Saturday, April 30, 2011

Akira Yoshimura – Shipwrecks

Αγορά από το Book Depository

Αυτό είναι ένα από εκείνα τα μυθιστορήματα που σε καθηλώνουν πάνω απ’ όλα με την απλότητά τους. Το κείμενο είναι λιτό, σχεδόν ελλειπτικό, κι όμως, ή ίσως ακριβώς γι’ αυτό το λόγο, καταφέρνει να ζωντανέψει με άμεσο τρόπο στα μάτια του αναγνώστη τις εικόνες από μια μακρινή χώρα, κι από μια ακόμη πιο μακρινή εποχή.
     Τα γεγονότα της ιστορίας διαδραματίζονται στο μεσαίωνα σ’ ένα απομονωμένο παραθαλάσσιο χωριό στην Ιαπωνία. Η φτώχεια εκεί είναι τόσο διάχυτη που τα παιδιά αρχίζουν από πολύ μικρά να δουλεύουν, είτε στη συλλογή αλατιού, είτε στο ψάρεμα, ενώ ο θάνατος μοιάζει μόνιμα να καραδοκεί. Πολλοί άντρες, αλλά και μερικές γυναίκες, για να εξασφαλίσουν την επιβίωση της οικογένειάς τους, πωλούν τους εαυτούς τους σαν σκλάβους. Ό,τι και να κάνουν όμως ποτέ δεν είναι αρκετό. Οι προμήθειες πάντα λιγοστές, ζουν μέρα με τη μέρα και πεθαίνουν ακριβώς με τον ίδιο τρόπο. Το μοναδικό πράγμα που θα μπορούσε να τους σώσει, όπως και στο παρελθόν, θα ήταν ένα ναυάγιο. Ένα ναυάγιο που θα προκαλούσαν οι ίδιοι, ανάβοντας φωτιές στην παραλία τις θυελλώδεις νύχτες του χειμώνα, αναγκάζοντας έτσι τους ανυποψίαστους και τρομοκρατημένους ναυτικούς να οδηγήσουν τα καράβια τους στους υφάλους. Τότε οι χωρικοί θ’ ανέβαιναν σ’ αυτά, θα έσφαζαν τους επιβαίνοντες και θα λεηλατούσαν τα φορτία τους – αυτά που θα τους επέτρεπαν να μείνουν ζωντανοί για ένα ακόμη χειμώνα.
     Ένα τέτοιο θαύμα, ένα ναυάγιο δηλαδή, περιμένει να συμβεί κι ο Ισάκου, ο βασικός πρωταγωνιστής σ’ αυτή την ιστορία. Είναι μόλις εννιά χρονών παιδί και είναι ήδη ο άντρας του σπιτιού, αφού ο πατέρας του πουλήθηκε σαν σκλάβος. Ζει με τη μητέρα του και τρία μικρότερα αδέλφια – ένα αγόρι και δύο κορίτσια. Προτού φύγει ο πατέρας του τον έβαλε να του υποσχεθεί ότι θα φρόντιζε τα παιδιά, κι αυτός είπε ότι θα το έκανε, πάση θυσία. Το μόνο που τα πράγματα δε θα αποδειχτούν και τόσο εύκολα γι’ αυτόν, αφού αν και ο πρώτος υπήρξε δεινός ψαράς, ποτέ δεν τον δίδαξε τα μυστικά της τέχνης του. Έτσι θ’ αναγκαστεί να τα μάθει όλα μόνος, κι από την αρχή.
     Η πρώτη χρονιά απουσίας του πατέρα θα αποδειχτεί καταστροφική για την οικογένεια αφού ο Ισάκου, όσο σκληρά κι αν προσπαθεί, δεν μπορεί να παίξει με επιτυχία το ρόλο που του έχει ανατεθεί, με αποτέλεσμα η μικρότερή του αδελφή να χάσει τον αγώνα με τη ζωή. Αυτός ο θάνατος θα τον συνταράξει, αλλά και θα τον πεισμώσει, κι έτσι σιγά σιγά θ’ αρχίσει να σημειώνει τις πρώτες του επιτυχίες. Τα ψάρια θ’ αρχίσουν να τσιμπούν, το φαγητό αν και όχι και πολλή δε θα λείπει πια απ’ το τραπέζι, ενώ κι οι προσευχές, και εκείνου αλλά και ολόκληρου του χωριού θα απαντηθούν, καθώς κάποια αγριεμένη νύχτα του χειμώνα ένα μεγάλο εμπορικό καράβι θα έρθει σα μάννα εκ θαλάσσης και θα τσακιστεί στα βράχια. Φορτωμένο με όλου του κόσμου τα καλά, θα γεμίσει τους κατοίκους του χωριού με ευτυχία. Προτού όμως περάσει και πολύς καιρός θα φτάσει στα νερά τους και ένα δεύτερο καράβι, το οποίο όμως δε θα φέρει δώρα.
     Αυτή είναι μια τρυφερή, αλλά και πολύ σκληρή ιστορία. Μια ιστορία για τους μεγάλους αγώνες και τις μικρές νίκες. Για τις μεγάλες ελπίδες και τις τεράστιες διαψεύσεις. Οι ήρωές του, από τον πρώτο ως τον τελευταίο τραγικοί, μοιάζουν καταδικασμένοι από τις μοίρες να μη γνωρίσουν ποτέ την πραγματική ευτυχία, αφού αυτή, στο τέλος της ημέρας, βαδίζει πάντα χέρι χέρι με την καταστροφή. Ένα βιβλίο εξαιρετικό, και οπωσδήποτε πολύ καλύτερο από το One Man’s Justice, που σας παρουσιάσαμε εδώ παλαιότερα. Αξίζει τον κόπο να διαβαστεί από κάθε φίλο της καλής λογοτεχνίας, γιαπωνέζικης ή μη.

Διαβάστε από τον ίδιο: One Man's Justice

Thursday, April 28, 2011

Όμηρος Αβραμίδης – Η δροσοσταλίδα της συγγνώμης

Για των ανθρώπων τα μεγάλα πάθη και τα λάθη γράφει στο νέο του βιβλίο ο Όμηρος Αβραμίδης. Και για μία ακόμη φορά μιλάει για το μεγαλείο της ψυχής.
     Οι πρωταγωνιστές αυτής της ιστορίας είναι άνθρωποι απλοί και πολύπλοκοι, καλοί και ζηλόφθονοι, γεμάτοι αγάπη και κακία. Καταρχήν είναι ο Μαρίνος, που τελειώνοντας το στρατό προσγειώνεται απότομα σε μια πραγματικότητα σκληρή, σχεδόν απάνθρωπη. Η ζωή θ’ αρχίσει να του ρίχνει απ’ τη μια στιγμή στην άλλη απανωτά χαστούκια, αλλά αυτός θα τα αντέχει, όσο κι αν υποφέρει. Θα τα αντέχει επειδή έχει δίπλα του τη Μίνα, τον προσωπικό του άγγελο, που τον αγαπούσε από μικρή και η οποία μπορεί τώρα να ζήσει τον έρωτα της – έναν έρωτα πικρό, ποτισμένο με δάκρυα. Πέρα απ’ αυτούς τους δύο σημαντικό ρόλο παίζουν στην υπόθεση και ο Μανόλης, ο καλύτερος φίλος του πρώτου, που δεν ξεχωρίζει δα και για τη μεγαλοψυχία του, όπως και η Νεφέλη, που θα έρθει από το πουθενά για να τον σώσει απ’ τις μαύρες σκέψεις τους.
     Η ιστορία ξεχειλίζει από έρωτα κι από μυστήριο. Τον έρωτα του Μαρίνου με τη Νεφέλη. Τον έρωτα ενός άλλου άντρα με μια γυναίκα, τον οποίο καταδίκασαν στην αφάνεια οι προκαταλήψεις της εποχής και του τόπου του. Το μυστήριο έχει περισσότερο να κάνει με τη μοίρα του Μαρίνου. Γιατί του πάνε όλα στραβά; Ποιοι είναι αυτοί που του την έχουν στημένη σε κάθε γωνία; Τι θα μπορούσε να κάνει για ν’ αλλάξει τα πράγματα; Πόσο περισσότερο θα πέσει;
     Ο Μαρίνος είναι ένας ήρωας τραγικός, ένας από εκείνους τους ανθρώπους που ποτέ δεν πρόκειται να γίνουν ευτυχισμένοι για τον απλούστατο λόγο ότι είναι καλός. Σε μια κυνική εποχή σαν και τη δική μας οι πραγματικά καλοί άνθρωποι σπανίζουν, κι όταν βρεθούν δίνουν γενναιόδωρα τα δώρα τους… Κι όταν βρεθούν, πληγώνονται ασύστολα απ’ τους άλλους. Ο μόνος τρόπος για να επιβιώσει ο Μαρίνος σ’ αυτόν τον κόσμο είναι να αλλάξει, να γίνει σκληρός. Αλλά, απλά, δεν το μπορεί. Δεν προσπαθεί καν. Έχει την καλοσύνη του και έχει την περηφάνια του και μ’ αυτές πορεύεται. Και γι’ αυτές τον αγαπούν όλοι – ή σχεδόν.
     Δεν καταπιανόμαστε ιδιαίτερα με την πλοκή της ιστορίας για να μην την προδώσουμε, αφού περιέχει στοιχεία και από το αστυνομικό μυθιστόρημα, τα οποία κρατάνε την αγωνία στο κατακόρυφο σ’ ολόκληρη διάρκεια της αφήγησης. Εξάλλου σ’ αυτό το βιβλίο δεν έχει σημασία η πλοκή, αλλά οι άνθρωποι. Οι ψυχές. Αυτές κάνουν τη γη να γυρίζει κι εμείς, ή μάλλον αυτοί, οι πρωταγωνιστές, δεν έχουν παρά να ακολουθήσουν τη φορά της – κι όπου τους βγάλει.
     Ένα γραμμένο με κινηματογραφικούς ρυθμούς μυθιστόρημα, που διαβάζεται μονορούφι, σε μια καθισιά, και το οποίο αφήνει στο τέλος μια γλυκιά αίσθηση πίσω του. Οι πιστοί φίλοι του καλού συγγραφέα θα το απολαύσουν όσο και τα προηγούμενά του βιβλία.

Διαβάστε από τον ίδιο: Άκου το τραγούδι της βροχήςΗ αγάπη είναι το μυστικό, Γιατί, Αλλάχ;, Το τρίτο πρόσωπο, Η κίτρινη σημαία, Ο δρόμος του φεγγαριού

Thursday, April 21, 2011

Hitomi Kanehara – Autofiction


 Αγορά από το Book Depository

Πού το πάει η Κανεχάρα, αναρωτιόμουνα καθώς άρχιζα την ανάγνωση αυτού του βιβλίου. Μετά τη μεγάλη αναγνώριση που πέτυχε με την πρώτη της νουβέλα Snakes and Earrings (Γλώσσα Φιδιού στα ελληνικά), όλοι περίμεναν με αγωνία το επόμενό της βήμα. Ομολογώ ότι στην αρχή ο ανά χείρας τόμος λίγο έλειψε να με εκπλήξει δυσάρεστα, αλλά ύστερα κατάλαβα. Κατάλαβα ότι η συγγραφέας παίζει με τον αναγνώστη, του βγάζει τη γλώσσα κοροϊδευτικά και με τρόπο μελοδραματικό, προτού τον πιάσει απ’ το λαιμό και τον οδηγήσει στα γνωστά στενά και δυσπρόσιτα μονοπάτια της.
     Η ηρωίδα αυτής της ιστορίας είναι η Ριν, μια νεαρή συγγραφέας, μόνιμα μεθυσμένη τόσο από ευτυχία όσο κι απ’ το αλκοόλ. Το πρώτο της βιβλίο σημείωσε τεράστια επιτυχία και τώρα όλοι έχουν μεγάλες απαιτήσεις απ’ αυτήν. Όπως έχει κι αυτή από τον εαυτό της. Έναν εαυτό όμως που είναι αλκοολικός, που δεν την υπακούει, που όταν την έχει υπό τον έλεγχο του την υποχρεώνει να κάνει τα πιο τρελά πράγματα, όπως το να συζητά με τα γεννητικά της όργανα, να δίνει κάθε είδους συνεντεύξεις, να βλέπει συνομωσίες εκεί που δεν υπάρχουν, να κάνει τη ζωή του συντρόφου της ποδήλατο. Μοιάζει να βρίσκεται σε αδιέξοδο: «Ζω αποκλειστικά και μόνο για να κάνω την πληκτική μου ζωή ακόμη πιο πληκτική παρέχοντάς της πληκτικά σχόλια για την πληκτική μου καθημερινότητα μέσω μιας πληκτικής φωνής που κρύβεται μέσα στο κεφάλι μου».
     Η Ριν το ξέρει ότι πρέπει να κάνει κάτι για ν’ αλλάξει τη ζωή της. Αλλά τι; Καταρχήν πρέπει ν’ αρχίσει ν’ αναγνωρίζει: «ότι κάνω κι εγώ λάθη κάποτε» και μετά να γράφει. Το μόνο που η έμπνευση δε λέει να την επισκεφθεί κι ας έχει ήδη υπογράψει συμβόλαιο για μια σειρά από βιβλία. Κι ας η προθεσμία φτάνει στο τέλος της. Πάνω όμως που πιστεύει ότι τα πράγματα δε θα μπορούσαν να γίνουν χειρότερα, γίνονται καλύτερα. Και η αφήγηση πιο σκληρή. Ένας εκδότης της προτείνει να γράψει ένα λογοτεχνικό έργο που να μοιάζει με αυτοβιογραφία, το Autofiction του τίτλου – αλλά κι εδώ η συγγραφέας παίζει με τις λέξεις, αφού ο πιο πάνω όρος αναφέρεται και στην αυτόματη γραφή. Εκείνη δέχεται και, δίχως ουσιαστικά να το λέει, αρχίζει να αφηγείται τη ζωή της, από το σήμερα προς το χθες. Τα κεφάλαια του βιβλίου τα λένε όλα: 22ος Χειμώνας, 18ο Καλοκαίρι, 16ο Καλοκαίρι, 15ος Χειμώνας.
     Τα γεγονότα που μας εξιστορεί είναι σχεδόν απάνθρωπα. Μιλάει για ένα κορίτσι που μεγάλωσε σ’ ένα σπιτικό όπου δεν υπήρχε αγάπη, που έκανε από πολύ μικρό την επανάστασή του και ανακάλυψε τα μυστικά του σεξ που της έδωσαν μεγάλες χαρές και πολλές λύπες, που το έσκασε απ’ το σπίτι περιφερόμενο εδώ κι εκεί, που έμεινε έγκυος και έκανε μια έκτρωση που κατά βάθος δεν ήθελε, που λίγο έλειψε να πέσει θύμα ομαδικού βιασμού και που για καιρό βρισκόταν σε μια αδιέξοδη σχέση μ’ έναν άντρα που την κακοποιούσε. Από τότε που ήταν μικρή σκεφτόταν τη ζωή της σα μια κόλαση με αναλαμπές ευτυχίας: «Ίσως η κόλαση να είναι ένα χαρούμενο μέρος και μερικά χαρούμενα μέρη είναι σαν την κόλαση, ή ίσως η κόλαση να μεταμορφώνεται σ’ ένα χαρούμενο μέρος, μέρα παρά μέρα». Στα δεκαπέντε της αποφάσισε ότι: «Αν και οι γονείς μου είναι ενήλικες πάσχουν από έλλειψη καρτερίας. Αλλά για μένα η καρτερία είναι τρόπος ζωής. Είναι αυτή που με βοήθησε να ζήσω μέχρι τώρα. Ουσιαστικά πρέπει να υπομένω κάθε στιγμή της ζωής μου εκτός όταν είμαι με τον Κίτι» - τον πρώτο της έρωτα.
     Η Κανεχάρα μας χαρίζει και πάλι μια σκληρή, μα βαθιά ανθρώπινη ιστορία, που μετά το πρώτο κεφάλαιο ακολουθεί καταιγιστικούς ρυθμούς – γραμμένη, φαινομενικά, με κομμένη την ανάσα. Όσοι απόλαυσαν τη «Γλώσσα φιδιού» δε θα απογοητευτούν, κι όσοι ενδιαφέρονται να πάρουν μια γεύση απ’ την πραγματικά μοντέρνα γιαπωνέζικη λογοτεχνία θα μπορούσαν να κάνουν μ’ αυτό το βιβλίο την αρχή. Απλά εξαιρετικό.

Monday, April 18, 2011

Αντρέα Καμιλλέρι – Τα φτερά της πεταλούδας

Η τελευταία φορά που διάβασα κάποιο βιβλίο του Αντρέα Καμιλλέρι ήταν τον Ιούνιο του 1999 στην Κάρπαθο (για κάποιο λόγο θυμάμαι όλα τα βιβλία που διάβασα εκείνο το καλοκαίρι). Τον επισκέπτομαι λοιπόν ξανά μετά από δώδεκα σχεδόν χρόνια και σκέφτομαι πώς ήταν λάθος μου το ότι τον εγκατέλειψα για τόσο καιρό.
     Το μυθιστόρημα αυτό το διάβασα μέσα σε τρεις ώρες και το απόλαυσα όσο λίγα άλλα βιβλία αστυνομικής λογοτεχνίας. Τι μού άρεσε περισσότερο σ’ αυτό; Μα, δεν υπήρχε και κάτι που να μη μου αρέσει. Η ταχύτητα της πλοκής, οι έξυπνοι διάλογοι, οι ιδιοτροπίες του Μονταλμπάνο, το χιούμορ του και η τελική ανατροπή, όλα προσθέτουν κάτι στην αναγνωστική απόλαυση. Έχοντας γίνει τα τελευταία χρόνια φανατικός φίλος των αστυνομικών αναγνωσμάτων της αγγλοσαξονικής σχολής, με μια δόση από Ιαπωνία, διαβάζοντας τώρα αυτό το βιβλίο, ένιωσα σα να ανακάλυπτα ένα καινούριο κόσμο – ένα κόσμο όπου το έγκλημα και το χιούμορ μπορούν και βαδίζουν χέρι-χέρι. Αντιγράφω ένα μικρό απόσπασμα, από τα πολλά, που με έκαναν να χαμογελάσω:

     Χριστέ μου, τι να ήταν άραγε; Είχε κάνει τατουάζ στον κώλο της; Μήπως ήταν υπερβολικό ακόμη και για χορεύτρια νυχτερινού κέντρου;
     «Μπορείτε να μου εξηγήσετε τι είναι;»
     «Δεν ξέρετε τι είναι; Θεέ μου, δεν το πιστεύω! Όλοι ξέρουν τι είναι! Τώρα πώς θα σας το εξηγήσω;»
     «Προσπαθήστε».
     «Λοιπόν… είναι μεγάλη σαν μύγα, πετάει τη νύχτα κι έχει φως».
     Κωλοφωτιά!

     Ας περάσουμε όμως στο ψαχνό. Ο Μονταλμπάνο δεν είναι και πολύ καλά αυτές τις μέρες. Όλο σκέφτεται τη φίλη του τη Λιβία, που δεν άντεξε και έφυγε και τον παράτησε. Φυσικά εκείνος έφταιγε γι’ αυτό, αφού όλο με τις υποθέσεις του στην αστυνομία ασχολιόταν κι αυτήν την παραμελούσε. Όσο λίγο κι αν την έβλεπε όμως την αγαπούσε πολύ και δεν μπορούσε να φανταστεί τη ζωή του χωρίς αυτήν. Έπρεπε να μιλήσει μαζί της και να την πείσει να επιστρέψει, έπρεπε να προσπαθήσει να αλλάξει για κείνην, ν’ αρχίσει να νοιάζεται περισσότερο, να γίνει πιο συνεπής. Όσο κι αν υποφέρει όμως δεν τολμά να κάνει την πρώτη κίνηση. Αν δεν ήταν κι αυτές οι άτιμες οι υποθέσεις που αναλαμβάνει ίσως και να τον τρέλαιναν οι σκέψεις του. Ή ίσως και να το έχουν κάνει ήδη, αφού όπως εδώ και καιρό ανακάλυψε, κρύβει δυο Μονταλμπάνο μέσα του, που ο ένας του λέει να κάνει αυτό, κι ο άλλος εκείνο. Καθώς ζει αυτό το μικρό προσωπικό του δράμα, μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα υπόθεση φτάνει στα χέρια του. Κάποιος ανακαλύπτει σε μια χωματερή το πτώμα μιας νεαρής ρωσίδας, που στην ωμοπλάτη φέρει ένα τατουάζ, πιστό αντίγραφο μιας σπάνιας πεταλούδας. Ποια είναι αυτή; Τι έκανε για να αξίζει αυτή την τύχη; Ποιοι κρύβονται πίσω από το έγκλημα; Όσο διερευνά την υπόθεση ο καλός ντετέκτιβ, τόσο πληθαίνουν και τα ερωτήματα. Κι όσο πληθαίνουν τα ερωτήματα, τόσο αυξάνονται και οι επεμβάσεις στη δουλειά από τους ανωτέρους του. Όπως φαίνεται οι έρευνές του άγγιξαν κάποια υψηλά ιστάμενα πρόσωπα της ντόπιας κοινωνίας, τα οποία προσπαθούν να του βάλουν τρικλοποδιές, ώστε να μην του επιτρέψουν να φτάσει στη διαλεύκανση του εγκλήματος. Το μόνο που ο Μονταλμπάνο είναι πεισματάρης και έχει και κάποιο πρόβλημα ανυπακοής προς τις διαταγές των ανωτέρων, έτσι δε θα το βάλει κάτω. Θα συνεχίσει να ψάχνει μέχρι να λύσει το γρίφο, αλλά την ίδια ώρα θα ρίξει φως και σε μια υπόθεση απαγωγής, που λίγο έλειψε ν’ αρχίσει να μαζεύει σκόνη στ’ αρχείο.
     Αυτό είναι ένα από εκείνα τα μυθιστορήματα που διαβάζονται γρήγορα και ευχάριστα και που προσφέρουν πραγματική απόλαυση όχι μόνο στους φίλους του αστυνομικού βιβλίου, αλλά και σε κάθε φίλο της λογοτεχνίας γενικά.

Saturday, April 16, 2011

Ριού Μουρακάμι – Σχεδόν διάφανο γαλάζιο

Μια ιστορία για το σεξ, τα ναρκωτικά και το ροκ ’ν’ ρολ είναι το «Σχεδόν διάφανο γαλάζιο». Είναι η ιστορία του Ριού, της Λίλλυ, της Ρέικο, του Καζούο και μερικών άλλων ιδιόρρυθμων και χαμένων στον κόσμο τους χαρακτήρων. Η ιστορία κάποιων νέων ανθρώπων σ’ ένα προάστιο του Τόκυο που ζουν ή μάλλον ξοδεύουν τη ζωή τους ημέρα με την ημέρα. Κάποιων που πιστεύουν ότι η καθημερινότητα είναι ένα ατέλειωτο πάρτι και για τους οποίους το χθες και το αύριο αποτελούν άγνωστη χώρα. Μια ιστορία σκληρή.
     Ο Ριού σε αντίθεση με τον περισσότερο γνωστό Χαρούκι Μουρακάμι, αρέσκεται να καταπιάνεται με άμεσο τρόπο με την απτή πραγματικότητα του εδώ και του τώρα και αν κάποτε φλερτάρει με το φανταστικό το κάνει μέσω των παραισθησιογόνων ουσιών. Οι περιγραφές του είναι ωμές, χωρίς φρου-φρου κι αρώματα. Οι λέξεις του στιλέτα στο κουφάρι μιας σκληρής κι αδιάφορης κοινωνίας.
     Διαβάζοντας όλα όσα διαδραματίζονται σ’ αυτή την ιστορία υιοθετούμε μια στάση ψυχρού παρατηρητή, δεν μπορούμε να νιώσουμε καμιά συμπάθεια για τους ήρωές της. Είναι σα να βλέπουμε μια ταινία, αλλά με νεκρωμένες τις αισθήσεις, να παρακολουθούμε το Ρέκβιεμ για ένα όνειρο που ποτέ δεν υπήρξε, να γινόμαστε παρατηρητές σε μια ψευδαίσθηση.
     Το «Σχεδόν διάφανο γαλάζιο» θα μπορούσε να είχε τον τίτλο «Επεισόδια». Επεισόδια από τις δίχως νόημα ζωές κάποιων νέων. Συναντήσεις και μικροί αποχωρισμοί. Άκρατος ερωτισμός. Βίαιες σχέσεις. Αλκοολισμός πέρα από τα όρια. Απόλυτη εξάρτηση από ουσίες. Παραισθησιογόνες άνοδοι και πραγματικές απότομες πτώσεις. Όλοι μαζί κι ο καθένας μόνος. Και, για να κλέψουμε τον τίτλο μιας ταινίας: «Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμη». Όπως τραγουδούσαν το 1977 που εκδόθηκε αυτό το βιβλίο.
     Αν είστε φίλοι της κλασικής ιαπωνικής λογοτεχνίας αυτό το μυθιστόρημα ίσως να σας ξενίσει κάπως με την ωμότητά του. Ωστόσο είναι δύσκολο να αμφισβητήσει κανείς την ειλικρίνειά του. Η σύγχρονη ιαπωνική κοινωνία, είτε μας αρέσει είτε όχι, είναι βίαια και οδηγεί πολλούς νέους ανθρώπους στην απόλυτη απομόνωση ή σ’ απατηλά μονοπάτια. Ο συγγραφέας επιμένει να γράφει για την κοινωνία όπως είναι και σ’ όποιον αρέσει. Η εμμονή του είναι ο κόσμος του σήμερα με όλα τα ελαττώματά του. Γι’ αυτόν μιλούσε από πάντα, γι’ αυτόν μιλά και σήμερα (διαβάστε τα In the miso soup και Piercing για να εξακριβώσετε του λόγου το αληθές).
     Κλείνουμε αυτή την αναφορά μ’ ένα απόσπασμα που πολύ μας άρεσε, κι ας μην είναι και τόσο αντιπροσωπευτικό σε ό,τι αφορά τη γλώσσα του κειμένου:
     «…Όλο αυτό το σκηνικό, κι ό,τι έχεις μέσα στο κεφάλι σου, ανακατεύονται. Ο κόσμος που περιμένει στη στάση του λεωφορείου κι ένας μεθυσμένος μ’ επίσημο ένδυμα που τρεκλίζει εκεί μπροστά, και μια γριά μ’ ένα καλάθι γεμάτο πορτοκάλια, και λιβάδια γεμάτα λουλούδια και λιμάνια και εργοστάσια ηλεκτρικού – τα βλέπεις όλα αυτά, κι αμέσως μετά δεν μπορείς να τα δεις πια, αλλά μπερδεύονται μέσα στο κεφάλι σου μ’ αυτά που σκεφτόσουνα πριν, καταλαβαίνεις τι σου λέω; Το φίλτρο του φακού που έχεις χάσει και τα λιβάδια με τα λουλούδια και το εργοστάσιο ηλεκτρικού γίνονται ένα. Ε, τότε κι εγώ τα ανακατεύω σιγά σιγά, όπως μ’ αρέσει, αυτά που βλέπω κι αυτά που σκέφτομαι, και ρίχνω μέσα και όνειρα και βιβλία που έχω διαβάσει κι αναμνήσεις, για να στήσω -πώς να σ’ το πω;- μια σκηνή σαν αναμνηστική φωτογραφία…»

Thursday, April 14, 2011

Σταυρούλα Σκαλίδη – Προδοσία και εγκατάλειψη

Αυτή είναι μια ιστορία που διαβάζεται μέσα σε λιγότερο από μιάμιση ώρα, κι όμως μετά σου είναι δύσκολο να την ξεχάσεις. Είναι μια ιστορία για τη σύγχρονη πόλη και τη μοναξιά των ανθρώπων, για τον κόσμο που γίνεται όλο και πιο σκληρός, και για τα φαντάσματα που κουβαλούμε όλοι μέσα μας.
     Βασικός πρωταγωνιστής σ’ ετούτη τη νουβέλα είναι ένας νέος άνθρωπος, ιδιοκτήτης ψιλικατζίδικου, ο οποίος είναι αφόρητα μόνος, κι έτσι μη έχοντας άλλη επιλογή -ή και έχοντας αλλά όντας ανίκανος να τη δει- γίνεται η φανταστική σκιά των άλλων ανθρώπων. Των ανθρώπων που σιχαίνεται, αλλά και που ίσως κρυφά αγαπά αφού: «Ας είναι καλά. Οι άνθρωποι. Σπάνε τη σιωπή και τη μονοτονία μου».
     Οι μέρες του είναι σχεδόν όλες ίδιες -μετράει αυτούς που περνάνε έξω από το μαγαζί και τους πελάτες του-, οι νύχτες απαράλλακτες, μοναχικές και άδειες, ξοδεμένες σ’ ένα κρύο σπίτι ή στους δρόμους της πόλης, μιας πόλης άγριας μα και αγαθής την ίδια ώρα: «Τι αγαθή πόλη! Και την έχω πάθει τη ζημιά στο στήθος μου χρόνια τώρα. Μου την ξερίζωσε την καρδιά μου αυτή η πόλη και οι άνθρωποί της με τα αγαθά συναισθήματα». Αυτός ψάχνει, «μια ζωή που δεν θα ζέχνει αποφάγια τύψεων. Για όσα ήρθαν και όσα δεν ήρθαν».
     Η μοναδική του φίλη, ή μάλλον η μοναδική ψυχή που του δίνει κάποια σημασία είναι μια ηλικιωμένη συγγραφέας. Περνά συχνά πυκνά απ’ το μαγαζάκι του, ψωνίζει κάτι, του μιλά για το βαρετό παρόν της και τα περασμένα μεγαλεία. Τη συμπαθεί σχεδόν χωρίς να το θέλει. Μέχρι που κάποια μέρα εξαφανίζεται μυστηριωδώς κι αυτή και τότε μοιάζει να τα χάνει για τα καλά. Για πρώτη φορά στη ζωή του νιώθει τόσο έντονα την ανάγκη για επαφή με κάποιον άλλο άνθρωπο, έτσι καταπίνοντας τις φοβίες του πηγαίνει και της χτυπάει την πόρτα. Αλλά εκείνη δεν του ανοίγει. Κι από μέσα φτάνει στη μύτη του μια αποκρουστική μυρωδιά. Λες; Λες να συνέβηκε το μοιραίο;
     Αναστατωμένος αρχίζει να χτυπά τις πόρτες των γειτονικών διαμερισμάτων, αλλά κανείς δεν του απαντά -έχουν μάλλον όλοι φύγει για τις διακοπές του Αυγούστου- μέχρι που φτάνει στην πόρτα του Μάνου και της Ζένιας-Ζωής, μιας κοπέλας που ερωτεύεται με την πρώτη ματιά, μιας γυναίκας που γνωρίζει εκ των προτέρων ότι δεν πρόκειται ποτέ να κατακτήσει. Μαζί ειδοποιούν την αστυνομία, μαζί ξεπερνούν το πρώτο σοκ όταν ανακαλύπτουν ότι το πτώμα που κρύβεται στο διαμέρισμα της γηραιάς κυρίας δεν ανήκει σ’ αυτήν αλλά σ’ ένα παπαγάλο. Και το μυστήριο όλο και μεγαλώνει. Και ο μέσα του κόσμος όλο και πιο πολύ αναστατώνεται. «Πόναγα, άρα ήμουν ζωντανός… Ξεχνάω, άρα δεν υπάρχω», αναλογίζεται λίγο καιρό μετά. Η λήθη τον τρομοκρατεί, τη φοβάται όσο τίποτα άλλο, κι ας έχει ήδη πέσει στο ναρκοπέδιό της. Τώρα αγωνίζεται… «κάθε μέρα να βγω αλώβητος στην άλλη πλευρά μετρώντας, όπως μπορώ, τις μέρες και συνεχίζοντας να σκέφτομαι και να θυμάμαι. Αλλιώς χάθηκα!»
     Θα σωθεί λοιπόν ή θα χαθεί; Οι σκέψεις του πάντως κάθε άλλο από φωτεινές είναι: «Όσο ζω, σκοτώνω, με την παρουσία μου», αλλά τουλάχιστον, έστω κι αργά, φτάνει και σε μια χρήσιμη διαπίστωση: «Κάποτε, φαίνεται, πρέπει να σπάσεις χίλια κομμάτια για να ξαναγίνεις ολόκληρος».
     Ένα καλογραμμένο βιβλίο που στο τέλος της ανάγνωσης αφήνει μια γλυκόπικρη γεύση πίσω του. Διαφορετικό και αξιόλογο.

Monday, April 11, 2011

Paul Auster – The Book of Illusions

 
Αγορά από το Book Depository


Αν δε με απατάει η μνήμη μου πάνε δεκαεφτά δεκαοκτώ χρόνια από την τελευταία φορά που διάβασα κάποιο βιβλίο του Πολ Όστερ. Τώρα δε θυμάμαι καν ποιο ήταν αυτό και αν μου άρεσε. Το ανά χείρας όμως μού άρεσε, και πολύ μάλιστα.
     Πρόκειται για την ιστορία ενός καθηγητή και συγγραφέα, του Ντέιβιντ Ζίμμερ, που μετά το θάνατο της γυναίκας και των παιδιών του σε αεροπορικό δυστύχημα, παραιτείται ουσιαστικά απ’ τη ζωή: εγκαταλείπει τη θέση του στο πανεπιστήμιο όπου διδάσκει, κλείνεται στο σπίτι και αποφεύγει κάθε επαφή με γνωστούς και φίλους, αφού εκτός από το ό,τι δεν μπορούν να τον παρηγορήσουν του θυμίζουν κιόλας τους νεκρούς αγαπημένους. Τη στιγμή ακριβώς όμως που φτάνει στα όρια του, που αρχίζει να ερωτοτροπεί με την ιδέα του θανάτου, κάτι αλλάζει. Έρχεται ένας από μηχανής θεός για να τον πάρει απαλά από το χέρι και να τον οδηγήσει ξανά στα μονοπάτια της ζωής. Το μόνο που αυτός ο θεός είναι ήδη νεκρός – ή τουλάχιστον έτσι πιστεύουν όλοι. Ποιος είναι αυτός; Ένας ηθοποιός, εφήμερη δόξα, του βωβού κινηματογράφου προς τα τέλη της δεκαετίας του ΄20, που ακούει στο όνομα Χέκτορ Μαν.
     Ο Χέκτορ λοιπόν, του οποίου το χαρακτηριστικό μουστάκι «αποτελούσε το σεισμογράφο του εσωτερικού του κόσμου», τον έκανε να γελάσει και μετά να σκεφτεί: «Αν εξακολουθώ να έχω μέσα μου τη δύναμη να γελώ, αυτό πάει να πει ότι δεν είμαι ολότελα ναρκωμένος». Βλέποντας λίγα μόνο λεπτά από ένα μικρό αφιέρωμα στον Χέκτορ και νιώθοντας, «εκείνο τον αναπάντεχο σπασμό να αναδύεται μέσα από το στήθος μου και ν’ αρχίζει να κουδουνίζει μέσα στο λαιμό μου», αντιλαμβάνεται ότι δεν έχει πιάσει πάτο ακόμη, πώς ένα κομμάτι του εαυτού του επιμένει ότι πρέπει να συνεχίσει να ζει. Ζαλισμένος απ’ αυτή τη συνειδητοποίηση αποφασίζει να μάθει κάποια πράγματα για τον άγνωστο εκείνο ηθοποιό. Και μετά, λίγα ακόμα. Στο τέλος αναλαμβάνει, αν και φοβάται πολύ τώρα πια τις πτήσεις, να ταξιδέψει -με τη βοήθεια των μαγικών χαπιών του Δρ. Σινγκ- τόσο εντός των ΗΠΑ όσο και στο εξωτερικό, για να μελετήσει τις ταινίες του Χέκτορ. «Όσο δυστυχισμένος και απεγνωσμένος κι αν ήμουνα», λέει, «ήμουν ελεύθερος και είχα στις τσέπες μου χρυσό, έτσι μπορούσα να καθορίσω ο ίδιος τους όρους της ελευθερίας μου».
     Επιστέγασμα αυτών των ταξιδιών είναι η συγγραφή ενός βιβλίου που καταπιάνεται αποκλειστικά με τις ταινίες του κωμικού, αφού για τη ζωή του ελάχιστα είναι γνωστά. Η έκδοση του βιβλίου ωστόσο θα του δώσει την ευκαιρία να μάθει από πρώτο χέρι κι αυτά τα οποία δε γνωρίζει: για μυστικά και ψέματα και τρομερές αλήθειες, για απονενοημένες ενέργειες απελπισμένων ανθρώπων. Θα μάθει ακόμη ότι κάποια στιγμή στη ζωή του ο Χέκτορ, ακριβώς όπως κι αυτός, μιλούσε μόνο με τους νεκρούς, αφού: «Είναι οι μόνοι που εμπιστεύομαι, οι μόνοι που με καταλαβαίνουν. Όπως κι αυτοί, δεν έχω μέλλον…» Ωστόσο και οι δυο τους έχουν μέλλον, κι ας μην είναι στρωμένος με ροδοπέταλα ο δρόμος τους. Φτάνει να αντιληφθούν ότι αν «θέλουν να σώσουν τις ζωές τους, πρέπει να φτάσουν μια ανάσα σχεδόν πριν την καταστροφή».
     Ο συγγραφέας καταπιάνεται με ένα θέμα που ακούγεται βαρετό ή και καταθλιπτικό και κατορθώνει, φαινομενικά χωρίς κανένα κόπο, να του δώσει ζωή. Η καταπληκτική γραφή του μας ταξιδεύει, σαν καράβι σε γαλήνιο ποτάμι, στις ψυχές των ηρώων του, μας κάνει να νιώσουμε αυτά που νιώθουν, να τους αγαπήσουμε ακόμη και για τα ελαττώματά τους. Μας θυμίζει ακόμη πόση απόλαυση μπορεί να χαρίσει στον αναγνώστη ένα βιβλίο στο οποίο το πάνω χέρι έχει ο λόγος. Δεν ξέρω αν αυτό είναι το κορυφαίο μυθιστόρημα του Όστερ, αλλά σίγουρα είναι ένα από τα καλύτερα έργα μυθοπλασίας που διάβασα τα τελευταία χρόνια.

Saturday, April 9, 2011

Sōseki Natsume – The 210th Day

Αυτό είναι ένα από τα λιγότερο γνωστά έργα του διάσημου συγγραφέα. Δεν πρόκειται για μυθιστόρημα, αλλά μάλλον για ένα εκτεταμένο διήγημα ή μια σύντομη νουβέλα.
     Η ιστορία καταπιάνεται με την ιστορία δύο φίλων, του Κέι και του Ρόκου, που πηγαίνουν μια μακρινή εκδρομή με σκοπό να σκαρφαλώσουν στην κορυφή του ηφαιστειογενούς όρους Άσο. Το μόνο που τα πράγματα δε θα αποδειχτούν τόσο εύκολα όσο τα περιμένουν, αφού φτάνουν στους πρόποδες του βουνού και ετοιμάζονται για την ανάβαση την πλέον ακατάλληλη ώρα, λίγο πριν την 210η μέρα του σεληνιακού ημερολογίου. Σύμφωνα με την παράδοση, αλλά και την εμπειρία χρόνων, πάντα αυτή τη μέρα ο καιρός κάνει τα δικά του. Φωτίζει και σκοτεινιάζει κατά τα κέφια του, ο άνεμος λυσσομανάει και ηρεμεί και πάντα καραδοκούν καταιγίδες.
     Προτού όμως φτάσουν στη μοιραία αυτή μέρα οι δυο φίλοι ξοδεύουν το χρόνο τους σ’ ένα πανδοχείο, που βρίσκεται ακριβώς αντίκρυ από το βουνό. Εκεί συζητούν τα πάντα, αμπελοφιλοσοφούνε και… παραγγέλλουν αυγά μισοψημένα, με αποτέλεσμα ο ένας να πάρει δυο καλοψημένα κι ο άλλος δύο ωμά.
     Το μεγαλύτερο κομμάτι του βιβλίου καταλαμβάνουν οι απολαυστικοί διάλογοι ανάμεσα στους δυο φίλους, αλλά και στην γκαρσόνα του πανδοχείου, που μοιάζει να μην έχει καμία απολύτως επαφή με τον κόσμο, μια και κάνει το ένα λάθος μετά από το άλλο. Εκτός από τα αυγά, τους φέρνει και μια μπίρα που δεν είναι μπίρα, ενώ μοιάζει να αγνοεί και τη διαφορά ανάμεσα στο όρος Άσο και την επαρχία με το ίδιο όνομα.
     Οι αφορισμοί δίνουν και παίρνουν, ειδικά σε ό,τι αφορά το… τοφού: «Αν ο γιος ενός πωλητή τοφού μπορεί να γίνει κάποιος που μετράει σ’ αυτή την κοινωνία, τότε υπάρχει η πιθανότητα κάποιος που πραγματικά μετράει να γίνει πωλητής τοφού…» «Δεν είναι επιτρεπτό να αστειεύεται κανείς σε ό,τι αφορά τον τοφουϊσμό, έτσι;»
     Οι δυο φίλοι μοιάζουν να διαφωνούν στα πάντα κι αυτό ακριβώς το στοιχείο είναι που τους κάνει να ξεχωρίζουν. Οι διαφωνίες τους είναι που δίνουν χρώμα στο κείμενο, που μας κάνουν να χαμογελάμε. Αλλά και οι ιδιοτροπίες τους, αφού όταν επισκέπτονται τα λουτρά ο Κέι εισηγείται ότι θα μπορούσαν να πλύνουν ο ένας την πλάτη του άλλου, κι ο Ρόκου αρνείται αφού η πλάτη του φίλου του είναι πολύ πιο πλατιά απ’ τη δική του και έτσι θα αναγκαζόταν να δουλέψει περισσότερο από αυτόν.
     Η «210η μέρα» είναι ένα καλογραμμένο αφήγημα, που μπορεί να μη φτάνει σε ποιότητα τα γνωστά μυθιστορήματα του συγγραφέα, αλλά το οποίο παρόλα αυτά διαβάζεται γρήγορα και ευχάριστα.

Thursday, April 7, 2011

Πέδρο Χουάν Γκουτιέρες – Η μελαγχολία των λιονταριών

Όπως λέει και η μεταφράστρια του βιβλίου, Κλεοπάτρα Ελαιοτριβιάρη, που υπογράφει και το ενημερωτικό επίμετρο: ο Γκουτιέρες είναι ένας από εκείνους τους συγγραφείς που είτε αγαπάει είτε μισά κανείς. Εγώ τον αγαπώ. Για το χιούμορ του, για τον τρόπο γραφής του, για το γεγονός ότι πολλές φορές δε μοιάζει μοναχά να κλείνει το μάτι στον αναγνώστη, αλλά και να του βγάζει τη γλώσσα.
     «Η μελαγχολία των λιονταριών» είναι μια συλλογή με μικροϊστορίες ή ιστορίες μπονζάι, όπως τις αποκαλούν κάποιοι. Η μια είναι πιο σύντομη από την άλλη, ενώ κάποιες δεν ξεπερνούν τις τρεις γραμμές. «Μα», θα απορήσετε δικαιολογημένα, «είναι στ’ αλήθεια διηγήματα αυτά;» Η απάντηση είναι ότι, ναι είναι, από τη στιγμή που καταφέρνουν να πουν στον αναγνώστη αυτά που θέλει ο συγγραφέας τους.
     «Η αταξία είναι μια μεταμφίεση της τάξης» διαβάζουμε κάπου, και μέσα σ’ αυτήν ακριβώς την αταξία λειτουργεί τέλεια ο συγγραφέας, λέγοντάς μας ιστορίες παράξενες, που σχοινοβατούν ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία. Ιστορίες για μίμους που μικραίνουν στη διάρκεια μιας παράστασης, για ένα σοκολατένιο ποντίκι, το οποίο αρνείται να φάει ο γάτος αφού δεν του αρέσει η γεύση του, για ανθρώπους από πλαστικό, για καρχαρίες που τους σκοτώνουν τη μια μέρα αλλά εμφανίζονται και πάλι την επομένη, για τις μεγάλες στιγμές της ανθρωπότητας που δεν κρατάνε περισσότερο από μία στιγμή, για τη σοδειά από Πεδρίτο χωρίς την οποία δε θα μπορούσε να συνεχίσει να ζει ο συγγραφέας, ενώ μας εξηγεί και τους λόγους που οδηγούν κάποιον στο να αρχίσει να παραλογίζεται.
     Αυτό είναι ένα από εκείνα τα βιβλία που καταβροχθίζει κανείς σε μια καθισιά, τα χαίρεται με την ψυχή του, και στα οποία αργά ή γρήγορα επανέρχεται. Ο Γκουτιέρες πού και πού μοιάζει να παριστάνει τον τρελό, κάνει τον αναγνώστη να σκέφτεται: «Μα τι μας λέει ρε ο άνθρωπος;», αλλά μετά χαμογελά, κι αυτό είναι θαρρώ που έχει σημασία.
     Ανάμεσα σ’ αυτό το πλήθος των ιστοριών και αποκομμάτων ή στιγμιότυπων δε θα ήταν εύκολο να διαλέξουμε ένα κομμάτι, το οποίο θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «το αγαπημένο μας». Απ’ τα μεγαλύτερα ωστόσο μάς άρεσε ιδιαίτερα «Ο άλλος Χούλιο», του οποίου το σενάριο είναι άκρως εξωφρενικό, αλλά κι αυτά που μιλάνε «Περί Αγγέλων». Τα μικρότερα έως μινιατούρες προσφέρουν πολύ περισσότερες επιλογές, αλλά δε διαθέτουν τίτλους, μια και μάλλον δεν τους χρειάζονται. Επιλέξαμε δύο, τα οποία σας μεταφέρουμε εδώ αυτούσια, απλά και μόνο επειδή… Καλύτερα να τα αφήσουμε να μιλήσουν από μόνα τους:

«Ένας σιαμαίος ακολουθεί τον αδερφό του στο δάσος, αλλά μπερδεύονται παίζοντας ανάμεσα στα δέντρα και μετά κανείς δεν ξέρει ποιος πήγαινε μπροστά για να δείχνει τον δρόμο. Τώρα φοβούνται ότι θα χαθούν. Και έχει αρχίσει ήδη να νυχτώνει».

«Ο αφρός των κυμάτων πάνω στα βράχια, το νερό χλιαρό και γαλάζιο, ο αφρός των βράχων πάνω στα κύματα, το νερό που βράζει, ένας δεινόσαυρος στον ορίζοντα».

     Μια ακόμη μικρή ιστορία που ξεχωρίσαμε, για τα χαμόγελα που χαρίζει, είναι η «Ώρα για τσάι», την οποία όμως θα σας αφήσουμε να απολαύσετε διαβάζοντας το βιβλίο.
     «Η μελαγχολία των λιονταριών» είναι μια συλλογή διηγημάτων που κάθε άλλο παρά μελαγχολία προκαλεί. Καλογραμμένη, με κοφτή, άμεση γλώσσα, γεμίζει το μυαλό μας με εικόνες από ένα κόσμο αλλιώτικο, πολύχρωμο και σκοτεινό την ίδια ώρα. Η μετάφραση, πιστή στο συγγραφικό όραμα, μοιάζει να χορεύει κι αυτή στους τροπικούς ρυθμούς του Γκουτιέρες.

Monday, April 4, 2011

Ευγενία Φακίνου – Οδυσσέας και Μπλουζ

Οι ήρωες σ’ αυτό το μυθιστόρημα είναι αυτοί που του δίνουν και τον τίτλο του. Ο Οδυσσέας, ένας εκκεντρικός, μοναχικός και μονόχνοτος συγγραφέας, και η Μπλουζ, μια νεαρή επιμελήτρια κειμένων και σκηνοθέτις ντοκιμαντέρ με κοινωνικά ή μάλλον ανθρώπινα θέματα.
     Οι δυο τους μοιάζουν διαμετρικά αντίθετοι χαρακτήρες, αλλά μάλλον είναι περισσότερα εκείνα που τους ενώνουν απ’ αυτά που τους χωρίζουν. Ένα από τα βασικά τους κοινά χαρακτηριστικά είναι η βαθιά τους απογοήτευση απ’ τους ανθρώπους, μια απογοήτευση που τους αναγκάζει να ορθώνουν κατ’ επανάληψη τείχη άμυνας τριγύρω τους.
     Η πρώτη τους συνάντηση είναι μάλλον αναγνωριστική. Η Μπλουζ καταφθάνει στο μυστηριώδες Χωριό που φιλοξενεί, μα δεν ανέχεται, τον Οδυσσέα και πηγαίνει στο σπίτι του για να τον επισκεφθεί, θέλοντας να του πλασάρει μισές αλήθειες σε μια προσπάθεια να τον προσεγγίσει. Του λέει ότι θέλει να γυρίσει ένα ντοκιμαντέρ για τη ζωή του, που δεν είναι ψέμα, αλλά παραλείπει να του αναφέρει ότι πήγε εκεί μετά από παράκληση του εκδότη-αφεντικού της, αφού πρέπει οπωσδήποτε να πείσει τον συγγραφέα να τελειώσει το βιβλίο που γράφει, και το οποίο φέρει τον τίτλο «Τρένο των νεφών».
     Ο Οδυσσέας στην αρχή υποδέχεται ψυχρά την κοπέλα, τη θεωρεί παρείσακτη, αλλά σιγά σιγά αυτή αρχίζει να τον κατακτά: με το πείσμα και την επιμονή της, με την άρνησή της να δει στο πρόσωπό του τον μισάνθρωπο που της προβάλλει, με τους τρόπους της. Κι όσο περνά ο καιρός, τόσο πιο πολύ δένεται μαζί της, τα τείχη του το ένα μετά το άλλο γκρεμίζονται, κι αυτός νιώθει ότι για πρώτη φορά στη ζωή του συναντά μια γυναίκα που πραγματικά τον καταλαβαίνει. Της μιλάει λοιπόν για τη ζωή του, το φιλοσοφεί («Τις νύχτες δεν κοιμάμαι επειδή νυστάζω αλλά γιατί πρέπει. Για να κρατηθεί η τάξη της νύχτας και της μέρας…», της λέει κάποια στιγμή, ενώ λίγο πιο κάτω με πίκρα της ομολογεί ότι: «…πέθαναν οι λέξεις. Ο συγγραφέας έχει για ψωμί τις λέξεις. Θα πεθάνω από ασιτία…»), την ξεναγεί στο σπίτι-μουσείο του, που φιλοξενεί τα πιο παράξενα αντικείμενα, και μπροστά στα μάτια της αλλά και στο φακό της κάμερας, που αρχικά αποφεύγει, αλλά ο οποίος όσο περνά ο καιρός όλο και λιγότερο τον ενοχλεί, αρχίζει να μεταμορφώνεται σ’ έναν άλλο άνθρωπο: σ’ έναν άνθρωπο τρυφερό, καλοσυνάτο, σίγουρο για τον εαυτό του. Η Μπλουζ, κι αυτή με τη σειρά της αλλάζει, απλά οι αλλαγές πάνω της δεν είναι τόσο έντονες. Καθώς αρχίζει να καταλαβαίνει όλο και πιο καλά τον μοναχικό εκείνο άντρα, γεννιούνται μέσα της παράξενα συναισθήματα, μια αγάπη που δεν μπορεί να ομολογήσει, αλλά που προσπαθεί να εκφράσει δίχως λόγια. Την ίδια ώρα μοιάζει να απελευθερώνεται απ’ την προηγούμενη, την καθόλου ρόδινη ζωή της. Ο Οδυσσέας γίνεται γι’ αυτήν ο ιδανικός συνομιλητής, μια αδελφή ψυχή. Οι άλλοι όμως, οι συνήθεις ύποπτοι, είναι αποφασισμένοι να μην τους αφήσουν να χαρούν τη γλυκιά νιογέννητη πραγματικότητά τους. Οι πράξεις τους ωστόσο δε θα φέρουν τόσο την καταστροφή όσο την κάθαρση.
     Ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα που μιλά με απλό και άμεσο τρόπο για τη μοναξιά, την κακία, τη στενομυαλιά και την όλο και πιο σπάνια καλοσύνη, για των ανθρώπων τα λάθη και τα πάθη. Διαβάζεται σε μια καθισιά κι αφήνει πίσω του μια πικρόγλυκη γεύση.

Saturday, April 2, 2011

Kyoko Mori – Shizuko’s Daughter


Αγορά από το Book Depository

Αυτό είναι ένα ακόμη από εκείνα τα βιβλία που καταχωρούμε με κάποιες επιφυλάξεις στον κανόνα της ιαπωνικής λογοτεχνίας, κι αυτό αφού η συγγραφέας του είναι γιαπωνεζοαμερικανή. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ιαπωνία, αλλά τώρα ζει στις ΗΠΑ όπου διδάσκει Δημιουργική Γραφή. Το θέμα του βιβλίου της ωστόσο είναι εκατό τοις εκατό γιαπωνέζικο, αφού καταπιάνεται με την ιστορία τριών γενεών γιαπωνέζων γυναικών.
     Τον πρωταγωνιστικό ρόλο έχει η Γιούκι, κόρη της Σιζούκο του τίτλου. Η τελευταία, φαινομενικά από πάντοτε δυστυχισμένη, αυτοκτονεί, αφήνοντας πίσω της εκείνην, για να ζήσει αρχικά με τη θεία της και μετά με ένα πατέρα και μια μητριά που ουσιαστικά δε δίνουν μία για γι’ αυτήν, αλλά που την αναγκάζουν να ζήσει μαζί τους, απλά και μόνο επειδή ανησυχούν για το τι θα πει ο κόσμος. Μαζί τους και με τις προκαταλήψεις αυτού του είδους τα βάζει σ’ ολόκληρη τη διάρκεια της αφήγησης η Γιούκι. Μόνιμα οργισμένη και επαναστατημένη, κάνει ό,τι περνά από το χέρι της για να μην τους βλέπει και να μην τη βλέπουν, για να μην ακούει τις ιδέες τους για το τι θα πει ο κόσμος. Της φτάνει το ότι είναι η κόρη μιας γυναίκας που αυτοκτόνησε, δεν της χρειάζονται καθόλου οι δικές τους νουθεσίες. Ανάμεσα σ’ αυτή και τα άλλα δύο μέλη της οικογένειάς της αναπτύσσεται ουσιαστικά μια σχέση σιωπηλού μίσους και κρυφής αγάπης. Οι δύο γυναίκες μισούν η μια την άλλη. Ο άντρας αγαπά και τις δύο, αλλά μόνο σ’ αυτήν που παντρεύτηκε τολμά να δείξει την αγάπη του. Κι ας είναι, στο τέλος της ημέρας, μια υστερική στρίγγλα, μια αδίστακτη γυναίκα που εισέβαλε στο σπίτι τους αποφασισμένη να επιβάλει τους δικούς της κανόνες.
     Η Γιούκι από την ημέρα που πέθανε η μητέρα της ουσιαστικά βαδίζει μόνη σ’ αυτόν τον κόσμο. Προσπαθεί να τον καταλάβει, αλλά δεν μπορεί να τον αποδεχτεί. Και μοιάζει να συνεχίζει να ζει μόνο και μόνο επειδή υποσχέθηκε στη μητέρα της ότι θα το κάνει. Την ίδια μητέρα που φεύγοντας άφησε πίσω της ένα μικρό γραπτό σημείωμα κι ένα ρητό: «Δε γίνεται δύο πράγματα να είναι απολύτως τα ίδια».
     Μιλούσε πολύ με τη μητέρα της, όσο ήταν ζωντανή, συζητούσαν τα πάντα, ακόμη και το θάνατο: «Ίσως μεταμορφωθούμε σε κάτι σαν κι αυτή τη βροχή που τώρα πέφτει όταν πεθάνουμε», της είπε. «Είμαστε εκεί, αλλά όχι στ’ αλήθεια. Θα είμαστε ευτυχισμένες αν έχουμε απλά τη μυρωδιά των χρυσανθέμων και πράσινο τσάι. Δε θα χρειαζόμαστε τίποτα περισσότερο τότε». Όταν κάποια κάποτε τη ρώτησε τι τη δίδαξε η μητέρα της, αυτή απάντησε: «Μου δίδαξε πράγματα που δε θα μπορούσες να κατανοήσεις. Με έμαθε να σκιτσάρω και να ζωγραφίζω. Με δίδαξε τα ονόματα των λουλουδιών και παραμύθια τα οποία μπορώ να διηγηθώ από μνήμης. Ήξερε πράγματα που δε γνώριζε άλλος κανείς».
     Η ιστορία αυτή αρχίζει με ένα θάνατο, αλλά σιγά σιγά μοιάζει να οδηγεί την ηρωίδα του στα φωτεινά μονοπάτια της ζωής. Αναλύοντας ξανά και ξανά τη σχέση της με τη μητέρα της, συζητώντας με τη γιαγιά της, καθορίζοντας η ίδια την πορεία της, η Γιούκι κάποτε φτάνει στο συμπέρασμα ότι ναι, αξίζει τον κόπο να αγαπήσει κανείς, κι ας είναι αποδεδειγμένο ότι η αγάπη, ή πιο συγκεκριμένα ο έρωτας, οδηγεί στον πόνο.
     Ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα, με αμέτρητες πινελιές θλίψεις, αλλά και αχτίδες χαράς – όπως ακριβώς είναι και η ζωή.