Wednesday, February 29, 2012

Βιβλιο-νέα


Μια μεγάλη γεύση από Χόλλυγουντ ή μάλλον από αμερικανική τηλεόραση θα έχουν σήμερα τα νέα μας.

Κάνουμε την αρχή με την τριλογία των βιβλίων του Τόμας Χάρρις με βασικό ήρωα τον Χάνιμπαλ Λέκτερ, τα οποία έχουν γίνει και ταινίες με πρωταγωνιστή τον Άντονι Χόπκινς. Τώρα, όπως μαθαίνουμε, το αμερικανικό τηλεοπτικό δίκτυο CBS, ετοιμάζεται να τα μεταφέρει στη μικρή οθόνη, υπό τη μορφή σειράς. Έχουν ήδη παραγγελθεί τα πρώτα δεκατρία επεισόδια, αλλά τα ονόματα των πρωταγωνιστών δεν έχουν ακόμη διαρρεύσει. Ποιος θα παίξει τον Χάνιμπαλ; Αυτό είναι το μεγάλο ερώτημα. Πάντως η συγκεκριμένη σειρά θα είχε, πιστεύω, καλύτερη τύχη, αν γυριζόταν από το HBO.

Συνεχίζοντας με τα τηλεοπτικά. Είχα αναφερθεί πρόσφατα στην πρόθεση των αμερικανών παραγωγών να ασχοληθούν με τον Σέρλοκ Χολμς, μετά την τεράστια επιτυχία της πρόσφατης παραγωγής του BBC. Οι αμερικανοί φοβούμενοι νομικά μέτρα εκ μέρους των βρετανών, αποφάσισαν να κάνουν μια κάπως πιο ελεύθερη μεταφορά των ιστοριών. Κάπως έτσι μας προέκυψε η... Δρ. Γουάτσον, την οποία σύμφωνα με τις πρώτες πληροφορίες θα ενσαρκώσει η -Άγγελος του Τσάρλι- Λούσι Λιου. Έτσι τρελαίνεσαι, που λέει και το τραγούδι.

Παραμένουμε στον κόσμο της σώου μπιζ. Η Αντζελίνα Τζολί θα γράψει τον πρόλογο στη βιογραφία του πρώην συζύγου της Μπίλι Μπομπ Θόρντον, που θα φέρει τον τίτλο The Billy Bob Tapes: A Cave Full of Ghosts. Ο Μπραντ Πιτ μάλλον δεν έχει αντίρρηση.

Βιογραφία, ή μάλλον κάποια βιογραφικά κείμενα για τον θρυλικό τραγουδιστή των Νιρβάνα Κερτ Κομπέιν, ετοιμάζεται να εκδώσει ο κιθαρίστας Έρικ Έρλαντσον, χωρίς τη συγκατάθεση της χήρας του τραγουδιστή, Κόρτνεϊ Λαβ, με την οποία διατηρεί μια σχέση αγάπης και μίσους. Το βιβλίο θα περιλαμβάνει, σύμφωνα με τον ίδιο, τόσο πεζά όσο και ποιητικά κείμενα, τα οποία θα είναι χωρισμένα σε 52 κεφάλαια και θα μιλούν για το ροκ 'ν' ρολ, την κατάχρηση ναρκωτικών και τον θάνατο του Κομπέιν.

Η συγγραφέας του Χάρι Πόττερ, Τζ. Κ. Ρόουλινγκ έχει γράψει το πρώτο της βιβλίο για ενήλικες το οποίο θα κυκλοφορήσει τους επόμενους μήνες. Ως συνήθως η μηχανή των δημοσίων σχέσεων πήρε μπρος και έτσι ενώ άφησε να διαρρεύσει η είδηση, όλες οι λεπτομέρειες για το βιβλίο παραμένουν κρυφές. Ωστόσο όλα δείχνουν ότι πρόκειται για αστυνομικό μυθιστόρημα, αφού ο άνθρωπος που κλήθηκε να κάνει την επιμέλειά του είναι κάποιος που συνεργάζεται με τους πιο σημαντικούς συγγραφείς βιβλίων θρίλερ στη Βρετανία. Στο μεταξύ, με την ευκαιρία η Ρόουλινγκ, είπε ν' αλλάξει και εκδοτικό οίκο, αφού φυσικά πρώτα πληρώθηκε το βάρος της σε χρυσάφι. Έτσι, μετά την κλωτσιά στον κώλο, που έριξε πέρυσι στον ατζέντη που κατάφερε να της βρει εκδότη, τώρα ξεφορτώθηκε και τον εκδότη τον ίδιο, που την έκανε πλούσια. Αυτό πάει να πει εκτίμηση...

Tuesday, February 28, 2012

Michèle Halberstadt – The Pianist in the Dark


«Η μουσική είναι η γλώσσα της ψυχής», διαβάζουμε κάπου και στο The Pianist in the Dark αυτό ισχύει απόλυτα. Η μουσική είναι όντως η γλώσσα της ψυχής της Μαρίας Θηρεσίας, που ζει στη Βιέννη του 18ου αιώνα. Η κοπέλα είναι από τα τρία της χρόνια τυφλή – απλά ξύπνησε ένα πρωί και δεν μπορούσε πια να δει, κι αυτή ήταν η πρώτη της ανάμνηση: «Μια ανάμνηση απώλειας και φόβου». Στερημένη από τόσο νωρίς από μια από τις πλέον σημαντικές αισθήσεις η Μαρία Θηρεσία παραδόθηκε με όλο της το είναι στο μεγάλο της πάθος, το μοναδικό, το πιάνο, που «είναι ένα ημερολόγιο γεμάτο με συναισθήματα τα οποία αρνείται να μοιραστεί με οποιοδήποτε».
     Όσο μεγαλώνει η κοπέλα, τόσο μεγαλώνει και το ταλέντο της, και τόσο και πληθαίνουν τα προβλήματα στο σπίτι, καθώς οι γονείς της τσακώνονται όλη την ώρα, λες και δεν έχουν τίποτα κοινό εκτός από κείνην – εκείνην που ζει μια λίγο πολύ άνετη ζωή και που έχει αποκτήσει φήμη, αλλά κι η οποία πολύ υποφέρει. Από τη μια είναι οι οδυνηρές θεραπείες στις οποίες υπόκειται, με την οικονομική στήριξη της αυτοκράτειρας, που υπηρετεί σαν γραμματέας ο πατέρας της, και οι οποίες δεν φέρνουν κανένα απολύτως αποτέλεσμα, κι από την άλλη είναι η μοναξιά και η μελαγχολία της. Όλα δείχνουν ότι θα ζήσει και θα πεθάνει μόνη, γι’ αυτό και έχει πείσει τον εαυτό της ότι: «Η όραση δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση η οποία αναγκάζει τις υπόλοιπες αισθήσεις να παραστρατούν».
     Τα πράγματα ωστόσο θα αλλάξουν όταν θα την προσέξει και θα εκδηλώσει το ενδιαφέρον του γι’ αυτήν ο Φραντζ Αντόν Μεσμέρ, μουσικός, επιστήμονας, διανοούμενος, θεραπευτής και, κατά πολλούς, τσαρλατάνος. Ο Μεσμέρ, θα πείσει την κοπέλα ότι μπορεί να τη γιατρέψει, χρησιμοποιώντας κάποιες από τις καθόλα ανορθόδοξες και μη αποδεκτές από το ιατρικό κατεστημένο, μεθόδους του. Θα μετακομίσει λοιπόν, παρά τις επιφυλάξεις των γονιών της, στην έπαυλη όπου διατηρεί την κλινική του ο πρώτος, κι εκεί θα αρχίσει να υποβάλλεται σε μερικές όχι και τόσο οδυνηρές θεραπείες. Και σιγά σιγά η όρασή της θ’ αρχίσει όντως να επανέρχεται. Στην αρχή θα βλέπει σκιές, μετά σχήματα, μετά πρόσωπα και πράγματα, τα οποία θα μαθαίνει για πρώτη φορά λες στη ζωή της να αναγνωρίζει από την όψη τους. Προτού καλά καλά το καταλάβει ένας καινούριος θαυμαστός κόσμος θα ξεδιπλωθεί μπροστά της, αυτός της όρασης, κι ένας ακόμη, αυτός των ερωτικών συναισθημάτων. Θα ερωτευτεί τον άντρα που τη γιάτρεψε. Αυτοί οι δύο κόσμοι ωστόσο θα της στερήσουν αυτό που πιότερο αγαπά, αυτό που την κράτησε ζωντανή για τόσα χρόνια, το ταλέντο της. «Δεν είμαι τυφλή, αλλά δεν μπορώ να δω», λέει όταν αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί πια να παίξει μουσική. Όσο όμως περνάει ο καιρός τόσο θα ανοίγουν τα μάτια της και σε κάποιες άλλες πικρές αλήθειες: «Σε τι ωφελεί το να βλέπει κανείς, αν το μόνο που κάνει αυτό είναι το να σου ανοίγει τα μάτια στην αλήθεια της ανθρώπινης φύσης;» Τελικά κανείς δεν την αγαπά αρκετά, όχι όσο της αξίζει. Οι γονείς της ενδιαφέρονται περισσότερο για τα λεφτά κι εκείνος, ο σωτήρας και δήμιός της, για τη φήμη του. Θα συγκρουστεί και με τους μεν και με τον δε. Δεν θα γίνει για χατίρι τους ένα τέρας της φύσης. Όλα αυτά που έχει ζήσει της έχουν ανοίξει πια για τα καλά τα μέσα της μάτια και μ’ αυτά πλέον θα πορευτεί, χαράζοντας τη δική της πορεία στο χάρτη. Μια πορεία από την οποία δεν θα λείψει ο πόνος, αλλά που θα δικαιώσει τελικά τις επιλογές της – όσο ακραίες κι αν είναι αυτές.
     Μια καλογραμμένη νουβέλα που διαβάζεται σε μια καθισιά και έχει πολλά να πει στον αναγνώστη, κυρίως σε ό,τι αφορά την περιπέτεια του ανθρώπου.

Friday, February 24, 2012

Yukio Mishima – Thirst for Love


Ο άντρας της Ετσούκο, Ριοσούκε, πέθανε πρόσφατα από τυφώδη πυρετό, και δεν μπορεί στα σίγουρα να πει κατά πόσο νιώθει χαρούμενη ή λυπημένη, μια και ο μακαρίτης την απατούσε ασύστολα. Ακόμη και στην κηδεία του νιώθει να τα έχει χαμένα, να μην καταλαβαίνει στ’ αλήθεια γιατί είναι εκεί. Πήγε απλά και μόνο για να κάνει το καθήκον της ή, μήπως για να επιβεβαιώσει τις σκέψεις της στιγμής; «Δεν ήρθα για να αποτεφρώσω τον άντρα μου», αναλογιζόταν, «αλλά για να αποτεφρώσω τη ζήλεια μου». Μ' αυτό τον τρόπο αρχίζει να ξεδιπλώνεται ο μύθος στο Thirst for Love.
     Όπως και νάχει, ο άντρας της τώρα είναι πια νεκρός, κι αυτή έχει εγκαταλείψει τη μεγάλη πόλη, το Τόκιο και έχει μετακομίσει στην εξοχή, στην περιοχή της Οσάκα, όπου ζει με την οικογένεια του μακαρίτη. Ο πατριάρχης, Γιακίτσι Σουκιμότο, ένας ηλικιωμένος πια άντρας, νιώθει μεγάλη αδυναμία για τη χήρα, και δεν χάνει ευκαιρία να την έχει δίπλα του. Ενώ η γλώσσα του κόβει σαν ξυράφι όταν έχει να κάνει με τα άλλα μέλη της οικογένειας, εκείνης της συμπεριφέρεται σχεδόν πάντα με το γάντι. Το μόνο που δεν γνωρίζει ότι η Ετσούκο έχει ήδη χαρίσει την καρδιά της σε άλλον, στον νεαρό ρωμαλέο τους υπηρέτη, τον Σαμπούρο. Ο τελευταίος δεν είναι παρά ένας άνθρωπος της γης, ένα χωριατόπαιδο δεκαοκτώ μόλις χρόνων, και σαν τέτοιο δεν έτρεφε καμία ελπίδα ότι θα μπορούσε να βρεθεί στην αγκαλιά της, όπως κι εκείνη δεν έτρεφε καμία ψευδαίσθηση ότι θα βρισκόταν στη δικιά του. Ωστόσο η Ετσούκο «έβρισκε στη ματαιότητα των ελπίδων της κάποιες ιδιαίτερες έννοιες». Τι έννοιες ή ποια νοήματα ήταν αυτά μοναχά η ίδια μπορούσε να νιώσει, να καταλάβει.
     Η ζωή στην εξοχή, παρά τις αρχικές της επιφυλάξεις, τελικά της άρεσε. Πού και πού της έλειπαν οι μεγάλες λεωφόροι και ο θόρυβος της πόλης, αλλά έβρισκε κατευναστικές τις καθημερινές της ρουτίνες, την έκαναν να ξεχνιέται. Έκανε λοιπόν τις δουλειές του σπιτιού που της αναλογούσαν, καθόταν στο τραπέζι του φαγητού με το γέρο, το γιο του Κενσούκο και τη γυναίκα του Κιέκο, και την Ασάκο, ο άντρας της οποίας βρισκόταν κάπου στη Σιβηρία, και ονειρευόταν – σαν ρομαντικό κοριτσάκι ονειρευόταν.
     Όπως είναι φυσικό όμως από το σπιτικό δεν έλειπαν οι αντιπάθειες κι οι ζήλειες. Όλοι ζήλευαν για τον ένα ή τον άλλο λόγο την Ετσούκο, ενώ εκείνη ζήλευε τον Σαμπούρο, τον άντρα που μάλλον δεν θα μπορούσε ποτέ να κάνει δικό της, τον άντρα που κάποτε θα ένιωθε ότι την πρόδωσε, κι ας μην της ανήκε – αυτόν που σύντομα θα ένιωθε πόθο για μια γυναίκα, την οποία όμως δεν θα αγαπούσε.
     «Τα παρατεταμένα πάθη κάνουν τον άνθρωπο ηλίθιο», διαβάζουμε κάπου και η ηρωίδα μας κάποια στιγμή θα νιώσει ακριβώς έτσι. Θα νιώσει ηλίθια επειδή πίστεψε σε ένα όνειρο και σε κάποιες υποσχέσεις που ποτέ δεν δόθηκαν. Και σαν να μην έφτανε αυτό σύντομα θα έφτανε στο σημείο να προκαλέσει την απέχθεια ακόμη και στο Γιακίτσι, που θα δεν θα δίσταζε να την παρομοιάσει «με ένα όμορφο έκζεμα».
     Το τέλος της καλογραμμένης και γλυκόπικρης αυτής ιστορίας θα βρει τους ήρωές μας σε κάποια τραγικά της ζωής σταυροδρόμια. Κάποιοι θα επιλέξουν τα σωστά μονοπάτια και κάποιοι τα λανθασμένα. Αλλά η γη θα εξακολουθεί να γυρίζει και η ζωή να συνεχίζεται – με όλα τα μικρά ή και μεγαλύτερα δράματά της.

Thursday, February 23, 2012

Roberto Bolaño – Last Evenings on Earth


Τα βιβλία του Μπολάνιο είναι μια από τις σύγχρονες μανίες μου. Από τον καιρό που τον ανακάλυψα τον αναζητώ όλο και πιο πολύ. Και με εξαίρεση το γιγαντιαίο 2666, με το οποίο παλεύω ακόμα, όσα έργα του έπεσαν στα χέρια μου τα καταβρόχθισα. Πολλοί τον χαρακτηρίζουν απόγονο του Μπόρχες, αλλά προσωπικά διαφωνώ, αφού κατά την ταπεινή μου άποψη είναι καλύτερος από τον προπάτορα, κι ας τον θυμίζει πού και πού.
     Οι τελευταίες νύχτες στη γη είναι μια συλλογή με δεκατρείς ιστορίες και ένα σημείωμα. Ιστορίες που, όπως και στα υπόλοιπα έργα του συγγραφέα, μοιάζουν αυτοβιογραφικές. Βασικός πρωταγωνιστής ή αφηγητής σ’ αυτές είναι ο Μπ., συντομογραφία του Μπελανό (Αρτούρο), τον οποίο συναντήσαμε και στα άλλα βιβλία. Οι ιστορίες που μας αφηγείται είναι κάπως λυπημένες, μοιάζουν πνιγμένες στη μελαγχολία του μετανάστη, ξεχειλίζουν από τη νοσταλγία του νομάδα.
     Όσο για τους ήρωες, κι αυτοί μας φαίνονται σαν γνώριμοι από παλιά: συγγραφείς, ποιητές, ζωγράφοι, άνθρωποι που παίρνουν ζωή από την τέχνη και που μερικές φορές εξαρτώνται απόλυτα από αυτή. Τα τοπία, κι αυτά γνωστά: η πόλη του Μεξικού κι η Βαρκελώνη, μαζί με κάποια περάσματα από τη μεξικανική επαρχία και τη γαλλική εξοχή, το Παρίσι και τις Βρυξέλλες και το Ακαπούλκο.
     Αν είναι κάτι που στοιχειώνει τους πρωταγωνιστές του Μπολάνιο είναι το παρελθόν. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς είτε τρέχουν να ξεφύγουν απ’ αυτό, είτε ψάχνουν να βρουν σ’ αυτό τις απαντήσεις στα υπαρξιακά τους ερωτήματα. Κάποιοι πάσχουν κι από μια θανάσιμη πάθηση, αυτή του ανικανοποίητου. Κτίζουν και γκρεμίζουν τις ζωές τους ξανά και ξανά, αλλάζουν τόπους, συνήθειες, ακόμη κι ανθρώπους, αλλά ποτέ δεν μπορούν να νιώσουν στ’ αλήθεια ευτυχισμένοι. Κάποια φυσήματα χαράς τους χαϊδεύουν κάθε τόσο τις αισθήσεις, αλλά αυτά δεν κρατάνε για πολύ. Η ανάγκη του δρόμου, το κάλεσμα της φυγής, τους ορίζει τις ζωές. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Ανν Μουρ, μιας κοπελίτσας από το Σικάγο, που μεγάλωσε στη Μοντάνα, πήγε για σπουδές στο Σαν Φρανσίσκο, ταξίδεψε στο Μεξικό και στην Ισπανία, παντρεύτηκε κι εγκαταστάθηκε στο Σιάτλ, προτού το εγκαταλείψει κι αυτό, και η οποία ίσως ακόμη να κόβει βόλτες στις γειτονιές του κόσμου. Όσο περιπετειώδης κι αν υπήρξε η ζωή της, άλλο τόσο κενό υπήρξε το μέσα της, το οποίο για χρόνια και χρόνια προσπαθούσε με κάποιο τρόπο να γεμίσει.
     Μεγάλο είναι το κενό που νιώθει μέσα του κι ο αφηγητής. Όταν, κάποια φορά, ακολουθεί τον πατέρα του σ’ ένα ταξίδι στο Ακαπούλκο, αντιλαμβάνεται πόσο διαφορετικός είναι από τους άλλους ανθρώπους. Όπως του λέει και ο τελευταίος: «Είσαι καλλιτέχνης κι εγώ είμαι εργάτης». Ο πατέρας του μοιάζει να καταλαβαίνει τη φύση του καλύτερα κι από τον ίδιο. Μια φύση που θα τον οδηγήσει ν’ αναζητήσει δουλειά σ’ ένα εργαστήρι γραφής στη μέση του πουθενά, όπου θα γνωρίσει μια λίγο πολύ απελπισμένη γυναίκα, που θα τον αναγκάσει ν’ ακολουθήσει τ’ αχνάρια ενός μείζονα σουρεαλιστή ποιητή, που χάθηκε από προσώπου γης στη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, που θα τον φέρει σε σύγκρουση μ’ έναν άντρα που κάποτε θα χάσει τα λογικά του και θα προσπαθήσει να σκοτώσει τη γυναίκα, κι ο οποίος στη συνέχεια θα βάλει τέλος στη ζωή του και που θα τον κάνει να επισκεφτεί κάποιο φίλο του οδοντίατρο σε μια πόλη μακρινή, με τον οποίο θα ξοδέψει κάποιες ποιοτικές και ποιητικές ώρες, διαβάζοντας τα λογοτεχνικά κείμενα ενός πάμφτωχου αγοριού δεκάξι χρόνων.
     Όσοι έχουν ήδη γνωρίσει τον ξεχωριστό κόσμο του συγγραφέα σίγουρα θ’ απολαύσουν αυτές τις ιστορίες, παρά τη μελαγχολία που βγάζουν. Ο Μπολάνιο δεν μοιάζει να ενδιαφέρεται και τόσο να ψυχαγωγήσει τον αναγνώστη όσο να του προσφέρει τροφή για σκέψη. Ίσως κάποια απ’ αυτά τα διηγήματα να μοιάζουν ξεκάρφωτα ή και άνισα, ωστόσο ο προσεκτικός παρατηρητής θα προσέξει ότι στα πλείστα απ’ αυτά ο συγγραφέας απλά πειραματίζεται. Η γλώσσα του άλλοτε γίνεται ποιητική και άλλοτε απλά ξερά περιγραφική. Τα κείμενα πού και πού είναι λιτά και άλλοτε ξεχειλίζουν από λέξεις και συναισθήματα. Δεν γνωρίζω κατά πόσο τα διηγήματα γράφτηκαν πριν από τα μυθιστορήματα, αλλά πιστεύω ότι έτσι έχουν τα πράγματα, καθώς διαβάζοντάς τα είχα την αίσθηση ότι έριχνα μικρές ματιές στον Μπολάνιο του αύριο.
     Συστήνεται.


Παρουσιάσεις βιβλίων του ιδίου:

Amulet
Antwerp
Μακρινό Αστέρι
Οι Άγριοι Ντετέκτιβ

Wednesday, February 22, 2012

Τα βιβλία των Όσκαρ

Φέτος (ή μάλλον πέρσι), θα μπορούσε να πει κανείς, ότι είναι (ήταν) η καλύτερη χρονιά σε ό,τι αφορά (αφορούσε) τη σχέση βιβλίου και μεγάλης οθόνης. Περισσότερα από ποτέ βιβλία διασκευάστηκαν για τον κινηματογράφο, τα οποία όχι μόνο σημείωσαν εμπορική επιτυχία, αλλά μάζεψαν και τις υποψηφιότητες για Όσκαρ τη μια μετά από την άλλη.
     Για πρώτη φορά στην ιστορία του θεσμού, αν δεν κάνω λάθος, η μεγάλη πλειοψηφία των υποψήφιων για το βραβείο -καλύτερης ταινίας- τίτλων βασίζεται σε λογοτεχνικά και μη έργα: πιο συγκεκριμένα οι έξη από αυτές. Πιο κάτω σας δίνω την περίληψη του κάθε βιβλίου με τους αναγκαίους συνδέσμους τόσο γι’ αυτά όσο και για τις ταινίες. Να σημειώσω ότι η τελετή της απονομής θα πραγματοποιηθεί τα ξημερώματα Δευτέρας, 27 Φεβρουαρίου.


The Help – Βασισμένη στο βιβλίο της Kathryn Stockett. Η ιστορία καταπιάνεται με την καθημερινότητα κάποιων αφροαμερικανών καμαριέρων, που εργάζονταν στα σπίτια πλούσιων λευκών στο Τζάκσον του Μισσισσιππή, στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1960. Απέσπασε διθυραμβικές κριτικές όταν πρωτοκυκλοφόρησε, οι οποίες εστίασαν τόσο στην ανθρώπινη ματιά της συγγραφέως, όσο στο πώς χειρίστηκε μια τόσο ευαίσθητη πτυχή της αμερικανικής ιστορίας. Σημείωσε και σημειώνει ακόμη, λόγω της ταινίας φυσικά, μεγάλη εμπορική επιτυχία. 



War Horse – Βασισμένη στο παιδικό βιβλίο του Michael Morpurgo. Υποθέτω ότι ο τίτλος λέει πολλά, αλλά δεν τα λέει όλα. Ο Τζόι είναι το αγαπημένο άλογο του νεαρού Άλμπερτ, το οποίο πωλείται στο ιππικό για να χρησιμοποιηθεί στα πεδία των μαχών του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου. Ο καβαλάρης του, ο λοχαγός Νίκολς, σκοτώνεται στη διάρκεια μιας αιματηρής σύγκρουσης και το άλογο ξεμένει μόνο στη νεκρή ζώνη. Ο Άλμπερτ, αποφασισμένος να φέρει τον Τζόι και πάλι κοντά του, βάζει πλώρη για τη Γαλλία σε μια επικίνδυνη αποστολή αναζήτησης και σωτηρίας.

Moneyball – Βασισμένη στο βιβλίο του Michael Lewis. Με ένα από τα πλέον αγαπημένα σπορ των αμερικανών, το μπέιζμπολ, καταπιάνεται αυτή η ιστορία. Μιλά για την ομάδα των Oakland Athletics και πιο συγκεκριμένα για τον προπονητή της Billy Beane, που χρησιμοποιώντας επιστημονικές σχεδόν μεθόδους ανάλυσης του παιχνιδιού, κατάφερε να δημιουργήσει ένα αξιόμαχο σύνολο, παρά τον περιορισμένο προϋπολογισμό, που υπό κανονικές περιστάσεις θα στέκονταν εμπόδιο στα σχέδιά του. Όταν ο αθλητισμός μπαίνει σε ξένα χωράφια για να δικαιώσει την ύπαρξή του και τα καταφέρνει.



The Descedants – Βασισμένη στο πρώτο βιβλίο της Kaui Hart Hemmings. Η Τζοάνι Κινγκ πεθαίνει στη διάρκεια ενός ατυχήματος στη θάλασσα και τα εναπομείναντα μέλη της οικογένειας, απόγονοι μιας αριστοκρατικής οικογένειας από τη Χαβάη, μαζεύονται για να θρηνήσουν το θάνατό της. Αφήνει πίσω τον άντρα της, Μάθιου, την ατίθαση δεκάχρονη κόρη της, Σκότι και την εθισμένη στα ναρκωτικά, αλλά σε περίοδο αποτοξίνωσης μεγάλη της κόρη, Άλεξ. Και έναν εραστή. Αυτόν ακριβώς τον άντρα είναι που θα αναζητήσει η οικογένεια των Κινγκ, όχι για να ζητήσει εξηγήσεις ή για να τον εκδικηθεί, αλλά απλά και μόνο για να του μεταφέρει τα κακά μαντάτα. Στη διάρκεια του ταξιδιού θα συμβούν πολλά και διάφορα που θα φέρουν πατέρα και κόρες πιο κοντά.


Hugo – Βασισμένη στο βιβλίο του Brian Selznick “The Invention of Hugo Cabret”. Ο ορφανός, ωρολογοποιός και κλεφτάκος, Ουγκώ, έχει σαν σπίτι του τους τοίχους ενός πολυάσχολου σιδηροδρομικού σταθμού στο Παρίσι. Ο κίνδυνος δεν λείπει ποτέ από την καθημερινότητά του και για να επιβιώσει το ξέρει πολύ καλά ότι πρέπει να κρατήσει τα προσωπικά του μυστικά κρυμμένα. Το μόνο που κάποια μέρα θα συναντήσει ένα εκκεντρικό και βιβλιοφάγο κορίτσι και τον ιδιόρρυθμο ιδιοκτήτη ενός μαγαζιού με παιχνίδια και όλες οι σταθερές του θα ανατραπούν. Και τότε η μεγαλύτερη της ζωής του περιπέτεια θα αρχίσει.


Extremely Loud and Incredibly Close – Βασισμένη στο γνωστό βιβλίο του Jonathan Safran Foer. Ο εννιάχρονος Όσκαρ Σιελ δεν είναι ένα συνηθισμένο παιδί. Βασικά, αν δεν ήξερε κανείς την ηλικία του ή αν δεν τον έβλεπε, θα μπορούσε να τον πάρει για ενήλικα. Κι αυτό επειδή έχει τουλάχιστον παράξενα χόμπι ή συνήθειες: είναι εφευρέτης, εντομολόγος, εξερευνητής, ντετέκτιβ, χορτοφάγος, φιλειρηνικός, ρομαντικός και άλλα πολλά. Όταν ο πατέρας του σκοτώνεται στη διάρκεια των επιθέσεων στους δίδυμους πύργους της Νέας Υόρκης, ο Όσκαρ ξεκινά ένα ταξίδι αναζήτησης προσπαθώντας να λύσει ένα γρίφο που άφησε πίσω του ο πρώτος. Ένα ταξίδι που θα τον βοηθήσει να συμφιλιωθεί με τη νέα του πραγματικότητα.

Οι υπόλοιπες υποψήφιες ταινίες είναι:

The Artist του Michel Hazanavicious
Midnight in Paris του Woody Allen και
The Tree of Life του Terrence Malick


Tuesday, February 21, 2012

Gianni Rodari – Lamberto, Lamberto, Lamberto


Το Lamberto, Lamberto, Lamberto ένα από εκείνα τα βιβλία που όσα χρόνια κι αν περάσουν θα εξακολουθήσουν να διαβάζονται από το αναγνωστικό κοινό με την ίδια ευχαρίστηση. Κι αυτό επειδή είναι καλογραμμένο. Κι αυτό επειδή το θέμα του είναι διαχρονικό και πιασάρικο. Κι αυτό επειδή είναι γραμμένο από ένα ιταλό συγγραφέα που ξέρει πολύ καλά τι κάνει. Ή μάλλον τι έκανε, αφού πρωτοκυκλοφόρησε τη δεκαετία του εβδομήντα. Η ανά χείρας έκδοση βγήκε στις ΗΠΑ προς τα τέλη του περασμένου χρόνου.
     Εδώ έχουμε την ιστορία του βαρόνου Λαμπέρτο. Ο βαρόνος, στα 93 του χρόνια, είναι πολύ πολύ πλούσιος και το ίδιο άρρωστος. Είναι ιδιοκτήτης 24 τραπεζών και διαθέτει 24 ασθένειες. Εδώ και χρόνια ζει απομονωμένος, έχοντας σαν μοναδική του συντροφιά τον πιστό του μπάτλερ, Ανσέλμο, στην έπαυλή του στο νησάκι του Σαν Τζούλιο, που βρίσκεται στο κέντρο της λίμνης Όρτα στον ιταλικό βορρά.
     Ο βαρόνος, παρά τα χρονάκια του, μπορεί ακόμη και ταξιδεύει, έτσι με το που πιάνει το κρύο στην πατρίδα του καταφεύγει στην Αίγυπτο, σε ένα από τα πολλά σπίτια που διαθέτει στο εξωτερικό. Εκεί ζεσταίνεται λίγο το γέρικό του κοκαλάκι. Το μόνο που αυτή τη φορά τα πράγματα είναι διαφορετικά. Κι αυτό επειδή προτού καλά καλά πατήσει το πόδι του στις όχθες του Νείλου, θ’ αποφασίσει μετά την τυχαία συνάντησή του μ’ ένα σοφό φακίρη, να επιστρέψει εσπευσμένα στη βάση του. Φτάνοντας εκεί κι ακολουθώντας πιστά τη συμβουλή του τελευταίου θα προσλάβει έξη άτομα, τρεις άντρες και τρεις γυναίκες, που θα έχουν αποκλειστικά και μόνο μία δουλειά: να προφέρουν το όνομά του. Τους εγκαθιστά λοιπόν στη σοφίτα, όπου τους παρέχει την κάθε ευκολία: φαγητό, ποτό, κάποιες ανέσεις, κι εκείνοι πιάνουν αμέσως δουλειά. Λαμπέρτο, Λαμπέρτο, Λαμπέρτο, λένε όλη μέρα κι όλη νύχτα, κρατώντας βάρδιες, κι αυτός τους ακούει όποτε θέλει κι απ’ όπου κι αν βρίσκεται, αφού έχει εγκαταστήσει μεγάφωνα σε όλο το σπίτι. Τους έξη τους τρώει η περιέργεια για το ρόλο που τους έχει ανατεθεί, αλλά τελικά νιώθουν ότι δεν τους πέφτει λόγος. Τα λεφτά είναι καλά, η δουλειά δεν είναι κουραστική και περνάνε μια χαρά. Τι άλλο να ζητήσει κανείς;
     Ο Ανσέλμο, που σύμφωνα με το αφεντικό του είναι «ένας λόγιος της ανθρώπινης κατάστασης», αρχίζει να παρατηρεί σιγά σιγά κάποιες αλλαγές στην εμφάνιση του βαρόνου. Τα μαλλιά του φυτρώνουν ξανά, οι ρυτίδες η μια μετά την άλλη εξαφανίζονται. Προτού περάσει και πολύς καιρός ο άντρας ξανανιώνει. Ωστόσο κάποιος τον θέλει νεκρό – το συντομότερο δυνατόν. Κι αυτός δεν είναι άλλος από το μοναδικό του ανιψιό και κληρονόμο Οττάβιο, που έχει δημιουργήσει χρέη και δεν μπορεί πια να χαρεί τη ζωή του. Όταν καταφθάνει λοιπόν εκεί και βλέπει τον θείο του ξανανιωμένο, τα χάνει. Σύντομα όμως αποφασίζει να πάρει τα πράγματα στα χέρια του. Αφού ο γέρος δεν λέει να τα τινάξει θα τον βοηθήσει αυτός. Το μόνο που δεν θα προλάβει να πραγματοποιήσει τα σχέδιά του, αφού σύντομα θα καταλάβει το νησί η συμμορία των 24-Λ, που θα πιάσει το βαρόνο όμηρο προκαλώντας, έκρηξη του τουρισμού στην απέναντι όχθη. Τα γεγονότα που ακολουθούν μοιάζουν λίγο πολύ με ριάλιτι σώου και προκαλούν πολλά χαμόγελα στο σύγχρονο αναγνώστη, καθώς θέλοντας και μη αυτά που βλέπει να διαδραματίζονται στις σελίδες του θυμίζουν το σήμερα. Η μια ξεκαρδιστική κατάσταση διαδέχεται την άλλη, οι ανατροπές δίνουν και παίρνουν και το χιούμορ και η ειρωνεία χτυπούν τα ρέστα τους. Ο συγγραφέας πιάνοντας ένα θέμα που ανέκαθεν απασχολούσε την ανθρωπότητα, την αναζήτηση δηλαδή της αιώνιας νιότης, φτιάχνει μια φάρσα, που ωστόσο κρύβει μέσα της και κάποια μηνύματα: για την απληστία, για τα όνειρα που δεν γίνονται πραγματικότητα, για τις λάθος ζωές που συνήθως ζούμε.
     Όσο για το τέλος, αυτό το αφήνει ανοικτό. Όπως λέει, εναπόκειται στον καθένα από εμάς το πώς θα τελειώσει αυτή η ιστορία. Απλά απολαυστικό.

Monday, February 20, 2012

Kyung-sook Shin – Please Look After Mom


Αριστούργημα! Κι εδώ, μ’ αυτή τη λέξη, θα μπορούσα να κλείσω την παρουσίαση. Χωρίς υπερβολή. Αν το 2011 υπήρξε ένα βιβλίο που με έκανε να νιώσω πολύ λίγος σαν συγγραφέας ήταν το On Canaan’s Side του Σεμπάστιαν Μπάρι. Το 2012, ένιωσα το ίδιο διαβάζοντας το Please Look After Mom της κορεάτισας Kyung-sook Shin. Αυτό είναι ένα από εκείνα τα βιβλία που έχουν τόσες πολλές χάρες, ώστε καθηλώνουν απόλυτα τον αναγνώστη τόσο με το θέμα όσο και με τη γραφή τους. Μια γραφή λυρική, σχεδόν ποιητική, απόλυτα νοσταλγική και μελαγχολική, κι αυτές ακριβώς είναι οι ομοιότητες με τον Μπάρι.
     Όλα αρχίζουν όταν μια ηλικιωμένη γυναίκα ονόματι Παρκ Σο-νίο, εξαφανίζεται από το σιδηροδρομικό σταθμό της Σεούλ. Είχε μόλις φτάσει εκεί με τον άντρα της, με τον οποίο θα έπαιρναν το Μετρό για να πάνε στο σπίτι ενός απ’ τα παιδιά τους. Εκείνος μπήκε στο συρμό, εκείνη όχι, και όταν επέστρεψε στο σταθμό για να τη βρει είχε πια χαθεί. Τι συνέβηκε; Και γιατί τους έκανε αυτό; Ή μήπως…
     Μ’ αυτά τα μήπως πορευόμαστε στη μεγαλύτερη διάρκεια της ιστορίας, την οποία αφηγείται στο δεύτερο πρόσωπο ένας πανόπτης αφηγητής. Στο επίκεντρό της, όπως θα περίμενε κανείς, είναι η γυναίκα, αλλά και δύο από τα πέντε παιδιά της και ο άντρας της. Όλοι, εκτός από εκείνη φυσικά, νιώθουν ένοχοι γι’ αυτό που συνέβη, και με το δίκιο τους, αφού πάντα την έπαιρναν σαν κάτι το δεδομένο («Η μαμά είναι η μαμά», σκέφτονταν), μια σταθερά στη ζωή τους και δεν περίμεναν ποτέ να τη χάσουν, έτσι απλά.
     Μέσα από τις αναμνήσεις της κόρης της, Σι-χον και του γιου της, Χιόνγκ-σολ, μαθαίνουμε πολλά πράγματα για τη γυναίκα και μέσα από αυτές και οι ίδιοι την ανακαλύπτουν ξανά, ή μάλλον την ανακαλύπτουν για πρώτη φορά. Αντιλαμβάνονται επιτέλους ότι αυτή η συνηθισμένη, αγράμματη γυναίκα, τους έδωσε τα πάντα, ότι ουσιαστικά θυσίασε τη ζωή της, ώστε αυτοί να έχουν την ευκαιρία να ζήσουν ευτυχισμένοι. Για κείνους συνέχισε να ζει μ’ ένα μπεκρή, άπιστο και ανεπρόκοπο άντρα. Για κείνους πούλησε τη μοναδική της περιουσία. Για τη μόρφωσή τους κίνησε ουρανό και γη. «Έζησα στο σκοτάδι, δίχως αχτίδα φωτός, ολόκληρή μου τη ζωή…». Το σκοτάδι γι’ αυτήν ήταν η αγραμματοσύνη της. Η αγραμματοσύνη της ήταν το μυστικό της, αλλά όχι το μοναδικό μυστικό. Όσο προχωρά η αφήγηση τόσο πιο πολλά μαθαίνουμε γι’ αυτήν και τόσο περισσότερο μας εκπλήσσει. Κι αυτό γιατί σιγά σιγά ανακαλύπτουμε ότι δεν πρόκειται για μία ακόμη συνηθισμένη γυναίκα, αλλά για μια γυναίκα-βράχο, μια γυναίκα-κουράγιο και αποκούμπι. Μια γυναίκα, που κάποτε δεν δίστασε να βοηθήσει κάποιον πιο φτωχό απ’ αυτήν, κι ο οποίος λίγο πριν έκλεψε το φαγητό των παιδιών της. Μια γυναίκα που δεν είχε πολλά, αλλά τάιζε κάποια πιτσιρίκια της γειτονιάς, που δεν είχε χρόνο για τον εαυτό της, αλλά διέθετε αρκετό για τα παιδιά ενός ορφανοτροφείου, που έκτισε με τον ιδρώτα και το πείσμα της των απογόνων τις ζωές, χωρίς να της αναγνωριστεί ποτέ αυτό. Μέχρι τώρα. Τώρα που έχει πια χαθεί, σαν «ένα πλάσμα που υπήρξε μόνο μέσα σ’ ένα όνειρο». Τώρα που τα μυστικά της βγαίνουν στο φως.
     Η συγγραφέας δεν μας χαρίζει απλά μια εξαιρετική ιστορία, αλλά καταφέρνει και μιλά άμεσα στις ψυχές μας. Μοιάζει να θέλει να μας πει: «Ξυπνάτε. Ρίξτε μια ματιά στη ζωή και στους ανθρώπους γύρω σας. Αναγνωρίστε ποιοι είστε και σε ποιον το οφείλετε αυτό».
     Η ιστορία της Παρκ Σο-νίο, θα μπορούσε να είναι η ιστορία κάθε καλής μάνας. Ωστόσο το βιβλίο της Kyung-sook Shin δεν μοιάζει με κάθε άλλο βιβλίο. Είναι τόσο βαθιά ανθρώπινο, τόσο αληθινό, που χαρακώνει τις ψυχές και που τις ανυψώνει. Διαθέτει μια γλυκιά μελαγχολία. Και είναι ένα από τα καλύτερα βιβλία που έχω διαβάσει τα τελευταία χρόνια. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε το γεγονός ότι πώλησε περισσότερα από ένα εκατομμύριο αντίτυπα στην Κορέα, ενώ έχουν αγοραστεί τα δικαιώματα ώστε να μεταφραστεί σε περισσότερες από είκοσι γλώσσες. Δεν ξέρω αν έχει βγει ή αν θα βγει στην Ελλάδα. Εκείνο που μπορώ στα σίγουρα να πω είναι ότι τούτο το ανάγνωσμα με έχει σημαδέψει. Και μόνο λίγα το έχουν καταφέρει αυτό.

Saturday, February 18, 2012

Βιβλιο...νέα


Οι του ΕΚΕΜΕΛ δεν μπορούν να αποφασίσουν κατά πόσο κλείνει το έρμο ή όχι. Τη μια η Κατερίνα Σχινά λέει ότι κλείνει και γι' αυτό κίνησε για άλλο μαγαζί, την άλλη η Ελένη Ζέρβα λέει ότι υπάρχει ακόμη ελπίδα και βγάζει ανακοίνωση με την οποία λίγο-πολύ επιτίθεται στην πρώτη. Στην Ελλάδα δυστυχώς κάποια πράγματα, όπως η διχόνοια, δεν αλλάζουν ποτέ.

Όπως διαβάζουμε στον Ηλεκτρονικό Αναγνώστη τώρα μπορούμε να φτιάξουμε ebooks και κανονικά βιβλία χρησιμοποιώντας μια δωρεάν υπηρεσία του wordpress. Για να μάθετε λεπτομέρειες ακολουθείστε αυτό τον σύνδεσμο...

Οι μετοχές του Τζο Νέσμπο στις ΗΠΑ όλο και ανεβαίνουν και αυτή την εποχή βρίσκεται σε τουρνέ εκεί. Διαβάστε την ενδιαφέρουσα συνέντευξη που παραχώρησε στο καλό ηλεκτρονικό λογοτεχνικό περιοδικό The Millions.

Στις 23 Απριλίου θα γιορταστεί η Παγκόσμια Νύχτα Βιβλίου... αλλού. Στο Λονδίνο θα δοθούν δωρεάν ένα εκατομμύριο αντίτυπα στους αναγνώστες, τα οποία αν και παλιά, θα κυκλοφορήσουν σε νέα έκδοση ειδικά γι' αυτή τη μέρα. Στο τέλος κάθε βιβλίου θα περιλαμβάνονται και τα πρώτα κεφάλαια από ένα έργο κάποιου άλλου συγγραφέα, κατ' επιλογή αυτών που συμμετέχουν. Περισσότερα στον Γκάρντιαν. Την ίδια μέρα στην Αθήνα, προς τιμή της επετείου, θα πολτοποιηθούν δύο εκατομμύρια τόμοι και θα καούν τριαντά τρία και μισό από τα εναπομείναντα βιβλιοπωλεία... Μαύρο χιούμορ;

Ανακάλυψη της εβδομάδας: Crime Always Pays. Ένα μπλογκ για τους φίλους της αστυνομικής λογοτεχνίας στα αγγλικά. Με την ευκαιρία θα ήθελα να σας ενημερώσω ότι πρόσφατα πρόσθεσα τουλάχιστον πενήντα νέες βιβλιοφιλικές διευθύνσεις στο μπλογκ-ρολ και στους σύνδεσμους.

Friday, February 17, 2012

Lars Iyer – Dogma


Το Dogma, σε αντίθεση με το πρώτο μυθιστόρημα του συγγραφέα το Spurious, δίχασε τους κριτικούς. Ενώ το ένα χαιρετίστηκε από τη συντριπτική πλειοψηφία σαν αριστούργημα, το άλλο πήρε και θετικά αλλά και αρνητικά σχόλια. Όταν όμως διαβάζω ότι το Dogma δεν πιάνει μία μπροστά στο Spurious, τότε η περιέργειά μου κεντρίζεται (ή ίσως και να σουβλίζεται, δεν ξέρω). Κι αυτό επειδή για μένα το ανά χείρας βιβλίο είναι καθαρό δεκάρι. Άψογο. Με φιλοσοφική διάθεση, περιπλανήσεις, εκκωφαντικό, αλλά και υποδόριο χιούμορ, αυτό είναι ένα από εκείνα τα μυθιστορήματα που φτάνοντας στο τέλος της ανάγνωσής τους κανείς μένει άφωνος και με ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη.
     Αν και το Dogma αποτελεί το δεύτερο μέρος μιας άτυπης τριλογίας που θα κλείσει τον ερχόμενο χρόνο με το Exodus, διαβάζεται άνετα χωρίς να ανατρέξει κανείς στον πρώτο τόμο.
     Οι βασικοί πρωταγωνιστές σ’ αυτή την ιστορία είναι δυο φίλοι: ο W. που είναι εβραίος και καθολικός άθεος, και ο Λαρς, ο οποίος είναι κάπως ινδουιστής. Ο πρώτος σκέφτεται πολύ, φιλοσοφεί τα πάντα, ετοιμάζει δύο μεγάλες εργασίες που θα καταπιάνονται με τον Καπιταλισμό και τη Θρησκεία -«Ο Καπιταλισμός είναι ο δίδυμος κακός αδελφός της θρησκείας», λέει- ενώ ο δεύτερος απλά ζει, ή μάλλον επιβιώνει στη σκιά του φίλου του. Θα λέγαμε ότι αυτοί οι δύο είναι ένα από τα πιο παράξενα ζευγάρια φίλων που συναντήσαμε ποτέ στην παγκόσμια λογοτεχνία. Είναι τόσο αντίθετοι που ίσως το μοναδικό πράγμα που φέρνει τον ένα κοντά στον άλλο, είναι το ότι κανείς άλλος δεν θα μπορούσε να τους ανεχτεί. Ο W. δεν σταματά να μιλά και να σκέφτεται ποτέ, συχνά πυκνά ειρωνεύεται τον Λαρς -«Είσαι μη σκεπτόμενος», του λέει- ρίχνει τις ατάκες τη μια μετά από την άλλη, θυμώνει, εξεγείρεται, παίρνει αποφάσεις της στιγμής, τις οποίες άλλοτε πραγματοποιεί και άλλοτε όχι, είναι δηλαδή ένας άνθρωπος της σκέψης, αλλά και της δράσης. Από την πλευρά του ο Λαρς, που έχει και το ρόλο του αφηγητή, μοιάζει να αποτελεί ένα δοχείο. Ακούει τον φίλο του, υπομένει τα καπρίτσια του, τον ακολουθεί σε κάθε περιπέτεια, μαθαίνει από αυτόν, και κάθε τόσο, όταν χρειάζεται, ανοίγει κι αυτός το στόμα του για να πει κάτι – κάτι για να επαναφέρει τη γαλήνη στην ψυχή του W., ιστορίες από την ινδουιστική μυθολογία και αποσπάσματα από τις Βέδες.
     Οι διάλογοι μεταξύ τους ή μάλλον οι μονόλογοι του W. είναι τουλάχιστον απολαυστικοί: «Ποτέ δεν πρέπει να μαθαίνουμε από τα λάθη μας», «(…οι αμερικανοί) βρίσκονται σε εκ των ένδον εξορία», «Πρέπει να διαβάζουμε αν θέλουμε να ζούμε», «Η φιλοσοφία είναι σαν ένας έρωτας χωρίς ανταπόκριση», «Πάντα να πλασάρεις τις ιδέες των άλλων σαν δικές σου», «Ίσως Λαρς να είναι το όνομα της ίδιας του της αποτυχίας», «Το Δόγμα πρέπει να είναι πάντοτε μεθυσμένο», «Μόνο οι απελπισμένοι μπορούν στ’ αλήθεια να καταλάβουν την καθημερινότητα».
     Ο W. μοιάζει με κάποιο προφήτη του τέλους. Όλο περιμένει το κακό, όποιο και να είναι αυτό, που θα ’ρθει και θα καταστρέψει τον κόσμο. Κι αυτό το νιώθει πιο έντονα παρά πουθενά αλλού στην Αμερική, όπου οι αδαείς ντόπιοι όχι μόνο δεν διαθέτουν προς πώληση Τζιν από το Πλύμουθ, αλλά έχουν κιόλας κατασκευάσει «τη Ντίσνεϊλαντ του Αρμαγεδδώνα». «Έφτασε η ώρα του θανάτου», λέει στο τέλος, «αλλά ο θάνατος δεν έρχεται». Κι ευτυχώς δηλαδή, αφού αν ερχόταν θα χάναμε την ευκαιρία να απολαύσουμε τη συνέχεια των περιπετειών του.
     Συστήνεται ανεπιφύλακτα σε κάθε φίλο της καλής λογοτεχνίας.
     Κυκλοφορεί στις ΗΠΑ στις 21 του μήνα.

Thursday, February 16, 2012

Colm Toibin – Brooklyn


Τα κυρίαρχα στοιχεία στο Brooklyn θα έλεγα ότι είναι η νοσταλγία, ο φόβος για το άγνωστο, η μοναξιά και η μελαγχολία. Ωστόσο δεν πρόκειται για ένα βιβλίο ψυχοπλακωτικό, είναι απλά μια ιστορία για κάποιους συνηθισμένους ανθρώπους, που θέλοντας και μη έρχονται αντιμέτωποι με κάποιες μεγάλες προκλήσεις στη ζωή. Κάποιοι τα βγάζουν πέρα και κάποιοι όχι. Κάποιοι προσαρμόζονται και κάποιοι καταποντίζονται. Και κάποιοι απλά αδυνατούν να δουν τον κόσμο όπως είναι, προτιμούν να ζουν σ’ αυτόν που έχουν φτιάξει μέσα στο κεφάλι τους.
     Βασική πρωταγωνίστρια εδώ είναι μια νεαρή γυναίκα που ακούει στο όνομα Έλις Λέισι. Η Έλις ζει με τη μητέρα της και την αδελφή της Ρόουζ στο Έννισκορθι της Ιρλανδίας, ενώ οι τρεις μεγαλύτεροι αδελφοί της έχουν μετακομίσει στο Μπέρμιγχαμ στην Αγγλία αναζητώντας μια καλύτερη τύχη. Η Έλις δεν έχει μεγάλα σχέδια για το μέλλον: θέλει απλά να συνεχίσει να ζει εκεί, να τελειώσει τα μαθήματα λογιστικής που κάνει, να βρει μια καλή δουλειά και κάποιον για να αγαπήσει και από τον οποίο να αγαπηθεί. Οι καλύτερές της φίλες, Νάνσι και Ανέτ, ούτε κι αυτές ονειρεύονται πολύ. Πατούν γερά στη γη και το μόνο που φαίνεται να ζητούν απ’ τη ζωή είναι ένα καλό γαμπρό. Το μόνο που η Έλις είναι πολύ πιο ξύπνια από εκείνες. Έτσι πολύ σύντομα θα βρει μια καλή, πλην κακοπληρωμένη δουλειά, που θα ανοίξει στα μάτια της νέες προοπτικές. Προοπτικές που λόγω της μικρής της πόλης θα παραμείνουν περιορισμένες. Όλοι πιστεύουν ότι της αξίζει μια καλύτερη ζωή, με πρώτη και καλύτερη την αδελφή της, Ρόουζ. Και αυτή ακριβώς είναι που θα διευθετήσει, μέσω ενός γνωστού της ιερωμένου, τη μετάβασή της στην Αμερική και στο Μπρούκλιν.
     Η Έλις στην αρχή δεν βρίσκει και τόσο ελκυστική την ιδέα του ξενιτεμού. Ωστόσο ο ενθουσιασμός της Ρόουζ και η παρότρυνση των υπόλοιπων κοντινών της ανθρώπων θα της δώσει κουράγιο. Θα κινήσει λοιπόν για τη μεγάλη περιπέτεια. Κι από τη μια στιγμή στην άλλη, θα έλεγε κανείς -αλλά μετά από ένα κουραστικό ταξίδι- θα βρεθεί από ένα χωριό στη μέση του πουθενά σε μια μητρόπολη στο κέντρο του κόσμου.
     Με τη βοήθεια του Πάτερ Φλαντ θα βρει αμέσως στέγη και θα προσληφθεί σ’ ένα πολυκατάστημα. Η προσαρμογή της όμως κάθε άλλο παρά εύκολη θα αποδειχτεί καθώς συνεχώς νιώθει ότι κάτι της λείπει: «Τίποτα εδώ δεν αποτελούσε κομμάτι της. Όλα ήταν λάθος, άδεια, σκεφτόταν». Όσο πιο απασχολημένη είναι τόσο το καλύτερο γι’ αυτή, έτσι όταν θ’ αρχίσει να παίρνει την κάτω βόλτα, ο καλός παπάς θα επέμβει και πάλι. Θα μεσολαβήσει ώστε να συνεχίσει τις σπουδές της από εκεί όπου της άφησε, ενώ θα την παροτρύνει να αρχίσει να βοηθά και στις δραστηριότητες της ενορίας. Είναι στη διάρκεια ακριβώς κάποιας απ’ αυτές τις δραστηριότητες, ενός χορού, που θα γνωρίσει τον Τόνι, έναν αμερικανό ιταλικής καταγωγής, που σιγά σιγά αλλά σταθερά θα την προσελκύσει στον κόσμο του και τον οποίο αργά ή γρήγορα θα ερωτευτεί. Η Έλις χάρη σ’ αυτόν θα νιώσει επιτέλους ότι ανήκει. Ένα τραγικό γεγονός ωστόσο θα την οδηγήσει και πάλι, έστω και προσωρινά πίσω στην Ιρλανδία, και τότε είναι που η ζωή θα της βάλει πραγματικά τα δύσκολα. Και τότε είναι που θα νιώσει ότι δεν ξέρει στ’ αλήθεια να πει τι είναι το σωστό και ποιο το λάθος.
     Ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα, που αν και διαδραματίζεται κατά το μεγαλύτερό του μέρος στο Μπρούκλιν, ξεχειλίζει από τη γνωστή πια ιρλανδική μελαγχολία. Μια μελαγχολία όμως τόσο όμορφα μετουσιωμένη στο κείμενο, που κάνει τον αναγνώστη να την αντιμετωπίζει σχεδόν χαμογελώντας. Συστήνεται ανεπιφύλακτα.

Wednesday, February 15, 2012

Έντγκαρ Άλαν Πόε - Αφιέρωμα


Η προσωπική τραγωδία ήταν, δυστυχώς, μια επαναλαμβανόμενη κατάσταση σ' ολόκληρη τη διάρκεια της ζωής του Πόε. Γεννημένος στη Βοστώνη το 1809 από γονείς ηθοποιούς, ποτέ δε γνώρισε τον πατέρα του Ντέιβιντ Πόε, που εγκατέλειψε τη μητέρα του κι εξαφανίστηκε λίγο μετά τη γέννηση του, για να πεθάνει στη Βιρτζίνια το 1810. Η μητέρα του, που υπέφερε από φυματίωση, πέθανε στο Ρίτσμοντ της Βιρτζίνια τον Δεκέμβρη του 1811, αφήνοντας ορφανούς τον Έντγκαρ, το μεγαλύτερο αδελφό του Ουίλιαμ-Χένρι και την ετεροθαλή αδελφή τους Ροζαλί. Η κυρία Φράνσις Άλαν από το Ρίτσμοντ έπεισε τον πλούσιο έμπορο σύζυγό της Τζον να πάρει στο σπίτι τους τον μικρό. Ήταν στο σπίτι τους που μεγάλωσε, κι εκεί δέχτηκε και τις πρώτες επιρροές του, που ήταν ιστορίες σκλάβων και παραμύθια ειπωμένα από καροτσέρηδες κι έμπορους της θάλασσας. Οι νεκροί κι οι ετοιμοθάνατοι πάντα όριζαν την ψυχοσύνθεση του. Σύμφωνα μάλιστα με μια ιστορία, όταν ήταν έξι χρόνων, κάποια μέρα καθώς περνούσε από το τοπικό νεκροταφείο ένιωσε να «καταλαμβάνεται από τον τρόμο», καθώς ήταν σίγουρος ότι τα πνεύματα των απέθαντων θα τον κυνηγούσαν. Το 1815, η οικογένεια πήγε στη Σκοτία και την Αγγλία, όπου έζησαν για πέντε χρόνια. Οι εμπειρίες από το σχολείο προσέθεσαν ακόμη περισσότερες επιδράσεις στη ζωή του. Επιστρέφοντας στο Ρίτσμοντ κι ενώ βρισκόταν στα πρώτα χρόνια της εφηβείας, άρχισε να γράφει ποίηση σε τακτικά χρονικά διαστήματα. Λίγο μετά συνάντησε και τον έρωτα στο πρόσωπο ενός κοριτσιού που άκουγε στο όνομα Ελμίρα, με την οποία και συνήψε δεσμό. Το 1826 τον έστειλαν στο πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια για να σπουδάσει νομικά. Ο πλούσιος πατριός του, με τον οποίο πάντα είχε μια τρικυμιώδη σχέση, του έδωσε 100 δολάρια για να καλύψει τα χρονιαία του έξοδα, τα οποία ξεπερνούσαν τα 450 δολάρια. Κάτω απ' αυτές τις συνθήκες ο νεαρός ποιητής σύντομα βρέθηκε χρεωμένος κι άρχισε να παίζει χαρτιά για να καλύψει τις ζημιές του. Και σαν να μην έφταναν αυτά, τα γράμματα της Ελμίρα προς αυτόν υποκλέπτονταν τόσο απ’ τους γονείς της όσο κι από τους δικούς του, με αποτέλεσμα η κοπέλα να μην πάρει ποτέ τις απαντήσεις που περίμενε, με αποτέλεσμα ν' αρραβωνιαστεί κάποιον άλλο τελικά. Μετά απ' αυτό, ο Έντγκαρ το 'ριξε στο ποτό. Οι αντιστάσεις του στο αλκοόλ ωστόσο ήταν αδύνατες και πολύ εύκολα γίνονταν βίαιος και παρανοϊκός όταν έπινε πολύ. Μέχρι το τέλος του χρόνου, ο Άλαν τον έβγαλε από το πανεπιστήμιο. Μετά από φοβερούς καυγάδες με τον πατριό του ο ποιητής εγκατέλειψε το σπίτι και έβαλε πλώρη για τη Βοστώνη. Το 1827 εξέδωσε το πρώτο του βιβλιαράκι με τίτλο, "Ο Ταμερλάνος & Άλλα Ποιήματα". Η φτώχεια, τον ίδιο χρόνο, τον οδηγεί στην απεγνωσμένη λύση της στράτευσης. Κατατάσσεται στα 18 του χρόνια σαν Έντγκαρ Α. Πέρι, αναφέροντας στην αίτησή του πως είναι 22 χρόνων. Το 1829, μετά το θάνατο της αγαπητής του μητριάς, κάνει αίτηση για εγγραφή στην στρατιωτική ακαδημία του West Point, έχοντας την υποστήριξη του πατριού του, αλλά και κάποιου αξιωματικού. Με το που βρέθηκε, όμως, στο West Point το 1830, βούλιαξε πάλι στα χρέη. Έμοιαζε επίσης να μην τον σηκώνει το κλίμα εκεί. Ήταν μεγαλύτερος από τους άλλους φοιτητές, πιο μορφωμένος και σωματικά πιο αδύνατος. Ενώ βρισκόταν στην ακαδημία, μελέτησε τους ρομαντικούς ποιητές: Byron, Shelley, Keats, Wordsworth και Coleridge κι άφησε να διαδοθεί η φήμη ότι ήταν εγγονός του Μπένετικτ 'Αρνολντ. Έχοντας βαρεθεί το West Point ως τις αρχές του 1831, αποφάσισε ν’ αρχίσει να παραμελεί τα καθήκοντά του για να τον διώξουνε. Το Γενάρη πέρασε στρατοδικείο για διάφορα παραπτώματα. Μετά την απόλυσή του, κατέληξε να ζει στη Βαλτιμόρη με την αδελφή του πατέρα του Μαρία Κλεμ (θεία Μάτι) και τη κόρη της Βιργινία. Εκεί, άρχισε να γράφει πεζά κείμενα. Την ίδια περίοδο, στα 1832, ανακάλυψε και το όπιο, ένα συνηθισμένο φάρμακο της εποχής, που ήτανε διεγερτικό κι είχε την ικανότητα να εξουδετερώνει πείνα και κρύο και να επεκτείνει την αίσθηση του χρόνου. Στη διάρκεια εκείνου του καλοκαιριού είχε δεθεί ερωτικά με τη Μαίρη Ντέβερο, αλλά ο δεσμός αυτός δεν κράτησε και πολύ, κυρίως λόγω της τρομακτικής συμπεριφοράς που εμφάνιζε κάθε φορά που βρισκόταν υπό την επιρροή αλκοόλ ή ναρκωτικών. Το 1833 κέρδισε ένα λογοτεχνικό βραβείο αξίας 50 δολαρίων από μιαν εφημερίδα της Βαλτιμόρης για την ιστορία του, "Μήνυμα Στο Μπουκάλι". Αυτό του έφερε πρώτη σημαντική αναγνώριση και φήμη τους τοπικούς λογοτεχνικούς κύκλους. Ο Τζον 'Αλαν πέθανε το 1834, αλλά δεν άφησε κάτι αξίας από την περιουσία του στο θετό του γιο που ποτέ δεν υιοθέτησε, και ο οποίος σύντομα πρόσθεσε και τη λήψη λάβδανου στις κακές του συνήθειες. Το 1835 επέστρεψε στο Ρίτσμοντ για να δουλέψει σαν συντάκτης στη Southern Literary Messenger. Τότε ήταν που παντρεύτηκε και τη 13χρονη ξαδέρφη του Βιργινία, πρώτα σε κρυφή τελετή και μετά σε δημόσια, που στο πιστοποιητικό της αναφερόταν ότι το κορίτσι ήταν 21 χρόνων. Μετά από διάφορες μετακομίσεις και δουλειές η μικρή οικογένεια των Έντγκαρ, Βιργινίας και Μάτι, κατέληξε στη Φιλαδέλφεια, όπου ο ποιητής έπιασε δουλειά στο Burton's Gentleman's Magazine. Ήτανε στη διάρκεια εκείνης της περιόδου που έγραψε μερικές από τις πιο γνωστές του ιστορίες μυστηρίου και φαντασίας. Τότε ήταν που άρχισε κιόλας να εκκολάπτεται μέσα του η ιδέα να ξεκινήσει ένα δικό του περιοδικό, το The Penn Magazine, το οποίο αργότερα μετονομάστηκε σε, The Stylus. Στη διάρκεια ενός δείπνου, το Γενάρη του 1842, ενώ η Βιργινία έπαιζε άρπα και τραγουδούσε, ξαφνικά κόπηκε η ανάσα της κι άρχισε να βήχει δυνατά και να φτύνει αίμα. Αυτό το γεγονός επιβεβαίωσε εκείνο που φοβόταν από καιρό: ότι υπέφερε από τη μυστηριώδη ασθένεια της φυματίωσης που του είχε ήδη στερήσει μητέρα και πατέρα. Η ανακάλυψη αυτή τον έριξε με πάθος στο ποτό. Στη διάρκεια του καλοκαιριού του 1842 κι ενώ η θεία Μάτι κρατούσε το σπιτικό όπως μπορούσε, ακόμη και δεχόμενη ελεημοσύνη, η κατάσταση της Βιργινίας υποτροπίασε. Ο Πόε, χαμένος στον κόσμο του, αναζήτησε τη νιόπαντρη Μαίρη Ντέβερο στη Νέα Υόρκη. Περίμενε έξω από τη πόρτα της μέχρι να γυρίσει σπίτι και με το που την είδε την κατηγόρησε ότι δεν αγαπούσε τον άντρα της. Μετά από λίγες μέρες, τον βρήκαν να περιπλανιέται στο δάσος, βρώμικος κι αναμαλλιασμένος. Λίγο καιρό μετά μπήκε σ' εφαρμογή ένα σχέδιο για να βρεθεί υποστήριξη για το σχεδιαζόμενο περιοδικό του, μέσω πολιτικών επαφών. Οι προσπάθειές του στη Φιλαδέλφεια απέτυχαν, αλλά το 1943 τον προσκάλεσαν για να δώσει μια διάλεξη στην Ουάσιγκτον και να συναντηθεί με τον πρόεδρο στο Λευκό Οίκο. Αυτή ήταν η πιο σημαντική ευκαιρία που 'χε ποτέ για να κάνει καλή εντύπωση και ν' αποκτήσει χρήσιμους συμμάχους. Αλλά, λίγες μόλις μέρες μετά την άφιξή του, πείστηκε να πιει ποτό στη διάρκεια ενός δείπνου. Αυτό οδήγησε σ' ακόμη περισσότερο ποτό. Τελικά, η διάλεξή του ακυρώθηκε κι όταν εμφανίστηκε στο Λευκό Οίκο, ήταν μεθυσμένος και έγινε ρεζίλι. Μ' όλες τις ελπίδες για στήριξη στο περιοδικό του διαλυμένες πια, επέστρεψε στη Φιλαδέλφεια. Παρακολουθώντας τη Βιργινία ν' αργοπεθαίνει αυξήθηκαν οι τάσεις του γι' αυτοκαταστροφή. Στο ποίημά του "Το Σκουλήκι Κατακτητής" (The Conqueror Worm), που γράφτηκε στη διάρκεια αυτής της σκοτεινής περιόδου, προβάλει την εικόνα ενός καταστροφικού σκουληκιού ή κάμπιας και την αποσύνθεση της ανθρωπότητας. Αν και απέκτησε αναγνώριση στους λογοτεχνικούς κύκλους, τίποτα δε θα μπορούσε να συγκριθεί με τη φήμη που απόκτησε με το που έκδωσε το 1845 "Το Κοράκι". Το ποίημα αυτό έγινε κάτι σαν εθνική ψύχωση μέσα σε λίγες βδομάδες κι ανατυπώθηκε σ' εφημερίδες και περιοδικά σ' ολάκερη τη χώρα, αλλά λόγω του ότι τότε δεν υπήρχε προστασία των πνευματικών δικαιωμάτων, όλες αυτές οι ανατυπώσεις δε του απέφεραν ούτε σεντ. Κι έτσι συνέχισε να ζει στην αιώνια φτώχεια του. Στο μεταξύ η κατάσταση της Βιργινίας συνέχισε να χειροτερεύει και το Γενάρη του 1847, στην ηλικία των 25 υπέκυψε στο μοιραίο. Το 1848, ο Έντγκαρ αρραβωνιάστηκε τη Σάρα-Έλεν Ουίτμαν, αλλά ο γάμος αναβλήθηκε δύο μέρες πριν τη τέλεσή του, καθώς ο Πόε, που 'χε υποσχεθεί να κόψει το ποτό, εντοπίστηκε να πίνει. Κάτω απ' αυτές τις συνθήκες επέστρεψε στο Ρίτσμοντ όπου συνάντησε τον έρωτα της πρώτης του νιότης την Ελμίρα, την οποία και αρραβωνιάστηκε. Ο γάμος ορίστηκε για τις 17 Οκτώβρη 1849. Τον Σεπτέμβρη αναχώρησε για να συναντήσει κάποιους φίλους και συγγενείς και να φροντίσει κάποιες δουλειές, ταξιδεύοντας προς τη Νέα Υόρκη μέσω Βαλτιμόρης και Φιλαδέλφειας. Δεν τα κατάφερε να πάει πιο μακριά από τη Βαλτιμόρη. Έφτασε εκεί μεθυσμένος και το μόνο που κατάφερε ήταν να χαθεί από προσώπου γης για πέντε μέρες. Όταν, τελικά, τον βρήκανε βρισκόταν σε παραλήρημα. Τον οδήγησαν στο νοσοκομείο όπου κρατήθηκε με το ζόρι στη ζωή για λίγες ακόμη μέρες. Πέθανε τη Κυριακή 7 Οκτωβρίου του 1849, σ' ηλικία 40 μόλις χρόνων. Τα τελευταία του λόγια ήταν: «Κύριε βοήθα τη φτωχή μου την ψυχή». Σαν ένα μυστηριώδες υστερόγραφο στη ζωή του, κάποιος ανώνυμος επισκέπτης πήγαινε τρία κόκκινα τριαντάφυλλα και ένα μπουκάλι κονιάκ στον τάφο του, στη Westminster Church της Βαλτιμόρης, στην επέτειο των γενεθλίων του συγγραφέα κάθε χρονιά, από το 1949. Όχι τώρα πια. Μάλλον αναχώρησε κι αυτός για τη χώρα του ποιητή

Ένα παλιό κείμενο που δημοσιεύθηκε σε διάφορες ιστοσελίδες στο μακρινό παρελθόν. Δυστυχώς, μετά από τόσα χρόνια, δεν μπορώ να βρω τις ξένες πήγες που χρησιμοποίησα για το άρθρο, και γι' αυτό απολογούμαι. Έκανα μερικές αλλαγές...

Tuesday, February 14, 2012

Don DeLillo – The Angel Esmeralda


Είμαι ένας από εκείνους τους ανθρώπους που αγαπούν τόσο πολύ τα βιβλία που ακόμη και στις μεγαλύτερες πατάτες ψάχνουν να βρουν μια αρετή. Παίρνοντας στα χέρια μου, ή μάλλον ανοίγοντας στην οθόνη μου το The Angel Esmeralda, περίμενα πολλά. Και απογοητεύτηκα. Στην αρχή. Κι ήμουνα αποφασισμένος να το θάψω. Στην αρχή. Και να τα βάλω με τους κριτικούς που με παραπλάνησαν. Στην αρχή. Μετά άλλαξα γνώμη. Όχι επειδή ο συγγραφέας θεωρείται ένας από τους πλέον σημαντικούς της σύγχρονης εποχής, αλλά απλά γιατί οι ιστορίες που διαδέχτηκαν τις πρώτες τρεις ήταν η μία καλύτερη από την άλλη. Και στο τέλος έμεινα με την απορία: πώς την πάτησαν έτσι οι αμερικανοί; Όχι οι αναγνώστες, οι εκδότες. Αυτοί, που αν είχαν τη δύναμη και τη θέληση να επιβάλουν στο συγγραφέα να αφαιρέσει τις πρώτες τρεις ιστορίες από αυτή τη συλλογή των εννέα, θα του έδιναν την ευκαιρία ν’ αρχίσει να δηλώνει περήφανος που χάρισε στο αναγνωστικό κοινό ένα ακόμη αριστούργημα. Δεν το έκαναν όμως, κι αυτό είναι που μετρά τελικά. Ίσως αυτός ο δισταγμός τους να οφείλεται στο γεγονός ότι αυτά τα διηγήματα είναι τα μοναδικά που έγραψε ο συγγραφέας. Ίσως απλά να μην ήθελαν να τα βάλουν μ’ αυτό το ιερό τέρας. Όπως και νάχει, ό,τι έγινε έγινε.
     Ας περάσουμε τώρα στα διηγήματα. Τα πρώτα τα διατρέχουμε εν τάχει: Στο Creation ένας αμερικανός τουρίστας ξεμένει σ’ ένα ερημικό νησί με μια γερμανίδα, αφού πρώτα στέλνει τη γυναίκα του πίσω στην πατρίδα τους. Μια μικρή περιπέτεια που δεν έχει και πολλά να πει. Το Human Moments in World War III καταπιάνεται με την καθημερινότητα δύο αστροναυτών αποκλεισμένων στο διάστημα στη διάρκεια του πολέμου. Συζητούν και αναλογίζονται ότι κάποτε πίστευαν πως: «Ο πόλεμος θα δικαίωνε όλα τα λόγια και τις πράξεις μας». Μάταιη ελπίδα. Το The Runner, όπως επισημαίνω και στις συνήθεις σημειώσεις μου, είναι μια ιστορία δίχως λόγο ύπαρξης. Ένας αθλητής, μια απαγωγή, μια μικρή συνομιλία, ένα ψέμα. Και μετά τι; Τίποτα.
     Με το The Ivory Acrobat, που διαδραματίζεται στην Αθήνα, τα πράγματα αρχίζουν να γίνονται ενδιαφέρονται. Μια νέα ξένη γυναίκα, σε μια γνωστή και άγνωστη πόλη, ένας μεγάλος σεισμός κι άλλος ένας, οι φοβίες και η μοναξιά, οι περιπλανήσεις στους δρόμους εν τω μέσω της νυχτός, η «ζωή μέσα σε μια παύση» που ζει. Η περιπέτεια του ανθρώπου.
     Τα πράγματα γίνονται ακόμη καλύτερα με την ομότιτλη της συλλογής ιστορία. Κάποιες μοναχές που τριγυρνούν με ένα βαν στις γειτονιές του Μπρονξ προσφέροντας τροφή και ρουχισμό στους φτωχούς. Ένας εγκληματίας, γραφίστας, φιλάνθρωπος, απατεώνας, προστάτης των περιπλανημένων ψυχών. Κι η Εσμεράλντα. Μια δωδεκάχρονη κοπελίτσα που ζει στους δρόμους και αρνείται κάθε βοήθεια, μέχρι που της συμβαίνει κάτι τραγικό, κάτι που οδηγεί σε ένα θαύμα. Σ’ ένα θαύμα που οι άνθρωποι γύρω της έχουν την ανάγκη να πιστέψουν.
     Δυο μοναχικές ψυχές συναντιόνται σε μια έκθεση με πορτραίτα των Baader-Meinhof,  των γνωστών ή μη τρομοκρατών -τα ονόματα των οποίων δίνουν και τον τίτλο σ’ αυτή την ιστορία- και νιώθουν να τους συνδέει ένα υπόγειο νήμα. Τα μοναδικά στοιχεία ωστόσο που τους ενώνουν είναι η μοναξιά και η έλξη που προκαλούν σ’ αυτούς οι μακάβριες εικόνες που αντικρίζουν στους τοίχους. Όμορφα ψυχοπλακωτικό.
     Το Midnight in Dostoevsky δεν αποτελεί μόνο φόρο τιμής στο συγγραφέα, αλλά μιλά κιόλας για τη φιλία δύο νέων ανδρών, που μοιάζουν ν’ ανήκουν σε μια διαφορετική εποχή. Ο Τοντ και ο Ρόμπι, που είναι φοιτητές, περπατούν, συζητούν, συναντούν πού και πού ένα παράξενο άντρα στο δρόμο, του οποίου προσπαθούν μέσω της φαντασίας τους να αναπλάσουν την ιστορία, και το φιλοσοφούν: «Οι μόνοι νόμοι που μετράνε είναι οι νόμοι της σκέψης… Όλα τα άλλα θυμίζουν λατρεία του διαβόλου». Περαστικό από τη ζωή τους και ένα κορίτσι, η Τζένα, η οποία σύμφωνα με τη μητέρα της: «…Είχε πετύχει πολλά στον τομέα της δυστυχίας».
     Τα γεγονότα στο Hammer and Sickle διαδραματίζονται πίσω από τους τοίχους μιας φυλακής, εκεί όπου βρίσκεται ένας άντρας που κάποτε δίδασκε στο πανεπιστήμιο για τη ριάλιτι τηλεόραση, και ο οποίος τώρα παρακολουθεί τις μικρές του κόρες να παρουσιάζουν το οικονομικό δελτίο σ’ ένα τηλεοπτικό κανάλι – δελτίο που θυμίζει ριάλιτι σώου. Συντροφιά του κρατούν ένας τραπεζίτης που διέπρεψε στις απάτες, ένας έμπορος τέχνης που γλυκάθηκε από το χρήμα και ένας χρηματιστής που έκτισε πολλές… πυραμίδες. Μια επίκαιρη ιστορία, στην οποία ο συγγραφέας, μεταξύ άλλων, επισημαίνει ότι η Κρίση και το Χάος είναι ελληνικές λέξεις!
     Η συλλογή κλείνει με το The Starveling που είναι η ιστορία ενός άντρα που δεν κάνει άλλο τίποτα από το να βλέπει ταινίες στο σινεμά. Περιφέρεται λοιπόν από τη μια άκρη της Νέας Υόρκης στην άλλη, κυνηγώντας τα μικρά ή και μεγαλύτερα διαμάντια του παγκόσμιου κινηματογράφου. Όπως διαβάζουμε: «Οι μέρες ήταν πάντα οι ίδιες, οι ταινίες όχι». Μια μέρα όμως θα αποδειχτεί διαφορετική, καθώς τότε ακριβώς θα προσέξει μια νεώτερη σε ηλικία γυναίκα ανάμεσα στους συνήθεις ύποπτους μιας σκοτεινής αίθουσας, την οποία και θα αποφασίσει να ακολουθήσει. Απόφαση που θα αποτελέσει το αποκορύφωμα ίσως μιας κατά τα άλλα, αδιάφορης ζωής. Εξαιρετικό διήγημα.

Monday, February 13, 2012

George R.R. Martin – A Clash of Kings

Αγορά από το Book Depository

Η περιπέτεια συνεχίζεται, όπως θα έλεγε και κάποιο τρέιλερ γι’ αυτό το βιβλίο – όπως λέει το τρέιλερ για την τηλεοπτική σειρά.
     Η περιπέτεια λοιπόν συνεχίζεται και πρόκειται για μια περιπέτεια μεγάλη και μεγαλειώδη: με δράση και ανατροπές, λυρικές εξάρσεις, πλούσια φαντασία και πολλές πολλές λέξεις. Όπως επισημάναμε και στο Χορό των Δράκων, ο συγγραφέας αρέσκεται στο να γράφει πολύ. Το μόνο που αν συγκρίναμε τον παρόν τόμο με αυτό του Χορού, θα τον βρίσκαμε σχετικά μικρό, κι ανάλαφρο.
     Όπως και νάχει, σ’ αυτό, το δεύτερο βιβλίο της σειράς, ακολουθούμε κάποιους από τους πολλούς πρωταγωνιστές στις περιπέτειές τους: την μοναδική Αρία, που με ταχύτητα χαμαιλέοντα μεταμορφώνεται και που χρησιμοποιεί την πονηριά της για να κάνει αυτό που η ίδια θέλει. Την Σάνσα, που υποφέρει όλο και πιο πολύ καθώς αντιλαμβάνεται πια για τα καλά ότι ο μεγαλύτερός της εχθρός αποδείχτηκε η μεγαλομανία της, αλλά και η αδυναμία της να δει τον βασιλιά πια Τζόφρι, γι’ αυτόν που πραγματικά ήταν. Τον ανεκδιήγητο Τύριον, που είναι ο μοναδικός που μας κάνει να γελάμε ξανά και ξανά, το τέρας της φύσης όπως το αποκαλούν, το οποίο όμως τέρας αποδεικνύει ξανά και ξανά ότι αυτό μπορεί, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του, να σκέφτεται και να λειτουργεί πού και πού ανθρώπινα. Τον Μπραν, που με τη βοήθεια κάποιων φίλων, των μοναδικών στ’ αλήθεια που του απομένουν, θ’ αρχίσει ν’ ανακαλύπτει σιγά σιγά ένα θαυμαστό και γεμάτο μυστήρια κόσμο. Τον Τζον, τον μπάσταρδο γιο του Νεντ Σταρκ, που βγαίνει σε μια περιπολία στα απέραντα τοπία του χειμώνα αναζητώντας τον χαμένο του θείο και ο οποίος αποκτά όλο και μεγαλύτερη αξία στα μάτια των συντρόφων του. Τον Στάννις, που στην προσπάθειά του να κατακτήσει την εξουσία θα ενώσει τις δυνάμεις του με την αδίστακτη Μελισσάντρι, την Κόκκινη Ιέρεια όπως την αποκαλούν. Την Κέιτλιν, που προσπαθεί να προσφέρει κάποιες ανάσες λογικής σκέψης σ’ ένα παράλογο κόσμο. Τον Θίον Γκρεϊτζόι και τα μεγαλειώδη του όνειρα. Και την κυνηγημένη Ντανέρις.
     Ο συγγραφέας μας ταξιδεύει με μαστοριά από τον ένα τόπο στον άλλο, πλέκοντας με δεξιοτεχνία περισσή τα πολλαπλά νήματα της ιστορίας. Πού και πού ρίχνει στο διάβα των ηρώων του κάποιους δευτερεύοντες χαρακτήρες, μόνο και μόνο για να τους ξεπαστρέψει στη συνέχεια, κάθε τόσο επιβάλλει στο αναγνωστικό μας πεδίο κάποιους άλλους, ξεχωριστούς με το δικό τους τρόπο ήρωες, όπως η δυναμική Μπριέν και ο βρωμύλος Ρικ, ενώ κάπου σπάει κιόλας πλάκα με κάποιους από τους βασικούς του πρωταγωνιστές: «Για τι είδους άντρα με πέρασες;» ρωτά ο Τύριον την αδελφή του Σερσέι. «Για ένα μικρό και διεστραμμένο», του απαντά εκείνη.
     Φυσικά από το κείμενο δεν λείπουν οι ατάκες: «Το παρελθόν είναι σκόνη», «Υπήρξε ποτέ ένας πόλεμος στη διάρκεια του οποίου μοναχά η μια πλευρά μάτωσε;», «Ένας άνθρωπος συμφωνεί με το θεό ακριβώς όπως η σταγόνα της βροχής με την καταιγίδα», «Ο φόβος κόβει πιο βαθιά απ’ τα σπαθιά», «(την Κέιτλιν) Οι δοκιμασίες του αύριο την απασχολούσαν περισσότερο από τους θριάμβους του χθες».
     Οι συνομωσίες σ’ αυτόν τον τόμο δίνουν και παίρνουν, εδώ δίνεται η μητέρα όλων των μαχών, καλοί και κακοί πεθαίνουν, η μαγεία παίζει όλο και μεγαλύτερο ρόλο και ο καμβάς που έπλασε στο πρώτο βιβλίο ο συγγραφέας γίνεται όλο και πιο πλατύς, όλο και πιο μεγάλος. Και όλα δείχνουν -κι ας το γνωρίζουμε τώρα πια- ότι βρισκόμαστε ακόμη στην αρχή. Πολλές μάχες απομένουν να δοθούν, ιστορίες να ειπωθούν, γρίφοι να βρουν τις λύσεις τους. Αν είναι κάτι που κάνει ξεκάθαρο σ’ αυτό τον τόμο ο δημιουργός, όχι πώς είχαμε δηλαδή ποτέ καμιά αμφιβολία, είναι το ποιοι είναι οι αγαπημένοι του χαρακτήρες, αυτοί με τους οποίους θα πορευτεί δηλαδή μέχρι το τέλος: Η Αρία, η Ντανέρις, ο Τύριον και ο Τζον. Έχοντας ήδη διαβάσει τρεις από τους πέντε τόμους θα διακινδυνέψω μια πρόβλεψη: η Ντανέρις και ο Τζον παντρεύονται, παρά τους γραπτούς και άγραφους νόμους, και διοικούν το νέο ενωμένο πια βασίλειο, η Αρία γίνεται πολέμαρχος και ο Τύριον πέφτει νεκρός στο πεδίο της μάχης ή της καλοπέρασης (φαγητό-ποτό). Ναι, ξέρω, το παράκανα τούτη τη φορά.
     Όπως και νάχει, η Σύγκρουση Βασιλέων είναι ένα ακόμη καλογραμμένο βιβλίο, που σίγουρα θα ικανοποιήσει τόσο τους οπαδούς της σειράς όσο και όλους τους φίλους της επικής φαντασίας. Όσοι πιστοί λοιπόν προσέλθετε.
Διαβάστε επίσης:

Saturday, February 11, 2012

Βιβλιο-νέα


Απ' ό,τι φαίνεται του Γκάντι οι απόγονοι δεν τα πάνε καθόλου, μα καθόλου καλά. Έτσι μετά τις απαγορεύσεις στον Ρούντι, τον εκφοβισμό της Αρουντάτι Ρόι και τη λογοκρισία στο The Girl with the Dragon Tattoo, που δεν τους πέρασε, τώρα αποφάσισαν να τα βάλουν και με μια συγγραφέα από το Μπανγκλαντές ονόματι Τασλίμα Νασρίν, η οποία θα εμφανιζόταν στο Φεστιβάλ Βιβλίου της Καλκούτας για να παρουσιάσει την αυτοβιογραφία της. Σύμφωνα με τους διώκτες της το βιβλίο της ζωής της στρέφεται κατά του Ισλάμ. Και οι πολιτικοί, αντί να βάλουν τους λογοκρίτες στη θέση τους, σκέφτονται τα ψηφαλάκια. Στη φωτογραφία διαδηλωτές-υποστηρικτές της συγγραφέως.

Οι ανταγωνιστές του Άμαζον πληρώνουν τον γίγαντα του ηλεκτρονικού και μη βιβλίου, με το ίδιο νόμισμα. Έτσι η μία μετά την άλλη οι μεγάλες αλυσίδες βιβλιοπωλείων στις ΗΠΑ και στον Καναδά, αρνούνται να τοποθετήσουν στα ράφια τους τα βιβλία που εκδίδει η εταιρεία. Η εκδίκηση γλυκιά, αλλά η μονοκρατορία ακόμη καλά κρατεί. Διαβάστε περισσότερα στον Γκάρντιαν.

Σάλος ξέσπασε στις ΗΠΑ αφού η Μπάφι, το κορίτσι που σφάζει βρικόλακες, στο νέο τόμο κόμικς με τις περιπέτειές της καταπιάνεται με ένα θέμα ταμπού: αυτό των εκτρώσεων. Κι αυτό σε μια χώρα όπου το ένα-τρίτο περίπου των γυναικών έχει ήδη κάνει ή πρόκειται να κάνει έκτρωση στο μέλλον. Στα αμερικανάκια αρέσει προφανώς πολύ να κρύβονται πίσω από το δάχτυλό τους.

Οι εγγλέζοι αγαπούν τους ποιητές τους. Δεν εξηγείται αλλιώς το γεγονός ότι την 1η του Μάρτη θα κυκλοφορήσουν σε... βινύλιο, κάποια άγνωστα μέχρι τώρα ποιήματα του Φίλιπ Λάρκιν. Μπράβο τους.


Thursday, February 9, 2012

Parker Bilal – The Golden Scales

Αγορά από το Book Depository

Σαν ένα λυπητερό τραγούδι για το Κάιρο διαβάζεται αυτό το βιβλίο. Ο συγγραφέας, με αφορμή μια απλή εξαφάνιση ή ίσως μια απαγωγή, μας ταξιδεύει στην προ της επανάστασης πρωτεύουσα της Αιγύπτου και μας περιγράφει μ’ ένα κάπως ανάλαφρο τρόπο, που όμως δεν μπορεί να μεταμφιέσει το ζοφερό τοπίο, την κατάσταση που λίγο πολύ επικρατεί εκεί.
     Μας μιλά λοιπόν για διεφθαρμένους αστυνομικούς και αξιωματούχους του κράτους που έχουν ύποπτα πάρε δώσε με κάποιους επιχειρηματίες, για το νέο χρήμα που εισέρρευσε στη χώρα από την πρώην Σοβιετική Ένωση, και το οποίο επιτρέπει σε ορισμένους ανθρώπους να φτιάχνουν ή να ακολουθούν τους δικούς τους νόμους, για τους φτωχούς της πόλης, που γίνονται όλο και περισσότεροι και που ζουν κάτω από όλο και πιο άθλιες συνθήκες, για τους πλούσιους, που ζουν σε βίλες-φρούρια, αδιαφορώντας για τη γύρω τους πραγματικότητα, για τον τρόμο και το σκοτάδι που κρύβεται πίσω από την εγχώρια σώου μπιζ, για το σεξ και τα ναρκωτικά.
     Το βιβλίο αυτό αποτελεί μια αστυνομική ιστορία και ένα κοινωνικό σχόλιο την ίδια ώρα, είναι δηλαδή ακριβώς όπως θα έπρεπε να είναι. Στο επίκεντρο δεν είναι τόσο το έγκλημα όσο η κοινωνία στην οποία διαπράχθηκε αυτό. Μια κοινωνία, που όπως και τότε, το 1998, έτσι και τώρα, είναι βαθιά διχασμένη.
     Όλα αρχίζουν όταν κάποιοι μπράβοι καταφθάνουν στη βάρκα όπου διαμένει ο  Μακάνα -πρώην αστυνομικός από το Σουδάν και νυν πολιτικός πρόσφυγας- οι οποίοι του ανακοινώνουν ότι πρέπει να τους ακολουθήσει αφού θέλει να τον συναντήσει το αφεντικό τους. Ο Μακάνα, θέλοντας και μη, το κάνει, κυρίως επειδή χρειάζεται επειγόντως δουλειά. Όπως σύντομα θα ανακαλύψει το εν λόγω αφεντικό δεν είναι άλλος από τον Σαάντ Χανάφι, ένα πάμπλουτο άντρα, στον οποίο ανήκει σύμφωνα με τις φήμες το μεγαλύτερο κομμάτι της αριστοκρατικής συνοικίας της Ηλιούπολης. Όπως γνωρίζει ο Μακάνα ο Χανάφι είναι ένας από εκείνους τους ανθρώπους που «…πουλούν όνειρα», ένα από τα οποία είναι και η ποδοσφαιρική του ομάδα, η πιο δημοφιλής της χώρας. Ο λόγος που τον κάλεσε εκεί είναι για να ανακαλύψει που πήγε και χάθηκε ο Αντίλ Ρομάριο, ο σταρ της ομάδας. Εδώ και δέκα μέρες έχουν χαθεί τα ίχνη του και δεν έχει δώσει πουθενά σημεία ζωής. Ο Μακάνα δέχεται αρχικά επιφυλακτικά την αποστολή, αφού ο Χανάφι θα μπορούσε να προσλάβει οποιοδήποτε στη θέση του και δεν μπορεί να καταλάβει γιατί διάλεξε αυτόν. Αλλά -όπως και να το κάνουμε- τα λεφτά του τα έχει ανάγκη, οπότε δεν θα μπορούσε να πει όχι.
     Αρχίζει λοιπόν σιγά σιγά τις έρευνες. Έρευνες που θα τον φέρουν πολλές φορές πρόσωπο με πρόσωπο με τον κίνδυνο, αλλά και που θα τον ταξιδέψουν σε διάφορες κακόφημες και μη γειτονιές της πόλης, σε καταγώγια και σε παλάτια, και που θα τον οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι τελικά εκείνοι που στ’ αλήθεια νοιάζονταν για τον Ρομάριο ήταν πολύ λίγοι. Για τους περισσότερους μάλιστα ήταν ανεπιθύμητος. Καθώς η υπόθεση θα περιπλέκεται όλο και περισσότερο και ο καλός ντετέκτιβ θα οδηγείται από το ένα αδιέξοδο στο άλλο, θα συμβεί ένα ακόμη γεγονός που θα αναστατώσει πιο πολύ τον ήδη ανήσυχο μέσα του κόσμο: θα γνωρίσει μια γυναίκα από την Αγγλία, που εδώ και δεκαεφτά χρόνια αναζητεί τη χαμένη κόρη της, και η οποία λίγο αργότερα θα ανακαλυφθεί δολοφονημένη. Ποιος βρίσκεται πίσω από τη δολοφονία της και γιατί; Την σκότωσαν άραγε επειδή μετά από τόσα χρόνια βρέθηκε για πρώτη φορά στα ίχνη των απαγωγέων; Να ένα ακόμη μυστήριο που πρέπει να λύσει.
     Ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα που μας ταξιδεύει σε δρόμους που πολλοί από εμάς ίσως με τον ένα ή τον άλλο τρόπο περπατήσαμε, μα που ποτέ δεν γνωρίσαμε. Ο συγγραφέας γράφοντας και περιγράφοντας μοιάζει να μας χαρίζει τα ψυχογραφήματα κάποιων ανθρώπων, αλλά και μιας πόλης, να μας μιλά για μια ουσία που σαν ξένοι που είμαστε στις πραγματικότητές της, μας ξεφεύγει. Ένα βιβλίο πραγματικά εξαιρετικό.

Wednesday, February 8, 2012

Βιβλιο-νέα


Ο σύντροφος Φιδέλ Κάστρο έκανε πρόσφατα μία από τις όλο και πιο σπάνιες δημόσιες εμφανίσεις του στην Αβάνα, θέλοντας να προβάλει το καινούριο του βιβλίο, μια αυτοβιογραφία. Ως συνήθως, και παρά τα γηρατειά, χάρισε ένα εξάωρο... ρεσιτάλ στο κοινό. Το δίτομο έργο, μήκους χιλίων σχεδόν σελίδων, καταγράφει τη ζωή του από την παιδική του ηλικία μέχρι και τον Δεκέμβριο του 1958, παραμονές δηλαδή του θριάμβου της επανάστασης. Με δεδομένα τα πιο πάνω, μάλλον έχουμε να περιμένουμε περισσότερα από αυτόν τον ζωντανό, πλην ξεπερασμένο απ' τους καιρούς, θρύλο.

Το Goodreads, η καλή ιστοσελίδα για του κόσμου τα βιβλία, τα έσπασε με την Άμαζον. Κι αυτό επειδή, όπως αναφέρει σε ανακοίνωσή του, αν και τα δεδομένα που παρέχει η τελευταία είναι δωρεάν, έρχονται με πολλούς περιορισμούς, γεγονός που δεν εξυπηρετεί τους διακηρυγμένους σκοπούς της σελίδας. Στο μεταξύ, με δεδομένο το πιο πάνω κάποιοι καλοί φίλοι του ελληνικού βιβλίου προσπαθούν να μεταφέρουν τα υπάρχοντα δεδομένα της Άμαζον στο Goodreads. Αν είστε μέλη ρίξτε μια ματιά σ' αυτό το σύνδεσμο. Αν όχι καλό θα ήταν να γραφτείτε, αφού πρόκειται για μια εξαιρετικά... ζωντανή κοινότητα, που αγαπά πολύ αυτό που κάνει.

Game Change. Αυτός είναι ο τίτλος ενός βιβλίου από τους John Heilemann και Mark Halperin, το οποίο έχει να κάνει με τη Σάρα Πέιλιν, το φρούτο των Ρεπουπλικάνων, που μπορούσε να δει τη Ρωσία από το παράθυρό της. Το βιβλίο αυτό λοιπόν έχει γίνει ταινία από το HBO, η οποία θα προβληθεί τον Μάρτιο.

Ένα άλλο αμερικανικό κανάλι, στο μεταξύ, το NBC, ανακοίνωσε ότι εισέρχεται στον κόσμο του ηλεκτρονικού βιβλίου. Σύμφωνα με τους ιθύνοντες της πρωτοβουλίας η επιτυχία είναι εγγυημένη, αφού οι προσπάθειες θα επικεντρωθούν στη δημιουργία διαδραστικών βιβλίων, που θα συνδυάζουν δηλαδή κείμενα και βίντεο.

Νέες ανακαλύψεις της βδομάδας: Δύο σελίδες για τους φίλους της ξένης λογοτεχνίας:  Bookforum και Book Riot.

Tuesday, February 7, 2012

Yasutaka Tsutsui – The Girl Who Leapt Through Time

Αγορά από το Book Depository

Το βιβλίο αυτό περιλαμβάνει δύο ιστορίες φαντασίας. Η μία είναι επιστημονικής φαντασίας, η άλλη όχι.
     Ας τις πάρουμε όμως με τη σειρά. Στην ομότιτλη ιστορία διαβάζουμε για την παράξενη ζωή της Καζούκο. Η Καζούκο είναι μια μαθήτρια γυμνασίου, ηλικίας δεκαπέντε χρόνων, στην οποία συμβαίνουν πολύ παράξενα πράγματα. Τη μια ονειρεύεται ένα σεισμό και την επομένη αυτός συμβαίνει. Την άλλη βλέπει μια φωτιά και προτού περάσει και πολύς καιρός αυτή ξεσπάει. Και μετά βρίσκει τον εαυτό της επανειλημμένα πρόσωπο με πρόσωπο με το θάνατο, αλλά με κάποιο μυστηριώδη τρόπο καταφέρνει και επιζεί. Τι της συμβαίνει; Και ό,τι συμβαίνει γιατί συμβαίνει σ’ αυτή; Πού και πού νιώθει να χάνει τα λογικά της, πιο πολύ όσο πληθαίνουν τα περίεργα περιστατικά, αλλά όπως θα αποδειχτεί, δεν είναι τρελή. Απλά έχει ιδιαίτερες ικανότητες: μπορεί να δει πράγματα που όλος ο υπόλοιπος κόσμος αγνοεί, ενώ έχει και το χάρισμα της τηλεμεταφοράς. Προσπαθώντας να ανακαλύψει ποιος κρύβεται πίσω απ’ όλ’ αυτά που της συμβαίνουν η Καζούκο θα ξοδέψει πολλή χρόνο περιπλανώμενη σ’ ένα χώρο όπου οι διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στο όνειρο και στην πραγματικότητα είναι δυσδιάκριτες, και στον οποίο όλες οι σταθερές του κόσμου της, θέλοντας και μη, είναι καταδικασμένες να καταρρεύσουν. Πώς θα βγει απ’ αυτή τη διαδικασία; Έχει τις δυνάμεις και τη θέληση να πιστέψει και να λειτουργήσει σ’ ένα κόσμο που δεν χωρούσε στη μέχρι τώρα λογική της;
     Αν και επιστημονικής φαντασίας αυτή η ιστορία θα μπορούσε να διαβαστεί από κάθε φίλο της καλής λογοτεχνίας, αφού δεν καταπιάνεται τόσο με τη μελλοντολογία ή τη μεταφυσική, όσο με τον αγώνα και την αγωνία ενός συνηθισμένου ανθρώπου, που προσπαθεί να προσαρμοστεί σε μια νέα πραγματικότητα.
     Το The Stuff that Nightmares Are Made of θα λέγαμε ότι είναι μια ιστορία σε στιγμιότυπα – σε πέντε στιγμιότυπα για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι. Στο πρώτο δύο έφηβοι, η Μασάκο και ο Μπουνίτσι, νιώθουν τρόμο στη θέα και μόνο μιας παράξενης μάσκας. Μετά έχουμε την ιστορία του Γιοσίο, αδελφού της Μασάκο που φοβάται λέει μια γυναίκα που κρύβεται στο μπάνιο. Στη συνέχεια οι δύο πρώτοι ανεβαίνουν στην κορυφή ενός πύργου με σκοπό να κατανικήσουν ένα αίσθημα υψοφοβίας. Ύστερα το κομμένο κεφάλι ενός άντρα κάνει την εμφάνισή του στο πάτωμα ενός σπιτιού και τελικά στο πρόσωπο της Ετσούκο, παλιάς γνώριμης της Μασάκο, βρίσκουμε τη λύση σε όλες τις φοβίες που τυραννούν την τελευταία. Ο Τσουτσούι, όντως σ’ αυτή την ιστορία μας μιλάει για τα πράγματα από τα οποία φτιάχνονται οι εφιάλτες: παλιές αμαρτίες, ανείπωτα κρίματα, κρυφές ενοχές. Το παρελθόν στοιχειώνει τους ήρωές του και μέσα από την αφήγηση μοιάζει να θέλει να μας πει ότι αν δεν αντιμετωπίσουμε τους δαίμονές μας, αν δεν παλέψουμε μ’ αυτούς, δεν θα μας εγκαταλείψουν ποτέ.
     Δυο ιστορίες παράξενες, αλλά που πατούν με το ένα πόδι γερά στην πραγματικότητα – την έξω και τη μέσα μας.

Monday, February 6, 2012

Κάρολος Ντίκενς - Αφιέρωμα


Ο Κάρολος Ντίκενς χαίρει μεγάλης εκτίμησης κυρίως λόγω της σπουδαίας του συνεισφοράς στην κλασική αγγλική λογοτεχνία. Αποτελούσε την πεμπτουσία του βικτωριανού συγγραφέα. Οι επικές του ιστορίες, οι ολοζώντανοι χαρακτήρες του και η εξουθενωτική απεικόνιση της ζωής της εποχής του παραμένουν χωρίς προηγούμενο.
     Η προσωπική του ιστορία αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα του γνωστού κλισέ: από τη φτώχεια στα πλούτη, ή από τα κουρέλια στη δόξα. Γεννήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου του 1812 στο Πόρτσμουθ. Οι γονείς του ήταν οι Τζον και Ελίζαμπεθ Ντίκενς. Οι μοίρες του φέρθηκαν σκληρά από την αρχή. Ενώ είχε την καλή τύχη να σταλθεί στο σχολείο στα εννέα του χρόνια από τους γονείς του, δεν μπόρεσε να παραμείνει εκεί για πολύ, αφού ο πατέρας του, ο οποίος ενέπνευσε το χαρακτήρα του Κύριου Μικόμπερ στο «Ντέιβιντ Κόπερφιλντ», φυλακίστηκε για τα χρέη του. Έτσι, ολόκληρη η οικογένεια, εξαιρουμένου του Κάρολου, εκτοπίστηκε στο Marshalsea. Ο τελευταίος έπιασε δουλειά στο εργοστάσιο βαφών του Γουώρρεν, όπου επιβίωσε κάτω από απάνθρωπες συνθήκες, υποφέροντας τρομερά από μοναξιά και ευρισκόμενος στα όρια της απελπισίας. Τρία χρόνια αργότερα επέστρεψε και πάλι στο σχολείο, αλλά η εμπειρία του εργοστασίου παρέμεινε βαθιά χαραγμένη στη μνήμη του και θα έπαιρνε μυθοπλαστική μορφή σε δύο από τα πλέον γνωστά του έργα: το «Ντέιβιντ Κόπερφιλντ» και τις «Μεγάλες Προσδοκίες».
     Όπως πολλοί άλλοι, έτσι κι αυτός, ξεκίνησε τη λογοτεχνική του καριέρα σαν δημοσιογράφος. Ακολουθώντας το παράδειγμα του πατέρα του που επίσης έγινε ρεπόρτερ, έκανε τα πρώτα του βήματα στις περιοδικές εκδόσεις “The Mirror of Parliament” και “The True Sun”. Στη συνέχεια, στα 1833, έγινε ο κοινοβουλευτικός ρεπόρτερ της εφημερίδας “The Morning Chronicle”. Έχοντας πια αποκτήσει επαφές και μια κάποια πρόσβαση στον τύπο άρχισε να δημοσιεύει μια σειρά από δράματα, κάτω από το ψευδώνυμο «Μποζ». Τον Απρίλιο του 1836, παντρεύτηκε την Κάθριν Χόγκαρθ, κόρη του Τζορτζ Χόγκαρθ, που επιμελήθηκε τα «Δράματα του Μποζ». Τον ίδιο μήνα δημοσιεύτηκαν και τα ιδιαίτερα επιτυχημένα «Χαρτιά του Πίκγουικ», και από τότε ο Ντίκενς χάραξε πραγματικά πορεία για τη δόξα.
     Εκτός από ένα μεγάλο αριθμό μυθιστορημάτων δημοσίευσε αυτοβιογραφικά κείμενα, επιμελήθηκε διάφορα εβδομαδιαία περιοδικά, έγραψε μια σειρά από ταξιδιωτικά βιβλία και διεύθυνε κάποιες φιλανθρωπικές οργανώσεις. Ήταν επίσης φανατικός θεατρόφιλος, γι’ αυτό και έγραψε διάφορα έργα, σε ένα από τα οποία πρωταγωνιστούσε ο ίδιος, και το οποίο παρουσιάστηκε ενώπιον της Βασίλισσας Βικτώριας το 1851. Η ενέργειά του ήταν φαινομενικά ανεξάντλητη, έτσι εκτός όλων των πιο πάνω ξόδεψε και αρκετό χρόνο στο εξωτερικό. Στις ΗΠΑ έδωσε διαλέξεις κατά του δουλεμπορίου, ενώ ήταν στη διάρκεια μιας περιοδείας στην Ιταλία, που ο Γουίλκι Κόλλινς, ένας σύγχρονος του συγγραφέας, του ενέπνευσε την ιστορία πίσω από το «Μυστήριο του Έντουιν Ντρουντ», του τελευταίου και μη ολοκληρωμένου μυθιστορήματός του.
     Ο Ντίκενς βρισκόταν σε διάσταση με τη γυναίκα του από το 1858 και αφού είχαν αποκτήσει δέκα παιδιά, ενώ συνέχισε να διατηρεί σχέσεις με την ερωμένη του, ηθοποιό Έλλεν Τέρναν, μέχρι το θάνατό του από καρδιακή προσβολή το 1870.
     Το 2012, με αφορμή τη συμπλήρωση διακόσιων χρόνων από τη γέννηση του, έχει ανακηρυχθεί χρονιά Ντίκενς για τους βρετανούς. Για να διαβάσετε για τις εκδηλώσεις που προγραμματίζονται για αύριο σε ολόκληρο τον κόσμο, κριτικές των τελευταίων βιβλίων που γράφτηκαν γι’ αυτόν, πιο λεπτομερείς βιογραφίες, αλλά και για κατέβασμα των μυθιστορημάτων του που κυκλοφορούν δωρεάν στο διαδίκτυο ακολουθείστε τους συνδέσμους στο τέλος της ανάρτησης.
     Κλείνοντας αυτό το μικρό αφιέρωμα να πούμε ότι το BBC με αφορμή την επέτειο γύρισε δύο μίνι σειρές, βασισμένες σε έργα του, τα «The Mystery of Edwin Drood» και «Great Expectations», τα οποία δίχασαν κοινό και κριτικούς. Πατήστε στους τίτλους για να πάτε στις επίσημες σελίδες, ενώ για τις κριτικές του imdb κάντε κλικ εδώ και εδώ, αντίστοιχα.

Σύνδεσμοι

Βιογραφία από το Victorian Web
Η βιογραφία και όλα τα έργα του εδώ
Η τελευταία βιογραφία από την Κλερ Τομάλιν
Επιλεγμένες Επιστολές από την Τζένι Χάρτλεϊ
Ο δημοφιλής Σκρουτζ
Μαραθώνιος Ανάγνωσης από το Βρετανικό Συμβούλιο

Πηγή γι' αυτό το άρθρο BBC - History

Lisa Gardner – Catch Me

Αγορά από το Book Depository

Αυτό είναι το πρώτο βιβλίο της Λίσα Γκάρτνερ που διαβάζω και μπορώ να πω ότι το απόλαυσα πολύ. Η συγγραφέας έχει ένα μοναδικό τρόπο να παρασύρει τον αναγνώστη στους κόσμους που δημιουργεί, να τον ρίχνει σε παγίδες, να τον κάνει να δένεται συναισθηματικά με τους ήρωες, ή μάλλον με τις ηρωίδες της.
     Ναι, οι γυναίκες είναι οι βασικές πρωταγωνίστριες σ’ αυτό το θρίλερ: η σταθερή της, όπως μαθαίνουμε ηρωίδα, ντετέκτιβ D.D. Warren, που είναι ουσιαστικά σε όλους γνωστή με τα αρχικά του ονόματός της, η νεαρή της συνάδελφος, που ασχολείται με τα σεξουαλικά εγκλήματα, ντετέκτιβ Ο και η Σαρλίν Ροσαλίντ Κάρτερ Γκραντ, η οποία πρόκειται να πεθάνει σε τέσσερις ημέρες. Έτσι ακριβώς! Όπως θα πει στην ΝτιΝτι που μέχρι τότε είχε να το λέει ότι τίποτα δεν μπορούσε να της προκαλέσει την έκπληξη, στις οκτώ το βράδυ της 21ης Ιανουαρίου, κάποιος θα τη σκοτώσει, όπως ακριβώς σκότωσε τις δύο προηγούμενες χρονιές τις καλύτερές της φίλες, Ράντι και Τζάκι. Η μέθοδος που θα χρησιμοποιήσει θα είναι ο στραγγαλισμός, και οι αρχές όταν θ’ αρχίσουν τη διερεύνηση της υπόθεσης δεν θα ανακαλύψουν στο πτώμα της ή στο χώρο κάποιο σημάδι αντίστασης.
     Στην αρχή η ΝτιΝτι όταν την προσεγγίζει εκείνη η παράξενη μικροκαμωμένη κοπέλα με το όνομα σιδηρόδρομο, και την παρακαλεί να αναλάβει αυτή την έρευνα της δολοφονίας της, την παίρνει για τρελή, αλλά μια κι έχει ξυπνήσει μέσα της την περιέργεια αποφασίζει να το ψάξει λίγο το θέμα. Και όσο περισσότερο το ψάχνει, τόσο περισσότερο σίγουρη νιώθει ότι η Σαρλίν ίσως να έχει τελικά δίκιο.
     Ωστόσο αυτό δεν είναι η μοναδικό θέμα που την απασχολεί αυτές τις μέρες, κι έτσι δεν μπορεί να του αφιερώσει όσο χρόνο θα ήθελε. Από τη μια διερευνά την υπόθεση ενός κατά συρροή δολοφόνου, που έχει βάλει στο στόχαστρό του κάποιους σεσημασμένους παιδεραστές, ενώ από την άλλη περιμένει από στιγμή σε στιγμή την άφιξη στη Βοστώνη, όπου διαδραματίζονται τα γεγονότα, των γονιών της. Κι η αλήθεια να λέγεται: προτιμά να κυνηγά διεστραμμένους δολοφόνους όλη μέρα από το να κάθεται έστω και για μια ώρα στο ίδιο τραπέζι με τη μάνα της. Όχι πώς η τελευταία της έχει κάνει κάτι, αλλά να, απλά δεν αντέχει τις προσπάθειες που κάνει ώστε να επιβάλει τους δικούς της κανόνες στη ζωή της. Η ΝτιΝτι και ο σύντροφός της έχουν πρόσφατα αποκτήσει παιδί, ένα γκρινιάρικο παιδί που δεν τους αφήνει στιγμή ν’ ανασάνουν, και η μάνα της θεωρεί ότι έχει φτάσει πια η ώρα να παντρευτεί. Εκείνη από τη δική της πλευρά σκέφτεται ότι η σχέση της είναι μια χαρά, οπότε δεν βλέπει το λόγο να ρισκάρει τα πάντα απλά για ένα τυπικό συμβόλαιο.
     Η ιστορία όμως δεν καταπιάνεται όμως μοναχά με τη σχέση της τελευταίας με τη μάνα της, αλλά και μ’ αυτήν της Σαρλίν με τη δική της, η οποία της χάραξε ουσιαστικά τη ζωή. Κι αυτό γιατί η γυναίκα που τη γέννησε ήταν ψυχοπαθής. Κακοποιούσε τόσο αυτή όσο και τα αδέλφια της και τα λίγα χρόνια που έζησε μαζί της έμοιαζαν μ’ ένα φοβερό εφιάλτη. Μ’ ένα εφιάλτη που ακόμη τη στοιχειώνει και που δεκαετίες μετά εξακολουθεί να τις προκαλεί ενοχές: για τα πράγματα που έκανε και για όλ’ αυτά που δεν μπόρεσε να κάνει. Καθώς τώρα δεν έχει παρά μονάχα τέσσερις μέρες για να ζήσει επιστρέφει ξανά και ξανά στο μακρινό παρελθόν και προσπαθεί να βρει εκεί τις απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα που την απασχολούν. Και όντως όλες οι απαντήσεις βρίσκονται εκεί, το μόνο που μέχρι και την τελευταία στιγμή δεν θα καταφέρει να τις συναντήσει.
     Η συγγραφέας μας χαρίζει ένα πολύ καλό θρίλερ, με εξαιρετικά δυνατούς και καλά σχεδιασμένους χαρακτήρες. Εισβάλλει με σχετική ευκολία στις ψυχές των ηρωίδων της και περιγράφει με λεπτομέρειες όλα αυτά που τις απασχολούν – αυτά που θα τις οδηγήσουν είτε προς την προσωπική σωτηρία είτε προς την ολοκληρωτική καταστροφή. Αν κάνει κάτι λάθος είναι που αφήνει να αποκαλυφθεί σχετικά νωρίς η ταυτότητα του δολοφόνου, ωστόσο αυτό δεν αφαιρεί από την αναγνωστική απόλαυση. Συστήνεται ανεπιφύλακτα σε όλους τους φίλους της καλής αστυνομικής λογοτεχνίας.

Friday, February 3, 2012

Βιβλιο-νέα


Ο Πολ Όστερ (φώτο) άνοιξε τους ασκούς του αιόλου στην Τουρκία όταν αρνήθηκε να την επισκεφθεί λόγω της έλλειψης ελευθερίας του λόγου και του εγκλεισμού στις φυλακές της χώρας εκατόν και πλέον συγγραφέων και δημοσιογράφων. Ο πρωθυπουργός της χώρας Ρετζέπ Νταγίπ Ερντογάν, αναρωτήθηκε: "Τι είχαμε, τι χάσαμε;" και επιτέθηκε στο συγγραφέα για την άρνησή του να μιλήσει για το όσα συμβαίνουν στις κατεχόμενες από το Ισραήλ περιοχές στην Παλαιστίνη. Εκείνος ανταπάντησε ότι τουλάχιστον στο Ισραήλ υπάρχει ελευθερία του λόγου. Η συνέχεια αναμένεται με ενδιαφέρον.

Στο μεταξύ ένας από τους φυλακισμένους διανοούμενους της γειτονικής χώρας είναι και ο εκδότης Ρατζίπ Ζαρακολού, ο οποίος είχε βγάλει στην κυκλοφορία βιβλία τα οποία μιλούσαν για τη γενοκτονία των αρμενίων στη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Εφτά σουηδοί βουλευτές τον πρότειναν για το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης.

Ο πολύς Πάουλο Κοέλιο με μήνυμά του στους αναγνώστες τους καλεί να "κατεβάζουν" πειρατικά τα βιβλία του από το ίντερνετ. Για να δείξει ότι το εννοεί κιόλας έκλεισε συνεργασία με το Pirate Bay. Οι πρώτες αντιδράσεις του κοινού ήταν ενθαρρυντικές και όπως μεταδίδεται πολλοί αναγνώστες έγραψαν για να τον συγχαρούν. Φυσικά όταν είσαι πολυεκατομμυριούχος μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις. Δεν είμαι και τόσο σίγουρος ότι κάποιοι από τους πολλούς συγγραφείς που με το ζόρι βγάζουν τα προς το ζην θα σπεύσουν να τον μιμηθούν. Ωστόσο, θα ήθελα να επισημάνω κάτι που δεν είδα να δημοσιεύεται πουθενά στον ελληνικό τύπο: Σύμφωνα λοιπόν με τις έρευνες των αρμοδίων φορέων στις ΗΠΑ, η πειρατεία των βιβλίων κάνει καλό... στην υγεία των αναγνωστών, αλλά και στην τσέπη των συγγραφέων. Σήμερα διαβάζονται περισσότερα βιβλία παρά ποτέ άλλοτε και οι πωλήσεις των λεγόμενων πανόδετων τόμων έχουν πάρει την άνω βόλτα. Οι πωλήσεις των χαρτόδετων είναι πεσμένες, αλλά αυτό οφείλεται απλά στο γεγονός ότι οι συνήθεις αγοραστές τους στράφηκαν προς το ηλεκτρονικό βιβλίο. Ίσως λοιπόν τα βιβλιοπωλεία να μειώνονται, αλλά το βιβλίο δεν πεθαίνει. Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι δημιουργούνται μονοπωλιακές καταστάσεις και κάποιος πρέπει να βάλει φρένο σ' αυτά τα φαινόμενα προτού να είναι απελπιστικά αργά.

Το στερνό της αντίο είπε προχθές η βραβευμένη με Νόμπελ πολωνή ποιήτρια Wisława Szymborska. Ο λογοτεχνικός τύπος από άκρη σε άκρη της Ευρώπης, αλλά και στην απέναντι άκρη του Ατλαντικού της χάρισε μεγάλα αφιερώματα σαν αποχαιρετισμό.

Ο Τζέιμς Πάτερσον είναι ο συγγραφέας του οποίου τα βιβλία δανείζονται περισσότερο από τις βιβλιοθήκες οι βρετανοί. Ιδού οι πρώτοι δέκα στον σχετικό κατάλογο συγγραφείς:

1. James Patterson
2. Daisy Meadows
3. Nora Roberts
4. Jacqueline Wilson
5. Francesca Simon
6. Danielle Steel
7. Julia Donaldson
8. MC Beaton
9. Mick Inkpen
10. Clive Cussler

Thursday, February 2, 2012

George Pelecanos – What It Was

Αγορά από το Book Depository

Αφορμή γι’ αυτή την ιστορία, όπως διαβάζουμε στον πρόλογο, ήταν μια συζήτηση που είχε ο συγγραφέας με τον φίλο και συν-σεναριογράφο του στην τηλεοπτική σειρά The Wire, Εντ Μπερνς. Το βιβλίο γράφτηκε σε πυρετικούς ρυθμούς το καλοκαίρι του 2011 και έτσι, προτού καλά καλά κατακαθίσει ο «πυρετός» από την έκδοση του The Cut, ένα ακόμη έργο του καλού συγγραφέα βρήκε το δρόμο για τα βιβλιοπωλεία.
     Βασικοί πρωταγωνιστές σ’ αυτή την ιστορία, όπως και σε πολλά άλλα μυθιστορήματα του Πελεκάνος, είναι ο ντετέκτιβ Ντέρεκ Στρέιντζ, η πόλη της Ουάσιγκτον και η μουσική. Ένα δευτερεύοντα ρόλο παίζει ο Νικ Στεφάνος, γνωστός κι αυτός από τα παλιά.
     Ο Ντέρεκ και ο Νικ λοιπόν, που είναι συνέταιροι σε γραφείο ιδιωτικών ντετέκτιβ, κάθονται σε ένα φαγάδικο, τρώνε, πίνουν και συζητούν. Και καθώς η μια κουβέντα οδηγεί στην άλλη, ο πρώτος αποφασίζει να αφηγηθεί στο δεύτερο μια ιστορία από τα παλιά. Η χρονιά είναι το 1972 και στην πόλη τότε συμβαίνουν πολλά, αλλά όχι και τόσο παράξενα. Οι καιροί αλλάζουν και μαζί τους αλλάζουν και τα ήθη, και μ’ αυτά αλλάζουν και οι εγκληματίες, αποκτούν νέες συνήθειες, γίνονται πιο βίαιοι. Ωστόσο οι εγκληματίες που περιγράφει εδώ ο Ντέρεκ θυμίζουν κάποιους από το μακρινό παρελθόν: τους Μπόνι και Κλάιντ, ένα ζευγάρι που σήμερα οι ψυχολόγοι θα περιέγραφαν σαν κοινωνιοπαθείς. Οι εγκληματίες αυτής της ιστορίας είναι ο Ρόμπερτ Λη Τζόουνς, ένας ψυχάκιας, ο οποίος είναι γνωστός σαν Κόκκινη Οργή, και που πατάει τη σκανδάλη για ψύλλου πήδημα, και η Κόκο Ουάτκινς, μια εντυπωσιακή γυναίκα η οποία διατηρεί οίκο ανοχής.
     Ο Ντέρεκ θα βρεθεί στο δρόμο τους διερευνώντας μια διαφορετική υπόθεση και σύντομα θα αντιληφθεί ότι εκκινώντας από την αναζήτηση ενός αντικειμένου συναισθηματικής φαινομενικά αξίας, κατάφερε να βρει τον εαυτό του στο μέσω ενός μεγάλου κυκλώνα, όπου το ένα έγκλημα διαδέχεται το άλλο, κι όπου τα φονικά αποτελούν πια τον κανόνα. Η ίδια υπόθεση όμως θα τον φέρει σε επαφή και με ένα φίλο από τα παλιά, τον ντετέκτιβ Φρανκ Βον, με τον οποίο μοιράζεται ένα τρομερό μυστικό. Θέλοντας και μη οι δυο τους θα αναγκαστούν να ενώσουν τα μυαλά και τις δυνάμεις τους, για να σταματήσουν τον Τζόουνς, που όπως είναι πια ξεκάθαρο εκείνο που πιότερο τον ενδιαφέρει είναι η καθημερινή δόξα, αλλά και η υστεροφημία του, παρά το να ανέλθει στην ιεραρχία του υπόκοσμου της αμερικανικής πρωτεύουσας. Καθώς η καταδίωξη θα βρίσκεται στο αποκορύφωμά της, ο συγγραφέας θα κάνει αυτό που ξέρει να κάνει καλύτερα: θα μας ταξιδέψει μέσα από τις μουσικές και τις περιγραφές των χαρακτήρων που πλάθει στην αγαπημένη του πόλη και σε μια διαφορετική εποχή και θα μας μιλήσει για τους κατοίκους της -ναρκομανείς, πόρνες, τραβεστί- ανθρώπους συνηθισμένους και μη.
     Ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα που ίσως να μη φτάνει στα ποιοτικά ύψη του προηγούμενού του βιβλίου, το οποίο όμως διαβάζεται γρήγορα και ευχάριστα και που σίγουρα θα ικανοποιήσει τους πολυπληθείς φίλους του καλού συγγραφέα.

Wednesday, February 1, 2012

Βιβλιο-νέα


Το 2012 θα είναι μια πολύ καλή χρόνια σε ό,τι αφορά τις βιογραφίες μουσικών, όπως διαβάζουμε στον ξένο τύπο. Μετά τη μεγάλη επιτυχία που σημείωσε η πρόσφατη βιογραφία του Κιθ Ρίτσαρντς των Ρόλινγκ Στόουνς οι εκδότες έσπευσαν να κλείσουν συμφωνίες με κάποια άλλα μεγάλα ονόματα της μουσικής σκηνής. Ανάμεσα σ' αυτούς που θα μας χαρίσουν τα απομνημονεύματά τους, αληθινά ή μη, αυτό το χρόνο θα είναι οι Νιλ Γιανγκ (φώτο), Μόρισεϊ, Πιτ Τάουνσεντ, Ροντ Στιούαρντ και Τζον Τέιλορ (Ντουράν Ντουράν).

Απ' ό,τι φαίνεται η Ινδία το έχει πάρει απόφαση -παρά το γεγονός ότι αυτοδιαφημίζεται σαν η μεγαλύτερη δημοκρατία στον κόσμο- πως η λογοκρισία κάνει... καλό στην υγεία. Έτσι μετά την -ουσιαστικά- απαγόρευση της εισόδου στη χώρα του Σάλμαν Ρούσντι για συμμετοχή στο λογοτεχνικό φεστιβάλ του Τζαϊπούρ, λόγω των αντιρρήσεων κάποιου Μουλά, τώρα θέλησε να λογοκρίνει και την αμερικανική εκδοχή της ταινίας "Το κορίτσι με το τατουάζ του δράκου". Ο σκηνοθέτης Ντέιβιντ Φίντσερ ωστόσο, δεν δέχτηκε να κόψει σκηνές, κι έτσι η ταινία αποφασίστηκε να μην προβληθεί ποτέ στη χώρα. Και εις ανώτερα, δημοκράτες μου.

Ο πολύς Αλέν ντε Μποτόν, συγγραφέας-γκουρού-ξερόλας, προτίθεται να ξοδέψει ένα κάρο λεφτά για να οικοδομήσει ένα σύχρονο ναού του αθεϊσμού στο Λονδίνο και ο έτερος άθεος Ρίτσαρντ Ντόκινς του την είπε, και με το δίκιο του, αφού οι πόροι αυτοί θα μπορούσαν να διατεθούν για τη δημιουργία σχολείων και άλλους κοινωφελείς σκοπούς. Όταν προσπαθείς να μιμηθείς αυτούς που μια ζωή επικρίνεις, τότε δεν γίνεσαι ένα μ' αυτούς;



Την Πρωταπριλιά αρχίζει η προβολή στις ΗΠΑ του δεύτερου μέρους της εφταλογίας του George R.R. Martin "A Song of Ice and Fire" και το HBO έχει μόλις ρίξει στο ίντερνετ ένα τρέιλερ (δείτε το από πάνω). Το βιβλίο με τον οποίο καταπιάνεται ο νέος κύκλος είναι το A Clash of Kings, την ανάγνωση του οποίου ολοκλήρωσα πριν λίγες μέρες, και το οποίο ελπίζω να παρουσιάσω σύντομα.