Αγορά από το Book Depository
Ο Χακάν Νεσσέρ είναι ένας ακόμη συγγραφέας από τη Σουηδία, που ασχολείται με το αστυνομικό μυθιστόρημα.
Τα γεγονότα στον ανά χείρας τόμο διαδραματίζονται το 1994, όταν ένα μικρό κορίτσι, στη διάρκεια μιας εκδρομής στο δάσος στα προάστια της πόλης Μπέχρεν, ανακαλύπτει το διαμελισμένο πτώμα ενός άντρα. Ο δολοφόνος έχει αφαιρέσει το κεφάλι και τα άκρα του θύματος και έτσι η αναγνώριση είναι ουσιαστικά αδύνατη, ειδικά όταν λάβει κανείς υπόψη ότι το σώμα βρισκόταν παρατημένο εκεί, τυλιγμένο μέσα σ’ ένα παλιό χαλί για πολλούς μήνες.
Τη διερεύνηση της υπόθεσης αναλαμβάνουν οι υφιστάμενοι του βασικού πρωταγωνιστή του συγγραφέα, αρχιεπιθεωρητή Βαν Βεετίρεν (αν έτσι προφέρεται το όνομά του), αφού ο τελευταίος ετοιμάζεται να μπει στο χειρουργείο για εγχείρηση του παχέος εντέρου, στο οποίο έχει εντοπιστεί καρκίνος.
Στην αρχή όλες οι προσπάθειες των αστυνομικών μοιάζουν να πέφτουν στο κενό, ωστόσο ένα εύρημα, στη διάρκεια της νεκροψίας, τους βοηθά να μειώσουν σημαντικά τον αριθμό των υποψηφίων θυμάτων, ενώ μια πιο εμπεριστατωμένη έρευνα και ένα τηλεφώνημα θα τους δώσει τελικά την ευκαιρία να το αναγνωρίσουν.
Ο νεκρός δεν είναι άλλος από τον Λέοπολντ Βερχάβεν, ένας πενηνταεφτάχρονος άντρας, που είχε αφεθεί ελεύθερος από τη φυλακή ένα μόλις χρόνο πριν, αφού υπηρέτησε δώδεκα χρόνια για τη δολοφονία της γυναίκας με την οποία συζούσε. Αυτή ήταν η δεύτερή του θητεία στη φυλακή, αφού τον ίδιο αριθμό χρόνων είχε υπηρετήσει και για τη δολοφονία της αρραβωνιαστικιάς του, το 1962. Τώρα τα ερωτήματα που τίθενται είναι: ποιος τον σκότωσε και γιατί; Και γιατί διαμέλισαν το σώμα του;
Οι υποψίες των αρχών, όπως θα ανέμενε κανείς, στρέφονται προς τους συγγενείς των δολοφονημένων γυναικών, ωστόσο δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να τις δικαιολογεί. Οι αστυνομικοί επισκέπτονται ξανά και ξανά το εγκαταλειμμένο πια σπίτι του νεκρού, σ’ ένα φαινομενικά ειδυλλιακό και ήσυχο χωριό, μιλούν με όλους τους γείτονες, με σχετικούς και άσχετους, μαθαίνουν κάποια πράγματα για το χαρακτήρα και τον τρόπο ζωής του θύματος, αλλά δεν βγάζουν άκρη.
Ο αρχηγός της αστυνομίας του Μάαρνταμ, που διερευνά την υπόθεση, σκέφτεται να τη βάλει σύντομα στον πάγο, αλλά ο Βαν Βεετίρεν, που ακόμη και όταν βρίσκεται στο κρεβάτι του πόνου, δεν παύει στιγμή να την παρακολουθεί, έχει τις δικές του ιδέες. Και μελετώντας τους φάκελους των υποθέσεων που οδήγησαν στις καταδίκες του θύματος ξανά και ξανά, φτάνει στα δικά του συμπεράσματα. Με το που βγαίνει λοιπόν από το νοσοκομείο αρχίζει τη δική του μικρή έρευνα, και ακολουθώντας τα ίχνη των υφισταμένων και συναδέλφων του, φτάνει στον προορισμό που αυτοί ποτέ δεν είδαν.
Ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα που δεν στηρίζεται τόσο στη δράση, όσο στην τετράγωνη λογική του πρωταγωνιστή του. Αυτός μελετώντας με κριτικό μάτι τα πάντα και μη παίρνοντας τίποτα για δεδομένο φτάνει στο συμπέρασμα ότι ένα και ένα κάνουν δύο. Οι άλλοι απλά αδυνατούν να βρουν τη λύση σ’ αυτή την απλή εξίσωση. Ο συγγραφέας δεν μοιάζει να προσπαθεί να εντυπωσιάσει τον αναγνώστη, αλλά απλά να του πει μια ιστορία. Κι αυτό το κάνει μια χαρά.
Τα γεγονότα στον ανά χείρας τόμο διαδραματίζονται το 1994, όταν ένα μικρό κορίτσι, στη διάρκεια μιας εκδρομής στο δάσος στα προάστια της πόλης Μπέχρεν, ανακαλύπτει το διαμελισμένο πτώμα ενός άντρα. Ο δολοφόνος έχει αφαιρέσει το κεφάλι και τα άκρα του θύματος και έτσι η αναγνώριση είναι ουσιαστικά αδύνατη, ειδικά όταν λάβει κανείς υπόψη ότι το σώμα βρισκόταν παρατημένο εκεί, τυλιγμένο μέσα σ’ ένα παλιό χαλί για πολλούς μήνες.
Τη διερεύνηση της υπόθεσης αναλαμβάνουν οι υφιστάμενοι του βασικού πρωταγωνιστή του συγγραφέα, αρχιεπιθεωρητή Βαν Βεετίρεν (αν έτσι προφέρεται το όνομά του), αφού ο τελευταίος ετοιμάζεται να μπει στο χειρουργείο για εγχείρηση του παχέος εντέρου, στο οποίο έχει εντοπιστεί καρκίνος.
Στην αρχή όλες οι προσπάθειες των αστυνομικών μοιάζουν να πέφτουν στο κενό, ωστόσο ένα εύρημα, στη διάρκεια της νεκροψίας, τους βοηθά να μειώσουν σημαντικά τον αριθμό των υποψηφίων θυμάτων, ενώ μια πιο εμπεριστατωμένη έρευνα και ένα τηλεφώνημα θα τους δώσει τελικά την ευκαιρία να το αναγνωρίσουν.
Ο νεκρός δεν είναι άλλος από τον Λέοπολντ Βερχάβεν, ένας πενηνταεφτάχρονος άντρας, που είχε αφεθεί ελεύθερος από τη φυλακή ένα μόλις χρόνο πριν, αφού υπηρέτησε δώδεκα χρόνια για τη δολοφονία της γυναίκας με την οποία συζούσε. Αυτή ήταν η δεύτερή του θητεία στη φυλακή, αφού τον ίδιο αριθμό χρόνων είχε υπηρετήσει και για τη δολοφονία της αρραβωνιαστικιάς του, το 1962. Τώρα τα ερωτήματα που τίθενται είναι: ποιος τον σκότωσε και γιατί; Και γιατί διαμέλισαν το σώμα του;
Οι υποψίες των αρχών, όπως θα ανέμενε κανείς, στρέφονται προς τους συγγενείς των δολοφονημένων γυναικών, ωστόσο δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να τις δικαιολογεί. Οι αστυνομικοί επισκέπτονται ξανά και ξανά το εγκαταλειμμένο πια σπίτι του νεκρού, σ’ ένα φαινομενικά ειδυλλιακό και ήσυχο χωριό, μιλούν με όλους τους γείτονες, με σχετικούς και άσχετους, μαθαίνουν κάποια πράγματα για το χαρακτήρα και τον τρόπο ζωής του θύματος, αλλά δεν βγάζουν άκρη.
Ο αρχηγός της αστυνομίας του Μάαρνταμ, που διερευνά την υπόθεση, σκέφτεται να τη βάλει σύντομα στον πάγο, αλλά ο Βαν Βεετίρεν, που ακόμη και όταν βρίσκεται στο κρεβάτι του πόνου, δεν παύει στιγμή να την παρακολουθεί, έχει τις δικές του ιδέες. Και μελετώντας τους φάκελους των υποθέσεων που οδήγησαν στις καταδίκες του θύματος ξανά και ξανά, φτάνει στα δικά του συμπεράσματα. Με το που βγαίνει λοιπόν από το νοσοκομείο αρχίζει τη δική του μικρή έρευνα, και ακολουθώντας τα ίχνη των υφισταμένων και συναδέλφων του, φτάνει στον προορισμό που αυτοί ποτέ δεν είδαν.
Ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα που δεν στηρίζεται τόσο στη δράση, όσο στην τετράγωνη λογική του πρωταγωνιστή του. Αυτός μελετώντας με κριτικό μάτι τα πάντα και μη παίρνοντας τίποτα για δεδομένο φτάνει στο συμπέρασμα ότι ένα και ένα κάνουν δύο. Οι άλλοι απλά αδυνατούν να βρουν τη λύση σ’ αυτή την απλή εξίσωση. Ο συγγραφέας δεν μοιάζει να προσπαθεί να εντυπωσιάσει τον αναγνώστη, αλλά απλά να του πει μια ιστορία. Κι αυτό το κάνει μια χαρά.
No comments:
Post a Comment