Αγορά από το Book Depository
Το βιβλίο αυτό τιμήθηκε με το Εθνικό Βραβείο Νεανικής Λογοτεχνίας του 2011 στις ΗΠΑ, και δικαιολογημένα. Δεν το λέω αυτό επειδή έχω διαβάσει τα υπόλοιπα υποψήφια βιβλία και έχω διαμορφώσει άποψη, αλλά επειδή, μιλώντας εντελώς υποκειμενικά, αν εξαρτιόταν από μένα αποκλειστικά κι εγώ θα το βράβευα. Όχι μόνο για τη γραφή, αλλά και για το θέμα του.
Εδώ έχουμε την ιστορία της Χα, που στα δέκα της χρόνια και εν μέσω εμφυλίου πολέμου, ζει στη Σαϊγκόν του Βιετνάμ. Η Χα και οι αδελφοί της Κουάνγκ, Βου και Κχόι, είναι ορφανοί από πατέρα, ή τουλάχιστον αυτό πιστεύουν, μια κι αυτός είναι άφαντος από τον καιρό που η πρώτη ήταν ενός μόλις χρόνου. Η μάνα τους, στη διάρκεια της ημέρας δουλεύει σαν γραμματέας, ενώ τη νύχτα σχεδιάζει παιδικά ρούχα. Η οικονομική τους κατάσταση δεν είναι και η καλύτερη, αλλά τουλάχιστον δεν πεινούν. Και όσο περνά ο καιρός μαθαίνουν να ζουν με όλο και πιο λίγα. Καθώς τα πράγματα πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο και οι κομμουνιστές προελαύνουν (βρισκόμαστε στα 1975), αρχίζουν και θεριεύουν μέσα τους σκέψεις φυγής. Ο πόλεμος χάνεται, η κατάληψη της πόλης δεν θα αργήσει, η ξενιτιά πια μοιάζει μονόδρομος. Εξάλλου η καλή φίλη της Χα, η Τιτί, που είναι πλούσια έχει ήδη φύγει. Και για να φύγει αυτή πάει να πει… Η Χα όμως θέλει να μείνει. Θέλει να μείνει για να φροντίζει το δέντρο της, αυτό που κάνει παπάγιες, αλλά και για να ξαναδεί τον μπαμπά που ποτέ δεν γνώρισε.
Η αποφράδα μέρα ωστόσο δεν αργεί να ’ρθει και έτσι η οικογένεια στριμώχνεται μέσα σ’ ένα υπερφορτωμένο καράβι, με προορισμό την Ταϊλάνδη. Υπάρχει τόσο πολύς κόσμος πάνω εκεί που ουσιαστικά στοιβάζονται ο ένας πάνω στον άλλο, ενώ οι συνθήκες υγιεινής είναι ουσιαστικά ανύπαρκτες. Μα δεν παραπονιούνται. Καλύτερα εκεί και ζωντανοί, παρά πίσω στην πόλη τους, που στις 30 του Απρίλη έχει πέσει στα χέρια του εχθρού, αιχμάλωτοι ή και νεκροί.
Το καράβι τους τελικά, παρά τα όποια προβλήματα, αποδεικνύεται καλοτάξιδο, αλλά αντί να τους οδηγήσει στην Ταϊλάνδη, όπως λεγόταν αρχικά, τους παίρνει στο νησί Γκουάμ. Εκεί στοιβάζονται σ’ ένα προσωρινό καταυλισμό και πολύ σύντομα τους δίνεται η ευκαιρία να αποφασίσουν που θέλουν να πάνε. Η μάνα της Χα, ακολουθώντας τη συμβουλή ενός άγνωστου άντρα, επιλέγει τις ΗΠΑ, έτσι προτού περάσει και πολύς καιρός βρίσκονται σ’ ένα νέο καταυλισμό, αυτή τη φορά έξω από τη Φλόριδα, όπου καταφθάνουν μπουλούκια οι αμερικανοί, που έχοντας την οικονομική στήριξη του κράτους τους «υιοθετούν». Το μόνο που για να έχει κανείς τύχη οφείλει να είναι… χριστιανός. Γι’ αυτό και η μαμά της Χα, αλλάζει αμέσως το θρήσκευμα στα χαρτιά τους, και μ’ αυτό αλλάζει και η τύχη τους. Τους υιοθετεί ένας άντρας, τον οποίο ακολουθούν στην Αλαμπάμα. Και εκεί αρχίζει ένας νέος αγώνας. Όχι τόσο για την επιβίωση όσο για την προσαρμογή. Πρέπει να συνηθίσουν τη ζωή σ’ ένα θαυμαστό καινούριο κόσμο, όπου οι προκαταλήψεις και ο ρατσισμός είναι σχεδόν ο κανόνας, αλλά και όπου οι πράξεις αλτρουισμού δεν λείπουν.
Η συγγραφέας μας χαρίζει με γλυκόπικρο χιούμορ μια βαθιά ανθρώπινη ιστορία, που δεν διαφέρει και πολύ από τη δική της. Και με το δικό της τρόπο μοιάζει να μας λέει ότι όπου υπάρχει η θέληση, υπάρχει και ο τρόπος. Και όπου υπάρχουν άνθρωποι, υπάρχει ελπίδα. Εξαιρετικό.
Εδώ έχουμε την ιστορία της Χα, που στα δέκα της χρόνια και εν μέσω εμφυλίου πολέμου, ζει στη Σαϊγκόν του Βιετνάμ. Η Χα και οι αδελφοί της Κουάνγκ, Βου και Κχόι, είναι ορφανοί από πατέρα, ή τουλάχιστον αυτό πιστεύουν, μια κι αυτός είναι άφαντος από τον καιρό που η πρώτη ήταν ενός μόλις χρόνου. Η μάνα τους, στη διάρκεια της ημέρας δουλεύει σαν γραμματέας, ενώ τη νύχτα σχεδιάζει παιδικά ρούχα. Η οικονομική τους κατάσταση δεν είναι και η καλύτερη, αλλά τουλάχιστον δεν πεινούν. Και όσο περνά ο καιρός μαθαίνουν να ζουν με όλο και πιο λίγα. Καθώς τα πράγματα πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο και οι κομμουνιστές προελαύνουν (βρισκόμαστε στα 1975), αρχίζουν και θεριεύουν μέσα τους σκέψεις φυγής. Ο πόλεμος χάνεται, η κατάληψη της πόλης δεν θα αργήσει, η ξενιτιά πια μοιάζει μονόδρομος. Εξάλλου η καλή φίλη της Χα, η Τιτί, που είναι πλούσια έχει ήδη φύγει. Και για να φύγει αυτή πάει να πει… Η Χα όμως θέλει να μείνει. Θέλει να μείνει για να φροντίζει το δέντρο της, αυτό που κάνει παπάγιες, αλλά και για να ξαναδεί τον μπαμπά που ποτέ δεν γνώρισε.
Η αποφράδα μέρα ωστόσο δεν αργεί να ’ρθει και έτσι η οικογένεια στριμώχνεται μέσα σ’ ένα υπερφορτωμένο καράβι, με προορισμό την Ταϊλάνδη. Υπάρχει τόσο πολύς κόσμος πάνω εκεί που ουσιαστικά στοιβάζονται ο ένας πάνω στον άλλο, ενώ οι συνθήκες υγιεινής είναι ουσιαστικά ανύπαρκτες. Μα δεν παραπονιούνται. Καλύτερα εκεί και ζωντανοί, παρά πίσω στην πόλη τους, που στις 30 του Απρίλη έχει πέσει στα χέρια του εχθρού, αιχμάλωτοι ή και νεκροί.
Το καράβι τους τελικά, παρά τα όποια προβλήματα, αποδεικνύεται καλοτάξιδο, αλλά αντί να τους οδηγήσει στην Ταϊλάνδη, όπως λεγόταν αρχικά, τους παίρνει στο νησί Γκουάμ. Εκεί στοιβάζονται σ’ ένα προσωρινό καταυλισμό και πολύ σύντομα τους δίνεται η ευκαιρία να αποφασίσουν που θέλουν να πάνε. Η μάνα της Χα, ακολουθώντας τη συμβουλή ενός άγνωστου άντρα, επιλέγει τις ΗΠΑ, έτσι προτού περάσει και πολύς καιρός βρίσκονται σ’ ένα νέο καταυλισμό, αυτή τη φορά έξω από τη Φλόριδα, όπου καταφθάνουν μπουλούκια οι αμερικανοί, που έχοντας την οικονομική στήριξη του κράτους τους «υιοθετούν». Το μόνο που για να έχει κανείς τύχη οφείλει να είναι… χριστιανός. Γι’ αυτό και η μαμά της Χα, αλλάζει αμέσως το θρήσκευμα στα χαρτιά τους, και μ’ αυτό αλλάζει και η τύχη τους. Τους υιοθετεί ένας άντρας, τον οποίο ακολουθούν στην Αλαμπάμα. Και εκεί αρχίζει ένας νέος αγώνας. Όχι τόσο για την επιβίωση όσο για την προσαρμογή. Πρέπει να συνηθίσουν τη ζωή σ’ ένα θαυμαστό καινούριο κόσμο, όπου οι προκαταλήψεις και ο ρατσισμός είναι σχεδόν ο κανόνας, αλλά και όπου οι πράξεις αλτρουισμού δεν λείπουν.
Η συγγραφέας μας χαρίζει με γλυκόπικρο χιούμορ μια βαθιά ανθρώπινη ιστορία, που δεν διαφέρει και πολύ από τη δική της. Και με το δικό της τρόπο μοιάζει να μας λέει ότι όπου υπάρχει η θέληση, υπάρχει και ο τρόπος. Και όπου υπάρχουν άνθρωποι, υπάρχει ελπίδα. Εξαιρετικό.
No comments:
Post a Comment