Thursday, September 24, 2009

Christian Jacq – Master Hiram & King Solomon


Χαίρομαι που έδωσα μια νέα ευκαιρία στον Κρίστιαν Ζακ. Όσο κι αν απογοητεύτηκα από το Champollion the Egyptian, άλλο τόσο γοητεύτηκα απ’ αυτό το βιβλίο. Βλέπετε, το πρώτο ο Ζακ το έγραψε σχεδόν σαν γκρούπι, για κάποιον που θαύμαζε πολύ, με αποτέλεσμα κάπου να χάσει… τη μπάλα. Ωστόσο εδώ, αν και επίσης γράφει για δύο άτομα εμφανώς λατρεμένα, δεν ξεφεύγει από τα μονοπάτια της ιστορίας προσπαθώντας να τους αποθεώσει. Απλά μιλά για την κοινή τους πορεία, με τις όποιες υπερβολές, που σε σχέση με τις γραφές, κάθε άλλο παρά υπερβολές μοιάζουν.
Όλα αρχίζουν με το θάνατο του βασιλιά Δαυίδ και την άνοδο στο θρόνο του Σολομώντα. Το πρώτο μέλημα του νέου άρχοντα του Ισραήλ είναι η ειρήνη, αλλά και η δημιουργία ενός μεγαλοπρεπούς ναού, κέντρου της οικουμένης, που θα δώσει στο λαό του ένα σημείο αναφοράς και στην Κιβωτό των Εντολών ένα σπίτι. Έχοντάς τα λοιπόν αυτά κατά νου, προτείνει στον αιγύπτιο φαραώ Σιαμσούν να συνάψουν μια συνθήκη ειρήνης και καλής γειτονίας, η οποία σφραγίζεται με το γάμο του με την κόρη του τελευταίου. Ένα γάμο που θεωρείται ανίερος από τον κλήρο, αλλά που εξασφαλίζει μεγάλα πλεονεκτήματα στον Σολομώντα.
Έχοντας, λοιπόν, εξασφαλίσει την ειρήνη βάζει μπρος με τον επόμενο στόχο του, που δεν είναι άλλος από την ανέγερση του ναού. Πώς να τα καταφέρει όμως; Οι θησαυροί που αποθήκευσε ο πατέρας του γι’ αυτό τον σκοπό δεν είναι αρκετοί, ενώ στη γη του δεν υπάρχει αρχιτέκτονας ικανός να φέρει σε πέρας ένα τόσο μεγάλο έργο. Από το αδιέξοδό του έρχονται να τον βγάλουν οι σύμμαχοί του αιγύπτιοι, αλλά με δόλιο τρόπο: στέλνουν ένα δικό τους αρχιτέκτονα στη γειτονική του Ισραήλ, Τυρίνη, που με τη βοήθεια του άρχοντα της τελευταίας θα αναλάβει να φέρει σε πέρας το μεγάλο έργο, αλλά και να σταθεί αυτό για το οποίο τον προόρισαν οι άρχοντές του: ο τέλειος κατάσκοπος στην καρδιά του νέου κράτους. Αλλά και κάποιος που θα μεταδώσει στοιχεία από τον πολιτισμό της Αιγύπτου μέσα από την ανέγερση του ναού.
Γύρω από αυτούς τους δύο φαινομενικά αντίθετους, αλλά δυναμικούς και αποφασισμένους για όλα χαρακτήρες, στήνεται η ιστορία. Βασισμένος σε διάφορες πηγές ο συγγραφέας μας μιλά για τις μεγάλες προσπάθειες και θυσίες που απαιτήθηκαν για την ανέγερση του ναού, για τις δολοπλοκίες του κλήρου ώστε να αποτύχει, για την πολιτική και οικονομική κατάσταση των κρατών της εποχής, για μαγικά φαινόμενα και μυστικιστικές τελετές και πολλά άλλα.
Ωστόσο, δεν παραλείπει να επισημάνει ότι ο Σολομώντας και ο Χίραμ, ο αρχιτέκτονας, στο τέλος της ημέρας δεν ήταν κι αυτοί παρά άνθρωποι, κοινοί σχεδόν θνητοί, και σαν τέτοιοι έκαναν λάθη -λάθη κρίσης- τα οποία κάποτε θα καλούνταν να πληρώσουν ακριβά.
Σαν αστυνομικό διαβάζεται αυτό το μυθιστόρημα, σαν ένα ιστορικό θρίλερ, το οποίο σε καθηλώνει και σε μαγεύει ταυτόχρονα, που μιλά για τις προαιώνιες αδυναμίες των ανθρώπων: τη δίψα για ισχύ και πλούτο, τη ζήλεια, τη μοχθηρία, τους λειτουργούς του θεού που γίνονται όργανα του διαβόλου. Με ταξίδεψε όμορφα.

Monday, September 21, 2009

Sebastian Barry – The Secret Scripture

 
Αγορά από το Book Depository

Τις τελευταίες βδομάδες το έχω κάνει συνήθεια να διαβάζω δύο βιβλία ταυτόχρονα. Συνήθως το ένα είναι αστυνομικής λογοτεχνίας και το άλλο καθαρόαιμης αγνής λογοτεχνίας, με όλη τη σημασία της λέξης. Ένα απ’ αυτά τα τελευταία είναι και το The Secret Scripture του Σεμπάστιαν Μπάρι, ενός ακόμη φοβερού ιρλανδού παραμυθά.
Τα περισσότερα γεγονότα που αφηγούνται εκ περιτροπής οι δύο ήρωες της ιστορίας, ο ψυχίατρος Γκρεν και η «ασθενής» Ροζεάν, έλαβαν χώρα στην πλέον αγαπημένη μου πόλη στην Ιρλανδία, το Σλάιγο και διάσχισαν δεκαετίες σιωπής μέχρι να βγούνε στο φως. Ουσιαστικά πρόκειται για την ιστορία της δεύτερης, μια ιστορία τραγική, που ο καλός γιατρός ποτέ δε θέλησε στ’ αλήθεια ή δε βρήκε το χρόνο για να μάθει. Μια ιστορία που μας φέρνει κοντά στα τραγικά γεγονότα που σημάδεψαν τη χώρα, όπως τον εμφύλιο πόλεμο, και την παντοδυναμία της καθολικής εκκλησίας, όσο και με τις προκαταλήψεις που οδήγησαν πολλούς ανθρώπους στο περιθώριο της ζωής ή ακόμη και στο θάνατο.
Η Ροζεάν είναι μια φιγούρα τραγική, που ελάχιστη χαρά γνώρισε στη ζωή της, κι αυτήν ουσιαστικά μοναχά στην πρώτη περίοδο του γάμου της. Από κει και πέρα ήταν ο πόνος, ο πόνος κι άλλος πόνος. Και η αδικία. Και των ανθρώπων η σκληρότητα. Ωστόσο, μέσα από την πρωτοπρόσωπη αφήγησή της δεν αναβλύζει η πικρία που θα περίμενε κανείς – ένα παράπονο ίσως, αλλά μέχρι εκεί. Λες και τώρα, στα εκατό της πια χρόνια, η γυναίκα αυτή έχει ξεπλύνει τις πληγές, έχει ξεπλυθεί από τις αμαρτίες που οι άλλοι φόρτωσαν στην πλάτη της και δεν έχει πλέον τίποτ’ άλλο να κάνει από να πει την ιστορία της, έτσι όπως αυτή την έζησε, κι όχι όπως την κατασκεύασαν οι απρόσκλητοι προστάτες της.
Θυμάται λοιπόν τα παιδικά της χρόνια, το σπίτι που μεγάλωσε, τη φτώχεια της, την τρέλα της μάνας της, την αγάπη του πατέρα της και το θάνατό του, που επήλθε με τρόπο τραγικό. Και μετά έρχεται στο μυαλό της ο άντρας της ο Τομ, εκείνος που αγάπησε μα που την πρόδωσε, ακολουθώντας τις επιταγές ενός εκπρόσωπου του θεού που δεν είχε ιδέα τι πάει να πει αγάπη και συμπόνια, κάποιου που θα γινόταν κάποτε μεγάλος και τρανός, όπως όλοι οι αδίστακτοι άνθρωποι, που κατέχουν κάποια θέση εξουσίας. Και θυμάται και το παιδί της, εκείνο που την παράτησαν μόνη να γεννήσει στην ακροθαλασσιά, για να της το κλέψουν μετά, εκείνο που δε γνώρισε.
Όσο κι αν ακούγεται μελό αυτή η ιστορία, δεν είναι. Δεν προσπαθεί να προκαλέσει τη συγκίνηση, απλά την περιέχει. Ο συγγραφέας επιλέγοντας να ξετυλίξει το μύθο του μέσα από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση δύο διαφορετικών ανθρώπων ενώνει μαεστρικά το χθες με το σήμερα, τα ξεχωριστά τους δράματα, και οδηγεί έντεχνα τη μια άκρη του νήματος να συναντήσει την άλλη, διασχίζοντας τους κόσμους, τους καιρούς και τις πεποιθήσεις. Ο δόκτωρ Γκρεν κάπου λέει: «Γεννήθηκα στο περιθώριο των πραγμάτων». Το ίδιο ακριβώς συνέβηκε και με τη Ροζεάν. Να όμως που αυτά τα δύο άτομα συναντήθηκαν στις σελίδες μιας αφοπλιστικής ιστορίας, πανανθρώπινης, αισιόδοξης και λυπημένης.
«Είναι πολύ δύσκολο να είσαι ήρωας δίχως κοινό, αν και, κατά κάποιο τρόπο, είμαστε ο καθένας ο ήρωας ενός παράξενου μισοκαταστρεμμένου φιλμ, που αποκαλούμε ζωή μας…»
Οι δύο αυτοί ήρωες είχαν την τύχη να αποκτήσουν ζωή μέσα από τη γραφίδα ενός βιρτουόζου γραφιά και ένα μεγάλο αναγνωστικό κοινό που τους αγκάλιασε, αφού βρέθηκε στη μικρή λίστα για τα βραβεία Μπούκερ, ενώ πήρε το βραβείο Κόστα. Η ιρλανδική λογοτεχνία σε μια από τις κορυφαίες στιγμές της.

Sunday, September 20, 2009

Jeffery Deaver – The Bodies Left Behind

 
 Αγορά από το Book Depository

«Δεν είναι παρά πτώματα, Μπριν. Κάθονται όλη την ώρα, αναστατωμένοι, δήθεν θυμωμένοι για κάτι που είδαν στην τηλεόραση και που προσωπικά δεν τους αφορά καθόλου. Πηγαίνουν στις δουλειές τους, κι επιστρέφουν, και μιλούν για πράγματα που δε γνωρίζουν ή για τα οποία δε νοιάζονται…»
Ο Τζέφρι Ντίβερ, ένας από τους καλύτερους συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας κάνει ένα μικρό διάλειμμα από τις περιπέτειες των αγαπημένων του πρωταγωνιστών, Λίνκολν Ράιμ και Κάθριν Ντανς (που όπως διαβάζουμε στην τελευταία σελίδα της ανά χείρα έκδοσης θα επιστρέψουν του χρόνου και… φέτος αντίστοιχα) για να μας προσφέρει μια ιστορία που ξεφεύγει απ’ τις συνηθισμένες του ιστορίες «αστικής καταδίωξης».
Γραμμένο ως συνήθως σε κινηματογραφικούς ρυθμούς, το The Bodies Left Behind διαδραματίζεται στο μεγαλύτερο μέρος του σ’ ένα εθνικό πάρκο. Όλα αρχίζουν όταν στο τοπικό αστυνομικό τμήμα φτάνει μία κλήση από ένα εξοχικό σπίτι στις όχθες μιας λίμνης, η οποία όμως μένει στη μέση. Ο υπεύθυνος του τμήματος αποφασίζει να στείλει εκεί την Μπριν, την πιο καταξιωμένη αστυνομικό της περιοχής για να αξιολογήσει την κατάσταση. Εκείνη, κάπως διστακτικά είν’ η αλήθεια -αφού αντιμετωπίζει κάποια οικογενειακά προβλήματα- αποφασίζει να υπακούσει, αν και δεν είναι η βάρδια της. Τραγικό λάθος. Κι αυτό επειδή, άθελά της, θα βρεθεί στη μέση ενός κυκλώνα, στην αρχή μιας περιπέτειας που θα τη φέρει τις επόμενες ώρες πολλές φορές πρόσωπο με πρόσωπο με το θάνατο. Το συνοδοιπόρο και συμπαραστάτη σ’ αυτό τον αγώνα επιβίωσης που καλείται να δώσει θα τον βρει στο πρόσωπο της αινιγματικής Μισέλ, κάποιας που επιβίωσε από την επίθεση των δολοφόνων στο σπίτι, από όπου προήλθε η κλήση, και που τώρα καλείται να ξεπεράσει τη θλίψη της και τον εαυτό της, για να μην έχει κι αυτή την τύχη των φίλων που τη φιλοξενούσαν.
Ο Ντίβερ για τα δύο τρίτα περίπου της διαδρομής της ανάγνωσης μας προσφέρει μια συναρπαστική πλην στρωτή περιπέτεια με άφθονη δράση, όπου οι εκπλήξεις είναι λίγο-πολύ οι αναμενόμενες και όπου οι ρόλοι των πρωταγωνιστών είναι ξεκάθαροι: αυτοί είναι οι καλοί, αυτοί οι κακοί, αυτοί είναι οι θύτες, αυτά τα θύματα. Αλλά, πίσω έχει η γάτα την ουρά. Όπως πάντα στα μυθιστορήματα του καλού συγγραφέα, κανείς δεν μπορεί ποτέ να είναι σίγουρος για τίποτα. Έτσι εκεί που πιστεύουμε ότι όλα είναι πια ξεκάθαρα έρχεται να γκρεμίσει τους μύθους που δημιούργησε στις σελίδες και τα… κεφάλια μας. Και τότε όλα τα κενά θα γεμίσουν και οι κουκκίδες θα μπουν στη θέση τους, αφήνοντάς μας στο τέλος με μια αίσθηση ανακούφισης, αφού αυτός ο αγαπημένος γραφιάς δεν έκανε «κοιλιά», και κατάφερε και πάλι να μας εκπλήξει.
Ωστόσο, πρέπει να επισημάνουμε ότι ο Ντίβερ μοιάζει κάπου να αλλάζει, αφού για πρώτη ίσως φορά μας μιλά για τις προβληματικές σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους, για τα μυστικά που μας κατατρέχουν μια ζωή, για την ανάγκη μας για ολοκλήρωση. Τα λόγια με τα οποία άνοιξα αυτή την παρουσίαση βγαίνουν από τα χείλη, ή μάλλον από τη σκέψη, του Χαρτ, του βασικού αντίπαλου και διώκτη της Μπριν στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας, του μοναδικού άντρα που ξέροντάς την ελάχιστα την κατάλαβε περισσότερο από κάθε άλλο. Ο Μπριν θα προσπαθήσει να τον διαψεύσει, κάτι που όμως δε θα αποδειχτεί και τόσο εύκολο.
Ένα ακόμη συναρπαστικό μυθιστόρημα από το συγγραφέα του «δολοφονημένου» κατά τη μεταφορά του στη μεγάλη οθόνη, «Συλλέκτη Οστών».

Friday, September 18, 2009

Τζιμ Ουίλιαμς - Σκέρτσο

Πρόκειται για μια άκρως απολαυστική ιστορία που διαδραματίζεται στα μέσα του 18ου αιώνα στη Βενετία. Και τι θέλει να μας πει; Ότι τίποτα δεν είναι τελικά, αυτό που δείχνει. Ότι ο κάθε χαρακτήρας που συναντούμε είναι και κάποιος άλλος, κι ότι το χόμπι όλων είναι το ψέμα. Όλοι ψεύδονται ασύστολα, και για όλα τα θέματα, σε ένα κόσμο που κάθε άλλο παρά αγγελικά πλασμένος είναι! Κι όμως, παρόλα αυτά οι ήρωες του βιβλίου, μέσα στο ψέμα και την υποκρισία τους είναι γοητευτικοί. Ίσως επειδή θεωρούν τα πιο πάνω σαν κάτι το φυσιολογικό, σαν τρόπο ζωής.
Ο συγγραφέας παίζει με τους ήρωές του. Τους πάει τη μια εδώ, την άλλη εκεί, τους κάνει να χάνονται μέσα σε λαβύρινθους από αινίγματα και σκέψεις. Κι αυτά σε μια πολή όπου η διαφθορά είναι η σωστή τάξη πραγμάτων. Όπου η τέχνη αποτελεί εμπόριο, όπου η απάτη αποτελεί καθημερινότητα, όπου οι γυναίκες δέχονται τους εραστές από τα παραθύρια, κι όπου η θρησκεία έχει φανατικούς οπαδούς.
Όλα αρχίζουν μ’ ένα φόνο. Ένας ευγενής της πόλης βρίσκεται δολοφονημέ-νος, και όλοι επιδίδονται σε ένα αγώνα ανακάλυψης του ενόχου. Ο μόνος που φαίνεται ωστόσο να παίρνει στα ζεστά το θέμα είναι ένας μυστηριώδης γάλλος, ο μεσιέ Αρουέ, ο οποίος προσπαθεί με κάθε τρόπο και με όλες του τις δυνάμεις να βρει τη λύση στο μυστήριο. Και πρόκειται όντος για μυστήριο, αφού το θύμα εκτελέστηκε με τρόπο που θυμίζει μυστικιστική ιεροτελεστία, και μάλιστα ο δολοφόνος άφησε στο χέρι του εκλιπόντος ένα κρυπτογραφημένο μήνυμα-πρόκληση προς τους επίδοξους διώκτες του. Τελικά, η λύση του μυστηρίου έρχεται από κει που δεν το περιμένει κανείς: από τον σινιόρ Λουντοβίκο, έναν καστράτο τραγουδιστή της όπερας που είναι τόσο ο αφηγητής της ιστορίας, όσο και το δεξί χέρι του μεσιέ Αρουέ, στο διανοητικό αγώνα που διεξάγει ο τελευταίος.
Το “Σκέρτσο” είναι ένα μεγάλο μυθιστόρημα που διαβάζεται ευχάριστα, προκαλώντας έκπληξη στον αναγνώστη τόσο με τα μυστήρια όσο και με τις πικάντι-κες περιγραφές του.
Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ψυχογιός

Monday, September 14, 2009

Christian Jacq – Champollion the Egyptian


Αγορά από το Book Depository

Διαβάζοντας αυτό το βιβλίο ένα πράγμα μπορούμε να πούμε στα σίγουρα: Ο Κρίστιαν Ζακ δεν είναι Ουίλμπουρ Σμιθ. Αν και οι δύο ασχολήθηκαν εκτεταμένα με την Αίγυπτο και τον αρχαίο πολιτισμό της, ο δεύτερος είναι φτιαγμένος και φτασμένος μυθιστοριογράφος, ενώ ο πρώτος απλά μελετητής. Το θέμα δεν είναι να καταπιάνεσαι με μια ενδιαφέρουσα υπόθεση, αλλά το να φτιάχνεις, όταν και όποτε το απαιτούν οι περιστάσεις -όπως εδώ- ένα συναρπαστικό αφήγημα, κάτι που ο Ζακ, παρά το αβανταδόρικό του ήρωα δε φαίνεται να πολυκαταφέρνει. Είχα διαβάσει πριν από χρόνια ένα τόμο από την πενταλογία του για τον Ραμσή, αλλά δε θυμάμαι κατά πόσο μου άρεσε ή όχι. Για να μη θυμάμαι τίποτα όμως, μάλλον όχι.
Όπως και νάχει, διαβάζοντας το ανά χείρας μυθιστόρημα ο αναγνώστης, αν μη τι άλλο αποκτάει πάρα πολλές γνώσεις για την Αίγυπτο και τον αρχαίο πολιτισμό της. Ο ήρωας του, ο Σαμπολιόν, που υπήρξε πραγματικό πρόσωπο και σύμφωνα με τα λεγόμενα του συγγραφέα ο πρώτος αιγυπτιολόγος, ήταν ερωτευμένος με την αρχαία γη, κι όπως μας αφηγείται, σε πρώτο πρόσωπο, την ιστορία του κάπου αναφωνεί: «Η αρχαία Αίγυπτος είναι το αίμα μου. Είναι η καρδιά μου. Απαιτεί τα πάντα από μένα».
Έτσι ακριβώς είναι και για να την κατακτήσει, για να ανακαλύψει όλα της τα μυστικά και ν’ αποκρυπτογραφήσει την ιερογλυφική της γραφή, στις 24 Ιουλίου του 1828, σαλπάρει από τη Γαλλία με προορισμό τη μυθική γη, παρά τα εμπόδια που προσπαθούν να υψώσουν στο δρόμο του διάφοροι εχθροί.
Φτάνοντας εκεί θα έρθει πρόσωπο με πρόσωπο με τη σκληρή σύγχρονη πραγματικότητα της χώρας των ονείρων του: άρχοντες αδιάφοροι και διεφθαρμένοι, που αφήνουν την κληρονομιά τους να καταστρέφεται ή που την ξεπουλούν όσο-όσο, αρχαιοκάπηλοι και λαθρέμποροι σε υψηλά αξιώματα, αγραμματοσύνη. Παρά την απογοήτευσή του, ωστόσο, δε θα το βάλει κάτω. Με τη συνοδεία των όχι και τόσο πιστών του συντρόφων θ’ αρχίσει να εξερευνά τις αναμνήσεις του χθες, να περπατά στα μονοπάτια των αρχαίων θεών, να στέκεται με θαυμασμό μπροστά στα έργα αυτών που τους λάτρεψαν. Ένας ιδεολόγος σ’ ένα κόσμο όπου το μόνα που έχουν αξία είναι η ισχύς και το χρήμα.
Ο συγγραφέας προσπαθώντας να κάνει συναρπαστική την αφήγηση ρίχνει κάθε τόσο μέσα στην ιστορία μια απόπειρα δολοφονίας του Σαμπολιόν, χωρίς να μπορεί να γίνει πειστικός. Όσο κι αν ο μύθος του στηρίζεται στην πραγματικότητα, ακόμη κι αν περιγράφει αληθή γεγονότα, δεν καταφέρνει μέσω της αφήγησης να τον απογειώσει, προκαλώντας στον αναγνώστη αμηχανία. Το θέμα δεν είναι τι προσπαθεί να πει ο ποιητής, αλλά τι δεν μπορεί να πει. Όταν σκεφτεί κανείς ότι σε ολόκληρη της διάρκεια του βιβλίου ο ήρωας επιδίδεται ουσιαστικά σ’ ένα αγώνα επιβίωσης, τότε είναι τουλάχιστον παράξενο το γεγονός ότι ο αναγνώστης δε μοιράζεται ούτε στιγμή την αγωνία του.
Ίσως να ακουστεί κάπως τραβηγμένο, αλλά εδώ πιότερο έχουμε ένα ταξιδιωτικό βιβλίο με γλαφυρές περιγραφές του τόπου, παρά ένα μυθιστόρημα. Ωστόσο, μια και έχω ήδη αγοράσει ένα ακόμη βιβλίο του Ζακ, το Master Hiram & King Solomon λέω να του δώσω μια δεύτερη ευκαιρία. Ίσως εκείνο που ψάχνω αρχίζοντας ένα ανάγνωσμα να το βρω εκεί.

Σημείωση: Κάπου αναφέρει ότι στην ύπαιθρο οι γυναίκες κυκλοφορούσαν ακάλυπτες. Ωστόσο, αν δεν κάνω λάθος, η «μόδα» της μπούρκας άρχισε στα τέλη και όχι στις αρχές του 19ου αιώνα.

Friday, September 11, 2009

ΓΙΩΡΓΟΣ Ι. ΑΛΛΑΜΑΝΗΣ - Δίχως καβάτζα καμιά. Βίος και πολιτεία του Νικόλα Άσιμου

Έτσι γράφονται οι βιογραφίες! Ο Γιώργος Ι. Αλλαμανής αναλαμβάνει να μας ξεναγήσει στο μουσικό-καλλιτεχνικό και τον ψυχικό κόσμο του Νικόλα Άσιμου, και τα καταφέρνει μια χαρά. Διαβάζοντας κανείς το βιβλίο αυτό νιώθει σα να παρακολου-θεί μια πολύ καλή ταινία ντοκιμαντέρ καρέ-καρέ. Εξάλλου και ο Άσιμος είχε πάνω του κάτι από τους φευγάτους ήρωες των κινηματογραφικών ταινιών.
Το παρόν έργο δεν έχει πρόθεση να μυθοποιήσει, αλλά ούτε και να απομυθο-ποιήσει τον Άσιμο. Προσπαθεί να μας μιλήσει με λόγια απλά για τον ιδιόρρυθμο καλλιτέχνη, για τη ζωή του, για τα λάθη του και τα πάθη του. Οπωσδήποτε δεν ήταν Άγιος, αλλά σίγουρα ήταν ένας καλλιτέχνης με έμφυτο ταλέντο, και εξίσου έμφυτες εμμονές. Ο Αλλαμανής δεν του χαρίζεται, αλλά εκεί που θεωρεί ότι ο “ήρωάς” του είχε δίκιο δεν δειλιάζει να τον στηρίξει.
Ο συγγραφέας επί δύο ολόκληρα χρόνια ακολούθησε μεθοδικά τα ίχνη της ζωής και του έργου του Νικόλα. Πήρε περισσότερες από 80 συνεντεύξεις από ανθρώπους που τον γνώριζαν τόσο ώστε να δικαιούνται να μιλήσουν, συγκέντρωσε γύρω στις 250 φωτογραφίες, γύρω στα 100 έγγραφα καθώς και χιλιάδες μαρτυρίες για τα πιο απίθανα και πιθανά περιστατικά. Αποδελτίωσε όλα του τα τραγούδια, ανάμεσά τους και έξι εντελώς ανέκδοτα.
Μελέτησε και φέρνει στο φως τα χειρόγραφα της αυτοκτονίας του, καθώς και τις σχέσεις του με επώνυμους και ανώνυμους συνοδοιπόρους του από τα μαθητικά χρόνια στην Κοζάνη και τα φοιτητικά στη Θεσσαλονίκη, μέχρι την μεταπολίτευση στην Αθήνα και το μεγάλο Αναρχικό Πανηγύρι των Εξαρχείων…
Πριν ένα περίπου χρόνο είχε κυκλοφορήσει ένα ακόμη βιβλίο για τον καλλιτέ-χνη με τίτλο “Ο διάσημος Νικόλας Άσιμος”. Εκείνο το βιβλίο αν το συγκρίναμε με το ανά χείρας θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε σαν “μαθητικό εγχειρίδιο”, ήταν μια “αρπαχτή”. Ο Αλλαμανής ίδρωσε, ξενύχτησε, ξόδεψε χρόνο και χρήμα για να δώ-σει την ευκαιρία στους αναγνώστες να γνωρίσουν τον αληθινό Άσιμο, κι αυτό είναι ένα ακόμη στοιχείο που πρέπει να του αναγνωρίσουμε. Το “Δίχως καβάτζα καμιά” είναι η καλύτερη βιογραφία έλληνα ροκ καλλιτέχνη που κυκλοφόρησε ποτέ, και σε πολλά σημεία της μου θύμισε το βιβλίο “The lives of John Lennon” του Άλμπερτ Γκόλντμαν, μιας ακόμη εξαιρετικής προσπάθειας.
Για τον Άσιμο μιλούν εδώ πολλοί επώνυμοι και ανώνυμοι, μεταξύ των οποίων ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου(ο οποίος διαλύει το μύθο ότι ήταν ο καλύτερός του φίλος), ο Γιάννης Γιοκαρίνης, ο Θύμιος Παπαδόπουλος, ο Γιάννης Ζουγανέλης, η Ισιδώρα Σιδέρη, ο Θανάσης Γκαϊφύλιας, ο ποιητής Αργύρης Μαρνέρος, ο εκδότης Λεωνίδας Χριστάκης κ.α.
Πολλοί ίσως να πουν ότι ο Αλλαμανής με το βιβλίο του διαλύει το μύθο. Εμείς θα διαφωνούσαμε με την άποψη αυτή. Όπως όλοι λένε είναι καλύτερη η αμά-θεια από την ημιμάθεια, και ο συγγραφέας δεν κάνει τίποτ’ άλλο από το να συμπλη-ρώνει τα αμέτρητα κενά που υπήρχαν στις γνώσεις μας για τον καλλιτέχνη. Να είστε σίγουροι ότι διαβάζοντας το βιβλίο αυτό κάποιος δεν πρόκειται να αλλάξει την γνώμη του για τον Άσιμο. ίσως να αυξηθεί και η συμπάθειά του γι’ αυτόν μάλιστα.
Οι περιγραφές του συγγραφέα άλλοτε είναι ωμές, σκληρές, άλλοτε βγάζουν γέλοιο, αλλά κι ο Άσιμος μάλλον έτσι ήταν. Διαβάζοντας κανείς τις επιστολές και τα χειρόγραφά του, τις μαρτυρίες ανθρώπων που τον έζησαν, τα δημοσιεύματα στον τύπο κ.ο.κ., αντιλαμβάνεται ότι οι ιδανικές εικόνες που κατασκευάζουν οι μυθοποιοί πολλές φορές δεν έχουν και πολλά να κάνουν με την πραγματικότητα. Εδώ, είν’ η αλήθεια, κάποιοι μύθοι καταρρίπτονται, αλλά απ’ την άλλη οι αλήθειες που αποκαλύ-πτονται προσθέτουν πολύ περισσότερη μαγεία στο παζλ της ζωής του “Μπαγάσα”.
Ο Άσιμος έζησε τη ζωή του σα μια παράσταση. Το θέατρο ήταν δικό του και ήθελε να μοιράζει ο ίδιος τους ρόλους, το μόνο που οι άλλοι δεν ήθελαν να παίξουν όπως ήθελε αυτός. Το βιβλίο αυτό έρχεται για να λύσει τις “παρεξηγήσεις”, για να βάλει τα πράγματα στη θέση τους, και για να μας πει ότι στο κάτω κάτω της γραφής αυτός ήταν ο Νικόλας βρε αδελφέ, ένας ευαίσθητος και σκληρός επαναστάτης, ένας περιθωριακός ρεβισιονιστής, ένας ήρωας που βγήκε από κάποιο παραμύθι και κατέ-βηκε στην Αθήνα του ΄70 και του ΄80 για να προσθέσει χρώμα στη μουντή και απο-πνικτική καθημερινότητά της. Ήταν ένας καλλιτέχνης στο “επάγγελμα” και στη ζωή!
Πολλοί από σας ίσως να διερωτούνται: γιατί να καθίσω τώρα να διαβάσω ένα βιβλίο για ένα περιθωριακό συνθέτη;(πλην-θέτη αποκαλούσε τον ευατό του ο ίδιος). Η απάντηση είναι ότι μέσα από τις σελίδες του θα δείτε να παρελαύνουν και οι εικόνες και οι μύθοι μιας ολόκληρης εποχής. Είναι κάτι σαν ιστορικό ντοκουμέντο που μας προσκαλεί σε ένα εντυπωσιακό ταξίδι στο παρελθόν, ένα ταξίδι από το οποίο δε λείπουν τα απρόοπτα και οι εκπλήξεις, ένα ταξίδι γνώσης, γέλοιου και συγκινή-σεων.
Ο Άσιμος όσα κι αν έκανε όσα κι αν έπαθε, σίγουρα στο σύντομο πέρασμά του από τη ζωή άφησε μερικά μικρά διαμάντια πίσω του, όπως το “Μπαγάσα”, το τρυφερό “Αγαπάω κι αδιαφορώ”, τη “Λίνα” κ.α.
Όσο για το συγγραφέα του βιβλίου του αξίζουν στ’ αλήθεια συγχαρητήρια, αφού μας απέδειξε ότι όπου υπάρχει θέληση και υπομονή μπορεί να παραχθεί έργο. Τα πολλά λόγια σ’ αυτή την περίπτωση είναι φτώχεια. Όσοι… πιστοί προσέλθετε!
Κυκλοφορεί από τα Νέα Σύνορα - Λιβάνη.

Από το αρχείο

Thursday, September 10, 2009

Haruki Murakami – Kafka on the Shore

 
 Αγορά από το Book Depository

Το Kafka on the Shore είναι το πρώτο βιβλίο του Χαρούκι Μουρακάμι που έπιασα στα χέρια μου και μπορώ να πω ότι δε με απογοήτευσε. Αρχικά ήμουν επιφυλακτικός, επειδή όπως και να το κάνουμε ο άνθρωπος είναι σταρ, αλλά διαβάζοντας αυτό το μεγάλο μυθιστόρημα αντιλήφθηκα ότι έχει κάθε δικαίωμα στη φήμη που τον ακολουθεί.
Περπατώντας στα καλά χαραγμένα μονοπάτια του ιαπωνικού μεταφυσικού, ο συγγραφέας μας παρουσιάζει μια σφιχτοδεμένη ιστορία, όπου ο μύθος και η πραγματικότητα είναι ένα και το αυτό, ή αν προτιμάτε συμπληρώνουν το ένα το άλλο.
Οι ήρωες του βιβλίου είναι ουσιαστικά δύο: ο Κάφκα, ένας δεκαπεντάχρονος που το σκάει απ’ το σπίτι, προτού «εκραγεί», και ο Νακάτα, ένας κάπως λειψός στο μυαλό ηλικιωμένος άντρας που είναι επαγγελματίας αναζητητής χαμένων γάτων. Τους δύο αυτούς διαμετρικά αντίθετους χαρακτήρες ενώνει ένα αόρατο νήμα, που διασχίζει τις δεκαετίες, αλλά και ενώνει τους κόσμους. Γύρω απ’ αυτούς περιστρέφονται και κάποιοι άλλοι άνθρωποι, που έχουν να παίξουν ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο ρόλο στην υπόθεση: Ο ανδρόγυνος βιβλιοθηκάριος Οσίμα, που θέτει τον Κάφκα υπό την προστασία του με το που φτάνει στη μικρή τους πόλη, η δεσποινίς Σαέκι που μοιάζει να είναι ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στο χθες και το σήμερα, ο αινιγματικός Τζόνι Γουώκερ, που φέρνει τον Νακάτα στα όρια της απελπισίας, και ο Χοσίνο, που χωρίς καλά-καλά να το σκεφτεί αποφασίζει να συνοδέψει τον ηλικιωμένο άντρα σ’ ένα ταξίδι αναζήτησης.
Ο Μουρακάμι φτιάχνει μια ιστορία σαν παραμύθι, όπου πρόσωπα και εποχές συγχέονται, όπου το μυστήριο είναι ο κανόνας, κι όπου η λύση είναι πάντα εμφανής, αλλά ίσως όχι αυτή που περιμένουμε. Οι ήρωές του είναι άνθρωποι με πάθη, με μυστικά, με ενοχές, αλλά και μόνοι – απόλυτα μόνοι. Όσο κι αν τα μονοπάτια τους συναντιούνται, όσο κι αν δένονται μεταξύ τους, η μοναξιά είν’ αυτή που επιβάλλει τους κανόνες στις ζωές τους, η απομόνωση. Ο μοναδικός που μοιάζει να ξεφεύγει απ’ τον κανόνα είναι ο Νακάτα, που ζει την κάθε μέρα όπως του έρχεται, που αν και φτωχός συμβολίζει τις απλές και πλέον αληθινές αξίες της ζωής, κι ας μην μπορεί να τις εκφράσει με λόγια, κάτι που κάνει ο Οσίμα. Ο τελευταίος, στη διάρκεια μιας συζήτησης με τον Κάφκα αναφωνεί: «Οι γκέι, οι λεσβίες, οι στρέιτ, οι φεμινίστριες, τα φασιστικά γουρούνια, οι κομμουνιστές, οι Χάρε Κρίσνα – όλοι αυτοί δε με ενοχλούν. Δε με ενδιαφέρει τι λάβαρο υψώνουν. Εκείνο που δεν αντέχω είναι οι κενοί άνθρωποι…»
Η μοίρα παίζει άσχημα παιχνίδια στην πλάτη των ηρώων, αλλά αυτή είναι που δίνει και την τελική λύση. Όπως λέει κάπου και το αγόρι με το όνομα Κοράκι (Κάφκα στα τσέχικα): «Μερικές φορές η μοίρα μοιάζει με μια μικρή αμμοθύελλα, που αλλάζει συνεχώς κατεύθυνση. Αλλάζεις εσύ πορεία, κι αυτή σ’ ακολουθεί. Στρέφεσαι αλλού, κι αυτή προσαρμόζεται».
Σαν ένα ταξίδι είναι αυτό το βιβλίο, στους κόσμους των ψυχών και της φαντασίας, σε αλήθειες που δε χωράνε στην πεζή πραγματικότητα που ζούμε. Ένα απολαυστικό ανάγνωσμα από τον πιο διάσημο εκπρόσωπο της γιαπωνέζικης λογοτεχνίας, που μαγεύει και καθηλώνει.

Tuesday, September 8, 2009

Yoko Tawada – Facing the Bridge


Αυτό το μικρό βιβλίο με τις τρεις νουβέλες το απόλαυσα όσο και το πρώτο της Τάβατα που διάβασα, τη συλλογή διηγημάτων Where Europe Begins.
Η Τάβατα δεν είναι μια συνηθισμένη συγγραφέας σε ό,τι αφορά τη γιαπωνέζικη πραγματικότητα αφού εδώ και χρόνια ζει στο Βερολίνο και γράφει τόσο στη μητρική της γλώσσα όσο και στα γερμανικά.
Στις ιστορίες της συνήθως συνυπάρχουν, ή αν προτιμάτε δένουν, αρμονικά το απτό, το πραγματικό, με το μεταφυσικό. Έτσι βλέπουμε πού και πού να λαμβάνουν χώρα συναντήσεις ανάμεσα στους ζωντανούς και τους νεκρούς, φαντάσματα να κόβουν βόλτες εδώ κι εκεί και άλλα ευφάνταστα, που συναντάμε και σε συγγραφείς όπως η Γιοσιμότο και οι δύο Μουρακάμι.
The Shadowman είναι ο τίτλος της πρώτης ιστορίας που συναντάμε εδώ. Βασικός της πρωταγωνιστής είναι ο Άμο, ένα παιδάκι από την Γκάνα που μεταφέρεται μ’ ένα καράβι στο Άμστερνταμ από τους αποικιοκράτες στις αρχές του 18ου αιώνα, που σκότωσαν ολόκληρο το χωριό του, αλλά λυπήθηκαν τον ίδιο. Ο Άμο είναι ένα πανέξυπνο παιδί που μαθαίνει εύκολα τα πάντα, κι έτσι η τύχη του χαμογελά. Το 1727 αρχίζει να σπουδάζει φιλοσοφία και γίνεται ο πρώτος μαύρος που παίρνει δίπλωμα από πανεπιστήμιο της Ευρώπης. Ωστόσο, το παρελθόν του τον κυνηγά και συχνά-πυκνά βλέπει εφιάλτες, που έχουν να κάνουν με τη σκλαβιά. Τελικά επιστρέφει εσπευσμένα στην Αφρική, μετά από μια αποτυχημένη προσπάθεια να δώσει ένα γράμμα σε μια γυναίκα που ερωτεύτηκε, κι η οποία τον κατηγόρησε ότι επιχείρησε να της επιτεθεί. Αυτά συνέβνηκαν τότε. Σε μια άλλη παράλληλη ιστορία συναντάμε δυο γιαπωνέζους φοιτητές που μελετούν το έργο του Λέσσινγκ (ή Λάνσινγκ, δεν είμαι σίγουρος). Όπως και νάχει, η σύμπτωση τους οδηγεί στη σύγκρουση, μέχρι που η κοπέλα, η Νανά, υποχωρεί κι αποφασίζει να καταπιαστεί με την ιστορία του Άμο.
Το In Front of Trang Tien Bridge διαδραματίζεται στο Βιετνάμ. Εκεί όπου φτάνει μετά από ένα γράμμα και μια απόφαση της στιγμής η Καζούκο, που εδώ και χρόνια ζει στο Βερολίνο. Η συγγραφέας μας παρουσιάζει μια ηρωίδα με φαινομενικά πολλαπλούς εαυτούς, οι οποίοι ανάλογα με τη στιγμή παίρνουν υπόσταση. Έτσι άλλοτε αναλαμβάνει η δεσποινίς Α, κάποτε η δεσποινίς Β, και πάει λέγοντας. Το ταξίδι της Καζούκο μοιάζει μ’ ένα ταξίδι αυτογνωσίας, αλλά και σαν ένα παιχνίδι της μοίρας. Μια παρόρμηση την κάνει να πάει εκεί, μια τυχαία γνωριμία τη βάζει σε περιπέτειες. Αυτός, ο Τζέιμς, ένας αμερικανός που υποστηρίζει ότι είναι γιαπωνέζος, την κάνει μάλλον άθελά του να δει τη ζωή από μια διαφορετική οπτική γωνία, να αποδεχτεί τις πολλαπλές όψεις της αλήθειας. Όνειρο και πραγματικότητα μπλέκονται συνεχώς και δύσκολα μπορεί να ξεχωρίσει κανείς τι είναι αλήθεια και τι ψέμα.
Η συλλογή κλείνει με την ιστορία Saint George and the Translator. Μια μεταφράστρια πηγαίνει στο σπίτι που της δανείζει ένας φίλος της στις Κανάριες Νήσους για να δουλέψει, αλλά δεν το μπορεί. Το κείμενο δεν της βγαίνει με τίποτα. «Το να διαβάζεις αυτή την ιστορία έμοιαζε με το να τριγυρνάς φορώντας άμμο αντί για παλτό», την ακούμε να λέει κάπου. Παίζοντας πάλι με το χώρο και το χρόνο, με τη φαντασία και την πραγματικότητα, και παρεμβάλλοντας ένθετα του υπό μετάφραση διηγήματος που τελικά δεν παίρνει ποτέ μορφή, η Τάβατα μας ξεναγεί στην ψυχή ενός βασανισμένου και μοναχικού κατά βάθος ανθρώπου, αλλά και στις σκέψεις και τις προκαταλήψεις των κατοίκων των νησιών. Από την αρχή είναι εμφανές ότι η ηρωίδα της δε θα βρει την ολοκλήρωση που ψάχνει, ωστόσο η ιστορία διαβάζεται γρήγορα και ευχάριστα, παρά τη θλίψη και την απόγνωση που σε ορισμένα σημεία εκπέμπει.
Ένα λίγο ασυνήθιστο, αλλά εξαιρετικό βιβλίο.