη μέση, μέχρι να μάθεις τι πραγματικά έχει συμβεί.
Τι ήταν όμως αυτό που ώθησε το συγγραφέα, να εγκαταλείψει φαινομενικά την επιτυχημένη του συνταγή, και να προσπαθήσει να πορευτεί σε κάποια δήθεν άγνωστα μονοπάτια; Τίποτα. Γι’ αυτό και το δήθεν που ανέφερα πιο πάνω. Το μυστήριο δεν είναι κάτι καινούριο στα μυθιστορήματα του Αβραμίδη. Το μόνο που αυτή τη φορά είναι έντονο. Κι αυτό ακριβώς είναι το πιο δυνατό στοιχείο στο «Τρίτο πρόσωπο». Για να το πω απλά: η συνταγή έμεινε η ίδια, ωστόσο το φαγητό έγινε πιο εύγευστο, χάρη στα νέα καρυκεύματα.
Ας πάμε όμως στην ιστορία μας, που παίρνει μπρος δυναμικά, με ένα φονικό. Ένας άντρας, ο Νικηφόρος, συνέρχεται μετά από μια λιποθυμία, για να αντιληφθεί με τρόμο ότι η γυναίκα με την οποία στιγμές πριν έκανε έρωτα είναι νεκρή. Και το χειρότερο; Στα χέρια του κρατά σφικτά το φονικό όπλο. Μέσα στη δίνη του πανικού εγκαταλείπει βιαστικά τη σκηνή και βρίσκει προσωρινό καταφύγιο στο σπίτι του. Κάθεται εκεί, στα όρια της απελπισίας, και προσπαθεί να τιθασεύει τις σκέψεις του, να τις κουμαντάρει, για να θυμηθεί τι συνέβη, μα δεν τα καταφέρνει. Προτού καν συνέλθει από το σοκ, τίθεται υπό κράτηση για την εν ψυχρώ δολοφονία της Μαρίας Μαρκαντώνη, μιας επιτυχημένης επιχειρηματία. Τα στοιχεία που υπάρχουν εναντίον του είναι συντριπτικά, κι οι πιθανότητες να μπορέσει ν’ αποδείξει την αθωότητά του ισχνές. Ωστόσο, όσο υπάρχουν άνθρωποι, υπάρχει ελπίδα. Κι ο Νικηφόρος, που παρά την όποια ατυχία του, στάθηκε αφάνταστα τυχερός στη ζωή του, έχει γύρω του κάποιους που τον πιστεύουν και τον εμπιστεύονται με κλειστά μάτια, κάποιους που είναι έτοιμοι να κάνουν τα πάντα για να αποδείξουν την αθωότητά του.
Όσο το νήμα της ιστορίας ξετυλίγεται, τόσο περισσότερο περιπλέκεται, αφού για κάθε μία απάντηση προκύπτουν δύο νέα ερωτήματα και οι ανατροπές είναι στην ημερησία διάταξη. Ποιος κρύβεται πίσω από το φονικό; Γιατί σκότωσε τη γυναίκα; Ποιος είχε να κερδίσει κάτι από το θάνατό της; Τι τους ώθησε να τον ενοχοποιήσουν; Πόσα διαφορετικά μονοπάτια μπορεί να διασχίσει μια βασανισμένη ψυχή;
Ο συγγραφέας πλέκοντας έντεχνα το μύθο του φτιάχνει μια ιστορία για τον έρωτα και το θάνατο που διαβάζεται απνευστί. Οι γρήγοροι, κοφτοί ρυθμοί της αφήγησης, το μυστήριο, τα αδιόρατα μυστικά και τα πάθη των ηρώων, καθιστούν «Το τρίτο πρόσωπο» ένα απολαυστικό ανάγνωσμα, που σε κάποια σημεία θυμίζει σύγχρονο αστυνομικό αφήγημα, επηρεασμένο από την αμερικανική παράδοση. Ετούτο το μυθιστόρημα αποδεικνύει ότι το ερωτικό και το αστυνομικό μπορούν να συνυπάρξουν άνετα σε μια ιστορία, χαρίζοντάς της αναπάντεχα μια άγρια ομορφιά.
Η ανανέωση είναι πάντα ένα στοίχημα για τους συγγραφείς, κι ο Όμηρος Αβραμίδης, αυτό το στοίχημα, σιγά-σιγά, μοιάζει να το κερδίζει. Και το πιο σημαντικό: οι αναγνώστες επιβραβεύουν αγοράζοντας τα βιβλία του, αυτούς τους ακροβατισμούς. Οι αναγνώστες. Όχι οι κριτικοί. Αυτοί επιμένουν να αγνοούν ακόμη και την ύπαρξή του, αφού προφανώς η επιτυχία του, δεν συμβαδίζει με τα κριτήριά τους. Εδώ πιστεύω ισχύει εκείνο το αρχαίο κινέζικο ρητό που αναφέρεται στο δάχτυλο και το φεγγάρι, για το τι έχει τη δυνατότητα να δει ο καθένας δηλαδή. Οι κριτικοί κοιτάνε το δάχτυλο, οι αναγνώστες το φεγγάρι. Κι αν ο συγγραφέας δεν δικαιώνεται στα έντυπα, κερδίζει το στοίχημα στις καρδιές. Εκεί όπου απ’ την αρχή στόχευε.
Διαβάζω, με το φτωχό μου ύφος, μα με συγκίνηση, ένα μικρό απόσπασμα από το «Η αγάπη είναι το μυστικό» - αυτό με το οποίο κλείνει το βιβλίο:
«Η αγάπη είναι το μυστικό. Τόσο απλό. Τόσο θαυματουργό. Γυρίζω την πλάτη μου στη μούχλα του χειμώνα, τραβάω για τον κόσμο που μ’ έκλεισε έξω, που τον έκλεισα έξω. Βγάζω το κλειδί και ξεκλειδώνω. Τόσο απλό. Το είχα πάντα μέσα μου. Σκουριασμένο από την αχρησία, χαμένο μέσα σ’ ένα σωρό από σκουπίδια, κάτω από την απληστία, τη φιλοδοξία, τη ζήλια, τη ματαιότητα. Ανασύρω το χρυσό κλειδί από το σωρό, το ξεπλένω και λάμπει, όπως πάντα το χρυσάφι. Κι ο κόσμος μου γεμίζει φως.»
Με περισσότερο από μισό εκατομμύριο αντίτυπα σε πωλήσεις και αμέτρητους αναγνώστες να πίνουν νερό και -προπάντων- κρασί στο όνομά του, με βιβλία βαθιά ανθρώπινα και μυθιστορήματα που ασχολούνται σε βάθος με την πονεμένη ιστορία του νησιού μας, ο Όμηρος Αβραμίδης είναι με διαφορά ο πιο άξιος εκπρόσωπος της μπανανίας της Κύπρου στο ψευδοκράτος των Αθηνών. Εύχομαι κάποια μέρα ο τόπος του να τον τιμήσει, όπως τον τιμάει αυτός, χαμηλόφωνα, χωρίς φανφάρες, με μια πρόποση στη δημιουργική του παρουσία.

Το πιο πάνω γράφτηκε για τις παρουσιάσεις του βιβλίου "Το τρίτο πρόσωπο" στη Λευκωσία και τη Λάρνακα, την περασμένη βδομάδα.

Sunday, June 14, 2009

Wilbur Smith – When the Lion Feeds

 
 Αγορά από το Book Depository

Το μυθιστόρημα αυτό το πρωτοδιάβασα πριν μερικά χρόνια και σαν πρωτάρης που ήμουνα τότε στον κόσμο του Ουίλμπουρ Σμιθ ένιωσα να με συναρπάζει. Τώρα, σαν παλαίμαχος αναγνώστης του εξαιρετικού αυτού συγγραφέα, μπορώ να πω ότι εκείνη η πρώτη αίσθηση ενθουσιασμού που ένιωσα δεν μ’ έχει εγκαταλείψει. Ο Σμιθ γράφει μυθιστορήματα γεμάτα δράση, αγωνία και πολλές ανατροπές, που ξεχωρίζουν τόσο για την αναγνωστική απόλαυση που χαρίζουν, όσο και για τον πλούτο πληροφοριών που τα διατρέχουν απ’ άκρη σ’ άκρη.
Στο παρόν πρωταγωνιστεί ένας από τους αγαπημένους ήρωές του, ο Σον Κόρτνι, αλλά και ο ασθενικός αδελφός του Γκάρικ. Ένα τραγικό ατύχημα στα νεανικά τους χρόνια καθορίζει τη μοίρα και τις σχέσεις των δύο αδελφών. Ο πρώτος πυροβολεί κατά λάθος στο πόδι τον δεύτερο, με αποτέλεσμα να του ακρωτηριάσουν το πόδι, κι από τότε ζει κυνηγημένος απ’ τις ενοχές του. Ενοχές που θα τον αναγκάσουν ξανά και ξανά να υποχωρήσει μπρος στα καπρίτσια του δύστροπου αδελφού, που θα τον κάνουν να του συγχωρεί το ένα μετά το άλλο όλα τα ατοπήματα, που θα τον οδηγήσουν μέχρι και την εξορία. Ο Σον είναι ένας άνθρωπος της τιμής, αλλά και της δράσης, και είναι ικανός για το καλύτερο, αλλά και για το χειρότερο.
Παρακολουθώντας τη διαδρομή του από μάχη σε μάχη, από επιχείρηση σε επιχείρηση, από ταξίδι σε ταξίδι, κι από πτώση σε πτώση, ερχόμαστε πρόσωπο με πρόσωπο με ένα από τους πιο αξιομνημόνευτους χαρακτήρες που πήραν ζωή απ’ τη γραφίδα του Σμιθ (μαζί με τον μάγο Τάιτα των αιγυπτιακών επών), κάποιον που μοιάζει, λες, ικανός να τα βάλει με όλους και με όλα και να βγει θριαμβευτής. Το μόνο που ξανά και ξανά ο θρίαμβός του θα αποδειχτεί εφήμερος, μια νίκη λειψή και πολύ πολύ οδυνηρή.
Όπως όλα τα αφρικανικά μυθιστορήματα του Σμιθ έτσι κι αυτό είναι ένα βιβλίο τόσο για τους ανθρώπους, όσο και για τους τόπους: για την αφρικανική ζούγκλα, για τα ζώα, για τα ορυχεία, για τη γεωγραφία των νέων πόλεων, για τη Νότιο Αφρική των λευκών αποίκων που γεννιέται με αίμα, πόνο και δάκρυ. Ο συγγραφέας δεν χαρίζεται σε κανένα. Λέει τα πράγματα με το όνομά τους και με τον τρόπο του εξηγεί τα γιατί των μεγάλων παθών του πιο μακρινού από εμάς άκρου της τυραννισμένης ηπείρου. Ο μύθος είναι μόνο η αφορμή.
Όσοι λατρεύουν τα μεγάλα συναρπαστικά αναγνώσματα θ’ αγαπήσουν αυτό το μυθιστόρημα που προσφέρεται για ανάγνωση καλοκαίρι και χειμώνα, με ήλιο και βροχή.

Friday, June 5, 2009

Όμηρος Αβραμίδης – Το Τρίτο Πρόσωπο

Λένε ότι η επιτυχημένη συνταγή δεν αλλάζει. Ε, λοιπόν, ο Όμηρος Αβραμίδης με το τελευταίο του βιβλίο μοιάζει να μας κλείνει το μάτι και να ρωτάει: Μα γιατί; Γιατί να μην αλλάξει η επιτυχημένη συνταγή; Ειδικά όταν μπορεί να γίνει καλύτερη;
Στο Τρίτο Πρόσωπο αυτό ακριβώς συμβαίνει. Ο συγγραφέας κινούμενος και πάλι στα γνώριμά του από παλιά μονοπάτια της ψυχολογίας του έρωτα και των ανθρωπίνων παθών, αυτή τη φορά κάνει το κάτι παραπάνω, προσθέτοντας στην ιστορία μια μεγάλη δόση μυστηρίου, αρπάζοντας τον αναγνώστη από το λαιμό απ’ την πρώτη σελίδα και μη αφήνοντάς τον να αναπνεύσει μέχρι και την τελευταία.
Ο έρωτας μοιάζει να είναι ο βασικός πρωταγωνιστής και σ’ αυτή την ιστορία: ο έρωτας που είναι λυτρωτικός και δολοφονικός, που είναι πόθος και πάθος, κέρδος κι απώλεια. Ο έρωτας που όταν χάνει το αντικείμενό του μπορεί να χαράξει βαθιά τις ψυχές των ανθρώπων, οδηγώντας τις σε μονοπάτια απάτητα, τρομαχτικά σαν το άγνωστο που πάντα φοβόμαστε, αλλά σπάνια έρχεται.
Όλα αρχίζουν με μια δολοφονία. Ένας άντρας, ο Νικηφόρος, συνέρχεται μετά από μια λιποθυμία για ν’ αντιληφθεί με τρόμο ότι η γυναίκα με την οποία έκανε έρωτα είναι νεκρή, μ’ εκείνον να κρατά στα χέρια του το φονικό όπλο. Μέσα στη δίνη του πανικού εγκαταλείπει βιαστικά τη σκηνή και βρίσκει προσωρινό καταφύγιο στο σπίτι του, όπου προσπαθεί να βάλει σε μια τάξη τις σκέψεις του, να θυμηθεί τι συνέβη, αλλά δεν μπορεί. Σύντομα θα καταφθάσει η αστυνομία και θα τον συλλάβει για τη δολοφονία της Μαρίας Μαρκαντώνη, μιας επιτυχημένης επιχειρηματία. Τα στοιχεία που υπάρχουν είναι συντριπτικά εναντίον του, κι η πιθανότητες να μπορέσει ν’ αποδείξει την αθωότητά του ισχνές. Ωστόσο, υπάρχει ακόμη ελπίδα, αφού αναλαμβάνει την υπόθεση ένας φίλος και συνάδελφός του δικηγόρος, ο οποίος είναι αποφασισμένος να φτάσει στα άκρα για να τον σώσει από μια άδικη, όπως ο ίδιος είναι πεπεισμένος, καταδίκη. Σ’ αυτό τον φαινομενικά χαμένο απ’ την αρχή αγώνα, θα βρει κάποιους απροσδόκητους σύμμαχους: την κόρη της εκλιπούσας, έναν αστυνομικό που δεν πολυπιστεύει τα στοιχεία, την ερωμένη, αλλά και τη γυναίκα του κατηγορούμενου, την οποία ο τελευταίος θεωρούσε από χρόνια νεκρή. Καθώς το νήμα της υπόθεσης ξετυλίγεται, τόσο περισσότερο και περιπλέκεται, αφού για κάθε μία απάντηση προκύπτουν δύο νέα ερωτήματα και οι ανατροπές ακολουθούν η μια την άλλη. Ποιος κρύβεται πίσω από τη δολοφονία; Γιατί σκότωσε τη γυναίκα; Ποιος θα ωφελείτο περισσότερο από το θάνατό της;
Ο συγγραφέας πλέκοντας έντεχνα το μύθο του φτιάχνει μια ιστορία για τον έρωτα και το θάνατο, που διαβάζεται απνευστί. Οι κινηματογραφικοί ρυθμοί της αφήγησης, το μυστήριο και τα πάθη των ηρώων, κάνουν το Τρίτο Πρόσωπο ένα απολαυστικό ανάγνωσμα, που σε κάποια σημεία θυμίζει σύγχρονο αστυνομικό αφήγημα, επηρεασμένο από την αμερικανική σχολή. Είπε ποτέ κανείς άλλωστε ότι το ερωτικό και το αστυνομικό δεν μπορούν να συνυπάρξουν στην ίδια ιστορία; Αν ναι, έκανε λάθος μεγάλο. Κι ο Όμηρος Αβραμίδης το αποδεικνύει αυτό.

Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ωκεανίδα