Wednesday, September 29, 2010
Shusaku Endo – Wonderful Fool
Διαβάζοντας κανείς αυτό το βιβλίο έχει την αίσθηση ότι πρόκειται για την ιαπωνική εκδοχή του «Ηλίθιου» του Ντοστογιέφσκι, αφού και εδώ έχουμε έναν απόλυτα καλό άντρα, τον οποίο όλοι θεωρούν βλάκα, αλλά που σιγά-σιγά κατορθώνει να κερδίσει τις καρδιές όσων γνωρίζει.
Ο ιάπωνας σωσίας του πρίγκιπα Μίσκιν είναι… γάλλος και ακούει στο όνομα Γκαστόν. Ο εν λόγω κύριος λοιπόν, που τυγχάνει απόγονος του Ναπολέοντα και αλογομούρης (έτσι ακριβώς), καταφθάνει κάποια ημέρα στην Ιαπωνία, θέλοντας να φέρει σε πέρας μια μυστική ολόδική του αποστολή. Ποια είναι αυτή; Αρνείται να την ομολογήσει, ακόμη και στον καλό του φίλο, διά αλληλογραφίας, τον Τακαμόρι, που αναλαμβάνει να τον φιλοξενήσει στο σπίτι του στη Γιοκοχάμα.
Στην αρχή ο Γκαστόν προκαλεί αμήχανες αντιδράσεις, ακόμη και αρνητικά συναισθήματα, σε όλους όσοι των γνωρίζουν, τόσο λόγω της εμφάνισής του, όσο και λόγω της συμπεριφοράς του. Ο παράξενος νέος μοιάζει να ζει στο δικό του κόσμο και να ακολουθεί μια δική του, εξωπραγματική για τη σύγχρονη -αμείλικτα σκληρή- κοινωνία ηθική. Δεν παραπονιέται για τίποτα, χαμογελά ή και γελά με τα πάντα, και ακόμη κι όταν δέχεται το ένα χτύπημα μετά από το άλλο, δεν αφήνει ποτέ να εισβάλει μέσα του το μίσος και δε χάνει την πίστη του στους ανθρώπους. Όσο περισσότερο πέφτει, τόσο πιο δυνατός γίνεται.
Ο Τακαμόρι, μετά τις αρχικές αμήχανες ώρες, είναι ο πρώτος που θα νιώσει κάποιου είδους αγάπη γι’ αυτόν το εκκωφαντικά ξένο άνθρωπο. Ο τρόπος σκέψης του θα τον αγγίξει. Το ίδιο θα συμβεί και με την αδελφή του, την Τομόε, που αν και οικτρά απογοητευμένη -αφού περίμενε να συναντήσει στο πρόσωπό του ένα ευγενή κι όμορφο νέο- δε θα μπορέσει να αντισταθεί στη μέσα του γοητεία, κι ας μην το παραδέχεται. Ο Γκαστόν μοιάζει να διαθέτει εκείνο το κάτι που κάνει τους ανθρώπους πιο καλούς, που ρίχνει φως στο μέσα τους σκοτάδι.
Ένας από τους ανθρώπους που τον χρειάζονται πιο πολύ απ’ τον καθένα είναι και ο Εντό. Ο τελευταίος είναι ένας στυγνός δολοφόνος, κάποιος χωρίς συναισθήματα, που μοιάζει να έχει ένα και μοναδικό σκοπό στη ζωή: να καθαρίσει το όνομα του αδελφού του, που σαπίζει στη φυλακή, αφού κάποιοι του φόρτωσαν στην πλάτη τα δικά τους κρίματα. Ο Γκαστόν, που ίσως τυχαία, ίσως και όχι, βρίσκεται στο δρόμο του, θέλει να τον αποτρέψει από το να διαπράξει νέα εγκλήματα. Γι’ αυτό, αν και αρχικά εκείνος τον απαγάγει, στη συνέχεια μένει μαζί του εθελοντικά, αφού δεν μπορεί να τον αφήσει να πάρει την εκδίκησή του. Είναι σίγουρος ότι η αγάπη γιατρεύει τις καρδιές και σίγουρα θα κάνει το θαύμα της και με τον Εντό. Το μόνο που δεν υπολογίζει στην κακία των άλλων.
Η γραμμένη με ανάλαφρο τρόπο αυτή ιστορία μας μιλά για τη δύναμη της πίστης, αλλά και για την απανθρωπιά της κοινωνίας στην οποία ζούμε. Και μας περιγράφει με τρόπο λιτό τα έργα και τις ημέρες ενός ανθρώπου, που δε μοιάζει να ανήκει στον κόσμο μας. Κάνει κριτική, χωρίς να ισοπεδώνει. Καταπιάνεται με το θάνατο (ψυχικό και σωματικό), δίχως ν’ αφήνει να σβήσει το φως της ελπίδας. Ένα εξαιρετικό βιβλίο, ένας αξέχαστος ήρωας.
Sunday, September 26, 2010
Natsuo Kirino – Real World
Για το πώς είναι η ζωή των νέων στην Ιαπωνία σήμερα μας μιλά με έμμεσο, αλλά καίριο τρόπο, σ’ αυτό το μυθιστόρημα η Νάτσουο Κιρίνο.
Ειπωμένη στο πρώτο πρόσωπο, αλλά από πέντε διαφορετικά άτομα, αυτή είναι η ιστορία ενός νεαρού φοιτητή, τον οποίο οι γνωστοί του αποκαλούν «Σκουλήκι», και τεσσάρων κοριτσιών, που μετά από μια εγκληματική πράξη, συνδέονται με απροσδόκητο τρόπο μαζί του.
Το «Σκουλήκι» είναι ένα από εκείνα τα άτομα, που δε ζούνε τη ζωή, αλλά βρίσκονται στο περιθώριό της. Με άχαρο παρουσιαστικό, δειλός στις κοινωνικές σχέσεις, αμήχανος μέσα στο ίδιο του το σπίτι, μοιάζει περισσότερο νεκρός παρά ζωντανός, κάποιος που απλά διεκπεραιώνει αλλά δε ζει την κάθε μέρα. Όλα αυτά ωστόσο θ’ αλλάξουν, απρόσμενα και δραματικά, όταν σε μια κρίση συνεχόμενης οργής θα δολοφονήσει τη μητέρα του με ένα ρόπαλο. Από εκείνη τη στιγμή θα αρχίσει να υπάρχει. Θα γίνει το «αγόρι που σκότωσε τη μάνα του», κάτι που θα του φέρει μια δημοφιλία που ποτέ δεν περίμενε. Και τα πράγματα θα γίνουν ακόμη καλύτερα, όταν θα κλέψει το ποδήλατο και το κινητό τηλέφωνο μιας συνομήλικης γειτόνισσάς του, καθώς η ενέργεια αυτή θα τον βάλει στο επίκεντρο μιας παρέας κοριτσιών, που μέχρι τότε έμοιαζαν να αγνοούν επιδεικτικά την ύπαρξή του. Η μια, παρά το ότι της έκλεψε το ποδήλατο και το κινητό, δε θα τον καρφώσει στην αστυνομία, αλλά απλά θα του ζητήσει να της τα επιστρέψει. Η άλλη θα του αγοράσει νέο κινητό και θα του δώσει το δικό της ποδήλατο, για να τον βοηθήσει να ξεφύγει απ’ τους διώκτες του. Και μια τρίτη, όχι μόνο δε θα διστάσει να μιλήσει μαζί του για πολύ, αλλά θα σπεύσει κιόλας να τον συναντήσει, αποφασισμένη ίσως να βρει στη μορφή του αυτόν που κάποτε την εγκατέλειψε. Τέλος, η τέταρτη της παρέας, χάρη στα πιο πάνω γεγονότα και την αναπόφευκτη τραγική ή μη τους λύση, θα αποφασίσει επιτέλους να ομολογήσει τις αλήθειες της στους άλλους.
Η Κιρίνο με αφετηρία ένα έγκλημα μας μιλά για τη σύγχρονη απελπισία των νέων ανθρώπων στο Τόκιο. Άντρες δημοφιλείς και αδιάφοροι, κοινωνικοί κι απομονωμένοι. Κορίτσια συγχυσμένα, με επίπλαστες φιλίες, δοσμένα στον έρωτα και παρατημένα, που κρύβονται πίσω από προσωπεία και κλίκες. Αδιέξοδες σχέσεις και κοινωνική υποκρισία. Οικογένειες διαλυμένες, που απλά ζουν στο ίδιο σπίτι. Ένας κόσμος παλλόμενος και σάπιος, αυτοκαταστροφικός. Κάποιος που πιστεύει ότι για κείνον η μάνα του είναι πραγματικό βάσανο, αλλά δεν μπορεί να το πει πουθενά, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί στο έγκλημα. Μια κοπέλα που πιστεύει ότι ο προηγούμενος σκοτώνοντας τη μάνα του απλά τελειοποίησε τη μοναξιά του, κάτι που διακατέχει έντονα και την ίδια. Μαζί με το φόβο για τα όντα που παριστάνουν τους ανθρώπους. Κάποια άλλη που γελά μονάχα με τα χείλη, αλλά όχι με τα μάτια και μία που δεν εμπιστεύεται τη μητέρα της, αλλά πρέπει να το κάνει για να συνεχίσει να ζει. Και κάποια που ακροβατεί στα όρια της απελπισίας καθώς «το μόνο που θέλω είναι να συναντήσω κάποιον που να με καταλαβαίνει προτού πεθάνω», αφού «καθηλωμένη μέσα σε μια φυλακή αλλοπρόσαλλων ιδεών και καθηλωτικών συναισθημάτων, διαθέτω αυτή την προσωπικότητα που κάνει πολύ δύσκολη την προσπάθεια μου να επιβιώσω».
Η συγγραφέας εισβάλλει με βία στις σκέψεις και τις ψυχές των ηρώων της, δείχνοντάς μας κόσμους παράλογους και σκληρά ρεαλιστικούς, λέγοντας αλήθειες άβολες, που οι ενήλικες είτε επιλέγουν να αγνοήσουν, ή είτε απλά δεν μπορούν να καταλάβουν. Το Real World είναι ένα εξαιρετικό κοινωνικό μυθιστόρημα, αλλά αν είστε οπαδοί του χάπι εντ, θα σας σύστηνα να ψαχτείτε αλλού, αφού η Κιρίνο δε χαρίζεται σε τίποτα και σε κανένα.
Wednesday, September 22, 2010
Ρέιμοντ Τσάντλερ – Ο κίνδυνος είναι η δουλειά μου
Αυτό είναι το πρώτο βιβλίο με ιστορίες του Ρέιμοντ Τσάντλερ που έπεσε στα χέρια μου. Όπως έμαθα από μια μικρή έρευνα στο διαδίκτυο, η πρωτότυπη συλλογή (Trouble is my business) περιείχε δώδεκα ιστορίες με πρωταγωνιστή τον περίφημο ντετέκτιβ Φίλιπ Μάρλοου, ενώ οι επανεκδόσεις της μόνο τέσσερις . Επειδή προφανώς στα μέρη μας είναι της μόδας οι λεπτοί τόμοι, εδώ περιλαμβάνονται τρεις μονάχα ιστορίες: το ομότιτλο «Ο κίνδυνος είναι η δουλειά μου», τα «Χρυσόψαρα» και ο «Χαφιές». Συνηθισμένος καθώς είμαι στα σύγχρονα αστυνομικά αναγνώσματα νόμιζα ότι δε θα μου άρεσαν και τόσο αυτές οι κάπως παλιομοδίτικες αφηγήσεις, αλλά ευτυχώς έπεσα έξω. Μου άρεσαν και με το παραπάνω. Ειδικά αυτή που χαρίζει τον τίτλο της στη συλλογή.
Στο «Ο κίνδυνος είναι η δουλειά μου» βλέπουμε τον Μάρλοου να αναλαμβάνει την προστασία ενός βαθύπλουτου, πλην ηλικιωμένου και τσιγκούνη άντρα, που φέρεται να απειλεί κάποιος εγκληματίας, ο οποίος θέλει να του φάει τα λεφτά. Στην υπόθεση εμπλέκεται επίσης ο θετός γιος του, που κάνει έκλυτη ζωή, καθώς και μια μοιραία γυναίκα, της οποίας: «το χρώμα των μαλλιών της ήταν σκούρο κόκκινο, σαν πυρκαγιά που έχει μεν τεθεί υπό έλεγχο, αλλά εξακολουθεί να είναι επικίνδυνη». Γύρω από αυτούς παρασιτούν κάποιοι άλλοι επικίνδυνοι και… πολύχρωμοι τύποι: ένας σοφέρ-πιστολέρο, κάποιος φονιάς της κακιάς ώρας και δυο μπάτσοι-καρικατούρες. Γραμμένη με μια γλώσσα απέριττη και στακάτους ρυθμούς, και με μικρές δόσεις χιούμορ, παρά τα θανατικά που περιγράφει, στο τέλος-τέλος αυτή η ιστορία φτάνει να διαβάζεται γρήγορα και ευχάριστα, χαρίζοντας πολλά χαμόγελα στον αναγνώστη.
Στα «Χρυσόψαρα» ο Μάρλοου αναλαμβάνει να ανακαλύψει δυο μαργαριτάρια που αξίζουν μια ολόκληρη περιουσία και τα οποία είχε κρύψει κάποιος κλέφτης, λίγο προτού συλληφθεί. Ωστόσο, όπως σύντομα θ’ ανακαλύψει, δεν παίζει μόνος σ’ αυτό το παιχνίδι. Οι πιο σκληροί του αντίπαλοι θα αποδειχτούν ένα κάθαρμα δικηγόρος και μια μικροκαμωμένη γυναίκα που μοιάζει γεννημένη εγκληματίας, που πιάνοντάς τον εξ απροόπτου θα τον ναρκώσουν, ώστε να αποκτήσουν το προβάδισμα στον αγώνα δρόμου που θα ακολουθήσει. Εκείνος, ξαπλωμένος στο πάτωμα του γραφείου του πρώτου: «Έβλεπα φωτεινά κύματα και σκοτεινές σκιές κι άκουγα ένα θρόισμα σαν του ανέμου στις δεντροκορφές». (Ποιητικότατο!). Ωστόσο, αν και οι άλλοι κέρδισαν τον πρώτο γύρο, αυτός είναι αποφασισμένος να κερδίσει τον αγώνα. Έτσι μόλις συνέρχεται αναχωρεί για την πόλη Ολυμπία, όπου σ’ ένα καπνοπωλείο θα πιει ένα ουίσκι που: «Είχε μια γεύση σαν καλλιέργεια μικροβίων χολέρας», προτού συναντήσει τον άνθρωπο που ψάχνει, αυτόν που θα τον οδηγήσει στο θησαυρό. Ταχύτητα, πικρό χιούμορ, εξάρσεις δράσης, αυτοσαρκασμός, τα βασικά στοιχεία εδώ.
Η διαπλοκή είναι ο βασικός πρωταγωνιστής στον «Χαφιέ». Χαφιές είναι ο ίδιος ο Μάρλοου, ο οποίος θα είναι βασικός μάρτυρας στη δίκη ενός υψηλόβαθμου στελέχους του δήμου του Σαν Άντζελο, που κατηγορείται για, το είπαμε πιο πάνω, διαπλοκή, και ο οποίος βρίσκεται υπό αστυνομική προστασία. Βασικά ο εν λόγω κύριος έβαζε το χεράκι του ώστε ένας εργολάβος να παίρνει σημαντικές δουλειές με τη σέσουλα. Τόσο ο τελευταίος, όσο και κάποιοι άλλοι εμπλεκόμενοι, θα κάνουν ό,τι περνά απ’ το χέρι τους ώστε να μην εμφανιστεί ποτέ στο δικαστήριο. Και ο Μάρλοου θα κάνει ό,τι περνά απ’ το δικό του χέρι για να σταθεί εμπόδιο στα υποχθόνια σχέδιά τους. Σημαντικό ρόλο στην υπόθεση θα παίξει μια όχι και τόσο μυστηριώδης γυναίκα, που κρύβει όμως ένα μεγάλο μυστικό.
Εδώ έχουμε τρεις καλογραμμένες ιστορίες από ένα από τους μάστορες του νουάρ. Ο Τσάντλερ μοιάζει να γράφει όπως σκέφτεται, επιμελώς αφτιασίδωτα, κι ας οι καταστάσεις που περιγράφει αποπνέουν παρακμή και χάος. Α, ναι, κι ας μυρίζει κι η κάθε σελίδα του αλκοόλ.
Για τους φανατικούς του είδους και όχι μόνο.
Στο «Ο κίνδυνος είναι η δουλειά μου» βλέπουμε τον Μάρλοου να αναλαμβάνει την προστασία ενός βαθύπλουτου, πλην ηλικιωμένου και τσιγκούνη άντρα, που φέρεται να απειλεί κάποιος εγκληματίας, ο οποίος θέλει να του φάει τα λεφτά. Στην υπόθεση εμπλέκεται επίσης ο θετός γιος του, που κάνει έκλυτη ζωή, καθώς και μια μοιραία γυναίκα, της οποίας: «το χρώμα των μαλλιών της ήταν σκούρο κόκκινο, σαν πυρκαγιά που έχει μεν τεθεί υπό έλεγχο, αλλά εξακολουθεί να είναι επικίνδυνη». Γύρω από αυτούς παρασιτούν κάποιοι άλλοι επικίνδυνοι και… πολύχρωμοι τύποι: ένας σοφέρ-πιστολέρο, κάποιος φονιάς της κακιάς ώρας και δυο μπάτσοι-καρικατούρες. Γραμμένη με μια γλώσσα απέριττη και στακάτους ρυθμούς, και με μικρές δόσεις χιούμορ, παρά τα θανατικά που περιγράφει, στο τέλος-τέλος αυτή η ιστορία φτάνει να διαβάζεται γρήγορα και ευχάριστα, χαρίζοντας πολλά χαμόγελα στον αναγνώστη.
Στα «Χρυσόψαρα» ο Μάρλοου αναλαμβάνει να ανακαλύψει δυο μαργαριτάρια που αξίζουν μια ολόκληρη περιουσία και τα οποία είχε κρύψει κάποιος κλέφτης, λίγο προτού συλληφθεί. Ωστόσο, όπως σύντομα θ’ ανακαλύψει, δεν παίζει μόνος σ’ αυτό το παιχνίδι. Οι πιο σκληροί του αντίπαλοι θα αποδειχτούν ένα κάθαρμα δικηγόρος και μια μικροκαμωμένη γυναίκα που μοιάζει γεννημένη εγκληματίας, που πιάνοντάς τον εξ απροόπτου θα τον ναρκώσουν, ώστε να αποκτήσουν το προβάδισμα στον αγώνα δρόμου που θα ακολουθήσει. Εκείνος, ξαπλωμένος στο πάτωμα του γραφείου του πρώτου: «Έβλεπα φωτεινά κύματα και σκοτεινές σκιές κι άκουγα ένα θρόισμα σαν του ανέμου στις δεντροκορφές». (Ποιητικότατο!). Ωστόσο, αν και οι άλλοι κέρδισαν τον πρώτο γύρο, αυτός είναι αποφασισμένος να κερδίσει τον αγώνα. Έτσι μόλις συνέρχεται αναχωρεί για την πόλη Ολυμπία, όπου σ’ ένα καπνοπωλείο θα πιει ένα ουίσκι που: «Είχε μια γεύση σαν καλλιέργεια μικροβίων χολέρας», προτού συναντήσει τον άνθρωπο που ψάχνει, αυτόν που θα τον οδηγήσει στο θησαυρό. Ταχύτητα, πικρό χιούμορ, εξάρσεις δράσης, αυτοσαρκασμός, τα βασικά στοιχεία εδώ.
Η διαπλοκή είναι ο βασικός πρωταγωνιστής στον «Χαφιέ». Χαφιές είναι ο ίδιος ο Μάρλοου, ο οποίος θα είναι βασικός μάρτυρας στη δίκη ενός υψηλόβαθμου στελέχους του δήμου του Σαν Άντζελο, που κατηγορείται για, το είπαμε πιο πάνω, διαπλοκή, και ο οποίος βρίσκεται υπό αστυνομική προστασία. Βασικά ο εν λόγω κύριος έβαζε το χεράκι του ώστε ένας εργολάβος να παίρνει σημαντικές δουλειές με τη σέσουλα. Τόσο ο τελευταίος, όσο και κάποιοι άλλοι εμπλεκόμενοι, θα κάνουν ό,τι περνά απ’ το χέρι τους ώστε να μην εμφανιστεί ποτέ στο δικαστήριο. Και ο Μάρλοου θα κάνει ό,τι περνά απ’ το δικό του χέρι για να σταθεί εμπόδιο στα υποχθόνια σχέδιά τους. Σημαντικό ρόλο στην υπόθεση θα παίξει μια όχι και τόσο μυστηριώδης γυναίκα, που κρύβει όμως ένα μεγάλο μυστικό.
Εδώ έχουμε τρεις καλογραμμένες ιστορίες από ένα από τους μάστορες του νουάρ. Ο Τσάντλερ μοιάζει να γράφει όπως σκέφτεται, επιμελώς αφτιασίδωτα, κι ας οι καταστάσεις που περιγράφει αποπνέουν παρακμή και χάος. Α, ναι, κι ας μυρίζει κι η κάθε σελίδα του αλκοόλ.
Για τους φανατικούς του είδους και όχι μόνο.
Sunday, September 19, 2010
Yukio Mishima – The Temple of the Golden Pavilion
«Αν και η ομορφιά χαρίζει τον εαυτό της στους πάντες, στην πραγματικότητα δεν ανήκει σε κανένα».
Ποιητικές στιγμές, βαθυστόχαστες σκέψεις και απαισιοδοξία στάζει αυτό το μυθιστόρημα. Ο Μισίμα ρίχνει μια σκοτεινή ματιά στην ψυχή ενός αγοριού -στην αρχή κι ενός νέου άντρα στη συνέχεια- που αρχίζει να ανοίγει τα μάτια του στον κόσμο κάτω από κάθε άλλο παρά συνηθισμένες συνθήκες, αφού λίγο-πολύ είναι, ή μάλλον νιώθει αιχμάλωτος. Αιχμάλωτος της απόφασης των γονιών του να τον στείλουν να μεγαλώσει σ’ ένα βουδιστικό ναό, και μετά αιχμάλωτος και του ίδιου του ναού, που δεν τον αφήνει να ζήσει τη ζωή όπως τη θέλει – κι ας μην ξέρει τι ακριβώς είναι αυτό που θέλει.
Ο συγγραφέας φαίνεται να θέλει να μας πει ότι κάποιοι άνθρωποι πέφτουν πάντα θύματα των επιθυμιών των άλλων, αλλά και της δικής τους αναποφασιστικότητας. Αυτό ακριβώς συμβαίνει με τον ήρωά μας, τον νεαρό Μιζογκούσι. Πρόκειται για έναν από εκείνους τους ανθρώπους, που μοιάζουν να αιωρούνται μόνιμα πάνω από το κενό. Τη μια θέλει να κάνει το ένα πράγμα, την άλλη το επόμενο, είναι αντικοινωνικός, αλλά νιώθει έντονα την ανάγκη της επαφής με τους άλλους, είναι δειλός, κι όμως δε διστάζει να διαπράξει έγκλημα, είναι καλός, κι όμως η ιδέα της καταστροφής τον γεμίζει ευδαιμονία. Καθώς παρακολουθούμε την πορεία του στο χρόνο, νιώθουμε όλο και πιο σίγουροι ότι αυτός δε θα συναντήσει ποτέ την ευτυχία. Πού και πού τον αγγίζουν κάποιες μικρές χαρές, αλλά δεν υπάρχει έστω και μία πιθανότητα να γίνει ευτυχισμένος. Κι αυτό επειδή η ύπαρξή του όλη ξεχειλίζει από θλίψη και μια μόνιμη αίσθηση του ανικανοποίητου. Νιώθει ότι ο κόσμος όπως τον βλέπει, όπως τον ζει, δεν ανήκει σ’ αυτόν, αλλά μονάχα στους άλλους. Κι αυτό τον κόσμο θέλει να τον γκρεμίσει. Ωστόσο δεν το μπορεί. Η δειλία του τον αποτρέπει, αλλά και τον καθοδηγεί. Η τύχη μοιάζει να του ρίχνει χαστούκια, αλλά και να τον σπρώχνει, προς την αυτοκαταστροφή.
Ο Μιζογκούσι μοιάζει μ’ ένα σύγχρονο έφηβο, που προσπαθεί μάταια να βγάλει νόημα από τη ζωή, να καταλάβει τον κόσμο που τον περιτριγυρίζει. Είναι μόνος και συγχυσμένος. Είναι γαλήνιος και οργισμένος. Θέλει να ερωτευτεί και να σκοτώσει. Να ζήσει έντονα και να σκοτωθεί.
Ο Μισίμα, που μοιάζει να μοιράζεται πολλά κοινά με το δημιούργημά του, σκιαγραφεί τη νεαρή ψυχή του αναλυτικά και σε βάθος. Βγάζει τα δυνατά και τα αδύνατα σημεία της στο φως, χώνεται βαθιά στα σκοτάδια της. Η θλίψη του ήρωα μοιάζει να είναι θλίψη και του δημιουργού, που φαίνεται να βγάζει κραυγές απόγνωσης. Αυτός ο κόσμος πρέπει να αλλάξει ή να γκρεμιστεί, μέσος δρόμος δεν υπάρχει, μας λέει έμμεσα, κι ο Μιζογκούσι τελικά σπεύδει να μεταμορφώσει τα λόγια σε πράξεις. Σε πράξεις τρομακτικές, μα που στο τέλος της ημέρας μοιάζουν δικαιολογημένες.
Σ’ αυτή την ιστορία δεν υπάρχουν καλοί και κακοί – όλοι οι ίδιοι είναι. Σοφοί και βλάκες, ευλαβείς και αμαρτωλοί, όλοι τα ίδια κρίματα κουβαλάνε, και ο αναγνώστης, αν και δεν είναι εύκολο να τους συμπαθήσει, θέλοντας και μη αναγκάζεται να τους αντικρίσει με κατανόηση. Κι αυτό, αφού με τα λόγια και με τις πράξεις τους, όλο και κάτι θα του θυμίζουν απ’ τον δικό του εαυτό.
Γλυκόπικρο, σαν ποίημα ερωτικό και σαν ελεγεία.
Wednesday, September 15, 2010
Αλέξης Σταμάτης – Μητέρα Στάχτη
Μια ιστορία που αναδίδει μυστήριο και τρομερά μυστικά και επιφυλάσσει φοβερές ανατροπές είναι αυτό το (παλιό) μυθιστόρημα του Αλέξη Σταμάτη. Και αν και ο τίτλος αναφέρεται στη μητέρα, ο πατέρας είναι αυτός που κρατά τον πρωταγωνιστικό ρόλο εδώ. Η πρώτη δίνει το στίγμα της με την απουσία της, ο δεύτερος με την έντονη, καταλυτική του παρουσία. Από την πρώτη στιγμή που συναντάμε αυτούς τους τόσο αντίθετους χαρακτήρες αναρωτιόμαστε πώς κατάφεραν να ξοδέψουν μαζί μια ολόκληρη ζωή (38 χρονιά), να κάνουν παιδιά και να τα μεγαλώσουν, να συνυπάρξουν σε ένα σπίτι αλλά ζώντας δυο διαφορετικές ζωές, που δε συμπλήρωναν καν η μια την άλλη, αλλά μάλλον αποτελούσαν γι’ αυτή κάποτε ένα ανυπέρβλητο, αόρατο και ορατό εμπόδιο.
Με δεδομένα τα πιο πάνω δεν εκπλήσσει καθόλου τον αναγνώστη το γεγονός ότι όλα τα παιδιά τους, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, απομακρύνθηκαν απ’ αυτούς. Δεν μπορούσαν να αντέξουν την τυραννία του πατέρα, τα λυπούσε η παθητικότητα της μάνας. Μετά από ένα μεγάλο καυγά με τον πρώτο ήταν αποφασισμένα να μη γυρίσουν ξανά στο νησί, τη Σαντορίνη, αλλά να που ξαφνικά καταφθάνει στα χέρια τους μια πρόσκληση απ’ τον πατέρα για να πάνε εκεί για τις γιορτές του Πάσχα. Για το δικό του λόγο ο καθένας δέχονται. Ο πρωτότοκος, ο εστιάτορας Μηνάς, για να ζητήσει απ’ το γέρο άρχοντα την περιουσία που του έχει υποσχεθεί, η Ρηνιώ, που εδώ και χρόνια έκανε καριέρα σα φωτογράφος στη Γερμανία, για κάποιο προσωπικό της λόγο, κι ο μικρότερος ο Άλκης, που έγινε γιατρός, απλά και μόνο επειδή δεν μπορούσε να αρνηθεί το κάλεσμα του γεννήτορά του.
Από την πρώτη στιγμή που καταφθάνουν εκεί αρχίζουν να μαζεύονται τα πρώτα σκοτεινά νεφικά πάνω από το πατρικό τους σπίτι. Ο πατέρας τους μοιάζει το ίδιο πεισματάρης όπως πάντα, η μάνα τους φαίνεται κλεισμένη μέσα σ’ ένα ολόδικό της κόσμο, κι εκείνοι νιώθουν συνεχώς αμήχανοι και εν αναμονή μιας καταιγίδας που, δεν μπορεί, σύντομα σίγουρα θα ξεσπάσει. Ο Ηλίας, ο πατέρας, που όπως ο ίδιος ομολογεί: «Μια κουράδα είμαι, η κουράδα που τρέφει το δέντρο» (και που μ’ αυτό μάλλον εννοεί το δέντρο της δικής τους ζωής) και ο οποίος είναι απόλυτος όταν λέει ότι: «Εδώ κάτω είναι το παιχνίδι, όχι στα σύννεφα», δε φαίνεται να έχει μετανιώσει για τίποτα απ’ όσα έχει κάνει στο παρελθόν, ενώ μοιάζει έτοιμος να κάνει και άλλα τόσα. Έτσι η σύγκρουση, την οποία προσπαθεί με κάθε τρόπο να προλάβει ο Άλκης, δε θα αργήσει να επέλθει, με τραγικές συνέπειες για όλους.
Ο Σταμάτης, ταξιδεύοντάς μας μπρος-πίσω στο χρόνο και σκιαγραφώντας αδρά τους χαρακτήρες του, μας παραδίδει μια ιστορία για τα ακραία ανθρώπινα πάθη και τις βασανισμένες ψυχές, ενώ ένα σημαντικό ρόλο επιφυλάσσει και για τον τόπο, το νησί που μοιάζει να συμπάσχει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με τους ήρωες, χαρίζοντάς τους ομορφιά και γαλήνη τη μια και σκοτεινά και τρόμο την επόμενη.
Το τέλος του βιβλίου, εκεί όπου βγαίνουν στη φορά όλα τα σκοτεινά μυστικά, είναι λίγο προβλέψιμο, αλλά καθηλωτικό. Εξάλλου σ’ αυτή την ιστορία εκείνο που μετρά περισσότερο είναι το ταξίδι και το καταβύθισμα στις ψυχές των ηρώων μας. Με τα φλάσμπακ, τα διάφορα επίπεδα αφήγησης και τη συνεχή σχεδόν δράση η «Μητέρα Στάχτη» στα χέρια ενός καλού μάστορα της έβδομης τέχνης, θα μπορούσε να γίνει μια εξαιρετική κινηματογραφική ταινία. Αξίζει να διαβαστεί.
Με δεδομένα τα πιο πάνω δεν εκπλήσσει καθόλου τον αναγνώστη το γεγονός ότι όλα τα παιδιά τους, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, απομακρύνθηκαν απ’ αυτούς. Δεν μπορούσαν να αντέξουν την τυραννία του πατέρα, τα λυπούσε η παθητικότητα της μάνας. Μετά από ένα μεγάλο καυγά με τον πρώτο ήταν αποφασισμένα να μη γυρίσουν ξανά στο νησί, τη Σαντορίνη, αλλά να που ξαφνικά καταφθάνει στα χέρια τους μια πρόσκληση απ’ τον πατέρα για να πάνε εκεί για τις γιορτές του Πάσχα. Για το δικό του λόγο ο καθένας δέχονται. Ο πρωτότοκος, ο εστιάτορας Μηνάς, για να ζητήσει απ’ το γέρο άρχοντα την περιουσία που του έχει υποσχεθεί, η Ρηνιώ, που εδώ και χρόνια έκανε καριέρα σα φωτογράφος στη Γερμανία, για κάποιο προσωπικό της λόγο, κι ο μικρότερος ο Άλκης, που έγινε γιατρός, απλά και μόνο επειδή δεν μπορούσε να αρνηθεί το κάλεσμα του γεννήτορά του.
Από την πρώτη στιγμή που καταφθάνουν εκεί αρχίζουν να μαζεύονται τα πρώτα σκοτεινά νεφικά πάνω από το πατρικό τους σπίτι. Ο πατέρας τους μοιάζει το ίδιο πεισματάρης όπως πάντα, η μάνα τους φαίνεται κλεισμένη μέσα σ’ ένα ολόδικό της κόσμο, κι εκείνοι νιώθουν συνεχώς αμήχανοι και εν αναμονή μιας καταιγίδας που, δεν μπορεί, σύντομα σίγουρα θα ξεσπάσει. Ο Ηλίας, ο πατέρας, που όπως ο ίδιος ομολογεί: «Μια κουράδα είμαι, η κουράδα που τρέφει το δέντρο» (και που μ’ αυτό μάλλον εννοεί το δέντρο της δικής τους ζωής) και ο οποίος είναι απόλυτος όταν λέει ότι: «Εδώ κάτω είναι το παιχνίδι, όχι στα σύννεφα», δε φαίνεται να έχει μετανιώσει για τίποτα απ’ όσα έχει κάνει στο παρελθόν, ενώ μοιάζει έτοιμος να κάνει και άλλα τόσα. Έτσι η σύγκρουση, την οποία προσπαθεί με κάθε τρόπο να προλάβει ο Άλκης, δε θα αργήσει να επέλθει, με τραγικές συνέπειες για όλους.
Ο Σταμάτης, ταξιδεύοντάς μας μπρος-πίσω στο χρόνο και σκιαγραφώντας αδρά τους χαρακτήρες του, μας παραδίδει μια ιστορία για τα ακραία ανθρώπινα πάθη και τις βασανισμένες ψυχές, ενώ ένα σημαντικό ρόλο επιφυλάσσει και για τον τόπο, το νησί που μοιάζει να συμπάσχει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με τους ήρωες, χαρίζοντάς τους ομορφιά και γαλήνη τη μια και σκοτεινά και τρόμο την επόμενη.
Το τέλος του βιβλίου, εκεί όπου βγαίνουν στη φορά όλα τα σκοτεινά μυστικά, είναι λίγο προβλέψιμο, αλλά καθηλωτικό. Εξάλλου σ’ αυτή την ιστορία εκείνο που μετρά περισσότερο είναι το ταξίδι και το καταβύθισμα στις ψυχές των ηρώων μας. Με τα φλάσμπακ, τα διάφορα επίπεδα αφήγησης και τη συνεχή σχεδόν δράση η «Μητέρα Στάχτη» στα χέρια ενός καλού μάστορα της έβδομης τέχνης, θα μπορούσε να γίνει μια εξαιρετική κινηματογραφική ταινία. Αξίζει να διαβαστεί.
Sunday, September 12, 2010
Saiichi Maruya – Rain in the Wind
Ο Μαρούγια είναι το ιαπωνικό αντίστοιχο του Μπόρχες. Αυτό το διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο της παρούσας συλλογής ιστοριών, αλλά το αντιλαμβανόμαστε κι απ’ τα ίδια τα διηγήματα, καθώς του συγγραφέα του αρέσει να επιδίδεται σε διάφορους δημιουργικούς ακροβατισμούς, αναμιγνύοντας με αριστοτεχνικό τρόπο τα είδη. Έτσι εδώ συναντάμε ιστορίες που περιλαμβάνουν μέσα τους άλλες ιστορίες, αλλά και δοκίμια, ακόμη και χαϊκού. Ακριβώς όπως και ο μεγάλος αργεντινός δημιουργός, ο Μαρούγια αρέσκεται να κλείνει με τρόπο το μάτι στον αναγνώστη, σα να του λέει ότι στο τέλος της ημέρας όλα είναι ένα παιχνίδι – ίσως όχι και τόσο εύκολο, αλλά οπωσδήποτε απολαυστικό.
Η συλλογή ανοίγει με το The Gentle Downhill Slop, την ιστορία ενός φοιτητή που δέχεται επίθεση από κάποιους αλήτες, καθώς αναζητεί δωμάτιο για να νοικιάσει σε μια απομονωμένη περιοχή του Τόκιο. Στην αρχή τον καταλαμβάνει ο τρόμος, αλλά καθώς αντιλαμβάνεται ότι αν δεν αντιδράσει θα βρεθεί και δαρμένος και χωρίς λεφτά, νιώθει την οργή να τον καταλαμβάνει και τους ξυλοφορτώνει. Στη συνέχεια πηγαίνει, για να ξεχαστεί, για πρώτη φορά στη ζωή του σ’ ένα μπουρδέλο, έκπληκτος και για τα γεγονότα που προηγήθησαν, αλλά και για τη ψυχραιμία του.
Το I’ll Buy That Dream είναι η ιστορία μιας νέας γυναίκας που παγιδεύεται στα ψέματά της. Κάποια ανύποπτη στιγμή λέει στον ιερωμένο φίλο της ότι έκανε πλαστική εγχείρηση αλλάζοντας το πρόσωπό της, κι αυτός παθαίνει εμμονή με την ιδέα αυτή. Θέλει οπωσδήποτε να δει πώς ήταν πριν, κι αυτή για να μην αποκαλυφθεί η απάτη σπεύδει να εξαφανίσει τις φωτογραφίες της. Το μόνο που δε φαντάζεται μέχρι που είναι εκείνος ικανός να φτάσει για να ικανοποιήσει την περιέργειά του.
Η πλέον πολύπλοκη από τις τέσσερις της συλλογής είναι το Tree Shadows που ακολουθεί. Και είναι μια ιστορία βιβλιοφιλική, αφού αναφέρεται σε αρκετούς συγγραφείς, ενώ ο ήρωάς της είναι ένας ευφάνταστος άντρας, ο οποίος είναι σίγουρος ότι ο Ναμπόκοφ έγραψε ένα διήγημα, που μάλλον ο ίδιος ονειρεύτηκε. Καθώς προσπαθεί ν’ ανακαλύψει αυτό το κείμενο, νιώθει τον ψυχικό του κόσμο να αναταράζεται, αφού δεν μπορεί να εντοπίσει ίχνος του. Σιγά-σιγά πείθεται ότι ήταν όντως ένα όνειρο το εν λόγω κείμενο και ησυχάζει. Στη συνέχεια αρχίζει να αφηγείται την ιστορία ενός συγγραφέα, που ήθελε να γράψει ένα διήγημα όπου τον κύριο ρόλο θα κρατούσαν οι σκιές των δέντρων. Καθώς το κάνει αυτό πέφτει στα χέρια του μια φωτογραφία η οποία υποτίθεται τραβήχτηκε για να απαθανατίσει τα πρόσωπα κάποιων ανθρώπων, αλλά αντί αυτών εμφανίστηκε στη θέση τους μονάχα η σκιά μιας σεκόγιας. Στο τέλος επισκέπτεται μια άγνωστη γριά, που αναλαμβάνει να του εξηγήσει όλα τα ανεξήγητα. Εξαιρετική ιστορία, σαν σύλληψη, αλλά και σαν εκτέλεση.
Με το ομότιτλο του τόμου Rain in the Wind, μια νουβέλα που, αλά Μπόρχες, θυμίζει βιογραφία και δοκίμιο, κλείνει αυτή η συλλογή. Σ’ αυτή παρακολουθούμε τις προσπάθειες ενός νεαρού διανοουμένου που προσπαθεί να αποδείξει ότι ο πατέρας του σ’ ένα ταξίδι γνώρισε κάποιο διάσημο μεθύστακα βουδιστή μοναχό και ποιητή των χαϊκού, τον Τανέτα Σαντόκα (πραγματικό πρόσωπο). Το θέμα αυτό του έχει γίνει έμμονη ιδέα με αποτέλεσμα να τον βάλει σε πολλούς προσωπικούς μπελάδες και να τον οδηγήσει σε πολλές ανεξήγητες, ακόμη και για κείνον τον ίδιο ενέργειες. Ο συγγραφέας εδώ μελετά σε βάθος το θέμα της εμμονής, αλλά μας ταξιδεύει κιόλας στο χρόνο, μιλώντας για το χθες της χώρας του και αναλύοντας ταυτόχρονα κάποια χαϊκού του ποιητή. Μέσα από τις πράξεις και τις σκέψεις του ήρωά του, αλλά και με την περιγραφή του ταξιδιού και της κατάληξής του, μοιάζει τελικά να μας λέει ότι κάποια μυστικά είναι καλύτερα να μένουν κρυμμένα, αφού η έκθεσή τους στο φως ίσως να προβεί οδυνηρά αποκαλυπτική.
Ένα αξιανάγνωστο βιβλίο, από ένα πολύ καλό συγγραφέα. Σίγουρα θα ασχοληθώ μαζί του και στο μέλλον. Αν φυσικά ανακαλύψω κάπου κάποιο άλλο έργο του.
Wednesday, September 8, 2010
Haruki Murakami – Norwegian Wood
Όσο πιο πολύ διαβάζω Χαρούκι Μουρακάμι τόσο πιο πολύ πείθομαι ότι ο καλός συγγραφέας είναι θύμα της φήμης του. Δεν εξηγείται αλλιώς το γεγονός ότι διάφοροι κριτικοί συνηθίζουν να «θάβουν» τα βιβλία του από καιρόν εις καιρόν. Ίσως αν μην ήταν τόσο επιτυχημένος, και αν δεν κοίταζε το σήμερα, αλλά το μακρινό χθες της χώρας του, να έχαιρε μεγαλύτερου σεβασμού. Όχι πώς το «Νορβηγικό Δάσος» αναφέρεται στο σήμερα αλλά να, άλλο ο γοητευτικός 19ος αιώνας και άλλος ο 20ος, των σίξτις μάλιστα. Των σίξτις της Ιαπωνίας, και όχι των ΗΠΑ, της Βρετανίας ή της Γαλλίας, τα οποία ωστόσο ήταν επενδυμένα με το ίδιο παντού σάουντρακ: τα τραγούδια των Μπιτλς. Από ένα τραγούδι της μπάντας είναι παρμένος εξάλλου και ο τίτλος του βιβλίου.
Σ’ αυτό παρακολουθούμε τη ζωή ενός φοιτητή στο Τόκιο, που μάλλον δεν ξέρει που πατά και που πηγαίνει. Ο Τορού, ο οποίος μοιάζει να ακροβατεί ανάμεσα στον ενθουσιασμό και την απάθεια, είναι ένας από εκείνους τους ανθρώπους που δε μοιάζουν ικανοί να πάρουν μια απόφαση στη ζωή τους, που αφήνουν τον εαυτό τους να παρασύρεται απ’ των καιρών τα ρεύματα, αλλά και που είναι ικανοί, όταν αγαπήσουν, να χαριστούν σώμα και ψυχή σ’ ένα άτομο, ακόμη κι αν αυτή η πράξη είναι σίγουρο ότι θα τους οδηγήσει σε αδιέξοδο. Σ’ ένα τέτοιο αδιέξοδο μοιάζει να βρίσκεται κι αυτός, όπως τον βλέπουμε να αναπλάθει τη ζωή του μέσα από τις αναμνήσεις του. Από τη μια είναι αθεράπευτα ερωτευμένος με την Ναόκο, το κορίτσι του νεκρού πια καλύτερού του φίλου, κι από την άλλη τον παρακολουθούμε να δένεται όλο και πιο πολύ με την Μιντόρι, μια κοπέλα που έχει καθημερινά πάρε-δώσε με το θάνατο και που πόνεσε περισσότερο από κάθε άλλη. Ο Τορού σ’ ολόκληρη τη διάρκεια της ιστορίας ακροβατεί ανάμεσα στην παράνοια που προβάλλει η δεύτερη και το ψυχικό χάος που καταλαμβάνει την πρώτη, ενώ πού και πού, για να ξεφύγει απ’ την τρέλα που τον απειλεί και να βρει ένα είδος εύθραυστης ισορροπίας, βγαίνει μ’ ένα πλούσιο φίλο του, τον Ναγκασάβα, που δεν έχει και σε μεγάλη υπόληψη τους ηθικούς κανόνες.
Το «Νορβηγικό Δάσος» είναι μια στρωτή ιστορία με αρχή, μέση και τέλος, που μιλά για τα μη επαναστατημένα νιάτα και τα προβλήματά τους και για τη σύγχρονη Ιαπωνία, όπου οι άνθρωποι μοιάζουν απόλυτα αποξενωμένοι ο ένας απ’ τον άλλο. Ο Τορού, αν και ζει σε φοιτητική εστία μοιάζει να είναι τραγικά μόνος, ενώ η μοναξιά φαίνεται να κατατρώει και τις ζωές των άλλων ηρώων: της Μιντόρι, που παρά το ότι έχει φίλο νιώθει να πνίγεται, της Ναόκο, που μοιάζει να έχει χάσει κάθε επαφή με τον πραγματικό κόσμο, ακόμη και του Ναγκασάβα, που η αδυναμία του να αγαπήσει μία γυναίκα και να της μείνει πιστός τον μεταμορφώνει από ένα αδίστακτο χαρακτήρα σε μια τραγική φιγούρα.
Η μουσική ξεχειλίζει από τις σελίδες του βιβλίου και μοιάζει να είναι το νήμα που δένει τους ήρωες. Μέσα από τα τραγούδια δημιουργούνται νέες αναμνήσεις, επανέρχονται παλιές και γράφονται ακόμη και επικήδειοι λόγοι. Εδώ έχουμε ένα γλυκόπικρο καλογραμμένο κείμενο, που αν και δε φτάνει στο ύψος του Kafka on the Shore, διαβάζεται γρήγορα κι αφήνει έντονο στο μυαλό του αναγνώστη το αποτύπωμά του. Δυτικότροπο; Ίσως ναι. Αλλά αυτό δεν υποβαθμίζει την αξία του.
Sunday, September 5, 2010
Yukio Mishima – The Sailor Who Fell from Grace with the Sea
«Αν και οι περισσότεροι άντρες επιλέγουν να γίνουν ναυτικοί επειδή τους αρέσει η θάλασσα, ο Ριούτζι ακολούθησε αυτό το δρόμο λόγω της αντιπάθειάς του για τη στεριά».
Αυτή το βιβλίο θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε απλά, με δυο λέξεις, σαν μια νουβέλα ενηλικίωσης. Το μόνο που δε μοιάζει καθόλου με τα κείμενα που παράγουν εδώ και δεκαετίες με τη σέσουλα οι αμερικανοί, αφού μιλά για ένα κόσμο μικρό, τεράστιο και σκληρό, όπου για να επιβιώσει κανείς πρέπει πολλές φορές να κάνει και πράγματα πέρα από κάθε ηθική και δίκαιο.
Ο Μισίμα γράφει για των ανθρώπων τα πάθη – άλλα μικρότερα, άλλα μεγαλύτερα. Και μας μιλά για το βάσανο της εφηβείας, ειδικά όταν μεγαλώνει κανείς σ’ ένα σπίτι χωρίς πατέρα. Υφαίνει με ψιλοβελονιές ακριβείας την ψυχοσύνθεση του νεαρού Νομπούρου, του οποίου η ζωή μοιάζει να αλλάζει αργά αλλά σταθερά, το μέσα του να απονεκρώνεται για να γίνει αποδεκτός από τους άλλους. Πού και πού αφήνει να εισβάλει λίγο φως στο σκοτάδι που τον τυλίγει, προτού το καταπνίξει κι αυτό, με τη βοήθεια κάποιων φίλων και συνένοχών του, μιας άτυπης συμμορίας, που μοιάζει να προετοιμάζεται για τα εγκλήματα του μέλλοντος.
Όλα αρχίζουν όταν ο Νομπούρου και η δυναμική, αλλά λίγο λειψή στα μητρικά της καθήκοντα, μάνα του γνωρίζουν τον Ριούτζι, ένα ναυτικό, ο οποίος ξόδεψε τη μισή του ζωή στη θάλασσα. Ο πρώτος πετά στα σύννεφα μετά την πρώτη συνάντηση, αφού ο τελευταίος εκπροσωπεί ότι περισσότερο αγαπά σ’ αυτό τον κόσμο: την ελευθερία. Αλλά κυρίως θαυμάζει τον νέο ναυτικό (νέο αφού είναι μόλις 34 χρόνων) γι’ αυτά που έζησε, για τις ιστορίες που του διηγείται ξανά και ξανά κάνοντας τη φαντασία του να καλπάζει. Η μητέρα του, η Φουσάκο, αρχικά νιώθει επιφυλακτική απέναντι στον Ριούτζι, αλλά πολύ σύντομα νιώθει κάποιου είδους συμπάθεια για κείνον και προτού περάσει καιρός πολύς τον ερωτεύεται, κάτι που δε ξεφεύγει από το γιο της, που εδώ και καιρό την παρακολουθεί πολύ στενά. Ο μικρός στην αρχή δεν έχει καμία αντίρρηση για το δεσμό τους, μοιάζει να τον επικροτεί μάλιστα. Και όσο περνά ο καιρός, κι αφού ο ναυτικός φεύγει για ένα ακόμη ταξίδι, τόσο μεγαλώνει κι η αγάπη του για τη θάλασσα. Οι κάρτες που του στέλνει ο τελευταίος και τα γραμματόσημα από όλα τα μέρη που επισκέπτεται, του κάνουν τη ζωή πολύχρωμη, και γιγαντώνουν το θαυμασμό του για τον άντρα. Ωστόσο όταν εκείνος επιστρέφει και ξανασμίγει με τη μάνα του, τα πράγματα αρχίζουν σιγά-σιγά να αλλάζουν. Αν και αρχικά του αρέσει η συμβίωση μαζί του, ενώ και η ιδέα του να πάρει αυτός τη θέση του πατέρα του δεν τον χαλά, όταν ο Ριούτζι δεν αντιδρά με την πρέπουσα οργή σ’ ένα μεγάλο συνεχόμενο παράπτωμά του, νιώθει κάτι να σπάει μέσα του και ξαφνικά τη θέση της αγάπης παίρνει η απέχθεια, το μίσος. Θέλει και πρέπει να τον τιμωρήσει, αμείλικτα.
Ο αυτόχειρας αυτός συγγραφέας μας παραδίδει ένα κείμενο υποδειγματικής λιτότητας. Λυρικό πού και πού, λίγο τρυφερό σε κάποια σημεία και απέραντα σκληρό σε άλλα, με φιλοσοφικές πινελιές εδώ κι εκεί, διαβάζεται εύκολα, αλλά αφήνει μια στυφή γεύση στο «στόμα». Είναι σαν να θέλει να μας πει ότι, σε μια ιστορία σαν κι αυτή, «ευτυχισμένο τέλος» δε θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει. Και συμφωνούμε απόλυτα μαζί του. Ένα μικρό, μεστό και πάντα επίκαιρο βιβλίο.
Wednesday, September 1, 2010
Carlos Ruiz Zafón – The Shadow of the Wind
«Οι μεγάλες δόξες για τις οποίες τόσοι άνθρωποι υπερηφανεύονται -τα παλάτια, τα εργοστάσια και τα μνημεία, τα εμβλήματα με τα οποία ταυτίζονται- δεν αποτελούν τίποτα περισσότερο από απομεινάρια ενός χαμένου πολιτισμού».
Αυτό είναι το πρώτο βιβλίο του Θαφόν που διαβάζω και μάλλον δε θα είναι το τελευταίο, παρά τις όποιες αδυναμίες του. Κι αυτό επειδή ο συγγραφέας μοιάζει με ένα παραμυθά του παλιού καλού καιρού, που πάνω απ’ όλα νοιάζεται να πει μια ιστορία, ενώ τα υπόλοιπα έρχονται σε δεύτερη μοίρα. Αν διαβάσετε αυτό το βιβλίο σαν ένα αστυνομικό μυθιστόρημα ίσως να απογοητευτείτε λίγο – ειδικά αν είστε εξασκημένοι στο είδος και μαντέψετε, όπως εγώ, τα δύο βασικά μυστικά του. Αν ωστόσο θελήσετε να το απολαύσετε για τις λογοτεχνικές του αρετές και μόνο, σίγουρα θα σας ικανοποιήσει.
Αυτό είναι ένα από εκείνα τα παράξενα βιβλία των οποίων οι ήρωες κάνουν κατάληψη στην ψυχή του αναγνώστη, που τον αναγκάζουν να νιώθει τον πόνο τους, να οργίζεται με την οργή τους, να χαίρεται για τις επιτυχίες τους. Όχι πώς υπάρχουν και πολλές από τις τελευταίες εδώ, αφού ένας εναλλακτικός τίτλος θα ήταν «Το βιβλίο των αποτυχημένων». Αποτυχημένοι έρωτες, αποτυχημένοι πατέρες, αποτυχημένοι συγγραφείς, αποτυχημένες ερωμένες, ακόμη κι αποτυχημένοι πλούσιοι, αυτοί είναι οι ήρωες. Άνθρωποι παραδομένοι στα πάθη τους, έτοιμοι να κάνουν τα πάντα για να πετύχουν ένα σκοπό, τυφλοί από τις φιλοδοξίες τους, γενναίοι και δειλοί, πολύχρωμοι και σκοτεινοί. Πρωταγωνιστές ωστόσο δεν είναι μόνο αυτοί, αλλά και τα κτήρια –τρομαχτικά σκοτεινά δωμάτια, τρελοκομεία, νοσοκομεία, επαύλεις- μα και η πόλη της Βαρκελώνης. Μια πόλη που μοιάζει με την κρυφή ερωμένη του συγγραφέα, την οποία όλο εκθειάζει, αλλά και που δεν της χαρίζεται. Η πόλη προπύργιο των αντιφασιστών στη διάρκεια του ισπανικού εμφύλιου πολέμου, αλλά και των δοσίλογων. Των ηρώων και των προδοτών. Άνθρωποι, κτήρια και πόλη λοιπόν χαράζουν τις σελίδες, αλλά όχι μόνο αυτά, αφού σημαντικό ρόλο στο μύθο παίζουν και τα βιβλία: βιβλία παιχνιδιάρικα και μυστηριώδη, γεμάτα ζωή, τα οποία όμως πού και πού προκαλούν το θάνατο.
Ο έρωτας κι ο θάνατος, δύο ταυτόσημες σχεδόν έννοιες. Ο έρωτας που γεννά ζωή, κι ο θάνατος που την παίρνει. Ο έρωτας που σπέρνει χαρά κι ο θάνατος που θερίζει δυστυχία. Κάπου ένας απ’ τους ήρωές μας λέει: «Ο θεός μας δίνει ζωή, αλλά ο σπιτονοικοκύρης του κόσμου είναι ο διάβολος». Ένας διάβολος μ’ ανθρώπινη μορφή, που εδώ ακούει στο όνομα Φουμέρο. Αυτός κρύβεται πίσω απ’ όλα σχεδόν τα κακά που βρίσκουν τους πρωταγωνιστές. Ένας άνθρωπος απάνθρωπος, ένας αδίστακτος οπορτουνιστής, που δε διστάζει ν’ αλλάζει πλευρές σαν τα πουκάμισα, ανάλογα με το που φυσάει ο άνεμος, ώστε να πετύχει τους στόχους του. Τη μια λοιπόν είναι αναρχικός και την άλλη κομουνιστής, για να καταλήξει όμως φασίστας, αφού το τέλος του πολέμου θα καθορίσει και την ιδεολογία του, αυτή των νικητών. Ποιους κυνηγάει ο Φουμέρο; Μα σχεδόν όλους τους ήρωές του βιβλίου: τον νεαρό Ντανιέλ, που ανακαλύπτοντας ένα χαμένο βιβλίο ανοίγει τους ασκούς του αίολου, τον φίλο του τελευταίου Φερμίν, τον ωρολογά της γειτονιές και όλους τους καλλιτέχνες της πόλης, ακόμη και τους παλιούς του φίλους, τους μοναδικούς που στάθηκαν δίπλα του και του κράτησαν συντροφιά στα σχολικά του χρόνια. Ο Φούμερο μοιάζει να λειτουργεί με το… μπουσικό σκεφτικό: «Όποιος δεν είναι μαζί μου είναι εναντίον μου», και έχοντας όλη τη δύναμη στα χέρια του κάνει ό,τι μπορεί για να αποκτήσει νέους εχθρούς, χωρίς να σκέφτεται ούτε στιγμή πως κάποιος από αυτούς θα μπορούσε να αποδειχτεί πιο δυνατός από τον ίδιο.
Αυτό το βιβλίο δεν το περιγράφει κανείς, απλά το διαβάζει και το απολαμβάνει, κι αν τυγχάνει συγγραφέας, ίσως νιώθει μέσα του και το τσίμπημα της ζήλιας, αφού ο Θαφόν είναι ένας μάστορας του λόγου, κάποιος που εύκολα μαγεύει και ταξιδεύει τον αναγνώστη με τις ιστορίες του. Εξαιρετικό.
Subscribe to:
Posts (Atom)