Σπάνια συμβαδίζω με την επικαιρότητα, αλλά το έφεραν έτσι τα πράγματα, ώστε ετούτη τη φορά να διαβάσω ένα βιβλίο τη στιγμή ακριβώς που βρισκόταν στο προσκήνιο, λόγω της μεταφοράς του στη μεγάλη οθόνη.
Το «Διαβάζοντας στη Χάννα», το είχα πρωτοδιαβάσει μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά πριν πολλά χρόνια, αλλά ύστερα χάθηκε στις βιβλιοθήκες και στις αποθήκες του μυαλού μου. Το ανακάλυψα τυχαία πρόσφατα καθώς έψαχνα να βρω ένα «δίωρο», όπως αποκαλώ τα βιβλία τα οποία μπορεί κανείς να διαβάσει μέσα σε δύο ώρες, και είπα να του ρίξω μία ακόμη ματιά.
Τελικά, η ανάγνωσή του αποδείχτηκε μια ευχάριστη έκπληξη, αφού οι μνήμες μου από την ιστορία ήταν πολύ θολές. Ο συγγραφέας υιοθετώντας ένα σχεδόν προφορικό ύφος μας μιλά σε πρώτο πρόσωπο για την εφηβικό έρωτα του Μιχαέλ, με την πολύ μεγαλύτερή του Χάννα, μια μυστηριώδη γυναίκα, που εισβάλλει ξαφνικά στη ζωή του ανατρέποντας όλες τις ισορροπίες, χαρίζοντάς του αυτοπεποίθηση και μοναδικές εμπειρίες, αλλά και στοιχειώνοντας όλες τις μελλοντικές του απόπειρες για μια κανονική ερωτική ζωή.
Η σχέση τους είναι περίπου σαν αυτή του αφεντικού με το δούλο, αλλά όχι ακριβώς, αφού και οι δύο δίνουν και παίρνουν, αλλά πάντα ο ένας έχει το πάνω χέρι, σε σημείο που φτάνει να ισοπεδώνει τον άλλο, να συντρίβει το εγώ του. Κι ο «αφέντης» δεν θα μπορούσε να είναι άλλος απ’ τη Χάννα. Αντιγράφουμε απ’ τη σελίδα 51:
«Μόλις με απειλούσε, συνθηκολογούσα άνευ όρων. Ομολογούσα λάθη που δεν είχα διαπράξει, θέσεις που ούτε καν είχα διανοηθεί. Όταν ήταν ψυχρή και σκληρή, εκλιπαρούσα να είναι πάλι καλή μαζί μου, να με συγχωρέσει, να μ’ αγαπήσει. Μερικές φορές ένιωθα ότι ήταν εκείνη που υπέφερε από την ψυχρότητα και την ακαμψία της. Ότι ποθούσε τη ζεστασιά της συγγνώμης, των όρκων και των εξορκισμών μου. Μερικές φορές σκεφτόμουν ότι θριαμβολογούσε απλώς σε βάρος μου. Αλλά έτσι ή αλλιώς δεν είχα επιλογή.»
Τέτοια ήταν, λοιπόν, η σχέση τους. Μια σχέση έρωτα και καταναγκασμού, μεγάλων πτώσεων και μικρών συγκινήσεων, αλλά και ανάγνωσης. Ναι, η Χάννα έβαζε τον Μιχαέλ να της διαβάζει βιβλία και να χάνεται στον κόσμο τους. Ο μικρός ήταν για κείνη ο εραστής, ο μαθητής, κι ο Αναγνώστης της (όπως τιτλοφορείται η ταινία στα αγγλικά).
Αλλά, για πόσο καιρό θα μπορούσε να κρατήσει μια τέτοια σχέση; Προφανώς όχι για πολύ. Και, όπως θα ανέμενε κανείς, η γυναίκα είναι που βάζει τέλος σ’ αυτή, απλά φεύγοντας. Από τη μια μέρα στην άλλη εξαφανίστηκε από προσώπου γης κι ο μικρός, ένιωσε τον κόσμο όλο να γκρεμίζεται κάτω από τα πόδια του. Ωστόσο, επιβίωσε και συνέχισε να ζει με τις αναμνήσεις του, μέχρι που τη συνάντησε ξανά, χρόνια μετά, στη διάρκεια μιας δίκης για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ναι, η Χάννα του, το αστέρι κι η μαινάδα του, υπηρέτησε σαν φρουρός σε κάποιο απ’ αυτά κι ο Μιχαέλ ξαφνικά αρχίζει ν’ ανακαλύπτει έναν άλλο, σκληρό και άγνωστο κόσμο, που μέχρι εκείνη τη στιγμή αγνοούσε. Ένα κόσμο στον οποίο η παλιά του αγαπημένη είχε αφήσει το σημάδι της.
Το «Διαβάζοντας στη Χάννα» είναι ένα μυθιστόρημα για τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα, για τα μεγάλα μυστικά και τις ουλές της ζωής και την εξιλέωση. Η αφήγηση είναι στρωτή, χωρίς πολλές-πολλές ανατροπές και δίχως καμιά προσπάθεια εντυπωσιασμού. Ο συγγραφέας μοιάζει να κλείνει το μάτι στον αναγνώστη ψιθυρίζοντας: Απλά θέλω να πω μια ιστορία. Και τη λέει, στρωτά και όμορφα.Δεν διαβάζω γερμανικά έτσι δεν έχω ιδέα πόση καλή είναι η απόδοση του κειμένου στα ελληνικά από τον Ιάκωβο Κοπερτί. Ωστόσο, θα πω ότι το κείμενο μοιάζει να κυλάει αρμονικά από σελίδα σε σελίδα αποτυπώνοντας δίχως καμιά δυσκολία στα μάτια της σκέψης μας, τις εικόνες που τόσο μαεστρικά δημιούργησε ο αφηγητής. Το ότι το βιβλίο τιμήθηκε με το Βραβείο Γερμανικής Μετάφρασης ίσως να μιλάει από μόνο του για τη δουλειά του Κοπερτί.
Thursday, February 26, 2009
Tuesday, February 10, 2009
Natsuo Kirino – Grotesque
Ένα ακόμη αριστουργηματικό μυθιστόρημα από μια μεγάλη κυρία της γιαπωνέζικης λογοτεχνίας. Πρόκειται για την ιστορία τριών γυναικών κι ενός μετανάστη. Οι δύο είναι πόρνες, οι δύο είναι αδελφές, αλλά δεν είναι κι οι δύο αδελφές πόρνες. Σας σύγχυσα; Το βιβλίο δεν θα σας συγχύσει, θα σας ταράξει λίγο, αλλά αυτό είν’ όλο.
Αλλά, ας πιάσουμε το νήμα από την αρχή. Δύο πόρνες βρίσκονται δολοφονημένες στο Τόκιο και όλες οι υποψίες πέφτουν στους ώμους ενός φτωχού μετανάστη από την Κίνα, κάποιου φαινομενικά αθώου άντρα, που ωστόσο κρύβει ένα φοβερό μυστικό, και που ομολογεί ότι διέπραξε ένα από τα εγκλήματα. Τις δύο γυναίκες ενώνει ένα νήμα από το παρελθόν, καθώς πρωτογνωρίστηκαν χρόνια πριν σ’ ένα σχολείο για προνομιούχα παιδιά.
Η Γιουρίκο ήταν από τότε μια πανέμορφη κοπέλα, σαν ψεύτικη κούκλα, κόρη άγνωστου πατρός, που είχε την πορνεία στο αίμα της από μικρή. Γι’ αυτό και άρχισε να εκδίδεται από τον καιρό που ήταν στο σχολείο, χρησιμοποιώντας χωρίς δισταγμό το σώμα και τη μαγευτική της εμφάνιση για ν’ αποκτήσει όση περισσότερο χρήμα και δύναμη μπορούσε. Κανείς δεν μπορούσε να της αντισταθεί εκτός από ένα αγόρι που ήταν ομοφυλόφιλο, χωρίς καλά-καλά να το καταλάβει. Αυτός θα γινόταν κι ο «προστάτης» της. Θα της έβρισκε πελάτες και θα έπαιρνε ποσοστά απ’ τα κέρδη.
Απ’ την άλλη μεριά η Καζούε ήταν μια μέτριας εμφάνισης κοπέλα, αλλά έξυπνη πολύ, που γνώρισε πολλές ταπεινώσεις στη ζωή της. Αυτή θα έκανε ό,τι περνούσε απ’ το χέρι της για να γνωρίσει την καταξίωση, αλλά το παρουσιαστικό της δεν θα της επέτρεπε ποτέ να αποκτήσει τον άντρα που ποθούσε. Αυτό και κάτι άλλο.
Την ιστορία των δύο κοριτσιών τη μαθαίνουμε μέσα από τα ημερολόγιά τους, αλλά και τις αφηγήσεις της πικρόχολης αδελφής της Γιουρίκο, η οποία κατηγορεί την τελευταία για όλα τα κακά της μοίρας της.
Η Κιρίνο, όμως, δεν αρκείται στις πιο πάνω, θέλει να μας μιλήσει όσο περισσότερο γίνεται και για το δολοφόνο. Έτσι, με οδηγό την κατάθεσή του στο δικαστήριο, μαθαίνουμε πώς ξεκίνησε, όπως εκατομμύρια άλλοι συμπατριώτες του, από ένα χωριό στην Κίνα, με σκοπό να πιάσει την καλή στη μεγάλη πόλη. Μέσα από μια μακροσκελή αφήγηση, που καταλαμβάνει μεγάλο μέρος του βιβλίου, μαθαίνουμε για τις δυσκολίες της αποστολής του, καθώς μαζί του ήταν κι η μικρή του αδελφή, τις κακουχίες τις οποίες υπέστησαν, την εκμετάλλευση της οποίας έτυχαν στη χώρα τους, αλλά και την τραγική κατάληξη της πορείας τους προς την Ιαπωνία.
Μ’ αυτά κι αυτά η συγγραφέας μοιάζει να καταβυθίζεται στις ψυχές των ηρώων της, να τις ξεψαχνίζει, να προσπαθεί να φέρει σιγά-σιγά στο φως τα πιο μύχιά τους μυστικά. Και τέτοια κρύβουν πολλά. Όχι, το Grotesque δεν είναι ένα βιβλίο μεγάλων ανατροπών, αλλά ένα μυθιστόρημα χαρακτήρων και κοινωνικού προβληματισμού. Όπως και η Μιγιάμπε, η Κιρίνο βάζει το μαχαίρι στο κόκαλο της ιαπωνικής κοινωνίας, αναδεικνύει τα στραβά της, μιλά χωρίς κανένα ενδοιασμό για τις διαστροφές της. Την παρουσιάζει σαν μια κοινωνία δίχως ίχνος ανθρωπιάς και καλοσύνης, όπου όλα είναι σχετικά, κι όπου ο καθένας θέλει να είναι κάποιος άλλος. Εδώ κανείς σχεδόν δεν μιλά για παραδοσιακές αξίες και αρχές. Τα στοιχεία που αναδεικνύονται είναι η σήψη και η παρακμή.
Τώρα θα μου πείτε: Μα, τι ενδιαφέρον θα μπορούσε να έχει ένα βιβλίο του οποίου το τέλος το γνωρίζεις από την αρχή; Η απάντηση: μεγάλο. Γιατί αν δεν μάθει κανείς όλη την ιστορία, αν δεν γίνει ένα με τους χαρακτήρες της, ποτέ δεν θα καταλάβει πλήρως τι ήταν εκείνο που οδήγησε στο μοιραίο τέλος.
Αυτό το μυθιστόρημα δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι... μπονσάι, όπως εκείνα της Μπανάνα Γιοσιμότο, του Ρίου Μουρακάμι και της Άμι Σακουράι. Έχει μια μεγάλη ιστορία να πει και παίρνει όσο χρόνο και σελίδες χρειάζεται για να την πει. Απλά υπέροχο.
Thursday, February 5, 2009
Banana Yoshimoto – Goodbye Tsugumi
Σαν μια μπαλάντα -μια γλυκόπικρη, μελαγχολική, αλλά την ίδια ώρα αισιόδοξη μπαλάντα- για το χρόνο που περνάει, για τους ανθρώπους και τις μνήμες που μας σημαδεύουν. Έτσι ακριβώς θα χαρακτήριζα αυτή τη νουβέλα της Μπανάνα Γιοσιμότο.
Αυτή η γιαπωνέζα συγγραφέας έχει μια μοναδική ικανότητα να σε κάνει να σκέφτεσαι σαν αυτοβιογραφικές όλες τις αφηγήσεις της. Καθώς συνηθίζει να γράφει στο πρώτο πρόσωπο, με μια γραφή που στα μάτια του αναγνώστη φαντάζει αθώα και πολύ αυτοαναφορική, καταφέρνει και πείθει πώς αυτά που περιγράφει τα έζησε.
Ετούτη η ιστορία μιλάει για τη Μαρία, τη Γιόκο και την Τσουγκούμι. Κυρίως για την Τσουγκούμι, που είναι ένας χαρακτήρας δουλεμένος με συγγραφικές ψιλοβελονιές. Την αφηγείται όμως η Μαρία, η ξαδέλφη των άλλων δύο, που μεγάλωσε μαζί τους σε μια πανσιόν, σε κάποια ανώνυμη παραλιακή πόλη στην Ιαπωνία.
Μια ιστορία για τρία κορίτσια, λοιπόν; Όχι ακριβώς. Μάλλον μια ιστορία για μια καταραμένη ψυχή, που γεννήθηκε μόνο και μόνο για να πεθάνει. Η Τσουγκούμι είναι άρρωστη εκ γενετής, ζει καθημερινά εν αναμονή του θανάτου, κι αφού δεν έχει τίποτ’ άλλο να χάσει, μεταβάλλεται σε ένα μικρό στην αρχή και μεγαλύτερο στη συνέχεια δυνάστη στις ζωές των γύρω της. Με τα συνεχή της ξεσπάσματα, με την σκληρότητα των λόγων και των πράξεων της, με τους παραλογισμούς της, μοιάζει να θέλει να φωνάξει στους άλλους τη δική της αλήθεια, να τους τη φτύσει κατάμουτρα: Ναι, σας κάνω και υποφέρετε, αλλά εγώ πεθαίνω.
Η αφηγήτριά μας, η Μαρία, είναι κάτι σαν ο ψυχαναλυτής της άτυχης κοπέλας. Την ακούει, την καταλαβαίνει, ανέχεται σχεδόν αδιαμαρτύρητα τα καπρίτσια και τις σκανδαλιές της και όταν μάλιστα μετακομίζει στο Τόκιο για να ζήσουν επιτέλους σαν οικογένεια με τον πατέρα της (που όταν γνώρισε τη μάνα της ήταν παντρεμένος και χρειάστηκε χρόνια και χρόνια για να χωρίσει), κάπου της λείπει η ιδιόρρυθμη ξαδέλφη της. Μετά την πρώτη της χρονιά εκεί, λοιπόν, επιστρέφει στην παραλιακή τους πόλη για να περάσει το καλοκαίρι. Ένα καλοκαίρι στη διάρκεια του οποίου θα συμβούν πολλά και συνταρακτικά που θα φέρουν τα πάνω κάτω σε όλων τις ζωές: Η Τσουγκούμι θα νιώσει, το ανήκουστο, συμπάθεια για ένα σκύλο, θα ερωτευτεί, θα φλερτάρει με το έγκλημα και θα φτάσει μιαν ανάσα πριν απ’ το θάνατο. Μέσα από τις αφηγήσεις του σήμερα και τις αναπολήσεις του χθες η Μαρία μας σκιαγραφεί με μαεστρία περισσή την προσωπικότητα της ξαδέλφης της, που έζησε μια ζωή είτε μέσα στον πόνο είτε προκαλώντας τον. Και είναι μια προσωπικότητα αξέχαστη, μια ηρωίδα τόσο παράξενη, που καταντά συναρπαστική. Και έχει και χιούμορ -μακάβριο, αλλά χιούμορ- αφού μόνο και μόνο για να ενοχλήσει τη... μελλοντική της βιογράφο, κάθεται και μαθαίνει πώς να γράφει με τον γραφικό χαρακτήρα του μακαρίτη του παππού τους και μετά πηγαίνει, δήθεν τρομαγμένη, το γράμμα στη Μαρία λέγοντάς της ότι το βρήκε στο γραμματοκιβώτιο, που όταν ήταν μικρές θεωρούσαν στοιχειωμένο. Η καημένη η κοπέλα διαβάζοντάς το, γραμμένο όπως είναι με τον τρόπο του αγαπημένου της παππού, νιώθει να της κόβεται η αναπνοή, αλλά ακόμη και τότε η άλλη δεν της λέει ότι πρόκειται για φάρσα. Την αφήνει να ζήσει τον εφιάλτη για να της αποκαλύψει την αλήθεια κάποια άλλη, άσχετη στιγμή.
Θα μπορούσα να παραθέσω ένα σωρό ατάκες και αποσπάσματα απ’ αυτό το βιβλίο, αλλά δεν θα το κάνω (ωστόσο, όποιος ενδιαφέρεται μπορεί να τις βρει στο αγγλόφωνό μου μπλογκ). Θα πω απλά ότι η Γιοσιμότο μας χάρισε για μια ακόμη φορά ένα μικρό λογοτεχνικό διαμάντι: Λιτό, απέριττο, μεστό, τρυφερό και απολαυστικό!
Tuesday, February 3, 2009
Jeffery Deaver – The Broken Window
Ο Τζέφρι Ντίβερ είναι ένας από τους λίγους συγγραφείς των οποίων έχω διαβάσει όλα τα βιβλία. Γράφει αστυνομική λογοτεχνία πρώτης γραμμής, που διαβάζεται μονορούφι και χαρίζει μερικές στιγμές απόλυτης αναγνωστικής απόλαυσης. Το πιο δυνατό του στοιχείο, ωστόσο, είναι οι χαρακτήρες του. Στο ένα βιβλίο μετά από το άλλο, μας παρουσιάζει μερικούς αξιομνημόνευτους κακούς, ενώ η επιμονή του να χρησιμοποιεί κατ’ επανάληψη τους ίδιους ήρωες, τους οποίους πλάθει κάπως διαφορετικούς κάθε φορά, δεν του έχει βγει ακόμη σε κακό. Σ’ αυτό το μυθιστόρημα π.χ. πρωταγωνιστούν και πάλι ο Λίνκολν Ράιμ και η Αμέλια Σας, που πρωτογνωρίσαμε στον «Συλλέκτη οστών». Στο προηγούμενό του το βασικό ρόλο είχε η κινησιολόγος Κάθριν Ντανς, τη γνωριμία της οποίας είχαμε κάνει δυο βιβλία πριν, κι η οποία κάτι μου λέει ότι θα έχει πρωταγωνιστικό ρόλο και στο επόμενο.
Αλλά, ας μιλήσουμε για το παρόν. Ένας ξάδελφος του Ράιμ, ο Άρθουρ, συλλαμβάνεται σαν βασικός ύποπτος σε μια υπόθεση δολοφονίας. Όλα τα αποδεικτικά στοιχεία είναι εναντίον του, κι ας ο ίδιος επιμένει ότι είναι αθώος. Μετά από παράκληση της γυναίκας του τελευταίου ο Ράιμ, αν και πολύ διστακτικά, αναλαμβάνει να διερευνήσει την υπόθεση και σύντομα ανακαλύπτει ότι περιπτώσεις σαν και του ξαδέλφου του, που είχαν οδηγήσει και σε καταδίκες, υπήρξαν και στο παρελθόν. Το κοινό τους σημείο: τα στοιχεία ήταν τόσα πολλά και καταδικαστικά, που ούτε κι αν ο ίδιος ο ύποπτος προσπαθούσε από μόνος του να συλληφθεί, δεν θα τα κατάφερνε τόσο εύκολα. Το ένα βήμα οδηγεί στο άλλο και σύντομα ο Ράιμ φτάνει στο συμπέρασμα ότι έχουν να κάνουν μ’ ένα υψηλής ευφυΐας αντίπαλο, που αλλάζει πρόσωπα και ταυτότητες σαν τα πουκάμισα, σχεδιάζοντας τα τέλεια εγκλήματα. Πώς το επιτυγχάνει όμως αυτό; Απλά, κλέβοντας τα στοιχεία των μελλοντικών του «θυμάτων» από μια εταιρεία παροχής πληροφοριών, την Strategic Systems Datacorp, η οποία συνεργάζεται, μεταξύ άλλων, και με την αστυνομία. Ο καθηλωμένος στο κρεβάτι τετραπληγικός ντετέκτιβ και η ομάδα του, καταφέρνουν σιγά-σιγά και δημιουργούν ένα ελλιπές προφίλ του κακοποιού 522, όπως τον ονομάζουν, και σύντομα θα βρεθούν στο δρόμο του, εμποδίζοντάς τον από το να επιρρίψει την ευθύνη για ένα ακόμη φόνο, σ’ ένα αθώο άνθρωπο. Ωστόσο τους ξεφεύγει και, καθώς έχει όλη τη δύναμη των πληροφοριών στα χέρια του, σύντομα μαθαίνει ποιοι είναι οι διώκτες του, και είναι αποφασισμένος από κυνηγούς να τους μετατρέψει σε θηράματα. Όπως συνήθως γίνεται στα βιβλία του Ντίβερ, η μια ανατροπή ακολουθεί την άλλη, ο κάθε ένας που θεωρούμε ύποπτος είναι εντελώς αθώος ή παίζει ένα πολύ μικρό ρόλο στην υπόθεση, οι ήρωές του έρχονται πρόσωπο με πρόσωπο με τον ύποπτο, αλλά αφού δεν ξέρουν ποιο πρόσωπο είν’ αυτό, απλά τους κοροϊδεύει, μέχρι που το φοβερά αναλυτικό μυαλό του Ράιμ και η ορμή της Αμέλια, δίνουν τη λύση στο κάθε πρόβλημα.
Καθώς ακολουθούμε τ’ αχνάρια αυτού του ντετέκτιβ μέσα από τους τόμους, τον βλέπουμε σιγά-σιγά ν’ αλλάζει, να μαλακώνει, να οργίζεται όπως παλιά, αλλά λίγο πιο ήπια. Λες και μεγαλώνει μαζί με το συγγραφέα του, κι αλλάζει η οπτική του. Ωστόσο, είναι ακόμη κάπως νωρίς για να βγει στη σύνταξη, αφού αν το κάνει η αστυνομική λογοτεχνία θα χάσει ένα απ’ τους αξιομνημόνευτους ήρωές της. Τα βιβλία του Ντίβερ στην Ελλάδα κυκλοφορούν από τις «απαρατήρητες» από τους κριτικούς εκδόσεις Bell, που φέρνουν στα μέρη μας μερικά από τα καλύτερα βιβλία της αγγλοσαξονικής λογοτεχνίας, όπως εκείνα του πρωτομάστορα, Ουίλμπουρ Σμιθ.
Subscribe to:
Posts (Atom)