Monday, February 28, 2011

Jo Nesbo – The Devil’s Star

  
Αγορά από το Book Depository

Οι αγγλοσάξονες για κάποιο περίεργο λόγο προσπαθούν να πλασάρουν τον Τζο Νέσμπο (αν έτσι προφέρεται το επίθετό του – δεν έχω ιδέα) σαν τον σκανδιναβό διάδοχο του Στιγκ Λάρσον, κάτι που στα δικά μας μάτια φαντάζει τουλάχιστον ειρωνικό από τη στιγμή που ο πρώτος άρχισε να δημοσιεύει δέκα σχεδόν χρόνια πριν από τον δεύτερο.
Τον κεντρικό ρόλο σ’ αυτό το μυθιστόρημα, όπως και στα περισσότερα του συγγραφέα, κρατά ο αλκοολικός ντετέκτιβ Χάρι Χολ. Η ζωή του Χολ είναι μια σειρά από λάθη και η καριέρα του μοιάζει να οδηγείται, εξαιτίας του αλκοολισμού του, σε πρόωρο τέλος. Αν και εξαιρετικός στη δουλειά του και βρισκόμενος υπό την προστασία του προϊσταμένου του, σύντομα θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει το αστυνομικό σώμα.
Προτού όμως το κάνει αυτό πρέπει να δουλέψει για τη διαλεύκανση μιας περίεργης υπόθεσης, που φτάνει στα χέρια του εν μέσου του θέρους και, αναγκαστικά, λειψανδρίας στο αστυνομικό τμήμα. Μια γυναίκα ανακαλύπτεται δολοφονημένη στη μπανιέρα της. Ο δείκτης του αριστερού της χεριού έχει αποκοπεί, ενώ πίσω από τη βλεφαρίδα του ενός ματιού κάποιος ανακαλύπτει ένα μικροσκοπικό κόκκινο διαμάντι με σχήμα αστεριού πέντε γωνιών – του αστεριού του διαβόλου. Ο δολοφόνος δεν έχει αφήσει πίσω του κανένα απολύτως ίχνος. Ο Χάρι επισκέπτεται τη σκηνή του εγκλήματος, παρατηρεί τα πάντα, έχει τη συνήθη του κόντρα με τον μεγαλύτερό του εχθρό στο τμήμα, κάποιον που υποψιάζεται ότι είναι βρώμικος μπάτσος και αποχωρεί – το μπαρ τον περιμένει.
Καθώς το νήμα της υπόθεσης ξετυλίγεται ο Χάρι έρχεται όλο και πιο συχνά πρόσωπο με πρόσωπο με τους προσωπικούς του δαίμονες, με τις ενοχές του. Αναγνωρίζει ότι το αλκοόλ δεν είναι η λύση για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει και πως πρέπει να κάνει ό,τι είναι δυνατόν για να αλλάξει – ακόμη και να συμμαχήσει μ’ εκείνον που θεωρεί… διάβολο. Το ξέρει ότι η δουλειά του είναι που τον τρώει. Κουράστηκε, κι ας είναι ακόμη νέος. Βαρέθηκε να βλέπει σπαρμένα πτώματα από δω κι από κει, να ξιφομαχεί με ανεμόμυλους. Πρέπει ν’ αλλάξει δουλειά. Να κάνει κάτι καινούριο. Προτού πιάσει απόλυτα πάτο – αν δεν το έχει κάνει ήδη δηλαδή.
Ο συγγραφέας σκιαγραφεί με αδρές πινελιές τα χαρακτηριστικά του ήρωά του. Τον εμφανίζει σαν υπεράνθρωπο και βαθιά ανθρώπινο την ίδια ώρα. Σκληρό και τρυφερό. Πεισματάρη και υποχωρητικό. Μόνιμα κουρασμένο, αλλά με ασυνήθιστες αντοχές. Και του χαρίζει φίλους πιστούς – κάποιους που δε θα τον εγκαταλείψουν στην πιο δύσκολή του ώρα, αλλά θα σταθούν δίπλα του, βάζοντας σε κίνδυνο και τις ίδιες τις ζωές τους.
Το βιβλίο διαβάζεται γρήγορα, σε μια-δυο καθισιές, όπως κάθε καλό αστυνομικό μυθιστόρημα. Οι ανατροπές διαδέχονται η μια την άλλη, όμως όχι με καταιγιστικούς ρυθμούς. Έρχονται όταν και όποτε πρέπει. Ο συγγραφέας με την πλοκή καταφέρνει να κρατά το ενδιαφέρον μας αμείωτο, να ρίχνει στοιχεία-παγίδες στο δρόμο μας και να μας εκπλήσσει. Τίποτα ή σχεδόν τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται και καθώς η ώρα των αποκαλύψεων πλησιάζει νιώθουμε ότι ο Χάρι θα ξεπεράσει τον εαυτό του, θα νικήσει τους δαίμονές του και θα λύσει όλους τους γρίφους. Ή σχεδόν όλους. Κι αυτό αφού ο Νέσμπο αποφασίζει να αφήσει το τέλος μερικώς ανοικτό. Προφανώς για να επιτρέψει στον ήρωά του να επιστρέψει κάποτε στο μέλλον στο προσκήνιο και να «σώσει τη μέρα» που λένε κι οι αμερικανοί.
Ένα καλογραμμένο θρίλερ, που θα ικανοποιήσει και τους πιο απαιτητικούς φίλους του είδους.

Saturday, February 26, 2011

Kenzaburo Oe – Somersault

 
Αγορά από το Book Depository

«Αν ο Θεός δε λαμβάνει υπόψη του την ελευθερία του ατόμου να φέρει αντιρρήσεις σ’ αυτά που Εκείνος θέλει, τότε πώς μπορεί να γνωρίζει πώς μοιάζει η πραγματική, δίχως περιορισμούς, ελευθερία;»
Αυτό το ερώτημα, αλλά και πολλά άλλα, υπαρξιακά και θεολογικά, διατρέχουν αυτό το μεγάλο (σε μέγεθος και ουσία) μυθιστόρημα του νομπελίστα γιαπωνέζου συγγραφέα, το πρώτο που έγραψε μετά την απονομή του περιβόητου βραβείου. Η ιστορία ακολουθεί τα έργα και τις ημέρες των ιδρυτών μιας σέκτας στην Ιαπωνία, που πρέσβευε ότι το τέλος του κόσμου βρισκόταν προ των πυλών. Ο ένας γνωστός σαν Προφήτης και ο άλλος σαν Ποιμένας, κατόρθωσαν να συγκεντρώσουν γύρω τους ένα ετερόκλητο πλήθος πιστών, που ήταν σίγουροι ότι στα πρόσωπά τους συνάντησαν αυτούς που θα τους οδηγούσαν προς τη σωτηρία. Κάποιοι μάλιστα ήταν τόσο σίγουροι γι’ αυτό ώστε αποφάσισαν να επισπεύσουν την ημέρα της κρίσης, τινάζοντας στον αέρα ένα σταθμό παραγωγής πυρηνικής ενέργειας. Οι ιδρυτές της εκκλησίας, μαθαίνοντας τα σχέδιά τους, και προσπαθώντας να αποτρέψουν την καταστροφή, αποκηρύσσουν την ίδια την πίστη τους και χαρακτηρίζουν το δόγμα τους σαν ένα μεγάλο ψέμα, μια φάρσα. Οι υποκινητές του υπό σχεδιασμό εγκλήματος συλλαμβάνονται, οι οπαδοί τους χωρίζονται σε φατρίες, ενώ εκείνοι καταδύονται σε μια προσωπική κόλαση που θα κρατήσει δέκα ολόκληρα χρόνια. Στη διάρκειά τους, ο Προφήτης θα χάσει το χάρισμά του να επικοινωνεί με την άλλη πλευρά μέσω των οραμάτων του και κάθε ελπίδα για ν’ αλλάξει τον κόσμο. Ωστόσο όταν τελικά πιάνουν απόλυτα πάτο μια σειρά από συμπτώσεις έρχεται για να τους αναπτερώσει τις ελπίδες και να τους τονώσει το ηθικό. Κάποιοι νέοι άνθρωποι, πιστοί ακόμη στα κηρύγματά τους, ή και απλά περίεργοι, θα τους προσεγγίσουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, και μέσω αυτών θα βάλουν και πάλι μπρος τα σχέδιά τους για τη δημιουργία μιας νέας εκκλησίας: της Εκκλησίας του Νέου Ανθρώπου. Αλλά μέχρι να συμβεί αυτό θα συμβούν πολλά και διάφορα. Ο Ποιμένας θα απαχθεί και θα βασανιστεί από τη ριζοσπαστική ομάδα της πρώην σέκτας τους και θα χάσει τη ζωή του. Ο Προφήτης, αποφασισμένος να μην το βάλει κάτω, θα αναζητήσει ένα νέο Ποιμένα στο πρόσωπο ενός ζωγράφου, του Κιζού, που είναι στα πενήντα του, πάσχει από καρκίνο και πρόσφατα ανακάλυψε ότι είναι γκέι. Αυτός θα τον ακολουθήσει, όχι τόσο επειδή συμφωνεί με τις θεωρίες του, όσο επειδή θέλει να βρίσκεται συνεχώς στο πλευρό του νεαρού εραστή του, του Ικούο, που αναλαμβάνει ενεργό ρόλο στην οικοδόμηση της νέας Εκκλησίας. Εκείνη ωστόσο που μοιάζει στ’ αλήθεια να κινεί τα νήματα είναι μια νέα αποφασισμένη γυναίκα που ακούει στο όνομα Χορεύτρια. Αυτή φέρνει τον Προφήτη σε επαφή με κάποιους από τους πιο σημαντικούς συμμάχους του, αυτή βάζει σε τάξη όλα όσα αφορούν την εκκλησία και κτίζει τις βάσεις για το νέο οικοδόμημα. Γύρω απ’ αυτούς τους ήρωες στήνεται ένα πέρα ως πέρα ρεαλιστικό σκηνικό, που ωστόσο πολλές φορές θυμίζει φάρσα. Ο συγγραφέας κάθε τόσο μοιάζει να κλείνει το μάτι στον αναγνώστη και να του λέει ότι δεν πρέπει να παίρνει τίποτα στα σοβαρά, όλα μπορούν να ανατραπούν από τη μια στιγμή στην άλλη. Και ανατρέπονται.
Αυτό δεν είναι ένα εύκολο βιβλίο, πολλές φορές γίνεται φλύαρο θα λέγαμε, αλλά είναι ένα βιβλίο καλογραμμένο, που μιλά για τη σύγχρονη Ιαπωνία και τις σκληρές της αλήθειες. Δε χαϊδεύει τ’ αυτιά κανενός και σε κανένα δε χαρίζεται. Και στο τέλος τέλος μοιάζει να μας λέει πως: ό,τι και να κάνουν οι ενήλικες είναι χαμένοι από χέρι – τη σωτηρία θα τη φέρουν τα παιδιά.

Thursday, February 24, 2011

Mortecai Richler – Cocksure

 
Αγορά από το Book Depository

Αν είναι κάτι για το οποίο ξεχωρίζει αυτό το βιβλίο είναι το ισοπεδωτικό του χιούμορ. Τα γεγονότα με τα οποία καταπιάνεται ο συγγραφέας διαδραματίζονται στο Λονδίνο της δεκαετίας του εξήντα, τότε που ο κόσμος έμοιαζε ν’ αλλάζει.
Οι ήρωές του δε θα λέγαμε ότι είναι ακριβώς συνηθισμένοι άνθρωποι. Μαύροι Πάνθηρες των σαλονιών, ανυποχώρητοι επαναστάτες της μπουρζουαζίας, φανατικοί εβραίοι, εκδότες, εκκεντρικοί ηθοποιοί, παιδιά που ανεβάζουν θεατρικά έργα βασισμένα στη δουλειά του Μαρκήσιου ντε Σαντ, κι ένας μεγαλοπαραγωγός του Χόλυγουντ, αδιευκρίνιστης ηλικίας, που κάνει καθημερινές καθάρσεις αίματος και «ψωνίζει» νέα μέλη για το σώμα του, κάθε φορά που αυτό το απαιτεί.
Ο Ρίχλερ στήνει μια κωμωδία καταστάσεων, η οποία πού και πού θυμίζει τον Γούντι Άλεν στα καλύτερά του. Δεν είναι μόνο οι νευρωτικοί του χαρακτήρες, αλλά και αυτά που τους συμβαίνουν. Ειδικά ο Μόρτιμερ, ένας από τους κεντρικούς ήρωες, είναι ένας απ’ αυτούς τους ανθρώπους, για τον οποίο δεν μπορεί κανείς παρά να νιώσει συμπάθεια. Έχοντας μπει στο στόχαστρο δύο φανατικών εβραίων νιώθει τον κόσμο να χάνεται κάτω από τα πόδια του. Οι πιο πάνω είναι σίγουροι πέρα από κάθε αμφιβολία ότι είναι κι ο ίδιος εβραίος κι ας μην το παραδέχεται -κάτι που τον κάνει εβραίο αντισημίτη- γι’ αυτό και τον κυνηγούν. Πηγαίνουν στις διαλέξεις του και τον προκαλούν, αρθρογραφούν εναντίον του στις εφημερίδες, κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους για να τιμωρήσουν την προδοσία. Κι ας συνεχίζει να διαμαρτύρεται μάταια αυτός ότι είναι άγγλος από σόι, εδώ και πολλές γενιές. Κι ας έχει παρασημοφορηθεί για τις υπηρεσίες του στα στρατεύματα της Αυτού Μεγαλειότητας στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Γύρω από τον Μόρτιμερ περιστρέφεται ένα μεγάλο κομμάτι της ιστορίας, που δε μοιάζει να έχει ούτε αρχή ούτε τέλος. Ο συγγραφέας μοιάζει να θέλει να μας πει ότι απλά έγραψε μια φάρσα, και δε θα έπρεπε να παίρνουμε τα λεγόμενά του πολύ στα σοβαρά. Γι’ αυτό και οδηγεί τις καταστάσεις μέχρι τα άκρα. Βασανίζει ακατάπαυστα κάποιους από τους ήρωές του, σε άλλους φέρεται πολύ ευγενικά, του ενός του κλέβει το… μάτι, και τον άλλο, αν και γεροχούφταλο τον βάζει να πρωταγωνιστεί σε ευτράπελη σκηνή δράσης. Ένας απ’ τους πιο πάνω κιόλας βγάζει απ’ το χρονοντούλαπο της ιστορίας διασημότητες για να πουλήσει τις μετά θάνατο βιογραφίες τους.
Ο αφηγητής καταγράφει επίσης μερικές από τις συζητήσεις των εκκεντρικών διανοούμενων της εποχής, μάλλον κοροϊδεύοντας την άγνοιά τους. Κάπου γίνεται αναφορά στον συγγραφέα Έβελυν Βω και ένας από τους χαρακτήρες του επιμένει να μιλά απαξιωτικά για το έργο Της, ενώ αλλού φουντώνουν οι συζητήσεις για την κατάσταση στη Σοβιετική Ένωση, στον Στάλιν και τον Τρότσκι και οι συγκρούσεις είναι αναπόφευκτες.
Αν έπρεπε να το περιγράψουμε με λίγα λόγια θα λέγαμε ότι αυτό είναι ένα από εκείνα τα βιβλία που έχουν τόσα πολλά να πουν, που μόνο μέσα από τη σάτιρα θα μπορούσαν να περάσουν τα μηνύματά τους. Ένα μυθιστόρημα που βγάζει κοροϊδευτικά τη γλώσσα στους επαναστάτες της δεκάρας και ισοπεδώνει δίχως δισταγμό μια μυθοποιημένη εποχή. Σαρκασμός, ειρωνεία, ιστορία…

Monday, February 21, 2011

Joseph Conrad – Heart of Darkness

 
Αγορά από το Book Depository

«Η καρδιά του σκότους» είναι ένα από τα πολλά κλασικά βιβλία της παγκόσμιας λογοτεχνίας που έφτασαν στα χέρια μου αργά. Εξάλλου τι να πρωτοπρολάβει να διαβάσει κανείς και τι ν’ αφήσει;
Αν και μικρό σε μέγεθος αυτό είναι ένα από εκείνα τα μυθιστορήματα που μάλλον τρομάζουν λίγο τον αναγνώστη, κυρίως για τον τρόπο που είναι γραμμένα. Μεγάλες πυκνές παράγραφοι, ένας μακρύς μονόλογος, η καταγραφή μιας εποχής κι ενός τόπου στην ιστορία.
Αφηγητής είναι ο ναυτικός και περιπλανητής Μάρλοου, ο οποίος διηγείται με το έτσι θέλω την περιπέτεια που έζησε πηγαίνοντας στην Αίγυπτο, κι από κει στα βάθη της Αφρικής, ακολουθώντας το Νείλο, σε αναζήτηση του αινιγματικού Κουρτζ. Ο Κουρτζ είναι ένας εκκεντρικός τύπος, γεννημένος τυχοδιώκτης, που πολλοί και διάφοροι μύθοι τον έχουν ζώσει. Έχει ταξιδέψει πολύ, έχει κάνει πολλά και έχει αποκτήσει μεγάλα πλούτη εμπορευόμενος, ή μάλλον αποκτώντας, με κάθε μέσο, ελεφαντόδοντο για χάρη της εταιρείας.
Φτάνοντας στην Αφρική ο Μάρλοου δε θα αρχίσει μόνο ένα ταξίδι αναζήτησης του μυθικού Κουρτζ, αλλά και αυτοανακάλυψης. Θα αρχίσει να αναλύει το μέσα του, να αμφισβητεί τις δεδομένες μέχρι τότε αλήθειες του, να το φιλοσοφεί: «Όχι, είναι αδύνατον. Είναι αδύνατον να μεταδώσει κανείς με λόγια τις ζούσες εμπειρίες μιας οποιασδήποτε εποχή στους άλλους… Ζούμε, όπως ονειρευόμαστε, μόνοι…» «Όχι, δε μου αρέσει να δουλεύω. Προτιμώ να τεμπελιάζω όλη μέρα και ν’ αναλογίζομαι όλα αυτά τα ωραία πράγματα που θα μπορούσαν να γίνουν. Δε μου αρέσει η δουλειά, σε κανέναν άντρα δεν αρέσει, αλλά μου αρέσει αυτό που εμπεριέχει η δουλειά – τη δυνατότητα ν’ ανακαλύψεις τον εαυτό σου. Τη δική σου πραγματικότητα, για σένα, κι όχι για τους άλλους…» «Αστείο πράγμα που είναι η ζωή – μια μυστηριώδης σύνθεση ανελέητης λογικής για ένα μάταιο σκοπό…»
Οι σκέψεις του Μάρλοου ξετυλίγονται και ξανοίγονται σε νέους ορίζοντες όσο διαρκεί το ταξίδι. Ένα ταξίδι που θα τον φέρει μέσα από συνεχείς κινδύνους και μικρές ανατροπές στον προορισμό του και πού θα του γκρεμίσει με πάταγο και τις τελευταίες ψευδαισθήσεις.
Αν και γραμμένο περισσότερο από ένα αιώνα πριν αυτό το βιβλίο εξακολουθεί να φαντάζει επίκαιρο, αφού όσα κι αν φέρει ο χρόνος, όσα κι αν αλλάξουν στο πέρασμά του, κάποια πράγματα παραμένουν πεισματικά τα ίδια: η ανάγκη για την ελευθερία και την αναζήτηση του πραγματικού εαυτού.
Η πρόζα του Κόνραντ, που θυμίζουμε ότι δεν έγραφε στη μητρική του γλώσσα, μας παίρνει απαλά απ’ το χέρι και μας οδηγεί στην «Καρδιά του σκότους», εκεί που ίσως κρύβεται το φως. Το κείμενο καλοδουλεμένο, κυλάει αβίαστα και δίχως ουσιαστικά να μας συναρπάζει, καταφέρνει και δημιουργεί δυνατές εικόνες, που το μέσα μας βλέμμα συλλαμβάνει και αναλύει αβίαστα.
Ένα από εκείνα τα βιβλία που αφού τα διαβάσει κανείς είναι δύσκολο να τα ξεχάσει μετά.

Saturday, February 19, 2011

Murasaki Shikibu – The Tale of Genji

 
Αγορά από το Book Depository

Αυτό είναι, τουλάχιστον σύμφωνα με το οπισθόφυλλο το βιβλίου, το πρώτο μυθιστόρημα που γράφτηκε ποτέ. Συγγραφέας του φέρεται να είναι η Μουρασάκι, μια ορφανή από μητέρα γυναίκα, που έζησε στην αυτοκρατορική αυλή της Ιαπωνίας τον 11ο αιώνα. Προστάτης αλλά και επίδοξος μελλοντικός εραστής της είναι ο Γκέντζι, ο πρωταγωνιστής της ιστορίας, ο οποίος ανέλαβε τη φροντίδα της από παιδί, με σκοπό όταν μεγαλώσει να την κάνει γυναίκα του.
«Ευτυχισμένος είναι αυτός του οποίου οι πράξεις περνάνε απαρατήρητες σ’ αυτό τον κόσμο», διαβάζουμε σε κάποιο σημείο του βιβλίου. Ο Γκέντζι, ο ήρωάς μας, την ομορφιά και τη νοημοσύνη του οποίου, εξυμνεί η συγγραφέας, σύμφωνα με τον πιο πάνω αφορισμό δε θα μπορούσε ποτέ να γίνει ευτυχισμένος. Τη βασική ευθύνη ωστόσο δεν τη φέρει ο ίδιος, αλλά το παρουσιαστικό και ο περίγυρός του, που του φουσκώνουν τα μυαλά, που δεν αφήνουν να βγει στο φως η καλοσύνη που κρύβει πίσω από την εικόνα του.
«Η ιστορία του Γκέντζι» είναι μια ιστορία παράφορου έρωτα και ατελείωτων απογοητεύσεων, μηχανορραφιών και επιδείξεων γνώσης και δύναμης, φιλίας και προδοσίας. Ο Γκέντζι μοιάζει με ένα άνθρωπο ελεύθερο μα φυλακισμένο, υπόδουλο στις ορμές του, τυφλό στις αδυναμίες του, γενναιόδωρο, θαραλλέο, μα και αλαζόνα. Αυτό το τελευταίο ελάττωμα είναι που θα τον βάλει στους περισσότερους μπελάδες, αλλά αυτό το ίδιο είναι που θα τον οδηγήσει κιόλας κάποτε στην εξορία και την αυτογνωσία.
Η Μουρασάκι έφτιαξε ένα μυθιστόρημα-χρονικό, μια μαρτυρία για μια ολόκληρη, χαμένη στο χθες εποχή, αλλά και μια ιστορία αγάπης, με πολλά ωστόσο αντικείμενα. Ο ήρωάς της είναι φτιαγμένος με μαστοριά και κατασκευασμένος με ποιητική στόφα. Τα γράμματά του είναι ποιήματα, τα λόγια του στάζουν μέλι. Θα ήταν τέλειος, αν δεν τον έτρωγε το σκουλήκι του ανικανοποίητου, αυτό που τον οδηγούσε ξανά και ξανά στην αναζήτηση «δύσκολων και μη συμβατικών σχέσεων».
«Ο ποιητής που είπε ότι αγαπάμε μόνο όσο ζούμε δε γνώριζε και πολλά πράγματα για την αγάπη», υποστηρίζει κάπου ο Γκέντζι. Μα μήπως γνωρίζει ο ίδιος; Αρχικά όχι. Αλλά όσο περνάει ο καιρός, όσο οι αναμνήσεις της έκλυτης ζωής και των αμέτρητων σωματικών απολαύσεων αρχίζουν να ξεθωριάζουν, τόσο αλλάζει και η ψυχοσύνθεσή του. Τόσο πιο πολύ χαρίζει την αγάπη και την αφοσίωσή του σ’ εκείνους που ηθελημένα ή άθελά του πλήγωσε και στο κορίτσι που, μόνο και μόνο με το να υπάρχει, τον έκανε καλύτερο άνθρωπο.
Δε θα μπορούσαμε να δώσουμε ένα ορισμό γι’ αυτό το βιβλίο, να το περιγράψουμε με λόγια απλά. Αν και ο παρόν τόμος περιλαμβάνει μόνο το ένα τέταρτο του πρωτότυπου κειμένου, που μάλλον ξεπερνά τις 1200 σελίδες, ξεχειλίζει από εικόνες ομορφιάς, στιγμές έρωτα, σκηνές ατελείωτου πόνου, ποίηση και σοφία. Κάτι σαν συσκευασία – όχι δύο σε ένα, αλλά πολλών διαφορετικών στοιχείων.
Η επιλεκτική ωστόσο μετάφραση των κεφαλαίων του, μοιάζει να του στερεί κάτι από την αρχική μαγεία, ενώ δεν απουσιάζουν και τα λάθη (κάποια στιγμή ένας αξιωματούχος θρηνεί για το θάνατο της κόρης του, για τον οποίο μόλις εκείνη τη στιγμή μαθαίνουμε, ενώ πού και πού υπάρχουν χρονικές ασυνέπειες). Ωστόσο οι χάρες του είναι τόσες πολλές που αξίζει να διαβαστεί από κάθε φίλο της γιαπωνέζικης λογοτεχνίας.

Thursday, February 17, 2011

Michael Connelly – The Reversal

 
Αγορά από το Book Depository

Δύο από τους αγαπημένους του ήρωες, τον «Δικηγόρο της Λίνκολν» Μίκι Χάλερ και τον ντετέκτιβ Χάρι Μπος, χρησιμοποιεί σ’ αυτό το δικαστικό θρίλερ ο Μάικλ Κόνελι.
Ο Χάλερ, γνωστός δικηγόρος υπεράσπισης, που τα έβαλε πολλές φορές με το σύστημα και τις αρχές και βγήκε κερδισμένος, δέχεται μια πρόταση από τον εισαγγελέα του Λος Άντζελες για να προσαγάγει σε δίκη τον Τζέισον Τζέσαπ, κάποιον που ξόδεψε είκοσι πέντε χρόνια στη φυλακή, κάνοντας αιτήσεις χάριτος και ζητώντας επανεξέταση της υπόθεσής του, αποφεύγοντας στην πορεία και την εκτέλεσή του. Ο Τζέσαπ είχε καταδικαστεί για την απαγωγή και τη δολοφονία ενός δωδεκάχρονου κοριτσιού, αλλά το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε ότι στην υπόθεσή του υπήρξε κακοδικία, έτσι αν και δεν τον αθώωσε, διέταξε την εκ νέου δίκη του. Η εισαγγελία, που την προηγούμενη φορά τα είχε κάνει θάλασσα, τώρα αναγκάζεται να ζητήσει τη βοήθεια του «εχθρού», για να βγάλει τα κάστανα απ’ τη φωτιά.
Στην αρχή ο Χάλερ είναι επιφυλακτικός, αλλά αφού διαπραγματεύεται τους όρους της πρόσληψής του, αποδέχεται τελικά την πρόταση. Οι όροι που θέτει; Να έχει τη δική του ερευνητική ομάδα με επικεφαλής τον Μπος. Να λειτουργεί σε δικό του ανεξάρτητο χώρο και όχι στα γραφεία της εισαγγελίας. Και τελικά, το πιο σημαντικό, αν κερδίσει τη δίκη να «επαναπατρίσουν» στο Λος Άντζελες την πρώην γυναίκα του, εισαγγελέα που δε φαίνεται να ξέρει πώς να παίξει στην πολιτική σκακιέρα, η οποία θα είναι και η βοηθός του σ’ αυτή την υπόθεση.
Και τότε αρχίζει το παιχνίδι. Ο επαρχιακός εισαγγελέας προσπαθεί για τους δικούς του πολιτικούς λόγους να έχει το πάνω χέρι στην υπόθεση. Ο Χάλερ, του τραβάει το χαλί κάτω από τα πόδια. Ο δικηγόρος υπεράσπισης του Τζέσαπ, που προσπαθεί να τον παρουσιάσει στο κοινό σαν ένα αθώο θύμα, στήνει ένα τηλεοπτικό σώου για χάρη του πελάτη του. Και ο Μπος, αυτός ως συνήθως κάνει τη δουλειά του. Μια δουλειά που τον οδηγεί στο χθες και σε μια οικογενειακή τραγωδία, που τον φέρνει πρόσωπο με πρόσωπο με ένα ιδιοφυή δολοφόνο, ο οποίος από τη στιγμή που έμεινε υπό όρους ελεύθερος, δεν αποκλείεται να χτυπήσει ξανά. Στο μεταξύ κάνει και ό,τι μπορεί για να θέσει σε στέρεες βάσεις τη σχέση του με την κόρη του, η οποία, μετά από το θάνατο της μητέρας της στο Χονγκ Κονγκ, ζει τώρα αποκλειστικά μαζί του. Σαν κάποιος που ξόδεψε πολλά χρόνια μόνος και είναι αθεράπευτα ερωτευμένος με τη δουλειά, δεν είναι και τόσο εύκολο να προσαρμοστεί στις νέες πραγματικότητες στη ζωή του, αλλά κάνει ό,τι μπορεί.
Η υπόθεση δεν εκτυλίσσεται μόνο μέσα στις αίθουσες του δικαστηρίου, αλλά και στους δρόμους του Λος Άντζελες, έτσι η δράση δεν απουσιάζει. Οι ανατροπές στη δίκη δεν είναι και τόσο συναρπαστικές, καθώς όλα ακολουθούν κάποια πρωτόκολλα και κανόνες, αλλά έξω, τα πάντα μπορούν να αλλάξουν από τη μια στιγμή στην άλλη. Κι η λύση που δίνεται στο τέλος κάθε άλλο παρά η αναμενόμενη είναι.
Ο συγγραφέας βαδίζοντας σε γνωστά, σ’ εκείνον, μονοπάτια μας χαρίζει ένα απολαυστικό ανάγνωσμα. Και όλο και πιο πολύ εξανθρωπίζει τους ήρωές του – κάνει ορατές τις αδυναμίες τους. Τα ελαττώματά τους τα ξέραμε ήδη. Ο συγγραφέας του εξαιρετικού «Ποιητή» ακόμα καλά κρατεί…

Monday, February 14, 2011

George Pelecanos – Shoedog



Αγορόα από το Book Depository

Αυτό το βιβλίο διαβάζεται σαν ένα σύγχρονο γουέστερν ή αν προτιμάτε σα μια περιπέτεια δρόμου, με δράση, αλλά όχι και πολλή αγωνία.
Πρωταγωνιστής σ’ αυτή την ιστορία είναι ο Κονσταντίν, ένας νέος άντρας που έχει ταξιδέψει πολύ, έχει κάνει διάφορες δουλειές και που δεν έχει ιδέα τι να κάνει στη ζωή του. Έτσι όταν από ένα γύρισμα της τύχης συναντάται μ’ ένα κοντό βρώμικο και παράξενο τύπο ονόματι Φολκ, που τον μαζεύει καθώς κάνει οτοστόπ, δεν έχει κανένα πρόβλημα να τον ακολουθήσει σε μια προγραμματισμένη συνάντηση. Μια συνάντηση που λαμβάνει χώρα κάθε δύο χρόνια και δε φέρνει κανένα απολύτως αποτέλεσμα. Αλλά ίσως αυτή τη φορά τα πράγματα να είναι διαφορετικά.
Όλα αρχίζουν στο δρόμο και φαινομενικά όλα θα έπρεπε να τελειώσουν εκεί. Ο συγγραφέας όμως έχει διαφορετική άποψη. Γι’ αυτό κι από τη μια στιγμή στην άλλη ρίχνει τον ήρωά του σε μια τρελή περιπέτεια, που τον μετατρέπει από μοναχικό καβαλάρη σε μέλος μιας συμμορίας. Μιας συμμορίας που έχει τη βάση της σ’ ένα μεγάλο πετρόκτιστο σπίτι και η οποία έχει στόχο να ληστέψει την ίδια ακριβώς ώρα δύο μεγάλες κάβες στα αντίθετα άκρα της Ουάσιγκτον. Το σχέδιο φαντάζει απλό, τα πράγματα όμως όσο περνούν οι μέρες γίνονται όλο και περισσότερο περίπλοκα, με καταστροφικά αποτελέσματα.
Ο Πελεκάνος φτιάχνει μια ιστορία που δε στηρίζεται τόσο στη δράση όσο στους χαρακτήρες του. Ένας νέος που στη ζωή του τα έκανε όλα λάθος, μα τώρα επιτέλους θέλει να κάνει το σωστό. Ένας γέρος, βετεράνος που πολέμου της Κορέας, που ξόδεψε ολόκληρη τη ζωή του εξοφλώντας μια παλιά οφειλή, και που τώρα θέλει να τον κάνει κληρονόμο του. Ένας αδίστακτος ηλικιωμένος άντρας, που οργανώνει ληστείες και κάνει τη μια παρανομία μετά από την άλλη, απλά επειδή βαριέται και το μπορεί. Μια γυναίκα-μπιμπελό, που θέλει να ζήσει τη δική της ζωή, αλλά παραμένει ουσιαστικά υποχείριό του, αφού αν δεν κάνει ό,τι ακριβώς εκείνος θέλει τότε θα έχει να πληρώσει ένα ακριβό τίμημα. Ένας επαγγελματίας πωλητής παπουτσιών, πολύχρωμος τύπος, αλλά ευθύς και γκάγκστερ μερικής απασχόλησης. Και κάποιοι άλλοι άντρες, πιστοί σ’ ένα αφεντικό που κατά βάθος μισούν. Αυτό είναι το ανθρώπινο μωσαϊκό που έχουμε μπροστά μας. Κι από ένα τέτοιο μίγμα δε θα μπορούσε παρά να προκληθεί μια μεγάλη έκρηξη.
Ένα καλογραμμένο -πλην παλιό- βιβλίο που σίγουρα θα ικανοποιήσει τους φίλους της αστυνομικής λογοτεχνίας. Οι μοναδικές αδυναμίες που εντοπίσαμε είναι τα μικρολάθη του: Καθώς ο Κονσταντίν ταξιδεύει στην Ασία και την Ωκεανία πίνει πολύ. Ανάμεσα στα ποτά του είναι στη Νέα Ζηλανδία η μπίρα Σίνγκα που είναι ταϊλανδέζικη και στην Ταϊλάνδη η μπίρα Μεκόνγκ που… δεν υπάρχει. Αν ήπιε Μεκόνγκ στην Ταϊλάνδη τότε είναι το ουίσκι. Επίσης γράφει λάθος τα ονόματα κάποιων νησιών και τοποθεσιών στην Ταϊλάνδη. Ωστόσο τα πιο πάνω δε στερούν τίποτα από την αναγνωστική απόλαυση.

Saturday, February 12, 2011

Ogai Mori – The Wild Geese

 
 Αγορά από το Book Depository

«Οι άγριες χήνες» γράφτηκαν πριν από ένα αιώνα, ανάμεσα στο 1911 και το 1913 και καθιέρωσαν τον συγγραφέα τους στην Ιαπωνία.
Πρόκειται για μια ιστορία ανεκπλήρωτου έρωτα, κοινωνικών συμβάσεων, εθίμων και αλλαγών. Η Οταμά είναι μια πανέμορφη νέα γυναίκα που αναγκάζεται να γίνει η ερωμένη ενός άσχημου και αδίστακτου άντρα, του τοκογλύφου Σουεζό. Έχοντας περάσει από ένα άσχημο γάμο, που φαινομενικά της έχει στερήσει κάθε ελπίδα για μια καλή ζωή, η Οταμά βλέπει στο πρόσωπο του Σουεζό ένα σωτήρα και δυνάστη την ίδια ώρα. Σωτήρα επειδή βγάζει αυτήν και τον ταλαίπωρο γέρο πατέρα της από τα οικονομικά τους αδιέξοδα. Δυνάστη επειδή πρέπει να γίνει η ερωμένη του παρά το ότι δεν τον αγαπά.
Ο συγγραφέας παρακολουθεί στενά τις σκέψεις και τις δράσεις των ηρώων του, καταγράφει τις συγκρούσεις ανάμεσα στα θέλω και τα πρέπει τους. Περιγράφει λιτά αλλά άμεσα τη ψυχολογική κατάσταση της γυναίκας, που από τη μια στιγμή στην άλλη βρέθηκε από την αξιοπρεπή φτώχεια στα καταφρονητέα πλούτη, την παράδοσή της στο πεπρωμένο αλλά και τα όνειρά της για μια άλλη καλύτερη ζωή. Η Οταμά μοιάζει σαν πουλί στο κλουβί, φυλακισμένη πίσω από τα σίδερα της ανάγκης. Την ίδια ώρα ο πατέρας της νιώθει χαμένος. Η νέα του πλούσια ζωή, του φαίνεται λειψή δίχως εκείνην. Του λείπει και η δουλειά. Αλλά σιγά σιγά συνηθίζει. Έχοντας μεγαλώσει μόνος και με μεγάλη δυσκολία την κόρη του, πιστεύει πώς ό,τι έγινε έγινε για το καλό της. Αλλά ίσως απλά να προσπαθεί να κρύψει τις ενοχές του. Ο Σουεζό από την άλλη συμπεριφέρεται σαν να έχει αποκτήσει την απόλυτη ευτυχία. Ξεκινώντας από πολύ χαμηλά σκαρφάλωσε στην κορυφή, έχοντας σαν μοναδικά όπλα την πανουργία και τη φιλαργυρία του. Ήταν ένα απόβρασμα της κοινωνίας -πλην πλούσιο απόβρασμα- κι η Οταμά ήταν λες το τρόπαιο που του έλειπε, αυτό που θα δικαίωνε την ύπαρξή του. Ένα τρόπαιο όμως φευγάτο, αφού αν και ήταν ο εραστής της, εκείνη ποθούσε κάποιον άλλο. Κι αυτός ήταν ο Οκαντά, ένας φοιτητής που περνούσε συχνά πυκνά έξω από την πόρτα της στη διάρκεια των καθημερινών του περιπάτων. Η μορφή του φάνταζε στα μάτια της ευγενής. Το είναι του όλο την έκανε να τον ερωτευτεί και να τον ερωτευτεί μάταια.
Ο Μόρι δεν ενδιαφέρεται τόσο να γράψει μια ιστορία έρωτα όσο το να περιγράψει τις κοινωνικές συνθήκες μιας μεταιχμιακής εποχής. Μιας εποχής όπου η ιαπωνική κοινωνία δυτικοποιείται και αλλάζει ριζικά, όπου ο κόσμος ξαφνικά μικραίνει και οι άνθρωποι συναντιόνται στα σταυροδρόμια του χρόνου. Οι ήρωές του, είτε με τον ένα είτε με τον άλλο τρόπο, είναι όλοι χαμένοι, ακόμη και ο ψωροπερήφανος Σουεζό: χαμένοι στο μέσα τους, ανήμποροι ν’ αντισταθούν στη μοίρα, πλούσιοι μα φτωχοί, ξερόλες που δεν μπορούν να κατανοήσουν αυτά που τους συμβαίνουν. Παρά το ότι τους ταλαιπωρεί όμως την ίδια ώρα μοιάζει να τους παρατηρεί με συμπόνια. Σα να θέλει να μας πει ότι δε φταίνε αυτοί, φταίνε απλά οι καιροί.
Μια όμορφη στρωτή ιστορία που διαβάζεται σε μια καθισιά και που στο τέλος αφήνει πίσω της μια γλυκόπικρη γεύση. Σαν ένα κόκκινο αλλά όχι ακόμη γλυκό κεράσι.

Thursday, February 10, 2011

David Baldacci – Deliver Us From Evil

 
Αγορά από το Book Depository

Θ’ αρχίσω με τη γνωστή επωδό: Κι ακόμη περιμένω τον Ντέιβιντ Μπαλτάτσι να γράψει ένα κακό βιβλίο.
Το ανά χείρας είναι μια περιπέτεια δράσης και καταδίωξης απ’ αυτές στις οποίες διαπρέπει ο καλός συγγραφέας. Πρωταγωνιστής του είναι ο αινιγματικός πράκτορας Σο, τον οποίο είχαμε πρωτογνωρίσει στο The Whole Truth. Εδώ αναλαμβάνει να φέρει εις πέρας μία ακόμη δύσκολη αποστολή: τη σύλληψη ενός σωματέμπορου και πρώην πράκτορα της κα-κε-μπε, ο οποίος διέπραξε εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Σκοπός της κυβέρνησης των ΗΠΑ ωστόσο δεν είναι να τον κάνει να λογοδοτήσει για τις δολοφονίες και τα άλλα κρίματά του, αλλά να τον αφήσει να ζήσει και να συνεχίσει να κάνει ό,τι κάνει, με αντάλλαγμα κάποιες πληροφορίες για την αποτροπή μιας τρομοκρατικής επίθεσης. Στον Σο δεν αρέσει ο τρόπος που λειτουργεί η κυβέρνησή του, αλλά δεν είναι παρά ένας στρατιώτης που έχει διαταγές ν’ ακολουθήσει. Στο μεταξύ, τον εν λόγω κύριο έχει βάλει στο στόχαστρό της και μια ομάδα που, με έδρα το Λονδίνο, ειδικεύεται στον εντοπισμό και την εκτέλεση πρώην ναζιστών αξιωματικών, αλλά και όλων όσων συμμετείχαν σε κάποιο από τα σύγχρονα ολοκαυτώματα. Αναπόφευκτα τα μονοπάτια του Σο με την ομάδα αυτή κάποτε συναντώνται και τα αποτελέσματα είναι αναπάντεχα.
Η δράση διαδραματίζεται στα ειδυλλιακά τοπία του γαλλικού νότου, στο κρύο Λονδίνο και στον παγωμένο Καναδά. Ο Μπαλτάτσι μας μεταφέρει με καταιγιστικούς ρυθμούς από τον ένα τόπο στον άλλο και με συνεχείς ανατροπές κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα. Κι εκεί που λες ότι έφτασε το τέλος, βγάζει ένα νέο άσσο απ’ το μανίκι του και δίνει στην υπόθεση εκρηκτικές διαστάσεις.
Αν είναι κάτι που ξεχωρίζει στα βιβλία του συγγραφέα, εκτός από την ασταμάτητη δράση και την αδυναμία των σκηνοθετών να τα μεταφέρουν με επιτυχία στη μεγάλη οθόνη, είναι η σκιαγράφηση των χαρακτήρων του. Από τη μια έχουμε τον Σο, μια φονική μηχανή, που μεταμορφώνεται σε ένα άνθρωπο όλο καρδιά όταν έρχεται η ώρα να κάνει το σωστό, ό,τι κι αν θα του στοιχίσει αυτό. Είναι κάποιος που ξεχειλίζει από οργή, την οποία όμως δεν κατευθύνει ποτέ προς τη λάθος κατεύθυνση. Θρηνεί ακόμη για το θάνατο της γυναίκας που αγαπούσε και του είναι αδύνατον να δεθεί με τις νέες γυναίκες που εμφανίζονται στη ζωή του: τη δημοσιογράφο Κέιτι Τζέιμς, που γνωρίσαμε στην προηγούμενη περιπέτειά του και τη Ρέτζι, η οποία έρχεται να τον αναστατώσει σ’ αυτή, κι αυτό επειδή είναι σίγουρος πως: Ό,τι αγαπώ εγώ πεθαίνει. Από την άλλη έχουμε τον Φρανκ, αφεντικό και φίλο του Σο, που αν και τσακώνεται μαζί του όλη την ώρα, κάνει ό,τι περνά από το χέρι του για να τον βοηθήσει ν’ αγαπήσει τη ζωή και πάλι, κι ο οποίος την πιο κρίσιμη στιγμή παραβαίνει όλους τους κανόνες για να βρεθεί στο πλάι του. Ύστερα είναι οι γυναίκες: Η Ρέτζι, επικίνδυνη και μοιραία, ατρόμητη, κάποια που έχει μια αποστολή στη ζωή της και που στο πρόσωπο του Σο συναντά τον μοναδικό άντρα που θα μπορούσε να σταθεί στο πλεύρο της. Η Κέιτι, δημοσιογράφος στο επάγγελμα, θα μπορούσε να γίνει η γυναίκα-αποκούμπι του, το θέλει πραγματικά αυτό, κι ας το ξέρει πολύ καλά ότι δεν πρόκειται να συμβεί ποτέ. Και τέλος είναι οι διάφοροι χαρακτήρες που χαρίζουν παλμό και χρώμα σ’ αυτό το βιβλίο: Ο ίδιος ο στόχος, ένας άνθρωπος χωρίς συναισθήματα που μπορεί να σκοτώσει για το παραμικρό. Ο πιστός του σωματοφύλακας, ένας έλληνας που κρύβει ένα μυστικό που βγαίνει στο τέλος στο φως. Ένας τρελοϊρλανδός, μέλος μαζί με τη Ρέτζι της οργάνωσης που καταδιώκει τον εγκληματία, νευρικός, φωνακλάς, πεισματάρης, αλλά όχι αγνώμονας. Και τέλος ο ίδιος ο επικεφαλής της οργάνωσης, ο μυστηριώδης καθηγητής, που μάλλον κρύβει κι αυτός πολλά μυστικά.
Γύρω απ’ όλους αυτούς στήνει την ιστορία του ο συγγραφέας και δεν τον απογοητεύουν. Και δεν απογοητεύουν ούτε κι εμάς. Τις εξακόσιες σελίδες του βιβλίου τις κατάπιαμε σχεδόν μονορούφι σε εικοσιτέσσερις ώρες και στο τέλος του παρακαλούσαμε να είχε κι άλλες.
Όπως μαθαίνουμε στο νέο του βιβλίο, που κυκλοφορεί ήδη, πρωταγωνιστούν τα μέλη του γνωστού μας Κάμελ Κλαμπ, φίλοι απ’ τα παλιά.

Monday, February 7, 2011

Colm Toibin – The Heather Blazing

 
 Αγορά από το Book Depository

Αυτό το βιβλίο κυκλοφόρησε πριν από δεκαοκτώ χρόνια, πολύ πριν δηλαδή γίνει διάσημος ο συγγραφέας του. Πρόκειται για την ιστορία ενός δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Ιρλανδία και της οικογένειάς του. Μια ιστορία νοσταλγική, απ’ αυτές στις οποίες διαπρέπουν κατ’ επανάληψη οι ιρλανδοί συγγραφείς.
Ο Ίμον Ρέντμοντ βρίσκεται πολύ κοντά στην αφυπηρέτηση. Έχει ξοδέψει τη ζωή του ολόκληρη υπερασπιζόμενος με τον ένα ή τον άλλο τρόπο το νόμο και τα πιστεύω του. Τα πιστεύω που τον οδήγησαν από μια μικρή επαρχιακή πόλη στο Δουβλίνο και στη νομική σχολή, στο γραφείο της εισαγγελίας και στην έδρα του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η ζωή του ωστόσο, όπως και οι ζωές όλων άλλωστε, στα δύσκολα εκείνα χρόνια μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, κάθε άλλο παρά εύκολη ήταν. Έχασε τη μητέρα του σε πολύ μικρή ηλικία και μεγάλωσε με τη φροντίδα του δάσκαλου πατέρα του, τον οποίο κι αυτόν κάποτε θα χτυπούσε ένα εγκεφαλικό επεισόδιο, που θα τον ταρακουνούσε. Τώρα, καθώς πλησιάζει προς το τέλος της καριέρας του κάνει μια νοητή αναδρομή στη ζωή του. Θυμάται με γλυκιά νοσταλγία κάποια από τα πιο συνταρακτικά γεγονότα της ζωής του -τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα, το σχολείο, τα μπάνια στη θάλασσα και τις βόλτες στην παραλία, τις ενοχές για τα παιδικά του αμαρτήματα, την πολιτικοποίηση- και προσπαθεί να τα βγάλει πέρα με τους δαίμονές του. Κι η αλήθεια είναι ότι κουβαλά πολλούς.
Αν σκεφτεί κανείς το μέχρι το που έφτασε, η ζωή του θα φανεί ευλογημένη, αλλά δεν είναι. Ναι, πέτυχε επαγγελματικά. Ναι, γνώρισε τη γυναίκα της ζωής του και την παντρεύτηκε. Ναι, τα έχει φαινομενικά όλα. Αλλά και όλα του λείπουν. Ο Ίμον είναι μια βαθιά τυραννισμένη ψυχή, κυνηγημένη από τα φαντάσματα του παρελθόντος, ανήμπορη να προσαρμοστεί στις ανάγκες και τις απαιτήσεις του σήμερα. Ένας ξένος, σε μια γη που δεν του ανήκει. Πέρα από τη γυναίκα του κανείς δε μοιάζει να τον νοιάζεται και να τον καταλαβαίνει. Ωστόσο, κι αυτή η τελευταία ακόμη θα του πει ότι δεν ξέρει να ακούει. Του μιλά μα δεν την ακούει. Κανένα δεν ακούει πέρα από τις μέσα του φωνές. Αυτό το γεγονός είναι που τον οδηγεί και στην αποξένωση από τα παιδιά του, τα οποία είναι ότι ακριβώς δεν είναι εκείνος: ανοιχτόμυαλα, προοδευτικά, με μια ακατάλυτη αγάπη για τους ανθρώπους. Οι συγκρούσεις αναπόφευκτες, η οριστική ρήξη παραμονεύει. Τη σωτηρία, που τόσο πολύ χρειάζεται αλλά δεν ομολογεί, θα του τη δώσει και πάλι εκείνη η εξαιρετική ψυχή, η γυναίκα του, κι ας χρειαστεί να πληρώσει ένα ακριβό τίμημα για να την αποκτήσει.
Αυτό είναι ένα από εκείνα τα βιβλία που τα διαβάζει κανείς μονορούφι. Ο Τόιμπιν κάνει βαθιές βουτιές στην ιρλανδική ψυχή, μας περιγράφει υπέροχα τα τοπία της χώρας του, μας ανοίγει ένα παράθυρο σ’ ένα κόσμο συγγενικό και ξένο. Η γραφή του κυλάει αβίαστα κι η ιστορία του μοιάζει σαν παραμύθι – ένα παραμύθι πικρό και γλυκό, και όσο παίρνει ρεαλιστικό. Ένας συγγραφέας που αξίζει να διαβαστεί.

Saturday, February 5, 2011

Kobo Abe – The Woman in the Dunes

 
Αγορά από το Book Depository

Ο Κόμπο Αμπέ είναι ένας από τους πιο γνωστούς ιάπωνες συγγραφείς στη δύση και όπως μαθαίνουμε το συγκεκριμένο βιβλίο είναι ένα από τα πλέον διάσημα στη λογοτεχνία της χώρας του.
«Η γυναίκα της άμμου» είναι ένα πρώιμο υπαρξιακό μυθιστόρημα, το οποίο καταπιάνεται με την αιχμαλωσία ενός δασκάλου και ερασιτέχνη εντομολόγου σ’ ένα παραθαλάσσιο χωριό που βρίσκεται, στην κυριολεξία, χωμένο μέσα στην άμμο. Δεσμοφύλακας και σωτήρας του είναι μια όμορφη νέα γυναίκα, με παραμορφωμένο όμως πρόσωπο, η οποία είχε χάσει τον άντρα και το παιδί της στη διάρκεια μιας αμμοθύελλας. Μαζί της αναπτύσσει μια σχέση αγάπης και μίσους και τα συναισθήματά του απέναντί της πότε τείνουν προς το ζεστό και άλλοτε προς το κρύο. Ξέρει ότι τη χρειάζεται, πώς χωρίς αυτή δε θα μπορούσε να επιβιώσει αλλά από την άλλη δεν μπορεί να τη καταλάβει: Γιατί επιμένει να ζει μια τόσο αδιέξοδη ζωή, ένα ασταμάτητο μαρτύριο; Κάθε μέρα το μόνο που κάνει είναι το να καθαρίζει την άμμο που μαζεύεται στο σπίτι της, να τρώει και να κοιμάται. Ζωή είν’ αυτή; Έπρεπε να τα παρατήσει όλα και να φύγει από εκεί. Γιατί δεν το κάνει;
Όσο τα ερωτήματα αυτά του ταλανίζουν το μυαλό, τόσο πιο πολύ νιώθει παγιδευμένος. Κι ας αντιλαμβάνεται σιγά σιγά ότι δεν είναι τόσο αιχμάλωτος της γυναίκας, όσο του χωριού ολόκληρου. Ενός χωριού που χρειάζεται χέρια εργατικά για να επιβιώσει.
Ο συγγραφέας φτιάχνει μια κλειστοφοβική ιστορία, την οποία φροντίζει ωστόσο να αλαφραίνει πού και πού με τις περιγραφές των πράξεων και των σκέψεων του άντρα. Σα να προσπαθεί να μας πει ότι δράμα και χιούμορ πάνε μαζί. Όπως το μίσος και το πάθος, ο πόθος και η απόγνωση: «Αν την αγκάλιαζε θα έθετε τον εαυτό του υπό τον έλεγχό τους». Αργότερα όμως όχι μόνο θα την αγκάλιαζε, αλλά θα έκανε κιόλας έρωτα μαζί της, λίγο προτού αντιληφθεί ότι: «Το πάθος είναι ο πιο σύντομος δρόμος για την πτώση».
Καθώς περνά ο καιρός ο άντρας αρχίζει να συνηθίζει στην ιδιότυπη αιχμαλωσία του, στη ρουτίνα -«Κανείς δε θα μπορούσε να επιβιώσει χωρίς κάποιες επαναλήψεις στη ζωή, σαν τους χτύπους της καρδιάς, αλλά ήταν επίσης αληθές ότι οι χτύποι της καρδιάς δεν ήταν τα πάντα στη ζωή»- αλλά δεν παύει να ονειρεύεται την ελευθερία. Κι ας η αγάπη του για την καρτερική εκείνη γυναίκα μεγαλώνει μέρα με τη μέρα. Κάνει λοιπόν μια απόπειρα κι άλλη μία. Και όταν φτάνει στο αμήν προβαίνει και σε μια αποτρόπαια πράξη, κάτι που σκοτώνει το τελευταίο ίχνος ανθρωπιάς του και τον φέρνει πρόσωπο με πρόσωπο με μια αλήθεια, που προτού φτάσει σ’ εκείνο το χωριό θεωρούσε αδιανόητη: το ότι δηλαδή όλοι κρύβουμε ένα χτήνος μέσα μας.
Αυτή είναι μια ιστορία για την καρτερικότητα και την απόγνωση, για τα πείσματα και τις εμμονές, για την αγάπη που μας γαληνεύει και για την ανάγκη της ελευθερίας που μας αγριεύει. Ο συγγραφέας δε χαρίζεται στον αναγνώστη, οι εύκολες λύσεις δεν περνούν απ’ το μυαλό του. Γράφει για την ανθρώπινη κατάσταση με λόγια απλά, τα οποία όμως δε χαϊδεύουν τ’ αυτιά. Μέσα από τα γεγονότα που περιγράφει μας μιλά για κάποια από τα πιο απλά πράγματα στη ζωή, τα οποία όμως εμείς φτάνουμε να θεωρούμε δεδομένα. Ε, λοιπόν, μας ψιθυρίζει μ’ ένα ειρωνικό χαμόγελο: πολλές φορές τα δεδομένα αλλάζουν! Ένα αξιόλογο βιβλίο.

Thursday, February 3, 2011

P. D. James – The Murder Room


Αγορά από το Book Depository

Αστυνομική λογοτεχνία υψηλών απαιτήσεων. Όχι τόσο για το αναγκαίο μυστήριο και τα εγκλήματα όσο για τις λογοτεχνικές αρετές του κειμένου. Η Π. Ντ. Τζέιμς αποδεικνύει και μ’ αυτό το βιβλίο ότι δεν είναι απλά μια καλή μυθιστοριογράφος μυστηρίου, αλλά και μια μάστορας της πρόζας, του λόγου. Πού και πού μάλιστα φαίνεται να την ενδιαφέρει περισσότερο το να μας δείξει το πώς αφηγείται κανείς μια ιστορία, από ότι η ιστορία η ίδια.
Το Ντουπέιν, ένα μικρό μουσείο τα εκθέματα του οποίου αφορούν αποκλειστικά την περίοδο του μεσοπολέμου απειλείται με λουκέτο από στιγμή σε στιγμή. Σύμφωνα με τις εντολές του δημιουργού του για να συνεχίσει να λειτουργεί πρέπει να συμφωνούν γι’ αυτό και τα τρία παιδιά κληρονόμοι του. Τα δύο από αυτά θέλουν να το κρατήσουν ανοιχτό, το τρίτο όχι. Κι αυτό ακριβώς είναι που ανακαλύπτεται απανθρακωμένο μέσα στο αμάξι του, έξω από το κτήριο του μουσείου. Όλα αρχικά δείχνουν πώς πρόκειται για αυτοκτονία ή ίσως και κάποιο ατύχημα, αλλά οι διωκτικές αρχές δεν αργούν να καταλάβουν ότι έχουν στα χέρια τους μια υπόθεση δολοφονίας. Όπως είναι φυσικό οι υποψίες πέφτουν κατά κύριο λόγο στα αδέλφια του, την ψυχρή και ψηλομύτα Καρολάιν και τον σχεδόν αδιάφορο Μάρκους, αλλά και σε κάποια άτομα του προσωπικού, που θα έχαναν τα πάντα έτσι και έκλεινε το μουσείο. Την υπόθεση αναλαμβάνει να διαλευκάνει ο γνωστός ήρωας της Τζέιμς, αστυνόμος Νταλγκλίς, με την επίλεκτη ομάδα του. Οι ύποπτοι πολλοί, οι έρευνες δύσκολες. Τα γεγονότα γίνονται ακόμη πιο περίπλοκα όταν αρχίζουν να εκφράζονται υποψίες ότι ο δολοφόνος αντέγραψε τη μέθοδο ενός από τους πιο διάσημους εγκληματίες του μεσοπολέμου, στον οποίο γίνεται αναφορά στο «Δωμάτιο των φόνων», που φυσικά στεγάζεται στο μουσείο.
Η Τζέιμς ακολουθώντας τις δικές της συνταγές ή ίσως και τα δικά της ένστικτα, δεν πλημμυρίζει το κείμενό της με πτώματα. Η δολοφονία γίνεται μάλλον η αφορμή για μια καταβύθιση στις ψυχές των ηρώων της – κάποιων ηρώων τρωτών, με ψυχές βασανισμένες. Μελετά τι ακριβώς κρύβεται πίσω από τα λόγια και τις σιωπές τους, μιλά για τα προβλήματα και τις εμμονές τους, ρίχνει τις υποψίες πάνω τους και τις αποσύρει, παίζει, όχι μαζί τους, αλλά με τον αναγνώστη ένα παιχνίδι σκάκι. Μπλοφάρει μαστορικά.
Ο ήρωάς της, ο αστυνόμος Νταλγκλίς μοιάζει να είναι γενναίος και δειλός την ίδια ώρα. Αποφασιστικός και αναποφάσιστος. Όση επιτυχία κι αν σημειώνει στην επαγγελματική του ζωή, άλλο τόσο τα κάνει θάλασσα στην προσωπική. Κι αυτή η υπόθεση μοιάζει να καταστρέφει οριστικά τη δεύτερη, να του στερεί κάθε ελπίδα για να ζήσει ευτυχισμένος με τη γυναίκα που αγαπά. Κανείς δεν είναι υπεράνω, κανείς αλάνθαστος, μοιάζει να θέλει να μας πει η συγγραφέας.
Το «Δωμάτιο του φόνου» είναι ένα τόσο καλογραμμένο βιβλίο που είμαι σίγουρος ότι θα το απολαύσουν τόσο οι φίλοι των θρίλερ όσο και οι λάτρεις της καλής λογοτεχνίας, αφού δε μιλά τόσο για το έγκλημα όσο για τον άνθρωπο, τον όποιο άνθρωπο, και τα πολλά μυστικά και ψέματά του, τις δυνάμεις και τις αδυναμίες του.