Wednesday, March 25, 2009

Banana Yoshimoto – Hardboiled & Hard Luck

 
Αγορά από το Book Depository

Με το θέμα του θανάτου καταπιάνεται στις δύο νουβέλες που αποτελούν αυτό το βιβλίο, η γιαπωνέζα μαστόρισσα της αφηγηματικής τέχνης, Μπανάνα Γιοσιμότο.
Η πρώτη μιλά για το ταξίδι μιας νεαρής γυναίκας, την οποία κατατρέχουν πολλά φαντάσματα, στην ιαπωνική επαρχία. Το ταξίδι της, που το κάνει με τα πόδια, την οδηγεί μέσα από κάποια φαινομενικά στοιχειωμένα βουνά, σε μια μικρή πόλη και σ’ ένα πέρα ως πέρα στοιχειωμένο πανδοχείο. Τα συναισθήματα της μέρας, εκείνα που ένιωσε διασχίζοντας τα βουνά, δεν την εγκαταλείπουν τη νύχτα, αλλά αντίθετα παίρνουν μορφή μέσα από τον ύπνο και τον ξύπνιο της και την οδηγούν στα όρια της παράκρουσης. Τι ονειρεύεται; Μια κοπέλα-ξωτικό, με την οποία για μια εποχή συγκατοίκησε και πού για ένα σύντομο χρονικό διάστημα ήταν η ερωμένη της. Τι βλέπει; Μια γυναίκα-φάντασμα, η οποία χρόνια πριν είχε αυτοκτονήσει στο ξενοδοχείο και τη συγκεκριμένη νύχτα κάθε χρόνο επισκέπτεται το μέρος, όπου είχε βάλει τέλος στη ζωή της.
Αν και τα πιο πάνω ακούγονται κάπως τρομακτικά, το κείμενο κάθε άλλο από θρίλερ θυμίζει. Μοιάζει λες και το άγγιξε με το ραβδί της κάποια μάγισσα, μεταμορφώνοντάς το σ’ ένα τρυφερό παραμύθι για τον έρωτα και την απώλεια, αλλά και για τα μικρά παράξενα πράγματα που συμβαίνουν καθημερινά δίπλα μας, χωρίς να τα προσέχουμε. Όταν διαβάζει κανείς ότι η ερωμένη της κοπέλας απάντησε σ’ ένα τηλεφώνημα, την επομένη του θανάτου της, δεν μπορεί παρά να νιώσει ένα ρίγος να τον διαπερνά. Αλλά, όταν μια στιγμή μετά ακούει κάποιο φίλο να... εξηγεί το κουφό λέγοντας απλά: «Αυτό... ξέρεις. Ξέρεις τη Chizuru. Αυτό θα μπορούσε να συμβεί...», θα νιώσει ένα χαμόγελο να σχηματίζεται στα χείλη του.
Το Hard Luck είναι η ιστορία μιας νέας γυναίκας που αργοπεθαίνει, αφήνοντας πίσω της, ένα αρραβωνιαστικό που μοιάζει ολότελα χαμένος, τον αδελφό του, που φαίνεται ν’ αναλαμβάνει τις ευθύνες που αναλογούν στον προηγούμενο, και μια οικογένεια στα όρια της απελπισίας.
Την ιστορία την αφηγείται η αδελφή της κοπέλας, που προσπαθεί με κάθε τρόπο να φανεί δυνατή και να χαράξει το δρόμο για την επόμενη μέρα. Σκέψεις, συναισθήματα, αναμνήσεις, καταγράφονται με ευαισθησία πολλή απ’ τη γραφίδα της συγγραφέως, που μοιάζει να θέλει να μας ταξιδέψει στον εσωτερικό κόσμο των ηρώων της και να μας μιλήσει για τους διαφορετικούς τρόπους που ο κάθε άνθρωπος ξεχωριστά αντιμετωπίζει το θέμα του θανάτου.
Καθώς η Κούνι, ένα κορίτσι γεμάτο ζωή, οδεύει αμετάκλητα προς την άλλη όχθη, αυτοί που θα μείνουν πίσω, αυτοί που θα επιβιώσουν, θα πέσουν σ’ ένα είδος περισυλλογής σε ό,τι αφορά τα της ζήσης, θ’ αναρωτηθούν για τα λάθη και τα σωστά τους, θα μιλήσουν για ό,τι δεν μίλησαν ποτέ.
Αλλά, αν και καταπιάνεται με το θάνατο και την απώλεια, αυτή η ιστορία αναδίδει ένα έντονο συναίσθημα αισιοδοξίας, αφού καθώς βλέπουμε δυο απ’ τους ήρωές της να περιφέρουν τη θλίψη τους στους δρόμους και στις καφετέριες, την ίδια ώρα τους ακούμε να μιλάνε για την ομορφιά της ζωής, να εκφράζουν το θαυμασμό τους για την από καρδιάς καλοσύνη εκείνης που φεύγει, για το αύριο που, παρά το σημερινό πόνο, δεν μπορεί παρά να είναι καλύτερο, λίγο πιο φωτεινό.
Η Μπανάνα Γιοσιμότο, για μια ακόμη φορά με λόγια απλά και λιτά μας μιλά για τη μεγάλη περιπέτεια της ζωής, για την ομορφιά της, για την πολυχρωμία και τα σκοτάδια της, που κι αυτά στο τέλος πλημμυρίζουν με φως. Απλά, εξαιρετική.

Monday, March 23, 2009

Yoko Tawada – Where Europe Begins

 
Αγορά από το Book Depository

Όπως λέει κι ο Βιμ Βέντερς στον πρόλογο του βιβλίου, αυτό θα μπορούσε να γραφτεί μόνο από μια γιαπωνέζα.
Το Where Europe Begins είναι μια εξαιρετική συλλογή διηγημάτων, που ανήκει σ’ αυτό το είδος λογοτεχνίας που θα αποκαλούσαμε μετά-μεταμοντέρνο. Όνειρο και πραγματικότητα, φαντασία και ζωή, μύθος και ιστορία, δένουν αρμονικά και ανατρεπτικά σ’ αυτά τα κείμενα. Η συγγραφέας μοιάζει να παίζει μαζί μας και τους ήρωές της, να μας κλείνει πειρακτικά το μάτι και να μας λέει: Τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται.
Τη συλλογή ανοίγει το The Bath, μια ιστορία όπου οι πρωταγωνιστές αλλάζουν συνεχώς ρόλους, σαν πρόσωπα παραμορφωμένα απ’ της πραγματικότητας τον καθρέφτη, σαν... μαριονετίστες.
Το The Reflection που ακολουθεί, είναι ένα εξαιρετικά ποιητικό κείμενο που μιλά για τον πνιγμό ενός μοναχού σε μια λιμνούλα -δρόμο που θ’ ακολουθήσει κι ένα νεαρό κορίτσι.
Μια ακροβασία στις λέξεις, τις έννοιες, το όνειρο και την πραγματικότητα, επιχειρεί η συγγραφέας στο Spores, την ιστορία κάποιου που θέλει να... νοικιάσει τ’ αυτί της ηρωίδας, ενώ μέσω του Canned Foreign που συναντάμε μετά, με τη βοήθεια της Σάσιας και της Σόνιας, κάνουμε ένα ταξίδι στη γλώσσα και τον πλούτο της.
Μια γυναίκα γεμάτη φοβίες γνωρίζουμε στο The Talisman, την Γκίλντα, η οποία μαζεύει ένα σωρό φυλακτά, που έχουν σκοπό να την προστατεύσουν από τον εξωγήινο που κρύβεται μέσα της, ή μέσα στον υπολογιστή, ή ακόμη και μέσα στη σούπα της.
Το Raisin Eyes είναι η ιστορία ενός κοριτσιού του οποίου ο μπαμπάς έγινε γυναίκα όταν έφαγε ψωμί απ’ το φούρνο. Ένα κείμενο που μοιάζει χιουμοριστικό, αλλά δεν είναι.
Περισσότερο μ’ ένα δοκίμιο για τη γλώσσα, την ακοή και την αφήγηση, παρά με διήγημα μοιάζει το γραμμένο μ’ ανάλαφρο τρόπο Storytellers Without Souls.
Στο Tongue Dance η Τάβατα μοιάζει να κάνει τραμπάλα στους ιστούς του παραλόγου, καθώς μας αφηγείται την ιστορία μιας κοπέλας που ονειρεύεται ότι έχει μεταμορφωθεί σε μια τεράστια γλώσσα.
Το διήγημα που δίνει τον τίτλο στη συλλογή είναι ένα από τα καλύτερά της. Εδώ έχουμε την ιστορία μιας κοπέλας που ξεκινά από την Ιαπωνία για ένα μακρινό ταξίδι. Στην αρχή παίρνει ένα καράβι για την δυτική Σιβηρία, από όπου θα επιβιβαστεί στον υπερσιβηρικό σιδηρόδρομο, που θα την πάει Εκεί Που Αρχίζει η Ευρώπη. Η ηρωίδα γράφει το ταξιδιωτικό της κείμενο προτού καν ξεκινήσει, ώστε να ξέρει τι θα πει μετά. Η αφήγηση εδώ μοιάζει αποσπασματική, καθώς θραύσματα από το χθες και το σήμερα, από τους μύθους και την πραγματικότητα, γίνονται ένα. Μέσα από τα ταξίδι της ηρωίδας μαθαίνουμε κάποια πράγματα για την Κοιμισμένη Γη (Σιβηρία), για ανθρώπους και παραδόσεις.
Εξαιρετικό είναι και το A Guest, με το οποίο κλείνει η συλλογή. Είναι η ιστορία μιας γυναίκας που πηγαίνει στο γιατρό, αφού νιώθει έντονους πόνους στ’ αυτί, για ν’ ακούσει εμβρόντητη απ’ τον τελευταίο ότι είναι... έγκυος. Στη συνέχεια τη βλέπουμε ν’ αγοράζει ένα βιβλίο απ’ τη λαϊκή αγορά, το οποίο όμως όπως θ’ ανακαλύψει σύντομα είναι κασέτες. Κασέτες, όμως, όπου κάποια φωνή αφηγείται ένα μυθιστόρημα. Η φωνή εκείνη ακριβώς είναι που θα την οδηγήσει στα όρια της παράνοιας, καθώς θ’ αρχίσει να στοιχειώνει τον ύπνο και τον ξύπνιο της, και που θα την αναγκάσει να πάρει ακραία μέτρα: να προσπαθήσει δηλαδή να εξολοθρεύσει το... αλφάβητο. Ένα διήγημα, όπου τα όρια καταργούνται και τίποτα δεν μοιάζει να ’ναι αληθινό.
Το Where Europe Begins είναι μια από τις καλύτερες συλλογές διηγημάτων που διάβασα τα τελευταία χρόνια και ανεβάζει σε νέα ύψη την εκτίμηση που τρέφω προς τις γιαπωνέζες συγγραφείς.

Tuesday, March 17, 2009

David Baldacci – The Whole Truth

 
Αγορά από το Book Depository

Ο Ντέιβιντ Μπαλτάτσι είναι ένας από εκείνους τους ξεχωριστούς συγγραφείς της σύγχρονης αμερικανικής αστυνομικής λογοτεχνίας που δεν γράφουν ποτέ μέτρια βιβλία. Φυσικά, δεν χαίρει και μεγάλης εκτίμησης από τους κριτικούς στα μέρη μας, αφού μοιάζει με μηχανή παραγωγής μπεστ σέλερ, αλλά τι σημασία έχει αυτό;
Στο “The Whole Truth”, ένα καταιγιστικό θρίλερ, ερχόμαστε πρόσωπο με πρόσωπο με μια υπόθεση που θυμίζει σενάριο ταινίας, με αντίκρισμα όμως και στην πραγματική ζωή. Όλα αρχίζουν όταν ένας πάμπλουτος και ιδιοφυής έμπορος όπλων, ο Κριλ, προσλαμβάνει έναν... Μάνατζερ Αντίληψης, τον Πέντερ, στον οποίο αναθέτει να «πουλήσει» στον κόσμο μια εξωφρενική ιστορία, με σκοπό να δημιουργήσει από το πουθενά ένα νέο ψυχρό πόλεμο. Κι ο τελευταίος το κάνει εύκολα κι αβίαστα, δίχως κανένα ενδοιασμό, δίνοντας στη δημοσιότητα ένα βίντεο, όπου ένας μελλοθάνατος ρώσος αντιφρονών απευθύνει στους ανθρώπους το τελευταίο του μήνυμα. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, υπέστη φοβερές διώξεις και βασανιστήρια από το ρωσικό καθεστώς και είναι σίγουρος ότι ο θάνατος παραμονεύει. Το όνομα αυτού Κονσταντίν. Και στο όνομα αυτού χιλιάδες κόσμου θα ξεσηκωθεί απαιτώντας την καταδίκη της ρωσικής κυβέρνησης. Το νερό έχει πια μπει στο αυλάκι και ο Κριλ τρίβει τα χέρια του από ικανοποίηση, αφού αν όλα πάνε καλά στο άμεσο μέλλον θα γίνει πολύ πιο πλούσιος από την πώληση όπλων, σώζοντας ταυτόχρονα τον κόσμο από την αστάθεια που προέκυψε από το τέλος του πρώτου ψυχρού πόλεμου.
Ο Μπαλτάτσι παίρνοντας προφανώς έμπνευση από τα μυστικά και ψέματα που προηγήθηκαν της δεύτερης αμερικανικής εκστρατείας στο Ιράκ, μας δείχνει πώς όταν κάποιος το θέλει και έχει τα μέσα, μπορεί να δημιουργήσει μια πλαστή πραγματικότητα και να την πλασάρει σαν αληθινή, εκμεταλλευόμενος την άγνοια και τις φοβίες του κόσμου. Το μόνο που οι συνωμότες στο βιβλίο δεν έχουν την ίδια καλή τύχη μ’ εκείνους της πραγματικής ζωής, αφού κάνουν ένα μοιραίο λάθος – ένα λάθος το οποίο θα τους αποδείξει ότι όση δύναμη κι αν έχουν, όσα χρήματα και μπράβους κι αν διαθέτουν, όσους διαφθαρμένους μπάτσους και δημοσιογράφους κι αν έχουν στο τσεπάκι τους, κάποια φορά θα γευτούν κι αυτοί το πικρό πιοτό της ήττας. Ο εκδικητής-τιμωρός σ’ αυτή την ιστορία είναι ο Σο, ένας σκληροτράχηλος άντρας, που δουλεύει για μια καλά δικτυωμένη μυστική υπηρεσία, του οποίου η μελλοντική γυναίκα σκοτώνεται στη διάρκεια μιας τρομοκρατικής επίθεσης στο Λονδίνο. Μιας επίθεσης σε εταιρία κινεζικών συμφερόντων, την οποία οι Κριλ και Πέντερ φροντίζουν να φορτώσουν επίσης στους ρώσους, φέρνοντας τις δύο υπερδυνάμεις στο χείλος του πολέμου.
Η ασταμάτητη δράση κι οι συνεχείς ανατροπές είναι τα κυρίαρχα στοιχεία σ’ αυτό το βιβλίο, που σχεδόν περιστρέφεται εξ ολοκλήρου γύρω από τον Σο, το προσωπικό του δράμα, αλλά και τις δίχως ανάσα προσπάθειές του να πάρει εκδίκηση για το θάνατο της αγαπημένης του. Δίπλα του φυσικά κινούνται και κάποιοι άλλοι χαρακτήρες, που έχουν σημαντικό ρόλο να παίξουν στη υπόθεση, αλλά που στο τέλος της ημέρας μοιάζουν λειψοί, άχρωμοι. Λες και αυτός τους επισκιάζει όλους με την προσωπικότητά του. Η δημοσιογράφος Κέιτι, το αφεντικό του Φρανκ κι ο Ρόις της ΜΙ5 είναι οι πιο σημαντικοί απ’ τους υπόλοιπους ήρωες, αλλά όπως είπαμε, οι ρόλοι τους μοιάζουν συμπληρωματικοί, δημιουργήθηκαν απλά και μόνο για τους σκοπούς ροής της ιστορίας. Ένα εξαιρετικό θρίλερ -γραμμένο σε κινηματογραφικούς ρυθμούς- από ένα μάστορα του είδους, που διαβάζεται απνευστί.

Sunday, March 15, 2009

Patricia Cornwell – Book of the Dead


Αγορά από το Book Depository

Η τελευταία φορά που διάβασα ένα βιβλίο της Πατρίσια Κόρνουελ ήταν το 1999 στην Κάρπαθο. Και σ’ εκείνο, του οποίου ο τίτλος τώρα μου διαφεύγει, ηρωίδα ήταν η ιατροδικαστής Κέι Σκαρπέτα, η αγαπημένη ηρωίδα της συγγραφέως.
Στον ανά χείρας τόμο παρακολουθούμε τις προσπάθειες της τελευταίας να βάλει ένα τέλος στα φρικτά εγκλήματα ενός κατά συρροή δολοφόνου – προσπάθειες που μοιάζουν να πέφτουν στο κενό.
Όλα αρχίζουν με τη δολοφονία στη Ρώμη μιας νεαρής και διάσημης τενίστριας, που μοιάζει να εκτελέστηκε τελετουργικά από κάποιο σαδιστή δολοφόνο. Η Σκαρπέτα καλείται να βοηθήσει στη διερεύνηση του εγκλήματος, αλλά δεν μπορεί να κάνει και πολλά, αφού όποιος και να κρύβεται πίσω απ’ αυτό, είναι ένας πολύ έξυπνος άνθρωπος, που ξέρει να καλύπτει τα νότα του.
Την πιο πάνω δολοφονία θα ακολουθήσουν κι άλλες, στις ΗΠΑ όμως. Καθώς η Σκαρπέτα, σιγά-σιγά κι οδυνηρά θ’ αρχίσει να ξετυλίγει το νήμα της υπόθεσης, η μια ανατροπή θα οδηγεί στην άλλη, η μια απογοήτευση στην επόμενη. Μέχρι που θα αντιληφθεί ότι τα εγκλήματα, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, σχετίζονται και με την ίδια.
Την ώρα που συμβαίνουν αυτά, η ιατροδικαστής έχει ν’ ασχοληθεί και με πολλά άλλα πράγματα που της κλέβουν τη γαλήνη, που δεν την αφήνουν στιγμή να ησυχάσει. Το ένα είναι ο δεσμός της με τον πράκτορα Μπέντον που μοιάζει να οδεύει προς γάμου κοινωνία, αλλά με την ίδια να διατηρεί τις επιφυλάξεις της κατά πόσο αυτός μπορεί να πετύχει. Ύστερα είναι η αρρώστια της αγαπημένης της γραμματέως, Ρόουζ, οι παρασπονδίες του παντοτινού της υπάλληλου -και παντοτινά ερωτευμένου μαζί της- Μαρίνο, η τρέλα κι η οδύνη της ανιψιάς της, Λούσι, η αδιάκριτη γειτόνισσά της, που τη βάζει σε μπελάδες, αλλά κι ο μικρόκοσμος της πόλης που δεν τη βλέπει με καλό μάτι.
Μ’ αυτά κι αυτά η Κόρνουελ μοιάζει να μας λέει ότι τα εγκλήματα δεν είναι παρά η αφορμή για να διυλίσει με το μικροσκόπιό της το σώμα της κοινωνίας, να επισημάνει τα στραβά της, να μιλήσει για την υποκρισία, αλλά και την αυθαιρεσία, που έχουν γίνει ο κανόνας στη σύγχρονη ζωή.
Αν και ακολουθεί τη δοκιμασμένη συνταγή του «ποιος το έχει κάνει» η συγγραφέας δεν φαίνεται να έχει και πολλά κοινά με τους άλλους αμερικανούς ομότεχνους της. Τα δικά της βιβλία είναι περισσότερο λογοτεχνικά κι ανθρωποκεντρικά. Δεν δείχνει να την ενδιαφέρουν τόσο η καταιγιστική δράση κι οι συνεχείς ανατροπές, όσο τα γιατί. Τι είναι εκείνο που όπλισε το χέρι του δολοφόνου; Σε τι ψυχική κατάσταση βρίσκεται; Πώς έφτασε στο σημείο ν’ απαρνηθεί εντελώς κάθε στοιχείο ανθρωπιάς; Γιατί βρίσκεται πάντα ένα βήμα πιο μπροστά από εκείνους;
Αν συνηθίσατε στα απολαυστικά, σαν πυροτεχνήματα αναγνώσματα των (επίσης αγαπημένων μου συγγραφέων) Ντέιβιντ Μπαλτάτσι, Τζέφρι Ντίβερ, Μάικλ Κόνελι και Τζον Κόνολι, αυτό το βιβλίο πιθανόν να μη σας αρέσει. Αλλά, αν «μεγαλώσατε» με τα μυθιστορήματα των ευρωπαίων γραφιάδων της αστυνομικής λογοτεχνίας, των γιαπωνέζων ή έστω των παλιών αμερικανών, σίγουρα θα το χαρείτε. Όσο κι αν ακούγεται παράξενο για ένα σύγγραμμα του είδους, το «Βιβλίο των Νεκρών» δεν προσφέρεται για ανάγνωση στην παραλία το καλοκαίρι. Για τις χειμωνιάτικες νύχτες είναι γραμμένο.

Wednesday, March 11, 2009

Σώτη Τριανταφύλλου - Αφρικανικό ημερολόγιο

Το «Αφρικανικό ημερολόγιο» είναι το μικρό αδελφάκι του «Λίγο από το αίμα σου» - ένα μεγάλο μέρος του εξάλλου περιλαμβάνεται στο εν λόγω μυθιστόρημα.
Στην ανά χείρας νουβέλα για παιδιά και έφηβους κάθε ηλικίας διαβάζουμε για τα έργα και τις ημέρες της Μπέθανυ Σταμπς, μια μικρής αγγλίδας που έζησε μια σύντομη, αλλά περιπετειώδη και ευτυχισμένη ζωή. Η Μπέθανυ είναι αγριοκόριτσο ή... αγριοκάτσικο. Μια μικρή δεσποινίδα που με τη μετακόμιση της οικογένειάς της στην Κένυα μεταμορφώνεται σ’ ένα αθώο άγριο θηλυκό, που μαθαίνει να ζει τη ζωή όπως της έρχεται και ν’ απολαμβάνει την κάθε μέρα σαν μία και μοναδική.
Όλοι οι συμπατριώτες της μοιάζουν να πεθυμούν την Αγγλία, τα σπίτια τους με ονοματεπώνυμο και τις λέσχες τους, αλλά όχι αυτή. Από την πρώτη στιγμή γίνεται ένα με την αφρικανική γη, πιάνει φιλίες με τους ντόπιους, υιοθετεί μια τσίτα και γίνεται πολύ-πολύ ευτυχισμένη.
Οι καλύτεροί της φίλοι σ’ αυτό το ταξίδι είναι ο Ιερώνυμος ντε Μπιουτ -ένας αριστοκράτης που μεταμορφώνεται σ’ εθελοντή μεγαλόψυχο γιατρό- ο πρώτος και μοναδικός έρωτας της ζωής της- ο ιθαγενής Καγκέμα και ο κύριος Φίλιπς, ο κομμουνιστής μπάτλερ των ντε Μπιουτ. Μ’ αυτούς θα μεγαλώσει η Μπέθανυ, μ’ αυτούς θα μάθει ό,τι θα μάθει για τον κόσμο, μ’ αυτούς θα μοιραστεί τα οδυνηρά κι ανώδυνα μυστικά της.
Καθώς ακολουθούμε ένα-ένα τα βήματά της, σε μια αφήγηση που θυμίζει πολύ το «Αύριο μια άλλη χώρα», μας γίνεται όλο και πιο συμπαθής, έτσι όπως μοιάζει μ’ ένα άγριο, αδάμαστο πνεύμα, που ζει στο πετσί του αυτό που ονομάζουμε ελευθερία. Αν και οι υπόλοιποι χαρακτήρες του βιβλίου είναι επίσης ξεχωριστοί και ενδιαφέροντες, κανείς δεν μπορεί να κλέψει την παράσταση απ’ αυτή, κανείς δεν μπορεί να επιβληθεί στο δικό της κόσμο. Εξάλλου, όπως λέει κι η ίδια: «Η Αφρική ήταν για μένα σαν ένα θέατρο που ηχούσε από χειροκροτήματα.» Αυτό σε αντίθεση με τους άλλους, τους νοσταλγούς του τίποτα, στους οποίους ήθελε να πει: «Θέλω να ζήσω τη ζωή μου ξυπόλητη και να μη μάθω ποτέ πώς να συμπεριφέρομαι στο δείπνο ενός δούκα». Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που τις αδελφές ψυχές της τις συναντά στον «τρελό» Ιερώνυμο και τον εκκεντρικό Φίλιπς, που δεν διστάζει να της γράψει: «Φανταστείτε να μην είχαν σταυρώσει τον Χριστό: φανταστείτε να τον είχαν παλουκώσει! Οι εκκλησίες θα ήταν τίγκα στα παλούκια! Αντί να σταυροκοπιούνται οι χριστιανοί -η λαίδη ντε Μπιουτ, η μις Λύντια και τα λοιπά- θα έκαναν το σημάδι του παλουκιού! Και θα φορούσαν αλυσιδίτσες με χρυσά παλούκια. Φαιδρό, όχι;» Και λίγο παρακάτω: «Βάρβαροι, μις, είναι όσοι θεωρούν βάρβαρους όσους δεν τους μοιάζουν».
Το «Αφρικανικό ημερολόγιο» είναι ένα βιβλίο γραμμένο με τρυφερότητα και χιούμορ, που μιλά για την ελευθερία, τη φύση, τα πρώτα ξυπνήματα του έρωτα και τα μεγάλα πάθη των ανθρώπων και διαβάζεται γρήγορα κι ευχάριστα, όπως όλα άλλωστε τα βιβλία της Τριανταφύλλου. Κι η Μπέθανυ είναι ένας αξιαγάπητος χαρακτήρας, ένας θηλυκός Μόγλης που ζει με ένταση την κάθε στιγμή, αλλά ταυτόχρονα σκέφτεται ποιητικά, κι αγκαλιάζει τη ζωή με όλες της τις αισθήσεις: «Από τότε που έγινα εφτά ή οχτώ χρονών αργούσα πολύ να κοιμηθώ. Μ’ άρεσε να κάθομαι στη βεράντα και να ακούω την αφρικανική νύχτα: τους ήχους των άγριων ζώων και το αεράκι που φυσούσε στα φλογόδεντρα και στις αδανσωνίες. Παρατηρούσα τον ουρανό και τη λίμνη που καθρεφτιζόταν στο στερέωμα.»
Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.

Saturday, March 7, 2009

Hitomi Kanehara – Snakes and Earrings

 
Αγορά από το Book Depository

Διαβάστε βιογραφικό:
Η Χιτόμι Κανεχάρα γεννήθηκε στο Τόκιο στις 8 Αυγούστου του 1983. Της απονεμήθηκε το Subaru Prize για τη λογοτεχνία το 2003 και το Akutagawa Prize το 2004 για την πρώτη της νουβέλα, Hebi ni piasu (Φίδια και σκουλαρίκια). Η δεύτερή της νουβέλα, Ash Baby (Μωρό της Στάχτης), κυκλοφόρησε στην Ιαπωνία το 2004.
Διαβάζοντας τα πιο πάνω τίθεται αμέσως το ερώτημα: Μα είναι τρελοί αυτοί οι ιάπωνες; Ως γνωστόν, ναι είναι. Αλλά είναι και γνωστικοί. Κι ο τρόπος σκέψης τους είναι πολύ διαφορετικός απ’ το δικό μας. Γι’ αυτό και δεν περιμένουν να γεράσει κάποιος συγγραφέας για να τον βραβεύσουν. Γι’ αυτό και βραβεύουν εικοσάχρονα κορίτσια. Γι’ αυτό και τιμούν τους συγγραφείς της αστυνομικής λογοτεχνίας. Καμία σχέση με το τι συμβαίνει στα μέρη μας δηλαδή.
Τώρα θα με ρωτήσετε: αυτό το βιβλίο άξιζε όντως να βραβευτεί; Για βιβλίο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα σίγουρα ναι. Για τα δύο με τα οποία τιμήθηκε, μάλλον. Και λέω μάλλον αφού δεν έχω γνώση του ποια άλλα βιβλία κυκλοφόρησαν στη χώρα εκείνη τη χρονιά. Εξάλλου, η Κανεχάρα γράφει καλά – πολύ καλά, θα έλεγα.
Το «Φίδια και σκουλαρίκια» είναι ένα βιβλίο σκληρό που γίνεται πού και πού τρυφερό, που μιλά για ένα διαφορετικό τρόπο ζωής, καθόλου καθώς πρέπει, σκοτεινό κι ανέλπιδο. Είναι η ιστορία της Λουί, του Άμα και του Σίμπα-σαν. Τριών πολύχρωμων χαρακτήρων που ζουν στο περιθώριο της ζωής, αλλά μέσα σ’ αυτή, που γνωρίζουν τις συμβάσεις, αλλά δεν τις αναγνωρίζουν.
Όλα αρχίζουν όταν η Λουί, που μοιάζει με μπάρμπι με πολλά σκουλαρίκια, γνωρίζει τον Άμα, που μοιάζει με φρικιό με ακόμη περισσότερα. Τα βρίσκουν αμέσως μεταξύ τους, κι η πρώτη μετακομίζει στη στιγμή στο σπίτι του δεύτερου. Τι την έκανε να τον προσέξει απ’ την πρώτη στιγμή; Μα, η διχαλωτή του γλώσσα, μια γλώσσα φιδιού, την οποία εκείνος είδε κι έπαθε μέχρι ν’ αποκτήσει και την οποία εκείνη επίσης ποθεί. Αλλά, δεν ποθεί μονάχα αυτή, αλλά και το πιο πρωτότυπο τατουάζ που έγινε ποτέ στην Ιαπωνία. Κι αυτά ακριβώς είναι που την οδηγούν, παρέα με τον Άμα, στο εργαστήρι του Σίμπα-σαν – ενός μάστορα στην τέχνη του τρυπήματος και των τατουάζ. Τότε είναι που αρχίζει και η πτώση.
Η Λουί είναι ένας χαρακτήρας των άκρων. Της αρέσει να πέφτει όλο και πιο πολύ, να βυθίζεται δίχως ενδοιασμούς στα σκοτάδια της σωματικής αμαρτίας και της ψυχικής αβύσσου. Μοιάζει να ζει για να υποφέρει, κι αυτός ακριβώς ο πόνος είναι που την κρατά ζωντανή. Έτσι, ενώ είναι με τον Άμα δεν διστάζει να πάει στο κρεβάτι με τον Σίμπα-σαν, κάποιον που της ομολογεί καθαρά ότι θέλει να την σκοτώσει, ενώ εκστασιάζεται στην ιδέα της μελλοντικής διχαλωτής της γλώσσας τόσο πολύ, που φροντίζει να την αποκτήσει όσο πιο γρήγορα μπορεί οδηγώντας τον εαυτό της στο απόγειο του σωματικού πόνου, στα όρια της παράνοιας. Ο Άμα από την άλλη είναι μεν ένας ψηλός σκληρός τύπος, γεμάτος τατουάζ και τρύπες, αλλά είναι και ευαίσθητος και αγαπά τη Λουί πραγματικά, αφού είναι πρόθυμος να κάνει τα πάντα για κείνη, ν’ αλλάξει ακόμη και την εμφάνισή του, να φτάσει μέχρι και το φόνο. Τέλος, ο Σίμπα-σαν μοιάζει να είναι ένας άνθρωπος δίχως ίχνος ανθρωπιάς πάνω του. Κάποιος που του αρέσει να προκαλεί πόνο, κι ίσως ακριβώς γι’ αυτό διάλεξε το επάγγελμα που κάνει. Ωστόσο, δεν είναι χαμένη υπόθεση η δική του και θα χρειαστεί μια τραγική ανατροπή για να βγάλει στο φως τα υπολείμματα καλοσύνης που κρύβει καλά μέσα του.
Το «Φίδια και Σκουλαρίκια» είναι ένα βιβλίο χαρακτήρων, με σκληρή γλώσσα. Η συγγραφέας καθόλου δεν χαρίζεται στους ήρωές της και δεν κάνει εκπτώσεις σ’ αυτά που θέλει να πει – κι αυτά είναι πολλά, καθώς διυλίζει μια σχετικά αόρατη όψη της ιαπωνικής κοινωνίας με τη γραφίδα της και φέρνει στο φως πράγματα που οι «πολιτικώς ορθοί» συμπατριώτες της δεν θέλουν να δουν. Πράγματα που γνωρίζουν, αλλά επιμένουν να αγνοούν. Σεξ, βία, ναρκωτικά, αλκοόλ, πορνεία, φοβίες – όλα περνούν από το μικροσκόπιο της Κανεχάρα, κάνοντας αυτό το ολιγοσέλιδο πόνημά της ένα καθ’ όλα αξιόλογο ανάγνωσμα. Δεν θα το σύστηνα σε αναγνώστες με αδύναμο... στομάχι.

Στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ωκεανίδα με τίτλο "Η γλώσσα του φιδιού"

Wednesday, March 4, 2009

Μαρία Ροδοπούλου – Το Βιβλίο των Νεκρών. Ο Όγδοος Ορίζοντας

Είναι μερικά βιβλία που όταν τα παίρνεις στα χέρια σου δεν ξέρεις τι να περιμένεις. Κάτι βιβλία μαγικά που μαγνητίζουν το βλέμμα και τις σκέψεις σου, μικρά σε μέγεθος, αλλά πλούσια σε ουσία. Ένα τέτοιο βιβλίο είναι και το ανά χείρας.
«Το Βιβλίο των Νεκρών. Ο Όγδοος Ορίζοντας» της Μαρίας Ροδοπούλου, μου έφερε αμηχανία, αφού λίγο έλειψε να μου ανατρέψει τις συνήθειες. Είναι τόσο καλογραμμένο και εξαιρετικά τυπωμένο αυτό το αλληγορικό παραμύθι, που στη διάρκεια της πρώτης ανάγνωσης δεν το έκανε η καρδιά μου να του τσακίσω τις σελίδες, να το χαρακώσω με μολυβιές για σημειώσεις. Όταν το διάβασα για δεύτερη φορά, ωστόσο, ήμουνα και πάλι ο εαυτός μου και σκεφτόμουνα: «Ένα βιβλίο δίχως τσακίσματα και χαρακιές, δεν είναι καλό βιβλίο,» κι έτσι πήρα να το πληγώνω. Τελικά περισσότερες είναι οι τσακισμένες σελίδες απ’ τις αλώβητες, κι αυτό από μόνο του θαρρώ δείχνει πόσο πολύ απόλαυσα την ανάγνωσή του.
Με τι καταπιάνεται ετούτο το βιβλίο-μπαλάντα, που μοιάζει πού και πού με ποίημα; Αντιγράφω τη λιτή περίληψη απ’ το οπισθόφυλλο:
«Η Μύριαμ, ως σύγχρονη Αλίκη, πέφτει άθελά της στη Χώρα των Νεκρών. Πρέπει μόνη να διαβεί τον Τόπο των Γκρίζων για να βρει την Πύλη που οδηγεί πίσω στη ζωή. Στην αγωνιώδη αναζήτησή της θα συναντήσει χαμένα όνειρα, παιδικές αγάπες, πωλητές που διαφημίζουν το Τίποτα, μια τυφλή γυναίκα που της κλέβει τα μάτια και ένα κορίτσι που θέλει στ’ αλήθεια να πεθάνει! Έως ότου μια χελώνα της αποκαλύπτει το μυστικό του όγδοου ορίζοντα...»
Και ποιο είν’ αυτό; Πρέπει ν’ ακολουθήσετε τη Μύριαμ στο ταξίδι της για να το μάθετε. Ένα ταξίδι συναρπαστικό, σε κόσμους μαγικούς και πονεμένους, πολύχρωμους και μουντούς, όπου ακόμη ζουν οι από μηχανής θεοί.
Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε μ’ ένα απλό παραμύθι, αλλά με μια ιστορία αλληγορική, που κάνει βουτιά στα της ζωής, που θέτει οδυνηρά ερωτήματα:

«Ποιά είναι αυτή η κατάρα στο κορμί μου άρρηκτα δεμένη
Ποιός μοχθηρός μου τη χάρισε στα γενέθλια του πρόωρου θανάτου μου
Τι ήμουν πριν γεννηθώ
Ποιο σπέρμα άθλιο με φύτεψε στην αθέλητη μήτρα μιας ξένης γης και τώρα περιπλανιέμαι Οιδίποδας με παλαιά μάτια
Με ποιόν πατέρα ξάπλωσα τα βράδια;
Με τον Ένα και μοναδικό
ή με τον ψεύτικο που οι θρασύδειλοι έγραψαν στο πιστοποιητικό θανάτου μου;»
Τα πιο πάνω διαβάζουμε στη σελίδα 17, προτού συνεχίσουμε την ανάγνωση και φτάσουμε στην 33, όπου η καταπονεμένη Μύριαμ μοιάζει να εξακολουθεί να βγάζει κραυγές απόγνωσης:
«Ποιός είναι αυτός που είπε ότι οι νεκροί δεν πονούν;
Γιατί ο κόσμος ξαφνικά έγινε κουφός και δεν ακούει τα βογκητά;
Γιατί ο κόσμος έγινε τυφλός και δεν βλέπει τα χλωμά μας πρόσωπα;
Γιατί τα δάκρυά μας δεν έχουν ακόμα γίνει οξύ πάνω στις άμαθες παλάμες του;
Πότε θα κοιτάξουν προς το μέρος μας;
Πότε θα δουν εμάς, τα παιδιά ενός Θεού αφορισμένου;»

Θα μπορούσα να συνεχίσω με παραπομπές για πολύ ακόμη, αλλά δεν θα το κάνω. Θα αρκεστώ να πω ότι ετούτο το βιβλίο είναι ένα από τα πιο όμορφα που έπεσαν στα χέρια μου τα τελευταία χρόνια και αξίζει να διαβαστεί από πολλούς. Μιλά για τη ζωή, την ουσία και την απουσία της, με τόσο πλούσιο, λιτό και μεστό λόγο, που αγγίζει με άμεσο τρόπο την καρδιά, που της θυμίζει τα πιο απλά και σημαντικά, εκείνα που την κάνουν να χτυπάει ρυθμικά.

Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Συμπαντικές Διαδρομές.
Σύνδεσμος: Dark Virtual Poetry

Monday, March 2, 2009

Banana Yoshimoto – N.P.

 
Αγορά από το Book Depository

Μία ακόμη ξεχωριστή νουβέλα από μια από τις κορυφαίες γιαπωνέζες συγγραφείς, την Μπανάνα Γιοσιμότο.
Το N.P. είναι ο τίτλος της τελευταίας συλλογής διηγημάτων ενός δυστυχισμένου γιαπωνέζου συγγραφέα που ζούσε στις Ηνωμένες Πολιτείες και έγραφε στ’ αγγλικά, του Σακάο Τακάσε, ο οποίος αυτοκτόνησε στα σαράντα οκτώ του χρόνια, αφήνοντας πίσω του τρία παιδιά: δυο νόμιμα κι ένα εξώγαμο, κι αρκετές θρυμματισμένες ζωές.
Το έργο αυτού του γνήσιου τέκνου της Ιαπωνίας μοιάζει να φέρει πίσω του κάποιου είδους κατάρα, αφού όσοι προσπάθησαν να το μεταφράσουν στη μητρική του γλώσσα οδηγήθηκαν στην αυτοκτονία. Ο τελευταίος απ’ αυτούς ήταν ο Σιότζι, φίλος της Καζάμι και βασικής πρωταγωνίστριας σ’ αυτή την ιστορία.
Αυτός ο θάνατος, αλλά και η τελευταία και πιο τραγική, αυτοβιογραφική ιστορία του συγγραφέα είναι που φέρνουν κοντά και απομακρύνουν ταυτόχρονα το ένα από το άλλο, όλα τα παιδιά και θύματά του. Λέω «θύματά του» αφού ο Σακάο με τα γραπτά και τις πράξεις του, μοιάζει να είναι εκείνος που κινεί τα νήματα στις ζωές των απογόνων του, ακόμη και μέσα από τον τάφο.
Μια ιστορία σκληρή και τρυφερή είναι αυτή που ξετυλίγεται μέσα από τις σελίδες του N.P. Μια ιστορία για μυστικά και ψέματα, για ματωμένες αλήθειες και καταρρακωμένες ψυχές, για το σκοτάδι που κρύβουμε μέσα μας, για τις εμμονές μας. Εκείνο που μας εκπλήσσει σ’ αυτό το βιβλίο δεν είναι οι συνταρακτικές αποκαλύψεις του, ούτε η απλότητα με την οποία η συγγραφέας περιγράφει τα «ανήκουστα», αλλά η ζεστασιά με την οποία η τελευταία αγκαλιάζει τους ήρωές της. Σαν να μας λέει: όλοι άνθρωποι είμαστε, όλοι λάθη κάνουμε, κι αξίζουμε τη συγχώρεση.
Ωστόσο, δεν είναι η αφηγήτρια Καζάμι, που κλέβει την παράσταση σ’ αυτή τη σε πρώτο πρόσωπο ειπωμένη ιστορία, αλλά η Σούι, η εξώγαμη κόρη του Σακάο που θα γίνει κι ερωμένη του, κι η οποία μετά το θάνατό του θα τα φτιάξει με το γιο του, τον Οτοχίκο. Η Σούι είναι μια τραγική ηρωίδα που ξεχειλίζει από ζωή, ένα πολύχρωμο κορίτσι με ντυμένη στα μαύρα την ψυχή, μια γυναίκα-πόνος, που μοιάζει να ψάχνει απεγνωσμένα τη λύτρωση από ένα παρελθόν που είναι χαραγμένο μέσα της, που στοιχειώνει την κάθε μέρα της, που την οδηγεί φαινομενικά αμετάκλητα στα μπουντρούμια της τρέλας. Η Σούι είναι ένας χαρακτήρας αξέχαστος, που δεν μπορεί να φανταστεί «μια ζωή δίχως κάποια ιστορία» κι η οποία μπορεί να δει όσα οι άλλοι αδυνατούνε, «μεθυσμένοι,» καθώς είναι «απ’ τις αναμνήσεις» τους.
Δίπλα και στη σκιά των πιο πάνω παραδέρνει η Σάκι, το άλλο παιδί του μακαρίτη, μια γυναίκα που μοιάζει να ξέρει τι θέλει να κάνει στη ζωή της, αλλά δεν βρίσκει τον τρόπο.
Η Γιοσιμότο αποδεικνύει για μια ακόμη φορά πόσο καλά ξέρει τις γυναίκες της, τις οποίες αναλύει διεξοδικά στη διάρκεια της αφήγησης, αλλά και ελλειπτικά, όπως σχεδόν πάντα. Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια, μοιάζει να μας λέει για μία ακόμη φορά, καθώς την αβανταδόρικη ιστορία της τη συμπυκνώνει σε 194 μόλις σελίδες (στην αγγλική έκδοση) – σελίδες που αναπνέουν ελεύθερα, δίχως περιττά βαρίδια.
Μέσα από τα βιβλία της Γιοσιμότο, της Σακουράι και του Ρίου Μουρακάμι, μοιάζει να φτάνει στ’ αυτιά μας το μήνυμα ότι το «μικρό είναι όμορφο», κι αυτό είναι ενθαρρυντικό σε μια εποχή που τα μυθιστορήματα αρχίζουν και αποκτούν όλο και μεγαλύτερο όγκο, όλο και λιγότερη ουσία.